Σελίδες

26/4/21

"Η Λόττε στη Βαϊμάρη", Thomas Mann








Όταν παίρνει κανείς την απόφαση να διαβάσει κάποιο από τα βιβλία του Τόμας Μαν, ξέρει πως πρόκειται να πέσει στα βαριά και στα βαθιά της λογοτεχνίας και πως υπάρχει μια κάποια πιθανότητα –για τα πιο μεγάλα του ιδίως—να μην καταφέρει να ολοκληρώσει την ανάγνωση. Δεν είχα λοιπόν ψευδαισθήσεις παίρνοντας στα χέρια μου την Λόττε στη Βαϊμάρη, δεν την επέλεξα για το ομολογουμένως εκπληκτικό εξώφυλλο της νέας έκδοσης (παραμένει στην παλιά μετάφραση του Θ.Παρασκευόπουλου, με το παλιό επίμετρο του Κ. Ψυχοπαίδη), ούτε για το πολύ αβανταδόρικο θέμα: η Λόττε του Βέρθερου ξαναγυρνά σε μεγάλη ηλικία στη Βαϊμάρη για να συναντήσει τον Γκαίτε. Το επέλεξα γιατί ήταν το βιβλίο του Τόμας Μαν που μου έλειπε, αυτό που δεν είχα ποτέ διαβάσει, κι ήταν καιρό εξαντλημένο.

Όμως και με τι ιστορία αναλαμβάνει να αναμετρηθεί εδώ ο Μαν ε; Η Λόττε, η ηρωίδα ενός αρχετυπικού μυθιστορήματος, η νεαρή γυναίκα που προκάλεσε στον ίδιο τον Γκαίτε τέτοιο πάθος, για να γράψει Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου, ένα βιβλίο ξεσηκωτικό και για τα ήθη της εποχής επαναστατικό, που όρισε σχεδόν το λογοτεχνικό ρεύμα του Ρομαντισμού, ξαναγυρνά στον Γκαίτε. Είναι πια μεγάλη, κι έχει ζήσει τη ζωή της ως κυρία Μυστικοσυμβούλου Κέστνερ, και δεν βλέπει με τον τρόπο που βλέπουμε εμείς τον Γκαίτε. Τον έχει αποκαθηλώσει. Το ίδιο και τα πρόσωπα που συζητάνε μαζί της για αυτόν –μόλις μαθαίνουν πω βρίσκεται στη Βαϊμάρη ένα σωρό θαυμαστές της θέλουν να μιλήσουν μαζί της. Έτσι ο αναγνώστης αποκτά μια εικόνα του Γκαίτε μέσα από αλλεπάλληλες διηγήσεις, και μόνο στο τέλος, αφήνει ο Μαν τον ίδιο τον ποιητή να μιλήσει για τον εαυτό του.


Ο Μαν επιχειρεί μια σαφή κριτική στο ιερό τέρας του Sturm and Drang των γερμανικών γραμμάτων, γράφει μια άτυπη βιογραφία, για τους έρωτές του, το παιδί του, το πώς συμπεριφερόταν στους άλλους. Μιλά για τον ποιητή -που θεωρεί πως είναι διαφορετικός από τους άλλους ανθρώπους επειδή είναι ποιητής (όπως κάθε ρομαντικός που σέβεται τον εαυτό του)- και με έναν τρόπο, ενώ τον λατρεύει, τον κατεβάζει στα μέτρα μας, τον φέρνει στα ανθρώπινα. Ο Γκαίτε είχε τόσες φορές απαρνηθεί τον Βέρθερο, αυτό το νεανικό έργο που τον όρισε και τον έκανε διάσημο. Τα πρόσωπα γύρω από τον ποιητή μιλούν για τις θυσίες που πρέπει να γίνουν στον βωμό της ιδιοφυίας, και από τον ίδιο, και από τους οικείους του. Η Λόττε πότε απολαμβάνει, και πότε σιχαίνεται τη δημοσιότητα στην οποία την καταδίκασε το μυθιστορηματικό της άλτερ ίγκο.

