Σελίδες

30/7/18

"Το Πλέγμα", Μιχάλης Μοδινός




Ο Μιχάλης Μοδινός μάς είχε συνηθίσει σε μυθιστορήματα με μεγάλα εντυπωσιακά θέματα, σε ιστορίες μέσα στην Ιστορία, την Επιστήμη, τη Γεωγραφία. Στο νέο του βιβλίο επιχειρεί κάτι διαφορετικό, τόσο από την πλευρά της αφήγησης, όσο και του θέματος. Πρόκειται για ένα "μυθιστόρημα σε είκοσι μονολόγους". Ο κάθε αφηγητής έχει χαλαρή σχέση με τους υπολοίπους, -μερικές φορές τη μαντεύεις, κι άλλες όχι. Διαβάζουμε καθημερινές ιστορίες, κάποιες τετριμμένες, ίσως και φτηνές, που ορίζουν όμως τη ζωή των πρωταγωνιστών και μοιάζουν τόσο με τους καθενός μας. Ώρες ώρες νομίζεις πως γράφει τη δική σου ιστορία. 

Άντρες και γυναίκες, οι περισσότεροι μιας κάποιας ηλικίας, που ασχολούνται με τον μικρόκοσμό τους, με τις ερωτικές τους περιπέτειες, κι ας είναι παντρεμένοι, με τις αρρώστιες, τη φθορά, το θάνατο, την πολιτική. Κάποτε μοιάζει σαν όλοι αυτοί να γίνονται ένα, να έχουν μία, συλλογική φωνή που εκφράζει τον συγγραφέα, μιλά για τις πίκρες, τις εμμονές, τις χαρές του. Άλλοτε είναι τελείως διακριτό πως μιλάει κάποιος άλλος, κάποιος με τελείως ξέχωρη ιδιοσυγκρασία. 

Κυρίαρχα θέματα είναι ο έρωτας, στην πιο ώριμη, θνητή και χωμάτινη μορφή του,- σεξουαλική με διαφορετικό τρόπο από των εφήβων-, πάντως πιο συνειδητοποιημένη και απτή. Κι ο χρόνος, που περνά αργά όταν πηγαίνεις 24ώρες βόλτες με την ερωμένη σου, και εξαιρετικά γρήγορα όταν δεν αναγνωρίζεις πια τον εαυτό σου στον καθρέφτη. Κι η φθορά, σε συναισθηματικό και σωματικό επίπεδο. Κι η ανάγκη για αποδοχή, και συντροφικότητα, αγάπη και ομορφιά. Κι η ανάγκη να ζήσεις, λίγο ακόμα. 

Το μυθιστόρημα αναδεικνύει τις ικανότητες του Μοδινού στην ψυχογράφηση των ηρώων. Αρχίζει πολύ εντυπωσιακά, κάπως σαν να επαναλαμβάνεται στη συνέχεια, όμως η τελική του γεύση είναι εξαιρετική. Μου αρέσει που ο συγγραφέας δοκίμασε κάτι που τον ξεβόλεψε, τον έβγαλε από τις ευκολίες του. Κι όχι μόνο προσπάθησε, αλλά τα κατάφερε, το Πλέγμα είναι ένα καλό βιβλίο που χαίρεσαι να το διαβάζεις. 



