Σελίδες

31/5/13

"Στη χώρα των έσχατων πραγμάτων", Paul Auster




           Πιθανώς ο Paul Auster να είναι από τις μεγαλύτερες εμμονές μου των τελευταίων χρόνων, δεν περνά πολύς καιρός κι όλο τριγυρίζω σε κάποιο δικό του βιβλίο. Τούτη τη φορά ( από παρόρμηση) πήρα το «Στη χώρα των έσχατων πραγμάτων» μεταφρασμένο- συνήθως τον διαβάζω στο πρωτότυπο. Οι πρώτες σελίδες ήταν πολύ δύσκολες, ένιωθα λες κι έχω βρεθεί στο κείμενο ενός συγγραφέα που δεν γνώριζα, όμως συνήθισα σιγά σιγά το ύφος του μεταφραστή και κατάφερα τελικά να απολαύσω το κείμενο.

           Πρόκειται για ένα από κείνα τα βιβλία που μπορούν να σε βυθίσουν στην κατάθλιψη, να σε στείλουν σε κόσμους τελείως διαλυμένους, να σου κόψουν την ανάσα. Μια νεαρή κοπέλα φτάνει σε μια χώρα ψάχνοντας τον αδελφό της. Η χώρα έχει καταστραφεί, η βασική εργασία των πολιτών είναι να ψάχνουν στα σκουπίδια, η κυβέρνηση νοιάζεται μόνο για την αποκομιδή των απορριμάτων, των οικιακών λυμάτων και των νεκρών γιατί μόνο με την καύση τους εξοικονομεί ενέργεια. Τα πάντα έχουν καταρρεύσει και καθένας προσπαθεί να επιβιώσει όσο καλύτερα μπορεί. Μέσα σε αυτόν τον όλεθρο η κοπέλα κατορθώνει να φτιάξει κάποιου είδους σχέσεις με τους συνανθρώπους της, να επιβιώσει, να λαχταρήσει, να ερωτευτεί. Τελικά όμως το μόνο που θα της μείνει θα είναι η ικανότητα να διηγηθεί, να πει την ιστορία της χωρίς ωραιοποιήσεις.

        Η δυστοπία του Όστερ δεν έχει φως στην άκρη του τούνελ. Είναι ένας κόσμος που δε μοιάζει μακρινός, δεν προήλθε από κάποια εξωτική ανατροπή, απλά συνέβη, όπως τόσα άλλα γύρω μας. Το βασικό θέμα είναι η πλήρης αποδοχή της αλλαγής κατάστασης και η ικανότητα του ανθρώπινου νου να εξοικειώνεται με την εξαθλίωση. Είναι μια σκοτεινή αλληγορία για αυτό που ήδη συμβαίνει γύρω μας ή θα μπορούσε και να συμβεί. Ένα βιβλίο- εφιάλτης. 

 "Στη χώρα των έσχατων πραγμάτων", Πολ Όστερ, μετ. Άρης Σφακιανάκης, εκδ. Ζαχαρόπουλος, 1991, σελ. 197

Υ.Γ. 42 Και τί δηλαδή τώρα που πήρε το Μεταίχμιο τον Όστερ θα τον δούμε και σε καμία έκδοση της προκοπής;  Πολιτισμικό σοκ...

29/5/13

Η αναγνωστική αιδώς



             Λίγες μέρες πριν έγραφε ο no14me πόσα κερδίζει εξερευνώντας τις βιβλιοθήκες των άλλων. Την περασμένη Κυριακή συζητώντας με μια φίλη που είναι πιο φανατική αναγνώστρια από μένα, μου είπε «Στην κατάσταση που είναι η βιβλιοθήκη μου θα ντρεπόμουν να τη δει κάποιος βιβλιόφιλος». Νομίζω πως νιώθω πιο κοντά στη δεύτερη φράση. Οι γύρω μου πολύ απλά δεν έχουν βιβλιοθήκες- το να χαζεύω τρία βιβλία σε ένα ράφι πάνω από το γραφείο δε μοιάζει με αυτό που έχω στο μυαλό μου. Όμως κι εγώ ταυτόχρονα αισθάνομαι μεγάλη ένταση για το πόσο λίγα είναι τα βιβλία μου, για το πόσο άτσαλα τοποθετημένα ακόμα και τώρα μετά τις ανακατατάξεις, για τον κατακερματισμό τους μέσα σε δωμάτια και σπίτια και ζωές. Ναι, αν τώρα ερχόταν ένας βιβλιόφιλος στο σπίτι θα ένιωθα εντελώς εκτεθειμένη.

