Σελίδες

27/8/19

In books we trust



βιβλιοπωλείο Booktalks


Αναρωτιέμαι συχνά, «μα δεν σε ενοχλεί το κύκλωμα, που λιβανίζουν μόνο ο ένας τον άλλον;», «μα δεν σε ενοχλούν οι αναγνώστες στην ομάδα που ρωτάνε αν είναι καλός ο Κάφκα;», «μα δεν σε εκνευρίζει αυτός που βρίζει τον Ντοστογιέφσκι;», μα δεν σε ενοχλεί ο τάδε, ο δείνα, ο άλλος, που όλο κάτι λέει για για σένα, για το βιβλίο, το βιβλίο ΣΟΥ, για το αγαπημένο ΣΟΥ βιβλίο, για τον φίλο ΣΟΥ, για τον αγαπημένου ΣΟΥ συγγραφέα κ.ο.κ. Η απάντηση είναι πως δεν με ενοχλεί. Και μιας και δεν είμαι ο Βούδας- μάλλον το ακριβώς αντίθετό του- ξέρω πως δεν με ενοχλεί γιατί δεν μου χαλάει τη χαρά της ανάγνωσης. 

Η ανάγνωση με συντροφεύει από παιδί. Ήμουν μοναχικό παιδί κι είμαι μοναχικός και εσωστρεφής ενήλικας. Τα χρόνια που διάβαζα με τον φακό κάτω από το πάπλωμα, ώρες αφότου έπρεπε να έχω πάει για ύπνο, με έχουν διαμορφώσει. Τα βιβλία υπήρξαν οι φίλοι που δεν είχα, τα αδέλφια που δεν είχα, η στήριξη που δεν είχα. Τα βιβλία, ακόμα και τα χειρότερα από αυτά, δεν με απογοήτευσαν ποτέ. Και με βοήθησαν να είμαι εγώ, με τρόπους που δεν θα μπορούσε κανένας άλλος. Τα βιβλία δεν είναι τώρα οι φίλοι μου, ούτε τα αδέλφια, ούτε οι γονείς μου, ούτε τα παιδιά μου, γιατί δεν χρειάζεται πια. Μα έχουν υπάρξει όλα αυτά, κι εγώ δεν ξεχνώ. 

Δεν ξεχνώ πώς ξεκίνησα να διαβάζω, διαβάζοντας ξανά τα ίδια και τα ίδια παιδικά βιβλία, παρακαλώντας για νέα σε γιορτές και γενέθλια. Πως βρέθηκα στα 12 μου σε μια τεράστια σχολική βιβλιοθήκη που μεθοδικά καταβρόχθισα, ούτε τις παύσεις ξεχνώ, ούτε εκείνο το βιβλίο που με ξαναέβαλε σε τροχιά. Κι επίσης ξέρω πόσο δύσκολο είναι να μεταπηδήσει ο αναγνώστης από τους κλασικούς στους πιο σύγχρονους συγγραφείς, να αφεθεί από την ασφάλεια του Ντίκενς, στον αχανή τόπο της σύγχρονης παραγωγής, να αφήσει τον εαυτό του μετά από ένα «μεγάλο» βιβλίο να διαβάσει ένα εύκολοδιάβαστο ευπώλητο, να παραδεχτεί πως διαβάζει περιοδικά- όχι τη Λέξη και το Δέντρο, κι από τα άλλα-, πως διαβάζει καταλόγους, πως διαβάζει ακόμα και τις ετικέτες από τα σαμπουάν στην τουαλέτα. Οκ, όχι τώρα πια, γιατί η πρεσβυωπία είναι ύπουλη και δεν αφήνει χώρο για αυθόρμητες ακρότητες. 

Είμαι φετιχίστρια της ανάγνωσης. Δεν με νοιάζει πολύ το σχήμα, το χρώμα, το δέσιμο, με νοιάζει το προσεγμένο περιεχόμενο, η καλή επιμέλεια, το ίδιο το κείμενο. Τσακίζω, σημειώνω, υπογραμμίζω, δανείζω. Τα βιβλία μου ζούνε μαζί μου, γίνονται στόπερ για τις πόρτες μου και πατάκια για τον καφέ μου, είναι παντού γύρω μου, στους τοίχους κάθε δωματίου, ξαπλωμένα σε κάθε επίπεδη επιφάνεια, σε στοίβες στο πάτωμα, και πάνω στα καλοριφέρ. Θα γεράσω με αυτά. Ίσως τότε ξαναγίνουν τα ανήλικα παιδιά μου, όταν τα δικά μου θα είναι πλέον ενήλικα. 