                                                                                      Κατερίνα Μαλακατέ



«Το Πλέγμα», Μιχάλης Μοδινός, εκδ. Καστανιώτη, 2018, σελ. 228

23/7/18

Με ένα kindle χάνομαι




Έχω υπάρξει ένθερμη οπαδός τους χαρτιού. Διαβάζω από τότε που έμαθα ανάγνωση ό,τι πέσει στα χέρια μου, έχω υπάρξει σαβουροαναγνώστρια, έχω διαβάσει πολύ για σχολείο, για πτυχίο, για μεταπτυχιακό, διαβάζω πολλές ώρες μέσα στην ημέρα και τώρα που μεγάλωσα, fiction και non-fiction, στο χαρτί και στην οθόνη. Με λίγα λόγια η ανάγνωση- και η γραφή- ορίζουν τη ζωή μου. Κι έχω υπάρξει ένθερμη οπαδός των υπολογιστών από τα μικράτα μου, από τότε που προγραμματίζαμε στη gwbasic να φτιάχνει χριστουγεννιάτικα δέντρα με αστεράκια σε λούπες, και δίναμε εντολές dir στο dos, μέχρι τώρα, που τα κοινωνικά δίκτυα τρώνε τη μισή ζωή μας. Γράφω σχεδόν πάντα στον υπολογιστή, δεν έχω γράψει ποτέ πεζό με το χέρι, έχω γράψει όμως ποίηση στην εφηβεία μου, και συνεχίζω να γράφω, αυστηρά σε χαρτί με μολύβι. 

Γιατί τα λέω όλα αυτά; Μα γιατί άργησα πολύ, με αυτά τα δεδομένα, να αποκτήσω e-reader. Στην Ελλάδα, που η κουλτούρα της ανάγνωσης δεν είναι εξαιρετικά διαδεδομένη, και οι εκδόσεις των βιβλίων είναι – οι περισσότερες- πανέμορφες και προσεγμένες, οι e-readers δεν έχουν μεγάλη πέραση. Για την ακρίβεια τους περισσότερους πρέπει να τους παραγγείλεις από το εξωτερικό, χωρίς να τους έχεις δει ποτέ, κάπως στα τυφλά, ρωτώντας γνώμες φίλων. Έτσι, πριν από δυο χρόνια πήρα ένα kindle paperwhite μετά από σχετική ερώτηση στο γκρουπ. Και θα σας πω την εμπειρία μου από αυτό το μαραφέτι. 

Διαβάζω λοιπόν στο εν λόγω γκατζετάκι όταν είμαι σε διακοπές ή μετακινούμαι, κυρίως Αγγλικά- σπανιότερα Γαλλικά και σχεδόν ποτέ στα Γερμανικά· στα Ελληνικά δε ακόμα λιγότερο. Διαβάζω μέσα στο σπίτι στο kindle στις εξής τρεις περιπτώσεις: 

1. Το βιβλίο δεν έχει μεταφραστεί ακόμα στα ελληνικά 

2. Το βιβλίο είναι πανάκριβο στα ελληνικά και τσιγκουνεύομαι 

3. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί κακά στα ελληνικά και το ξέρω. Ή το μαθαίνω στην πορεία, οπότε το κατεβάζω για να μην χάσω την συνέχεια. 

Από αυτή την άποψη, συνεχίζω να διαβάζω κατά 90% χάρτινα, και το kindle έχει χάσει πανηγυρικά. Το βασικό μου πρόβλημα είναι πως τα ελληνικά e-books είναι είτε ανύπαρκτα είτε πανάκριβα, και μιας και η ελληνική γλώσσα είναι η μητρική μου, και επιθυμώ μάλιστα να συγγράφω σε αυτή, την προτιμώ όταν διαβάζω. 

Το kindle paperwhite δυσκολεύεται με τα pdf, τα διαβάζει μεν, αλλά τα σελιδοποιεί άσχημα και δεν σε αφήνει να αλλάξεις το μέγεθος της γραμματοσειρές, κι αυτό στην ώριμη πρεσβυωπική ηλικία που βρίσκομαι είναι αποτρεπτικό. Επίσης από e-books διαβάζει μόνο mobi, άρα αν το έχεις σε άλλο format πρέπει να το μετατρέπεις, κάτι που για κάποιους ελληνικούς εκδοτικούς οίκους θεωρείται παράνομο, ακόμα κι αν έχεις αγοράσει πλήρως νόμιμα το βιβλίο τους, οπότε απαιτεί μια – παράνομη- διαδικασία ακόμα. Κι εκεί αρχίζει το σιχτηρικλίκι, εμ πλήρωσα, εμ θα παρανομήσω. Βρε μπας και να παρανομήσω έτσι κι αλλιώς. Επίσης, η οθόνη του kindle δεν ισοδυναμεί με μια σελίδα τυπωμένου βιβλίου ακόμα κι αν τα γράμματα είναι πολύ μικρά. Που πρακτικά σημαίνει πως ψυχολογικά το βιβλίο φαίνεται μεγαλύτερο, πρέπει να γυρίσεις περισσότερες σελίδες, και για τον ψυχαναγκαστικό εαυτό μου είναι πρόβλημα. 