            Πριν κάποιον καιρό ζήτησα από έναν φίλο που διαβάζει πολύ να μη μιλάμε για βιβλία. Μου δενόταν η γλώσσα κόμπος μπροστά του, ήξερα τι διάβαζε, ήξερε τι διάβαζε αλλά ως εκεί. Βέβαια δεν μπορώ να κρύψω πως το καταστρατηγούμε συχνά πυκνά, κυρίως όμως γιατί μιλάμε συνέχεια. Ίσως ακόμα δεν είμαι συναισθηματικά ώριμη σε σχέση με την ανάγνωση για να προτείνω τίποτα σε κανέναν, για να δικαιολογήσω τις επιλογές μου. Ναι, νιώθω πόσο άτοπο είναι να το λέω αυτό εγώ που διατηρώ αυτό το ιστολόγιο, που κάθε δεύτερη μέρα μιλάω για βιβλία. Που στο κάτω κάτω δείχνω και τις παραγγελίες μου. Τις βιβλιοθήκες μου, όμως;

            Σπάζοντας την εμπιστευτικότητα μιας φίλης του μπλογκ θα πω και το άλλο. Μου έγραψε «τα βιβλία μου τα κρύβω στις ντουλάπες, δε θα ήθελα να νομίσουν πως είμαι κακή μάνα και παρατώ το παιδί μου για να διαβάζω». Έμεινα άναυδη. Τα βιβλία στο σπίτι μου κρέμονται σαν τα τσαμπιά, πάνω στην τραπεζαρία, στα κομοδίνα, στην τουαλέτα, ενίοτε και στο πάσο της κουζίνας. Εγώ ντρέπομαι που το σαλόνι μου δεν είναι γεμάτο βιβλία, που έχω μια μικρή βιβλιοθηκούλα εδώ κι άλλη μια από κει και μια παραπέρα και δεν έχω ένα δωμάτιο δικό μου να τα επιδεικνύω σαν τρόπαια.

           Μέσα μου λουφάζει η επιδειξιομανία και μια ντροπαλότητα ανεξιχνίαστη για την ανάγνωση. Μου έγραψε πριν καμιά εβδομάδα ο Μαραμπού «Έχω παρατηρήσει εδώ και καιρό ότι δυσκολεύομαι αφόρητα να μιλήσω περί βιβλίων (με εξαίρεση ένα-δυο άτομα). Αρχίζω να ψελλίζω κάτι γελοίες κουβέντες... "εεε... μιλάει για έναν που ξυπνά ένα πρωί ως κατσαρίδα.." ή "...πρόκειται για ένα μαγικό πορτρέτο όπου γερνάει η φιγούρα που απεικονίζεται μέσα του και όχι ο κάτοχός του"! Μου είναι ευκολότερο να μιλήσω για μια ταινία ή για μια παράσταση αλλά, για βιβλία σχεδόν αδύνατο.» Ε, έτσι ακριβώς νιώθω.

           Σαν να με ελκύει και να με απωθεί μαζί η κουβέντα για βιβλία, να με κάνει να αισθάνομαι μικρή και λίγη και κάποτε τελείως ακατάληπτη, ανάλογα το πρόσωπο που έχω απέναντί μου. Πιθανολογώ πως νιώθω να εκθέτω τα προσωπικά μου, πως φταίει που τόσο μεγάλο μέρος της ζωής μου το καταλαμβάνει η ανάγνωση. Σαν, αντί να κρύβω τα βιβλία στη ντουλάπα, κρύβω εμένα εκεί μέσα. 