Δεν με ενοχλεί η αλληλεπίδραση για τα βιβλία, ούτε με επηρμένους ελιτιστές, ούτε με αναγνώστες που τώρα βρίσκουν πατήματα, μου αρέσει τόσο να μιλάω για αυτά, να μαθαίνω για αυτά, να ρουφάω λεπτομέρειες. Βαριέμαι τους καυγάδες, όμως αυτό είναι μάλλον θέμα ιδιοσυγκρασίας. Και ποτέ δεν θα είμαι «εντός». Μα το πως είμαι λίγο «εκτός» το καθόρισε εκείνη η παιδική ηλικία κάτω από το πάπλωμα με τον φακό. Και μεγάλωσα πολύ πια για να αλλάξει.






25/8/19

"Μέση Αγγλία", Jonathan Coe






Ομολογουμένως όχι ένα από τα καλύτερά του, και σίγουρα όχι αντάξιο της Λέσχης των Τιποτένιων και του Κλειστού Κύκλου από τα οποία έχει πάρει τους πρωταγωνιστές, η Μέση Αγγλία του Τζόναθαν Κόου, είναι παρ’ όλα αυτά ένα αξιοδιάβαστο μυθιστόρημα. Έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς τις σκέψεις του συγγραφέα για το Μπρέξιτ και τις πολιτικές διαφορές του Ηνωμένου Βασιλείου, αν και για μένα τα καλύτερα κομμάτια του ήταν μάλλον αυτά που εστίασαν στις ανθρώπινες σχέσεις. 

Ανάμεσα στο 2010 και το 2018, οι ήρωες του Κόου προσπαθούν να βρουν τον εαυτό τους, αλλά και να συνυπάρξουν πολιτικά. Ο κατασταλαγμένος Μπέντζαμιν που θέλει να γίνει συγγραφέας, και οι κουλτουριάρηδες φίλοι του είναι υπέρ της Παραμονής στην ΕΕ, ενώ γύρω τους συντηρητικοί, άνθρωποι της μεσαίας τάξης, θέλουν να διώξουν τους ξένους και να απομονωθούν. Οι δύο τύποι ανθρώπου δίνονται κάπως σχηματικά, και υπάρχουν χαρακτήρες που χρησιμεύουν μόνο ως πολιτικές καρικατούρες. Η μία πλευρά θεωρεί τους άλλους ρατσιστές, μη ανεκτικούς και άξεστους, η άλλη θεωρεί τους απέναντι ελιτιστές, σνομπ και αφελείς. Η διαμάχη μπαίνει ακόμα και ανάμεσα στα ζευγάρια. 

Δεν ενδιαφέρθηκα ενεργά κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης για κανέναν από τους ήρωες, κι αυτό ήταν ίσως το βασικό θέμα μου με το βιβλίο. Από την άλλη έχω την αίσθηση πως ο Κόου είχε τόσο σαφή άποψη για τα πολιτικά πράγματα στη χώρα του, που δεν κατάφερε να κρατήσει τα προσχήματα, έγραψε ένα μυθιστόρημα κάπως χάρτινο και προγραμματικό χωρίς να διεισδύσει στο βάθος των πραγμάτων και της πολυπλοκότητας της πολιτικής διάστασης. Αυτό που παραμένει αναλλοίωτο είναι το χιούμορ, κάποιες από τις καταστάσεις ήταν υπόγεια διαβρωτικές καθώς και η ικανότητά του να λέει μια ιστορία. Εννοείται πως όταν ο Κόου βγάλει ξανά βιβλίο, θα το διαβάσω, είναι ίσως από τους λίγους συγγραφείς που τα έχω διαβάσει όλα τους. Η Μέση Αγγλία πάντως ήταν ένα μάλλον μέτριο ανάγνωσμα. 



                                                                   Κατερίνα Μαλακατέ



"Μέση Αγγλία", Τζόναθαν Κόου, μετ. Άλκηστις Τριμπέρη, εκδ. Πόλις, 2019, σελ. 600



16/8/19

"Η έρημος των Ταρτάρων", Dino Buzzati



Όσες φορές κι αν διαβάσει κανείς το αριστούργημα του Ντίνο Μπουτζάτι, Η έρημος των Ταρτάρων, θα ενθουσιαστεί. Το είχα διαβάσει πριν καμιά δεκαετία σε μετάφραση Ανταίου Χρυσοστομίδη(εκδ. Αστάρτη), και η επανέκδοσή του από το Μεταίχμιο σε μετάφραση Μαρίας Οικονομίδου μού έδωσε μεγάλη χαρά γιατί η έκδοση της Αστάρτης ήταν χρόνια εξαντλημένη. Στην αρχή είπα πως δεν θα το ξαναδιαβάσω, μα το βιβλίο με τριγυρνούσε όπως με βασανίζει κατά καιρούς το Πέδρο Πάραμο, και κάποια στιγμή η επανανάγνωση φαινόταν μονόδρομος. 