Τώρα πάμε στα θετικά. Αν όλα πάνε καλά δηλαδή κι έχεις στο kindle σου ένα mobi αγορασμένο από το amazon. Η ανάγνωση είναι πολύ βολική, τα μάτια δεν κουράζονται, μπορείς να αγοράσεις επιτόπου το βιβλίο που θέλεις χωρίς καμία καθυστέρηση, διαβάζεις τη νύχτα χωρίς λάμπα και δεν ενοχλείς τον διπλανό σου, διαβάζεις χωρίς πρεσβυωπικά γυαλιά αφού η γραμματοσειρά προσαρμόζεται, δεν χρειάζεσαι σελιδοδείκτες, δεν χρειάζεσαι σημειωματάρια, δεν χρειάζεσαι λεξικό- είναι όλα ενσωματωμένα-, δεν κουβαλάς δέκα βιβλία στις διακοπές, ειδικά αν πηγαίνεις με αεροπλάνο, δεν γεμίζεις κι άλλο χαρτί στο σπίτι που έχει ήδη παντού ξέχειλες βιβλιοθήκες. 

Σε γενικές γραμμές το kindle μου πιάνει σκόνη, κι οι βιβλιοθήκες μου επεκτείνονται, κοντεύουν να μας καταβροχθίσουν. Δεν έχω κανένα σοβαρό φετίχ με το βιβλίο ως αντικείμενο, δεν το μυρίζω, δεν το κρατάω άθικτο, αντίθετα το τσακίζω, σημειώνω, το κάνω δικό μου. Μου αρέσει που το σπίτι μου είναι γεμάτο βιβλία, αλλά σιγά σιγά μπουκώνω, δεν θέλω να τα κρατάω όλα, δεν μπορώ με τόσες στοίβες τριγύρω. Βαριέμαι να απαντάω και στο πανέξυπνο ερώτημα «τα έχεις διαβάσει όλα αυτά;». Προς το παρόν όμως για μένα ο e-reader δεν είναι η λύση, δεν καταφέραμε να αγαπηθούμε. Ίσως στο επόμενο γκατζετάκι. 


                                                                      Κατερίνα Μαλακατέ


19/7/18

"Το σοβαρό παιχνίδι", Hjalmar Söderberg



Αγάπησα πολύ τον Δόκτωρα Γκλας του Σέντερμπεργκ κι ας μην είχα ακούσει τίποτα για αυτόν πριν τον διαβάσω. Ο Σέντερμπεργκ έγραψε στις αρχές του 20ου αιώνα, όμως οι ιδέες του μοιάζουν τόσο φρέσκες και σημερινές, σαν να μην έχουν περάσει εκατό και πλέον χρόνια. Ήμουν σίγουρη πως θα διαβάσω ο,τι δικό του βγει, με το που έκλεισα την τελευταία σελίδα του Δόκτωρος. 