27/5/13

"Ζωνιανά Gold", Παρασκευάς Ακαμάτης



Με δεδομένη και δηλωμένη την αδυναμία μου στον Παρασκευά (το παγκόσμιο μπεστ σέλερ «Σαμπάνια με γύρο» ήταν από τις αποκαλύψεις των τελευταίων χρόνων), θα πρέπει να προειδοποιήσω πως τα όσα θα γράψω παρακάτω δε θα είναι αντικειμενικά. Στο καινούργιο του βιβλίο, ο δημιουργός στήνει ένα ζοφερό σύμπαν πείνας και καταστροφής, σε μια Ελλάδα που έχει χρεοκοπήσει αλλά δεν το λέει και στήνει συσσίτια πολιτών για να μην λιμοκτονήσει ο πληθυσμός.

Ο Παρασκευάς έχει κάνει κατάληψη μαζί με τον σκύλο του Φραπέ σε μια γκαρσονιέρα, όπου συγκατοικεί με τον Ταρζάν και τη Φρόσω. Ο Ταρζάν είναι ένας νεαρός ηθοποιός και η Φρόσω, μια εξηντάρα αναρχοαυτόνομη. Τα πράγματα είναι πολύ σκούρα μες στην κρίση, όταν μια εταιρεία από το εξωτερικό τους προτείνει να στήσουν μια τσόντα με νατουραλιστικά στοιχεία της Ελλάδας. Κι οι φίλοι μας –παρέα με τους Δίδυμους Πύργους, τις δίδυμες που μένουν από πάνω και αρέσκονται να στριμώχνουν τους ανθρώπους ανάμεσα στα εκπληκτικά στήθη τους- στρώνονται στη δουλειά.

Μακράν πιο δουλεμένο και απολαυστικό από το προηγούμενο, με λιγότερες ατάκες(στα υπέρ του) και περισσότερες σκηνές σεξ (αυτό κι αν είναι στα υπέρ του) και κάποιες από τις γνωστές εμμονές του συγγραφέα να χαλάνε τη σούπα. Στην τελική ένα βιβλίο από αυτά που μπορεί να σε κάνει να χαχανίζεις ασύστολα ένα απόγευμα πίνοντας καφέ, και δεν επιχειρεί να το «παίξει» κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι. Αν στην πορεία σκεφτείς και πέρα από την παρωδία και καταλάβεις και δυο-τρία πράγματα παραπάνω, αυτό είναι δικό σου θέμα, και είμαι σίγουρη πως ο συγγραφέας ουδεμία ευθύνη φέρει.

«Ζωνιανά Gold», Παρασκευάς Ακαμάτης, εκδ. Ωκεανίδα, 2013, σελ.252

Υ.Γ. 1 Το βιβλίο το συνάντησα ήδη σε κατάλογο παλαιοβιβλιοπωλείου, ένα μήνα μετά την κυκλοφορία του. Αυτό το κάνει από τώρα κλασικό. Το δικό μου αντίτυπο έχει και αφιέρωση, έτσι για να ζηλεύετε. 
Υ.Γ.42 Το «Ζωνιανά Gold» είναι μακράν χειρότερος τίτλος από το «Χωρίς ψεύτικα βυζιά» που ήταν η αρχική ιδέα. Μα γιατί;

    


26/5/13

Εκδήλωση για τη μετάφραση της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας


Με προσκάλεσε ένας παλιός φίλος, κι επειδή εγώ διαφορετικά ούτε που θα την είχα πάρει χαμπάρι, είπα να τη μοιραστώ γιατί φαίνεται εξαιρετική. Μιλάμε για εκλεκτούς μεταφραστές, όλοι τους ένας κι ένας. Ο Κώστας Αθανασίου μεταξύ άλλων είναι ο μεταφραστής του Παδούρα και των Άγριων ντετέκτιβ του Μπολάνιο, η Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη έχει μεταφράσει Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες και Μανουέλ Βάσκεθ Μονταλμπάν, ο Κρίτων Ηλιόπουλος Χόρχε Μπουκάι, Τάιμπο ΙΙ και το εμβληματικό 2666, και η Τατιάνα Ραπακούλια παιδικά βιβλία που είναι ίσως και από τα πιο δύσκολα στη μετάφραση.  Άρα ο,τι έχουν να πουν θα είναι ενδιαφέρον- τουλάχιστον για μένα.