Ο υπολοχαγός Τζοβάνι Ντρόγκο έχει πάρει την πρώτη του μετάθεση και ξεκινά από την πόλη να βρει το Οχυρό, ένα κάστρο στα βόρεια σύνορα, που φαίνεται να μην ξέρει κανείς πού είναι. Ο Ντρόγκο έχει όνειρα και φιλοδοξίες, έχει τελειώσει πια τη σχολή, είναι νέος χωρίς να είναι νεανίας, και θέλει να χτίσει την καριέρα του, να ερωτευτεί, να περάσει καλά. Ανακαλύπτει πως το Οχυρό είναι ένα μέρος ξεχασμένο από τον θεό και στην αρχή θέλει να φύγει αμέσως. Του ζητούν να κάνει τέσσερις μήνες υπομονή και μετά να δηλώσει ασθένεια και να φύγει. Όμως όταν έρχεται ο καιρός ο υπολοχαγός δεν φεύγει, τον ρουφάει η καθημερινότητα, η συνήθεια, κάτι ασαφές στο ίδιο το κάστρο, η προοπτική να έρθει από τα σύνορα μια ορδή Ταρτάρων, να γίνει πόλεμος και να δοξαστεί. Και τέσσερα χρόνια μετά είναι ακόμα εκεί όπου δεν συμβαίνει τίποτα. Κι έπειτα το Οχυρό γίνεται η ζωή του με τέτοιο τρόπο, που δεν αγαπά πια την κοπέλα ποθούσε, και δεν μοιάζει σπίτι του το πατρικό του στην πόλη, και δεν τον νοιάζουν τα αδέλφια κι η μάνα του, ούτε οι φίλοι του, και δεν έχει σημασία που δεν θα κάνει καριέρα. Σημασία έχουν μόνο οι Τάρταροι που θα έρθουν από την Έρημο. Αυτοί οι άνθρωποι είναι μια κάποια λύσις. 

Οι Τάρταροι – ονομασία ανάμεσα στους Τατάρους και τα τάρταρα- δεν κάνουν την εμφάνισή τους παρά πολύ αργά. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν ποτέ το θέμα. Το ζήτημα ήταν πάντα η ζωή, η ματαιότητά της, ο τρόπος που η καθημερινότητα σε κρατά στάσιμο, κι αυτή η σταθερότητα γίνεται η μόνη συντροφιά, το μόνο που έχεις. Και περνάνε τα χρόνια και οι εποχές, και η νεότητα αλλάζει, κι έπειτα δεν είσαι πια νέος, και η μόνη σταθερά είναι η μονιμότητά στην ανία. Και μια ελπίδα. Πως θα έρθουν οι Τάρταροι. 

Η έρημος των Ταρτάρων σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή, αν και η πλοκή είναι αργή και βασανιστική, συχνά νιώθεις τυλιγμένος στην αχλή του ονείρου. Ο Τζιοβάνι Ντρόγκο είναι ένας άνθρωπος συμπαθής, με τον οποίο ταυτίζεσαι, γίνεσαι ένα, κι εσύ έτσι ζεις. Η ζωή του κυλάει όπως η δική μας, δεμένη σε μια περίεργη, ακαθόριστη ιδέα δόξας ή έστω δράσης, κι η δράση δεν έρχεται ποτέ, ως τον θάνατο. Λίγα είναι τα βιβλία που μπορούν να μιλήσουν με τόση ενάργεια για αυτό που συμβαίνει στα ανθρώπινα, Αυτό το μυθιστόρημα είναι λιτό, αιχμηρό, χωρίς φτιασίδια, μένει στη μνήμη, σε κυνηγάει χρόνια μετά, για να το ξαναδιαβάσεις, για να καταλάβεις∙ τι είναι αυτό που καίει τα σωθικά μας και ταυτόχρονα τα κατατρώει και μας οδηγεί στον θάνατο. 