Δεν είναι εύκολο βιβλίο η Λόττε, ίσως μάλιστα να είναι από τα πιο στριφνά του Τόμας Μαν, χωρίς να φτάνει βέβαια την ιδιοτροπία του Δρ. Φάουστους ούτε τα δυσθεώρητα ύψη του Μαγικού βουνού. Είναι ένα βιβλίο- άσκηση συγκέντρωσης, οι διάλογοι μακραίνουν, αν δεν είσαι εκεί εκατό τα εκατό μπορεί να χάσεις τη συνοχή της σκέψης. Ο Μαν έγραψε τη Λόττε από το 1933 ως το 1939, αυτοεξόριστος ήδη από τη Γερμανία κι έχοντας ήδη χάσει την υπηκοότητα από το καθεστώς. «Η Γερμανία είμαι εγώ!» βάζει τον Γκαίτε να λέει, αλλά μάλλον θέλει να το πει εκείνος. Γιατί αυτά που λέει ο Γκαίτε στον μονόλογο του τρίτου μέρους, μπορούν να έχουν πολλαπλούς αποδέκτες.

Αν απόλαυσα τη Λόττε; Εν αντιθέσει με τον Βέρθερο που μπορώ να τον ξαναδιαβάζω για πάντα, δεν θα ξαναδιάβαζα το βιβλίο του Μαν. Αν είμαι χαρούμενη που το διάβασα; Πολύ. Πρόκειται για μυθιστόρημα που δεν το ξεχνάς, όσα κι αν τράβηξες για να το τελειώσεις. O Τόμας Μαν εξάλλου, πάντα απαιτεί από τον αναγνώστη, δεν προσφέρει καμία ευκολία και δεν κάνει εκπτώσεις.




                              Κατερίνα Μαλακατέ


"Η Λόττε στη Βαϊμάρη", Thomas Mann, μετ. Θεόδωρος Παρασκευόπουλος, εκδ. Πατάκη, 2020. σ.544

21/4/21

"Περί φυσικής της μελαγχολίας", Georgi Gospodinov

 



Αλλά οι ιστορίες πάντα τελειώνουν με τον έναν απ' τους δυο τρόπους - είτε μ'ένα παιδί είτε με έναν θάνατο.


Είναι η δεύτερη φορά που μπήκα στον λαβυρινθώδη κόσμο του «Περί φυσικής της μελαγχολίας» του Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ, κι αυτή η δεύτερη ανάγνωση έφερε στην επιφάνεια ακόμα σημαντικότερα κομμάτια του βιβλίου, και εδραίωσε την πεποίθησή μου πως πρόκειται για ένα από τα σημαντικά σύγχρονα (μετα)μεταμοντέρνα μυθιστορήματα.

Κεντρικός ήρωας ο ίδιος ο συγγραφέας, ή για να ακριβολογούμε, ο αφηγητής του. Ο αφηγητής πάσχει από μια σπάνια ασθένεια ενσυναίσθησης, μπορεί να μπει στη μνήμη του άλλου και να γίνει ο άλλος, όσο του αφηγούνται μια ιστορία. Έτσι γίνεται ο τρίχρονος παππούς του, όσο τον παρατάνε σε έναν μύλο, ή ο ίδιος ο Μινώταυρος. Μεγαλώνοντας, ο αφηγητής χάνει τη δυνατότητα αυτή κι αναγκάζεται να «αγοράσει» ιστορίες.