Η εκδήλωση θα γίνει την Παρακευή 31 Μαίου στις 19:30. Ακολουθεί και λάτιν πάρτι, αλλά αυτό στη δική μου ενδιαφέρουσα κατάσταση είναι μάλλον εκτός ορίων. 


Υ.Γ. 42 Φυσικά και αδικώ τους μεταφραστές, δεν επιχειρώ το βιογραφικό τους, τί μου αρέσει εμένα από αυτά που μετέφρασε ο καθείς παραθέτω ως εύσημα.

 

24/5/13

"The Great Gatsby", by Baz Luhrmann- η ταινία






      Δε συνηθίζω να γράφω κριτικές για ταινίες για προφανείς λόγους (δεν έχω το απαραίτητο ενδιαφέρον, ούτε το υπόβαθρο). Μου φαίνεται όμως πως μια ταινία σαν το remake του Great Gatsby έχει μεγάλη σχέση με κάθε βιβλιόφιλο. Δεν θα επιχειρήσω να κρίνω αν ήταν καλύτερο ή χειρότερο το βιβλίο. Αυτό θα ήταν μια ιεροσυλία μεγάλου βεληνεκούς, θα λέγαμε πως ο γραπτός Γκάτσμπυ κέρδισε με τα «χέρια κατεβασμένα» και θα τελείωνε η σεμνή τελετή. Θα προσπαθήσω να κρίνω την ταινία όσο γίνεται ως ανθύπαρκτη οντότητα, αν και εδώ που τα λέμε στα πρώτα λεπτά της μου ήταν αδύνατο να ξεκολλήσω από το βιβλίο.

Στα μεγάλα ατού της ταινίας ο ΝτιΚάπριο. Κάθε φορά ο – αντιπαθής στη φάτσα Λεονάρντο- με εκπλήσσει ως ηθοποιός. Είχε τον αέρα, το στυλ, το βάθος, ό,τι χρειαζόταν από έναν Γκάτσμπυ ανάλαφρο και ερωτευμένο, βαθύπλουτο και εγκληματία, τραγικό και κωμικό μαζί. Η Μάλιγκαν στην αρχή μου φάνηκε υπερβολικά συμπαθής για να παίξει την επιπόλαιη Ντέιζι, ίσως γιατί εγώ ήξερα την ιστορία. Στα μείον παραδόξως ο Τόμπι Μαγκουάιρ, η αφήγησή του ήταν άνευρη- στα μακρινά σκοτεινά πλάνα της Νέας Υόρκης δεν μπορούσες να ξεχάσεις τον Σπάιντερμαν- και ο Νικ Καραγουέι που έχτισε, εντελώς παιδιάστικος.

Δεν με πείραξε η γκλαμουριά, πώς θα μπορούσε διαφορετικά να εκφραστεί το βιβλίο αν δεν μιλούσαμε για ένα extravagant και επιφανειακό πάρτυ, αν δεν φαινόταν η αντίθεση ανάμεσα στη χαζοχαρούμενη ευφορία του 1922 με το χρηματιστηριακό μπουμ και η κατάπτωση το 1939 με το κραχ- το ζήσαμε κι εμείς. Η μουσική, εκτός εποχής, με ενόχλησε μονάχα στο πάρτυ, ήταν σα να έβλεπες καρικατούρες τσίρκου να χοροπηδούν εκτός ρυθμού. Το τέλος, σε μια μελό σεκάνς διαρκείας με φράσεις από το βιβλίο και καταστρατήγηση του τέλους του Φιτζέραλντ, με χάλασε.