«Το σοβαρό παιχνίδι» δεν μπορεί βεβαίως να συγκριθεί με τον Γκλας σε κανένα επίπεδο, μπορεί όμως να σταθεί ως ένα πολύ καλό ερωτικό μυθιστόρημα. Ήρωας είναι ο Άρβιντ Xουερνμπλούμ, ένας νεαρός επαρχιώτης που προσπαθεί να κάνει καριέρα ως δημοσιογράφος. Στα είκοσί του ερωτεύεται τη Λύντια, την κόρη ενός ήσσονος ζωγράφου. Παρόλο που τα αισθήματα είναι αμοιβαία, αρνείται να δεσμευτεί απέναντί της, δεν έχει την οικονομική ευχέρεια να παντρευτεί και θα ήθελε πρώτα «να ζήσει τη ζωή του». Λίγο καιρό αργότερα η Λύντια παντρεύεται έναν πολύ μεγαλύτερό της διανοούμενο, και ο Άρβιντ παντρεύεται μια κοπέλα της καλής κοινωνίας, την Ντάγκμαρ, που είναι όμορφη, αν και δεν την αγαπάει. Όλα φαίνονται να κυλούν ομαλά, ώσπου δέκα χρόνια μετά ο Άρβιντ και η Λύντια συναντιούνται ξανά και η φλόγα αναζωπυρώνεται. Η Λύντια αφήνει τον σύζυγο και την κορούλα της στην εξοχή και ζει τη ζωή μιας ζωντοχήρας σε ένα μικρό διαμέρισμα στη Στοκχόλμη, ενώ ο Άρβιντ παραμένει στον γάμο του, κάνοντας διπλή ζωή. Μόνο που κι η Λύντια, τον πληρώνει με το ίδιο νόμισμα. 

Έμειναν σιωπηλοί. Έξω, οι λάμπες του δρόμου τρεμόπαιζαν ανάμεσα στους γέρικους σκελετούς των δέντρων. Και εκεί πάνω στο παγωμένο μπλε του ουρανού, φλόγιζαν η Αφροδίτη και ο Άρης. 
Κι εκείνη είπε:
- Θυμάσαι τότε που σε ρώτησα, εκείνη τη φορά στο Κοντινένταλ: αγαπάς τη γυναίκα σου;
-Ναι...
- Και θυμάσαι που απάντησες: την αγαπώ, όπως αγαπούν οι Λουθηριανοί; 
[] 
Η Λύντια είχε χλωμιάσει, αλλά με μια χλωμάδα που άστραφτε.  
-Έλα, είπε. Εμένα, θα με αγαπήσεις όπως αγαπούν οι ειδωλολάτρες.


Ο χαρακτήρας της Λύντια- μιας γυναίκας που επιλέγει να ζει ελεύθερα, να ακολουθεί τα ένστικτά της, να μην δεσμεύεται, μιας γυναίκας που παράτησε το παιδί της στον πατέρα του- είναι φοβερά πρωτοποριακός για την εποχή· πιθανότατα και για την εποχή μας. Σπάει όλα τα στεγανά της γυναίκας μάνας και συζύγου και για αυτό προκάλεσε μεγάλο σκάνδαλο. Πόσο μάλλον αφού πρόκειται για ένα χαρακτήρα που στηρίζεται στην αληθινή ερωμένη του Σέντερμπεργκ, Μαρία φον Πλάτεν. 

«Το σοβαρό παιχνίδι» είναι γραμμένο από την πλευρά του άντρα. Ο Άρβιντ μάς αφηγείται, αυτός είναι ο «αδικημένος» και «απατημένος» στη σχέση. Ο άλλος κεντρικός χαρακτήρας, η Λύντια, παραμένει στη σκιά, ποτέ δεν μαθαίνουμε τι σκέφτεται. Πόσο μάλλον η απατημένη του γυναίκα. Ακολουθούμε τις σκέψεις και τα συναισθήματα του Άρβιντ, που καταλαβαίνει τα λάθη του, αλλά έχει όλη αυτή την έκρηξη συναισθημάτων για τη γυναίκα που αγαπάει, που παντρεύτηκε χωρίς πάθος, και χωρίς συμφέρον- γιατί «δεν διαλέγεις»- που έζησε τη ζωή του σχεδόν σαν εξωτερικός παρατηρητής, μέχρι να τα παρατήσει όλα. 