Πρόκειται για ένα βιβλίο αποσπασματικό, μέσα από τα θραύσματα δημιουργεί πρίσματα φωτός κι αλήθειας. Το «Περί φυσικής της μελαγχολίας» είναι γραμμένο πολύ φυσικά, όπως σχεδόν σκεφτόμαστε, περνώντας από το ένα θέμα και από την μία ιστορία στην άλλη, για να χτίσει μια πραγματικότητα που είναι και δεν είναι πραγματική, την πραγματικότητα του καθενός μας. Ο Γκοσποντίνοφ λέει πως έναυσμα για να γράψει το βιβλίο ήταν ένα άρθρο του Economist που έλεγε λίγο πολύ πως η σύγχρονη Βουλγαρία είναι σαν να μην υπάρχει. Έτσι μάζεψε τα κομμάτιά του, και τα κομμάτια της χώρας του, ασχολήθηκε με τη μνήμη, την προσωπική και τη συλλογική, μίλησε για την αλλαγή που έφερε στην χώρα η δυτικοποίηση, αλλά και για τον πόλεμο. Για το πώς είναι να είσαι ένα μικρό αγόρι, παντού. Έκανε το προσωπικό, κοινωνικό, και το κοινωνικό προσωπικό, για να περιγράψει τη ζωή μας.

Πουθενά σε όλη την καταγεγραμμένη αρχαιότητα δεν έχει διαφυλάξει κανείς τη φωνή του Μινώταυρου. Ο ίδιος δεν μιλάει, άλλοι μιλάνε για αυτόν. Εκεί που όλα, έμψυχα και άψυχα, δεν σωπαίνουν ποτέ, εκεί που βοούν παντού οι φωνές των θεών και των θνητών, των ορεσίβιων νυμφών και των ηρώων, των πονηρών Οδυσσέων και των αφελών Κυκλώπων, εκεί που ακόμα και οι περιφρονημένοι Κένταυροι έχουν το δικαίωμα στον λόγο, μόνο ένας σιωπά - ο Μινώταυρος.[] Γιατί να μην αξίζει κι αυτός τον ηρωικό ρυθμό του εξάμετρου. 

Κεντρικό ρόλο σε όλα αυτά παίζει ο μύθος του Μινώταυρου, του μικρού αγοριού που διαφέρει και το στέλνουν στα έγκατα της γης, μέσα σε έναν λαβύρινθο να τα βγάλει πέρα μόνος. Κανείς δεν του δίνει φωνή, καμία ιστορία δεν θα ειπωθεί από την πλευρά του. Σημασία έχουν ο Θησέας και ο λαβύρινθος. Ο λαβύρινθος του Γκοσποντίνοφ όμως είναι ξεκάθαρα μπορχικός --Μπόρχες και Πεσσόα ξεχωρίζουν και στο μότο του βιβλίου εξάλλου, καθώς και ο φανταστικός Γκαουστίν, στα πρότυπά τους. Ο Μινώταυρος αποκτά φωνή για πρώτη φορά στην Ιστορία μέσα από αυτό το μυθιστόρημα.

Δεν είμαι από τους αναγνώστες που αγαπούν πολύ την αποσπασματικότητα, ούτε τις ομφαλοσκοπήσεις. Όμως ο Γκοσποντόνοφ το κάνει τόσο καλά, τόσο αβίαστα, που δεν μπορείς παρά να του αναγνωρίσεις ένα τεράστιο αφηγηματικό ταλέντο, τέτοιο που σπάνια συναντά κανείς στις μέρες μας πια. Ομολογώ πως δεν έχω μεγάλη σχέση με τη νεότερη βουλγάρικη λογοτεχνία, αν εξαιρέσει κανείς τον Πένκοφ, που όμως γράφει στα αγγλικά, δεν έχω διαβάσει τίποτε άλλο. Νομίζω όμως πως ήρθε η ώρα για περισσότερες μεταφράσεις από τα βουλγάρικα, και περισσότερες αναγνώσεις.