Σε γενικές γραμμές, το φιλμ μου άρεσε. Μπόρεσε να δώσει ανάγλυφα την επιπολαιότητα του παλιού πλούτου, την προσπάθεια του νέου, το πόσο αναλώσιμοι είναι οι άνθρωποι, εκείνοι που πιστεύουν και που δεν πιστεύουν σε τίποτα. Και μόνο για την παρουσία του ΝτιΚάπριο, θα τo ξαναέβλεπα.





Υ.Γ. Παρ’ όλο που πήγαμε σε multiplex που τις Τετάρτες δίνει τα δυο εισιτήρια στην τιμή του ενός, η προσέλευση ήταν σχετικά μικρή, αν κανείς αναλογιστεί και το καστ.

Υ.Γ. 42 Δεν πάω σε 3d κι ο Μίκυ Μάους ο ίδιος να έρθει και να μου πει πως μόνο έτσι φαίνεται η ταινία. Μου φάνηκε τελείως χαζό δε που ένα τέτοιο έργο γυρίστηκε σε 3d από ξαρχής. Το είδαμε συμβατικά.



22/5/13

Ο δημιουργός υπερήρωας




      Το αν ένα βιβλίο ανήκει στον αναγνώστη ή στο συγγραφέα του με απασχολεί συχνά τελευταία. Διαπιστώνω με τρόμο πως θέλω να κάνω αυτό που κορόιδευα, να υπερασπιστώ τα γραπτά μου, να εξηγήσω την τάδε λεπτομέρεια, να αντικρούσω τη δείνα κατηγορία, να δώσω στους ήρωες μου τα μαλλιά και το πρόσωπο που ονειρεύτηκα∙ κι αυτό θέλω να το περάσω στους άλλους με λόγια. Δε γίνεται. Αν ο αναγνώστης φτιάχνει μιαν εικόνα στο μυαλό του είναι μονάχα αυτή που φαντάστηκε όσο διάβαζε το κείμενο, τα υπόλοιπα είναι απλά κουβέντες για να περνά η ώρα.

      Τα βιβλία δε χρειάζονται υπεράσπιση, ούτε από αυτόν που τα έγραψε, ούτε από αυτόν που τα λάτρεψε – είναι υπάρξεις ξέχωρες από το δημιουργό τους, σαν απόγονοι που διατηρούν κάποια χαρακτηριστικά, αλλά πάντα μπλεγμένα και στρεβλωμένα. Έχουν διαφορετικές σχέσεις με τον κάθε αναγνώστη∙ κάποτε διαπιστώνω πως αυτό που έγραψα κι ήταν μια ποταπή έκφραση χωρίς πολλή σκέψη, δίνει τροφή για κάτι μεγαλειώδες στο μυαλό ενός άλλου. Κι άλλοτε αγαπημένες φράσεις περνούν απαρατήρητες, προσπερνώνται σαν κάτι τετριμμένο. Είναι ο λόγος που μισώ τα αποσπάσματα, δείχνουν μια βιασύνη να προδικάσεις τι θα άρεσε και στον επόμενο.

      Κι όταν διαβάζω κείμενα άλλων αυτή η αίσθηση είναι εντονότερη. Δεν πιστεύω στον συγγραφέα-υπερασπιστή του έργου του με την κόκκινη κάπα του υπερήρωα. Ό,τι κατάλαβα, κατάλαβα, ό,τι ένιωσα, ένιωσα, δε θα αλλάξει, ούτε θα βελτιωθεί αν υπάρξουν ύστερες διευκρινίσεις. Από την άλλη, κανείς επηρεάζεται πολύ περισσότερο από αυτά που έχει ακούσει πριν, από ό,τι κι αν διαβάσει μετά. Είναι η δύναμη της κριτικής, σε προϊδεάζει, μερικές φορές πατά στον εγωισμό σου, κολακεύει τα θέλω σου, ένα «δύσκολο» βιβλίο δε μπορεί παρά να σου αρέσει κι εσένα. Ούτε αυτό μου αρέσει.