Ο Σέντερμπεργκ δίνει γλαφυρά την ατμόσφαιρα μιας εφημερίδας της εποχής, μιλά για το πώς γράφεται μια κριτική, βάζει τους ήρωες να τραγουδούν και να παίζουν μουσική ενώ επικεντρώνεται και στη Στοκχόλμη, φτιάχνει ατμόσφαιρα. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως πρόκειται για ένα σπουδαίο ερωτικό μυθιστόρημα, χωρίς βέβαια να φτάνει μια Άννα Καρένινα ή μια Μαντάμ Μποβαρύ. Και δείχνει πως κακώς έχουμε ξεχάσει το είδος, ο έρωτας ήταν, είναι και θα είναι, ένα από τα βασικά θέματα της λογοτεχνίας. Χαίρομαι τόσο που μεταφράστηκε στα ελληνικά, και θα περιμένω και τα επόμενα. 


                                                                             Κατερίνα Μαλακατέ


"Το σοβαρό παιχνίδι", Γιαλμάρ Σέντερμπεργκ, μετ. Αγγελική Νάτση, εκδ. Printa, 2018, σελ. 350












Υ.Γ. Η μετάφραση είναι εξαιρετική και η έκδοση πλήρης, με κατατοπιστικότατο επίμετρο από τη μεταφράστρια. Μου έκανε μόνο εντύπωση αυτή τη φορά η κακή ποιότητα του χαρτιού. Δεν είχα συνηθίσει έτσι. 





13/7/18

«Η Εξαφάνιση του Γιόζεφ Μένγκελε», Olivier Guez





Ομολογώ πως έχω ένα-ίσως και κάπως διεστραμμένο- ενδιαφέρον για τον Γιόζεφ Μένγκελε. Η αγριότητα των εγκλημάτων του, ο τρόπος που διαστρέβλωσε την ιατρική ηθική, τα θέματα που βάζει η περίπτωσή του και άλλων αντίστοιχων σε όσους έχουν δουλέψει στον τομέα της βιολογίας, της φαρμακευτικής, της ιατρικής, της υγείας και της έρευνας με απασχολούσαν από πολύ μικρή· σίγουρα την εποχή που ήμουν στο Πανεπιστήμιο. 

Για αυτό όταν βγήκε «Η εξαφάνιση του Γιόζεφ Μένγκελε» πήρα το βιβλίο σχεδόν αμέσως. Πρόκειται για μια μυθιστορηματική καταγραφή των πεπραγμένων του αφού διέφυγε από την Γερμανία που κατέρρεε, των χρόνων του δηλαδή στη Λατινική Αμερική, όπου και πέθανε, χωρίς ποτέ να πληρώσει για τα εγκλήματά του. Στο βιβλίο παρακολουθούμε τον Μένγκελε σαν να ήταν ο οποιοσδήποτε φυγάς, άλλοτε να πρέπει να κρύβεται και να ζει σε άθλιες συνθήκες, κι άλλοτε σε φαντεζί δικτατορίες φιλικές προς τον Ναζισμό, που του επέτρεπαν να κάνει μπίζνες και να ζει πλουσιοπάροχα. Καθ' όλη τη διάρκεια της πολυετούς εξορίας του είχε την στήριξη της πάμπλουτης οικογένειάς του, σε κάποια φάση δε παντρεύτηκε και τη χήρα του αδελφού του και τόλμησε να έρθει και στην Ευρώπη. Στην πραγματικότητα όλα τα χρόνια φαίνεται σα να μην τον κυνηγούσε κανείς σοβαρά, ίσως μια φορά η Ισραηλινοί να το προσπάθησαν, και μόνο η παράνοιά του του δημιουργούσε προβλήματα. Παρέμεινε αμετανόητος ναζιστής, δεν αναλογίστηκε ποτέ όσα έκανε, δεν ζήτησε ποτέ συγγνώμη, ούτε κατανόησε τη σοβαρότητα τους. 