                                                          Κατερίνα Μαλακατέ




"Η έρημος των Ταρτάρων", Ντίνο Μπουτζάτι, μετ. Μαρία Οικονομίδου, εκδ. Μεταίχμιο, 2019, σελ. 292







9/8/19

"Πλην", Andrew Sean Greer



Διάβασα τον κύριο Πλην με μεγάλο κέφι, (και) γιατί ήμουν σε διακοπές. Η ιδέα για ένα κωμικό μυθιστόρημα τριγυρνάει πολύ καιρό στο μυαλό μου, είναι ερεθιστικό να στήσεις κάτι αστείο, που δεν μοιάζει γυμνασιακό και είναι λογοτεχνία. Το ακόμα πιο δύσκολο για τον Άντριου Σων Γκρίερ ήταν πως διάλεξε ρεαλιστικό πλαίσιο- οι πιο σπουδαίοι κωμικοί λογοτέχνες που ξέρω γράφουν φανταστικό. 

Ο Άρθουρ Πλην είναι ένας πενηντάρης γκέι συγγραφέας, που ξέρει πως είναι μέτριος και "δεν θα βρεθεί κανείς δίπλα του σε μια πτήση να έχει ακούσει τα βιβλία του". Ανδρώθηκε ερωτικά και συγγραφικά όσο είχε δεσμό με τον Ρόμπερτ, σπουδαίο άντρα και ποιητή. Τα τελευταία χρόνια αυτή η σχέση είχε τελειώσει, κι ο Άρθουρ είχε δεσμό με τον πολύ νεότερό του Φρέντι. Αυτή τη δεύτερη σχέση δεν την πήρε ποτέ στα σοβαρά, και χώρισε τον νεαρό για να βρει τον δρόμο του. Μόνο όταν είδε την πρόσκληση γάμου με έναν άλλον άντρα, κατάλαβε πως δεν θα άντεχε κάτι τέτοιο. Κι έκανε το πιο ώριμο πράγμα της γης, αντί να απλά να αρνηθεί να παραβρεθεί στον γάμο του εραστή του, αποδέχτηκε όλες τις άκυρες λογοτεχνικές προσκλήσεις, κι έτσι ξεκίνησε ένα ταξίδι- γύρος της Γης και καταβύθισης στον εαυτό. 

Το βιβλίο είναι μια γλυκιά σάτιρα για τον λογοτεχνικό κόσμο στα πέρατα της Οικουμένης- παντού ίδιοι είμαστε, φοβισμένοι κάπως, εγωιστές, επηρμένοι και χωρίς συναίσθηση του γελοίου- αλλά και τη γκέι κοινότητα. Ένα βιβλίο για έναν μεσόκοπο λευκό γκέι αποτυχημένο λογοτέχνη που περιπλανιέται. Μα ποιος θα ενδιαφερόταν για κάτι τέτοιο, αναρωτιέται ο ίδιος ο Πλην μέσα στο βιβλίο. Αλλά ενδιαφερόμαστε. Κυρίως γιατί ο Άρθουρ Πλην είναι ένας άνθρωπος καλών προθέσεων και καλής πάστας. Είναι πληγωμένος από τον έρωτα, μα δεν θα το έδειχνε ποτέ για να μην χαλάσει τη χαρά του εραστή του, είναι πληγωμένος από τη μετριότητά του, όμως την αποδέχεται, είναι ένας άνθρωπος που έχασε τόσους φίλους από AIDS, που μοιάζει σαν να είναι ο μόνος επιζών. Και θα γίνει και πενήντα. 

Το μυθιστόρημα έχει αμήχανες και βαρετές σεκάνς- ίσως στο πρωτότυπο να ήταν πιο αστείες, γιατί τα λογοπαίγνια είναι πολύ δύσκολο να τα μεταφράσεις. Έχει όμως και λαμπρές σκηνές, που σου δημιουργούν από απλό χαμόγελο ως γλυκόπικρα γέλια. Γελάμε κυρίως όταν αναγνωρίζουμε κομμάτια του εαυτού μας. Όλο το αστείο δεν μπορεί ποτέ να μεταφερθεί σε μια άλλη γλώσσα- ας πούμε θεωρώ μάλλον άκυρη τη μετάφραση του επωνύμου από Less σε Πλην. Παρ’ όλα αυτά το μυθιστόρημα διατηρεί μια φρεσκάδα που σε καθηλώνει. Κι έχει και στιγμές βάθους. Κι ίσως τον πιο έξυπνο αφηγητή από καταβολής λογοτεχνίας (δεν θα κάνω spoiler). 

Δεν είναι το «Πλην» ένα μεγαλοφυές μυθιστόρημα, δεν έχει καν τη σατανική μαγεία του χιούμορ ενός Ντάγκλας Άνταμς, ενός Γκέιμαν, ενός Πράτσετ. Έχει όμως κάτι από τη γλύκα και την πίκρα του Γούντι Άλεν, σε κάνει στο τέλος να χαμογελάς σκεφτικός. Πιστεύω πως αν διάβαζα το "Πλην" στο πρωτότυπο η γνώμη μου για αυτό θα ήταν διαφορετική, πιθανώς ακόμα καλύτερη. Η ίδια η απόφαση της μετάφρασης ενός τέτοιου βιβλίου ήταν άθλος. Και θα ήθελα ο Άρθουρ Πλην να είναι η αρχή για πολλούς πολλούς κωμικούς χαρακτήρες στο μέλλον. 