                         Κατερίνα Μαλακατέ




"Περί φυσικής της μελαγχολίας", Georgi Gospodinov, μετ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδ. Ίκαρος, 2018, σ. 336 









ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΟΣ ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ

Μετά από όλες τις αποδείξεις πως η ιστορία των τελευταίων τεσσάρων εκατομμυρίων χρόνων έχει εγγραφεί στο DNA των ζώντων οργανισμών, η ρήση πως η Οικουμένη είναι μια βιβλιοθήκη δεν συνιστά πια μεταφορά από καιρό τώρα. Τώρα μας χρειάζεται μια νέα εγγραματοσύνη. Μας περιμένει πολύ διάβασμα. Όταν ο κύριος Χόρχε είπε πως φαντάζεται τον παράδεισο ως μια βιβλιοθήκη χωρίς αρχή και τέλος, κατά πάσα πιθανότητα, χωρίς να το φαντάζεται, εννοούσε τα ατελείωτα ράφια του δεσοξυριβονουκλεικού οξέος. Είμαι βιβλία.



12/4/21

"Λύκος ανάμεσα σε λύκους", Hans Fallada


 



Ο Φάλαντα είχε για χρόνια περιπέσει στην αφάνεια εκτός Γερμανίας, κι λόγος δεν ήταν λογοτεχνικός ούτε όμως ήταν και αμελητέος. Το «Λύκος ανάμεσα στους λύκους» ήταν ένα βιβλίο που λάτρεψε ο Γκαίμπελς, ο Φάλαντα δεν έφυγε ποτέ από τη ναζιστική Γερμανία σε αντίθεση με τους περισσότερους Γερμανούς ομότεχνούς του, έγραψε μάλιστα ένα μυθιστόρημα που το "διόρθωσε προς το ναζιστικότερο" κατ' εντολήν του καθεστώτος, τον "Ατσάλινο Γκούσταφ" κι έβαλε τον μεγαλύτερο γιο του στη ναζιστική νεολαία. Πάντως, το 1944 μετά από έναν θυελλώδη καυγά με τη γυναίκα του, το καθεστώς τον έκλεισε σε ψυχιατρείο (δεν ήταν ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά του που βρέθηκε σε τέτοιο ίδρυμα), κι από εκεί κι έπειτα έγραψε μόνο αντιναζιστικά.  Όλα αυτά, μαζί με την εξάρτησή του από το ποτό και τα ναρκωτικά, τον φόνο του καλύτερού του φίλου σε μονομαχία όταν κι οι δυο ήταν πολύ νέοι, τις φήμες για ομοφυλοφιλία και τον σπάταλο τρόπο ζωής του, φτιάχνουν ένα μίγμα εκρηκτικό, που για χρόνια κανείς δεν ήθελε να αγγίξει. Από το 2009 και μετά ο Φάλαντα αποκαθίσταται. Κι όσο συνεχίζουν να ξαναβγαίνουν τα έργα του στον αγγλόφωνο κόσμο, και μάλιστα χωρίς περικοπές, τόσο συνεχίζει να μεταφράζεται στην Ελλάδα. Έχω διαβάσει τον Πότη αλλά και το Μόνος στο Βερολίνο, που τα απόλαυσα πραγματικά. Μιλούν για το ναζιστικό καθεστώς με χρώματα μελανά, κι είναι και τα δυο βασισμένα σε αληθινές ιστορίες.

Το «Λύκος ανάμεσα στους λύκους», από την άλλη, είναι στημένο σε μια πιο μπερδεμένη και θολή εποχή, στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Τη Γερμανία στραγγαλίζουν οι Συνθήκες που υπέγραψε μετά την ήττα στον Α' Παγκόσμιο, το μάρκο υποτιμάται συνεχώς, οι άνθρωποι ενώ έχουν δισεκατομμύρια στις τσέπες, φτωχαίνουν τόσο πολύ κάθε μέρα που κυριολεκτικά δεν έχουν να φάνε, γυναίκες πουλάνε το κορμί τους και πρώην στρατιωτικοί δεν έχουν να ζήσουν. 