     Για μένα το μοναδικό που έχει σημασία είναι η σχέση βιβλίου-αναγνώστη κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης. Το τι θα βγει από αυτό το δεσμό εξαρτάται φυσικά από το ποιος είναι ο αναγνώστης -τι έχει διαβάσει, τι έχει ζήσει- και το τι είναι το βιβλίο. Όμως κάποιες φορές, σε πείσμα της λογικής, των εμπειριών, του γούστου, αυτό που προκύπτει είναι απλά έρωτας.

*Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο διαδικτυακό λογοτεχνικό περιοδικό Bookstand στις 19-2-2013 

21/5/13

"Το γονίδιο της αμφιβολίας", Νίκος Παναγιωτόπουλος





«Το γονίδιο της αμφιβολίας» του Νίκου Παναγιωτόπουλου είναι ένα βιβλίο που διερευνά τα όρια του ταλέντου και της επιστήμης, τη δυνατότητα με μιαν απόφαση να αλλάξεις τον κόσμου σου και των άλλων, τα ρηχά νερά της καλλιτεχνικής αλυσίδας ανάμεσα σε συγγραφέα, ατζέντη, εκδότη και τα βαθιά της ίδιας της αμφιβολίας του καλλιτέχνη για την τέχνη του και το ταλέντο.

Η ιστορία ξεκινά με τον πρόλογο ενός γιατρού, που βρήκε το τελευταίο έργο ενός ετοιμοθάνατου συγγραφέα, του James Wright, και θέλει να το δημοσιοποιήσει στον κόσμο. Το έργο έχει τη μορφή επιστολής προς το γιατρό και είναι η εξομολόγηση ενός ανθρώπου που αρνήθηκε να κάνει το τεστ Τσίμερμαν. Το τεστ αυτό καταδεικνύει πέρα πάσης αμφιβολίας ποιος έχει ή όχι λογοτεχνικό ταλέντο. Ο Wright αρνήθηκε να το κάνει, γιατί τότε είχε εκδώσει ήδη δυο επιτυχημένα κι ένα αποτυχημένο βιβλίο και αρνούνταν να υποβληθεί σε μια τέτοια διαδικασία. Έτσι καταδίκασε τον εαυτό του από την πλευρά των αποτυχημένων, εκείνων που δε θα εκδίδονταν ποτέ ξανά. Γιατί το τεστ Τσίμερμαν διαμόρφωσε μια νέα εκδοτική πραγματικότητα, με τους "ανέγγιχτους"- τους καθιερωμένους δηλαδή που αρνήθηκαν να κάνουν το τεστ αλλά κανείς δεν μπορούσε να τους αρνηθεί να εκδώσουν, τα «σοφά μωρά», που κάναν το τεστ από την κούνια κι έπειτα χωρίς να κουνήσουν το δαχτυλάκι τους ό,τι και να έγραφαν θα εκδιδόταν και τους ΑΑ, εκείνους που αρνήθηκαν το τεστ πριν προλάβουν να καθιερωθούν και δεν θα έβλεπαν ποτέ πια τίποτα δικό τους τυπωμένο. Αυτή η κατάσταση στην αρχή συνέφερε τους πάντες, καταργήθηκαν οι υπάλληλοι των εκδοτικών, οι κριτικοί, όλη η αλυσίδα. Μόνο που γιατί να γράψει κανείς αν θεωρείται από τα γεννοφάσκια του καλλιτεχνική ιδιοφυία; Η εκδοτική παραγωγή έπεσε.