                                                              Κατερίνα Μαλακατέ



"Πλην", Άντριου Σων Γκριερ, μετ. Παλμύρα Ισμυρίδου, εκδ. Δώμα, 2019, σελ. 318














Υ.Γ. Φυσικά και δεν ξέρω πώς θα μετέφερα εγώ το λογοπαίγνιο του επωνύμου, δεν θέλω χαζά. 





2/8/19

"Εκεί που τελειώνει η ιστορία", Alessandro Piperno



Ομολογώ πως έχω διαβάσει μόνο άλλο ένα από τα βιβλία του Αλεσσάντρο Πιπέρνο, το «Με τις χειρότερες προθέσεις», περίπου μια δεκαετία πριν. Έχω όμως στο νου μου τη φήμη που τον ακολουθεί, από αυτόν περιμένουν αρκετοί ένα μεγάλο Ιταλικό μυθιστόρημα. Προς το παρόν, το τελευταίο του βιβλίο, το «Εδώ που τελειώνει η ιστορία», είναι ένα τίμιο βιβλίο, με αρκετές αμήχανες κι άλλες τόσες πολύ καλές στιγμές, που πιθανώς να με ενθουσίαζε αν δεν είχα μεγαλύτερες προσδοκίες. 

Πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος είναι ο Ματτέο, που γυρνά στη Ρώμη μετά από δεκατέσσερα χρόνια, αφού έχει φύγει στην Καλιφόρνια κυνηγημένος για χρέη. Στην Αμερική αφήνει πίσω του δύο γυναίκες, μια πρώην και μια νυν. Αλλά και στην Ρώμη έχει αφήσει μια πρώην και μια νυν. Και δυο, ενήλικα πια, παιδιά, με τα οποία παραδόξως είχε καλές σχέσεις, αν και ο μεγάλος του γιος, ο Τζόρτζιο, τώρα δεν θέλει καν να τον δει. Η κόρη του, η Μαρτίνα, είναι ένα κορίτσι κάπως μπερδεμένο, εικοσάχρονο, που ενώ είναι παντρεμένη με τον πάμπλουτο, ωραιότατο και αφοσιωμένο συνομήλικό της Λορέντσο, πιστεύει πως είναι ερωτευμένη με την αδελφή του, Μπέννυ. 

Οι γυναίκες του Ματτέο πάντα τελικά τον συγχωρούσαν, αυτό είναι το βασικό του προτέρημα, πείθει τους ανθρώπους για τις καλές προθέσεις του. Έτσι κι η Φρανσέσκα, η μητέρα της Μαρτίνα, που τον δέχτηκε στο κρεβάτι της μετά από τόσα χρόνια και δύο άλλους γάμους και δεν τον χώρισε ποτέ, αφήνοντας τον να είναι δίγαμος και τρίγαμος. Είναι από αυτούς που καταφέρνουν τους άλλους να μην τους κρατούν κακία, αν και όπως αποδεικνύεται στο βιβλίο, τίποτα δεν μπορεί να είναι χωρίς συνέπειες.

Οι χαρακτήρες του Πιπέρνο είναι ζωντανοί, η Εβραϊκή κοινότητα της Ρώμης, σκιαγραφείται πολύ καλά, οι ανθρώπινες σχέσεις πρωταγωνιστούν. Λείπει ίσως κάτι από την κατασκευή του μυθιστορήματος, που θα το ανέβαζε ένα σκαλί παραπάνω, θα του έδινε μεγαλύτερο βάθος και ένταση. Πάντως το «εκεί που τελειώνει η ιστορία» δεν παύει να είναι μια ενδιαφέρουσα ιστορία, εξαιρετικά ειπωμένη από έναν κομψό και άνετο αφηγητή. Δεν έχεις τίποτα να προσάψεις στον συγγραφέα, μόνον ίσως πως θα ήθελες κάτι παραπάνω, κάτι που να σε αιφνιδιάσει, και να σε ρίξει στα βαθιά της λογοτεχνίας. 




                                                             Κατερίνα Μαλακατέ




"Εκεί που τελειώνει η ιστορία", Αλεσσάντρο Πιπέρνο, μετ. Άννα Παπασταύρου, εκδ. Πατάκη, 2019, σελ. 331