Τρεις είναι οι βασικοί πρωταγωνιστές, ο ίλαρχος Γιοαχίμ φον Πράκβιτς που έχει ένα τσιφλίκι στο Νόιλε, που νοικιάζει από τον πεθερό του. Δεν έχει ιδέα από αγροτικές εργασίες, οι εργάτες του τον κοροϊδεύουν, ενώ μέσα στο κτήμα στήνεται μια περίεργη απόπειρα για να ανατραπεί η κυβέρνηση. Η κόρη του τον αψηφά κι ο πεθερός τον μισεί. Ο υπολοχαγός φον Στούντμαν, που κατέληξε να δουλεύει στη ρεσεψιόν ενός ξενοδοχείου και από ήρωας πολέμου να ανέχεται τον καθένα να τον εξευτελίζει. Και ο Βόλφγκανγκ Πάγκελ (Βολφ=λύκος), το κακομαθημένο παιδί μιας πάμπλουτης οικογένειας που τα τρώει όλα στις λέσχες κι αφήνει τη γυναίκα που αγαπά να σαπίσει γυμνή και έγκυος στη φυλακή.

Γύρω από τους τρεις αυτούς χαρακτήρες, και με φόντο το Βερολίνο που παραπαίει, αλλά και τη διεφθαρμένη εξοχή του Νόιλε, ο Φάλαντα βάζει κι ένα σωρό άλλους. Κυριαρχεί η σήψη και η διάλυση, η έκπτωση των ηθικών αξιών, η αδυναμία να ζήσεις. Κι εδώ, όπως και στα άλλα του βιβλία του, μιλάει για μια καταστροφική έξη, τον τζόγο. Ο Φάλαντα, που ξέρει το αφηγηματικό του ταλέντο, αφήνεται, πλατειάζει, δεν φροντίζει την πλοκή, ξεφεύγει για ώρα με δευτερεύοντες χαρακτήρες- αγαπημένη μου έτσι κι αλλιώς είναι η κοπέλα του Πάγκελ, η Πέτρα. Όμως επειδή μιλάμε για μάστορα της γραφής, όλα αυτά όχι απλά δεν ενοχλούν, αλλά κάνουν το βιβλίο γοητευτικό. 

Μου πήρε τρεις εβδομάδες να τελειώσω τις 1500 σελίδες των Λύκων και δεν βαρυγκώμησα καμιά βραδιά βλέποντάς το στο κομοδίνο μου, ούτε και του απίστησα. Η παρακμή που αποπνέει, οι χαρακτήρες που μοιάζουν όλοι με μοναχικούς λύκους μακριά από την αγέλη, που προσπαθούν να επιβιώσουν, η πίστη τελικά στο ανθρώπινο γένος, ακόμα κι όταν όλα έχουν γκρεμιστεί, είναι μαυλιστικά. Αυτό το ομολογουμένως μεγάλο σε όγκο βιβλίο, δεν κατάφερε βέβαια να βγάλει το Μόνος στο Βερολίνο  από την πρώτη θέση στην καρδιά μου. Ίσως είναι μάλιστα το πρώτο βιβλίο του Φάλαντα  που διαβάζω και δεν θεωρώ αριστούργημα. Παραμένει ένα αξιόλογο μυθιστόρημα από έναν σπουδαίο τεχνήτη. 



                                 Κατερίνα Μαλακατέ


 

«Λύκος ανάμεσα σε λύκους», Χανς Φάλαντα, μετ. Ιωάννα Αβραμίδου, εκδ. Gutenberg, 2020, (Α+Β τόμος), σ.1518  

6/4/21

"Η Κλάρα και ο Ήλιος", Kazuo Isighuro

 




Η Κλάρα και ο Ήλιος είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Καζούο Ισιγκούρο μετά το Νόμπελ. Ο ίδιος λέει πως είχε ολοκληρώσει το 1/3 του μυθιστορήματος όταν έλαβε το χαρμόσυνο νέο, κι αυτό σε τίποτα δεν άλλαξε τον σχεδιασμό του. Κι η αλήθεια είναι πως η Κλάρα είναι ένα βιβλίο ισάξιο με τα καλύτερά του (ειδικά το Μη μ’ αφήσεις ποτέ) και πολύ καλύτερο από κάποια αποτυχημένα όπως Ο θαμμένος γίγαντας.