Το μυθιστόρημα είναι καλογραμμένο, μας αποκαλύπτει σχεδόν από την αρχή το σημαντικό εύρημα- το τεστ Τσίμερμαν- και επικεντρώνεται στις επιπτώσεις με τρόπο θαυμαστό. Από την άλλη πέφτει στην παγίδα πολλών αντίστοιχων βιβλίων επιστημονικής φαντασίας που έχουν για βάση μια καλή και πρωτότυπη ιδέα κι έπειτα χάνουν στην πορεία τη δυνατότητα να μας εκπλήξουν και να μας συναρπάσουν. Είναι η φόρα της αρχής τέτοια που ως το τέλος περιμένεις κάτι μεγαλειώδες που δεν έρχεται. Δεν πιστεύω πως θίγει επαρκώς το θέμα της γενετικής βιοηθικής- που ίσως να μοιάζει και κάπως ξεπερασμένο στην εποχή μας με τόσο χονδροειδείς όρους- κι αυτό είναι στα υπέρ του. Είναι ευκολοδιάβαστο, με ενδιαφέρουσα αφηγηματική δομή, διαφορετικό από τα άλλα και του αξίζει σίγουρα μια θέση στην ελληνική λογοτεχνία- πιθανώς να γινόταν και best seller αν ήταν γραμμένο σε άλλη γλώσσα. Ίσως να περίμενα να με απογειώσει και να έμεινα μονάχα στην αρχή της πτήσης. Ή πάλι έχοντας τόσο πρόσφατα διαβάσει δυο ακόμα βιβλία με θέμα τον εκδοτικό κόσμο, του Πενάκ και του Έβερετ, κάνω άδικες συγκρίσεις.


"Το γονίδιο της αμφιβολίας", Νίκος Παναγιωτόπουλος, εκδ. Μεταίχμιο, σελ 243, 2012

Υ.Γ. Το Γονίδιο της Αμφιβολίας πρωτοκυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 1999 από τις εκδόσεις Πόλις και επανεκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2012 από το Μεταίχμιο. Έχει μεταφραστεί στα Γερμανικά από τον Ulf-Dieter Klemm (Reclam Verlag), στα Γαλλικά από τον Gilles Decorvet (ed. Gallimard), στα Ιταλικά από τον Alberto Gabrieli (Ponte alle Grazie), στα Σλοβενικά από την Klarisa Jovanovic (Modrijan publ.), στα Σερβικά από τη Σιμωνίδα Αργυράκου (Stampar Makarije ed.), στα Κινεζικά (New Star Press publ.) και στα Πορτογαλικά από τον Jose Antonio Costas Idea (Babel ed.)




19/5/13

Απολογισμός εν τω μέσω του Μαγιού





Δεν ξέρω πως και γιατί μου βγήκε η διάθεση απολογισμού μες στα μέσα του Μαΐου, είναι όμως το 2013 ως τώρα μια χρονιά για μένα ξεχωριστή, διαφορετική από πολλές που έχω ζήσει στη ζωή μου. Η πρώτη χρονιά χωρίς τον πατέρα μου και συνειδητοποίησα μέσα από όλο αυτόν τον ορυμαγδό- το θόρυβο της ψυχής που τον αναχαίτισα γιατί έχω άντρα και παιδί και μια μάνα σε κατάθλιψη- πως ο άλλοτε τρόπος μου έχει αλλάξει∙ τώρα τα πράγματα μπαίνουν μέσα μου αντί να τα φτύνω έξω με ουρλιαχτά. Ανακαλύπτουν τις ρωγμές και διεισδύουν σε τόπους παλαιότερα τελείως κλειστούς για μένα.

Ταυτόχρονα δυο κοσμογονικές αλλαγές συμβαίνουν στη ζωή μου. Στο σώμα μου μεγαλώνει ένα ακόμα μωράκι, θα ξεμυτίσει σε 5,5 μήνες, αν όλα πάνε σύμφωνα με το πρόγραμμα. Λείπει η συγκίνηση της πρώτης φοράς, ίσως λίγο και η προσοχή. Όμως αυτή η μοναδική στιγμή που μια γυναίκα -καλά μαζί με έναν άντρα- φτιάχνει ζωή είναι το ιερότερο αγαθό, μια αίσθηση μοναδική και διαφορετική από τις άλλες που σε αρπάζει από τα μούτρα και σου χαλάει δυο τρεις από τις ψευδαισθήσεις σου.