Το βιβλίο είναι μια ψυχρή καταγραφή της πορείας του, χωρίς αξιολογικές κρίσεις ή προσπάθεια να εμβαθύνει ο συγγραφέας στον χαρακτήρα. Είναι κάτι ανάμεσα σε δημοσιογραφική έρευνα- που της λείπει όμως η τεκμηρίωση- και μάλλον αποτυχημένη μυθιστορηματική βιογραφία. Καταγράφονται οι κινήσεις του Μένγκελε, οι μετακινήσεις του από χώρα σε χώρα, ο τρόπος που επικοινωνεί και με ποιους, αλλά ο Olivier Guez δεν φαίνεται να έχει βρει μια σαφή αφηγηματική φωνή και παραμένει στην επιφάνεια των πραγμάτων. Αυτό το υλικό, στα χέρια ενός στιβαρού λογοτέχνη, θα μπορούσε κυριολεκτικά να απογειωθεί. Τώρα το κείμενο μένει σε χαμηλές πτήσεις, αν και κανείς δεν θα μπορούσε να υποβιβάσει την αξία της έρευνας που κρύβεται από πίσω. Είναι φανερό πως όλο αυτό απαιτεί σκληρή δουλειά. Το αποτέλεσμα όμως παραμένει μέτριο, ενώ θα μπορούσε να είναι συγκλονιστικό.



                                                                                Κατερίνα Μαλακατέ




«Η Εξαφάνιση του Γιόζεφ Μένγκελε», Olivier Guez, μετ. Ευγενία Γραμματικοπούλου, εκδ. Κριτική, 2018, σελ. 304







Υ.Γ. 42 Ενώ μια μαρτυρία σαν κι αυτή, μπορεί να σε στείλει αδιάβαστο.






1/7/18

Το αναγνωστικό μπλοκάρισμα






Ξέρω πολλούς συγγραφείς που διατρανώνουν πως όταν γράφουν δεν διαβάζουν.
Δεν είμαι από αυτούς.

Ξέρω πολλές μαμάδες που λένε πως από τότε που έκαναν παιδιά δεν διαβάζουν.
Δεν είμαι από αυτές

Ξέρω πολλούς που διατείνονται πως διαβάζουν πολύ για τις σπουδές ή τη δουλειά τους και μετά δεν θέλουν άλλο. 
Δεν είμαι από αυτούς.

Ξέρω κι άλλους που λένε πως δεν έχουν χρήματα για βιβλία.
Ούτε από αυτούς είμαι. 

Είμαι από τους άλλους, που και στο μπουκάλι να τους κλείσεις, θα διαβάσουν την ετικέτα. 




Όμως εκ των πραγμάτων περνάω περιόδους που δεν διαβάζω, συσσωρεύονται τα βιβλία γύρω μου κι εγώ κολλάω στην ίδια σελίδα, του ίδιου βιβλίου που μπορεί να διαβάσω ξανά και ξανά πριν με πάρει ο ύπνος. Μερικές φορές φταίει το βιβλίο, δεν ήταν η στιγμή του κι η στιγμή μας. Άλλες φταίω εγώ. Δεν έχω όρεξη για διάβασμα και για αυτό «δεν βρίσκω χρόνο». Εγώ έχω όλη την καλή διάθεση να διαβάσω, αλλά με «παίρνει μπάλα η ζωή». Άσε που έχω κι ένα παζλ να τελειώσω και μια σειρά να δω, και μοιάζει τόσο δελεαστική αυτή η τετράωρη Κορεάτικη ταινία. 





Δικαιολογίες. Φυσικά. Απλά χρειάζεται το μυαλό να ξεμπουκώσει, να πετάξει αλλού χωρίς βοηθήματα. Για να επανέλθει μετά στη βολή της μυθοπλασίας, πιθανότατα με περισσότερη δύναμη και ορμή. Ή έτσι θέλω να πιστεύω. Γιατί συχνά με πιάνει ένας ενδόμυχος τρόμος. Κι αν δεν έχω ποτέ ξανά όρεξη για διάβασμα, τι θα απογίνω. Η ανάγνωση ήταν πάντοτε μια κάποια λύση.