Αφηγήτρια και ηρωίδα του βιβλίου η Κλάρα, μια ΤΦ (Τεχνητή Φίλη), ένα ανθρωποειδές φτιαγμένο για να κάνει παρέα σε αναβαθμισμένα μικρά παιδιά. Η Κλάρα μοιάζει κάπως με παιδί, η ματιά της είναι αγνή κι έχει περιέργεια για τα πάντα. Από τη στιγμή που βρίσκεται στη βιτρίνα του μαγαζιού ως την αγορά της από ένα μικρό κορίτσι, την Τζόσι, δεν παύει να μαθαίνει και να βελτιώνεται, δίνοντας σημασία στην λεπτομέρεια.

Η Τζόσι είναι μια λεπτοκαμωμένη έφηβη που μένει με τη μαμά της και την οικονόμο τους. Η Κλάρα προσπαθεί να είναι όσο πιο βοηθητική φίλη γίνεται, όμως σύντομα καταλαβαίνει πως η Τζόσι είναι άρρωστη και πιθανότατα δεν θα τα καταφέρει. Η Τζόσι, όπως και όλα τα αναβαθμισμένα παιδιά, κάνει τα μαθήματά της μέσω υπολογιστή με τηλεκπαίδευση, ενώ η μεγάλη της αδελφή αρρώστησε κι αυτή και πέθανε λόγω της αναβάθμισης. Η μαμά της πήρε το ρίσκο και αναβάθμισε και το δεύτερο παιδί της, γιατί τα μη αναβαθμισμένα παιδιά όσο έξυπνα κι αν είναι, δεν μπορούν να πάνε στο Κολλέγιο. Η Κλάρα φορτίζει με τον ήλιο, και σιγά σιγά αρχίζει να του αποδίδει μαγικές ιδιότητες, όπως περίπου οι πρώτοι άνθρωποι. Πιστεύει πως ίσως ο μόνος τρόπος για να κάνει την Τζόσι καλά είναι να το ζητήσει από τον Ήλιο.

Το μεγαλύτερο ατού του βιβλίου είναι η αφηγήτρια του. Η Κλάρα, που από την αρχή ξέρεις πως είναι μια Τεχνητή Νοημοσύνη –και σε αυτό το μυθιστόρημα του Ισιγκούρο διαφέρει από τα περισσότερα βιβλία επιστημονικής φαντασίας που παίζουν με την ιδέα ενός ανθρωποειδούς που πιστεύει πως είναι άνθρωπος— έχει σε πολλά σημεία «ανθρώπινη συμπεριφορά». Μπορεί όμως μια ΤΦ να αγαπήσει; Και πώς αγαπά μια μάνα το παιδί της πιο πολύ, ρισκάροντας, για να το δει επιτυχημένο ή προστατεύοντας το κι αφήνοντας το καθηλωμένο σε μια μικρή ζωή. Και μπορεί κανένας, όσο κι αν του μοιάζει, να υποκαταστήσει το παιδί μας;

Ο Ισιγκούρο έγραψε ένα βιβλίο με αφορμή την τεχνητή νοημοσύνη και κεντρικό θέμα την αγάπη. Στάθηκε κριτικά απέναντι στην τεχνολογία αλλά δεν τη φοβήθηκε, αντίθετα αγάπησε την τεχνητή του φίλη κι αυτό είναι έκδηλο σε όλο το κείμενο. Δεν αμφισβήτησε στιγμή το δικαίωμά του ανδροειδούς να υπάρχει, δεν έμπλεξε τα ανθρώπινα με τα τεχνητά παρά μόνον εκεί που είχε σημασία. Η Κλάρα είναι ένα μυθιστόρημα που δεν κουνάει το δάχτυλο στην τεχνολογία, δεν φοβάται το νέο, ούτε το αγιοποιεί. Η γραφή του Ισιγκούρο είναι όπως πάντα στρωτή, γλυκόπιοτη χωρίς να γίνεται βαρετή. Δεν έχει παρά ελάχιστα στοιχεία από την ιαπωνική κουλτούρα, έχει όμως πολλά από την αγγλική. Γιατί ο Ισιγκούρο μπορεί να γεννήθηκε στο Ναγκασάκι, αλλά μεγάλωσε και ωρίμασε στη Μ. Βρετανία, εκεί ανδρώθηκε λογοτεχνικά και στα αγγλικά γράφει. 


                             Κατερίνα Μαλακατέ


"Η Κλάρα και ο Ήλιος", Καζούο Ισιγκούρο, μετ. Αργυρώ Μαντόγλου, εκδ. Ψυχογιός, 2021, σ.384















Υ.Γ. 42 Το εξώφυλλο δεν είναι ωραίο (κι ας είναι ίδιο με αυτό της ξένης έκδοσης). 

 

 

1/4/21

"Το γυάλινο ξενοδοχείο", Emily St.John Mandel

 





Πρωτοδιάβασα μυθιστόρημα της  Έμιλυ Σαιντ Τζον Μάντελ το 2015, το Σταθμός έντεκα. Πρόκειται για μια δυστοπία που ξεκινά με την εξάπλωση μιας πολύ φονικής γρίπης, ένα καλογραμμένο βιβλίο βασισμένο σε μια χιλιοειπωμένη ιδέα στα πλαίσια της επιστημονικής φαντασίας. Έχουμε διαβάσει, και κυρίως έχουμε δει πολλές ταινίες και σειρές, που ξεκινούν με αυτή την αρχική ιδέα, αν και τώρα που ζούμε κάτι ανάλογο στην πραγματικότητα, δεν μου μοιάζει τόσο κοινότοπο όσο μου είχε φανεί τότε. Ήξερα βέβαια από τότε, κάτι που επιβεβαιώθηκε κι από αυτή την ανάγνωση, πως η Μάντελ, που είναι περίπου στην ηλικία μου, ήταν από τις ανερχόμενες φωνές στον αγγλόφωνο λογοτεχνικό κόσμο και πως κάθε βιβλίο της από εκεί και μετά θα έκανε αίσθηση. Έτσι, Το γυάλινο ξενοδοχείο που εκδόθηκε το 2020, μπήκε αμέσως σε διάφορες λίστες προτεινόμενων, έγινε μπεστ σέλερ, το λάτρεψε ο Ομπάμα, μεταφράστηκε γρήγορα σε ένα σωρό γλώσσες, όπως και στη δική μας. Κι εγώ το διάβασα σχεδόν μόλις το πήρα στα χέρια μου.

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που μοιάζει με παζλ, οι δυο κεντρικοί χαρακτήρες, η Βίνσεντ και ο ετεροθαλής αδελφός της Πωλ, είναι μόνο η αφορμή για να ειπωθούν ένα σωρό ιστορίες για ανθρώπους από το περιθώριο μέχρι τη μεγαλή χλιδή και τον απίστευτο πλούτο. Κεντρική φιγούρα επίσης είναι ο Τζόναθαν Αλκάιτιτς, ένας σύμβουλος επιχειρήσεων που στα εβδομήντα του είναι ιδιοκτήτης ενός απόμερου ξενοδοχείου κάπου σε ένα νησάκι στο Βανκούβερ, όπου δεν υπάρχουν δρόμοι και δεν πιάνει το κινητό. Είναι ένας απίστευτος άνθρωπος, γοητευτικός, που «τσιμπάει» τη Βίνσεντ από το μπαρ του ξενοδοχείου και τη φέρνει να ζήσει μαζί του μες στη χλιδή μια νύχτα που βανδαλίζουν τα κρύσταλλα και κάποιος γράφει με acid paste: 

"Πρόσεχε μην καταπιείς κανένα σπασμένο γυαλί"

Για κάποιον καιρό η Βίνσεντ ξεφεύγει από τη μιζέρια της φτώχιας, γίνεται trophy wife. Αυτή κι ο Αλκάιτιτς λένε σε όλους, ακόμα και στην κόρη του, πως είναι παντρεμένοι, αλλά δεν είναι. Κι  όταν όλα θα καταρρεύσουν, όταν αποδειχθεί πως ο Αλκάιτιτς είχε όλη αυτή την οικονομική επιφάνεια χάρη σε ένα σύστημα Πόντσι (η γνωστή σε μας Πυραμίδα ή «αεροπλανάκι»), τότε η Μάντελ θα σκύψει πάνω από όλους τους χαρακτήρες της με αγάπη: τα δυο αδέλφια, τη γυναίκα που τον ξεσκέπασε και την περνούσαν χρόνια για τρελή, τα θύματα του Αλκάιτις, τον ίδιο.

Αυτό είναι που κάνει το βιβλίο ξεχωριστό, η συμπόνια. Τα δύο ορφανά ετεροθαλή αδέλφια που δεν καταλαβαίνουν τον κόσμο και δεν καταλαβαίνουν ούτε το ένα το άλλο, ο Αλκάιτιτς που μοιάζει αδίστακτος και μοχθηρός, θα μπορούσαν να είναι σκληροί κι ίσως αδιάφοροι ήρωες. Η συγγραφέας όμως τους ενώνει με κάτι πολύ ανθρώπινο, την επιθυμία να συνεχίσουν τη ζωή τους, κι ας έμπλεξαν σε καταστάσεις που δεν αντέχουν· την επιθυμία να υπάρξουν όσο κι αν πονάει η ύπαρξη.

Η Μάντελ έχει εξαιρετική ικανότητα στην αφήγηση, δεν αφήνει τον αναγνώστη μετέωρο, φτιάχνει ένα βιβλίο πειστικό και ευκολοδιάβαστο. Σε κάποια σημεία φαίνεται να της λείπει το βάθος και η προοπτική, σαν να μην έχει πραγματικά όρεξη να καταδυθεί στην ψυχοσύνθεση των ηρώων της. Παρ’ όλα αυτά Το γυάλινο ξενοδοχείο συνεχίζει να είναι εντυπωσιακό μυθιστόρημα, από αυτά που αξίζει να διαβαστούν. Η συγγραφέας έχει κάτι από τη στόφα των παλιών γραφιάδων, δεν φοβάται να απλωθεί, ούτε να εκτεθεί, δεν κλείνεται, ανοίγει τις ιστορίες, ανοίγεται στους ανθρώπους. Δίνει ελπίδες ένα τέτοιο βιβλίο πως γεννιούνται και τώρα άνθρωποι φτιαγμένοι για να λένε ιστορίες, μακριά από τα στερεότυπα της κάθε εποχής, μακριά από μόδες και τύπους. Το μυθιστόρημα είναι ανεπιτήδευτο, χωρίς κεντρικό μήνυμα, χωρίς διαδακτισμούς. Ένα βιβλίο που δεν ξεχνάς την ιστορία του και δεν βαριέσαι να το σέρνεις μαζί σου όπου κι αν πας. Κι αυτά, μοιάζουν στην τέχνη μυθοπλασίας, να είναι τα πιο σημαντικά.

                          Κατερίνα Μαλακατέ 


"Το γυάλινο ξενοδοχείο", Emily St.John Mandel, μετ. Βάσια Τζανακάρη, εκδ. Ίκαρος, 2020, σ. 370