Η δεύτερη είναι ακόμα στα σκαριά. Αν μου κάτσει θα το μάθετε λίαν συντόμως γιατί πρώτη φορά σχεδιάζω μαζί με έναν φίλο κάτι που έχει να κάνει με τα βιβλία. Όχι, δεν θα μπορώ αμέσως να αλλάξω επαγγελματική δραστηριότητα, ίσως και ποτέ- η φαρμακοτρίφτισσα δε θα πεθάνει. Όμως η ιδέα με εξιτάρει και με ενθουσιάζει.

Τα βιβλία υπήρξαν πάντα για μένα τροφοδότης. Ελπίζω μες στο 2013 να κυκλοφορήσει και το μυθιστόρημά μου, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Για μένα τα βιβλία των άλλων είναι το ζήτημα, πάντα. Βρίσκομαι σε καλή αναγνωστική φάση, με ρυθμό. Σε αυτό δεν ντρέπομαι να πω πως συνεισφέρει το μπλογκ. Με δυο τρόπους, οι συνεχείς προτάσεις μέσα από αυτό με κρατούν σε εγρήγορση, αποκαλύπτουν τα κενά μου, μου μαθαίνουν συγγραφείς, με κατευθύνουν. Κι από την άλλη φέτος περισσότερο από κάθε άλλη φορά γνώρισα ανθρώπους που κόλλησα μαζί τους κι είναι το ίδιο χτυπημένοι όσο κι εγώ- βαθαίνουν οι παλιές βιβλιοφιλικές μου φιλίες κι οι καινούργιες έρχονται με φόρα.     

Την περασμένη φορά που ήμουν έγκυος οι ρυθμοί ανάγνωσης έπεσαν σχεδόν στο μισό, για τρία χρόνια διάβαζα καμιά τριανταριά βιβλία ανά έτος. Τούτη τη φορά- ίσως γιατί πια ξέρω τι με περιμένει ως μωρομάνα, κι έχουν μειωθεί σημαντικά και οι ώρες που δουλεύω- διαβάζω με τη λύσσα και τη μανία κάποιων χρόνων πριν. Και ναι, τα διαβάζω όλα αυτά τα βιβλία, για να λύσω την απορία στην προηγούμενη ανάρτηση. Και ναι ταυτοχρόνως είμαι μάνα, εργαζόμενη (τώρα λιγότερο, τα περισσότερα απογεύματα δεν πηγαίνω) και σύζυγος και νοικοκυρά και βάφω και τα νύχια μου. Α, και συνεχίζω να γράφω. Όμως μου συμβαίνει κάτι αναπάντεχο. Τώρα γράφω για την καθημερινότητα, αντλώ από μένα για να πλάσω χαρακτήρες της διπλανής πόρτας. Οι ρωγμές  που λέγαμε.



Υ.Γ. 42 Τούτο το χρόνο γνώρισα δια ζώσης αρκετούς από του βιβλιόφιλους μπλόγκερς και πολύ τους συμπάθησα τους περισσότερους. Αλλά συνειδητοποίησα πως, αν και στην Ελλάδα διαβάζουν κυρίως γυναίκες όπως παρατήρησε πρόσφατα κι ο Coe, βιβλιοφιλικά μπλογκς διατηρούν κατά κανόνα άντρες. Γιατί;  



17/5/13

"Το σβήσιμο", Percival Everett




Πρόταση της αγαπημένης μου Βιβής, το «Σβήσιμο» του Πέρσιβαλ Έβερετ είναι μια επιλογή για την οποία δεν μετανιώνει κανείς. Βιβλίο καλογραμμένο, απαιτητικό μόνο ως προς τη σκέψη και όχι την ανάγνωση, που ρουφιέται με κέφι και σου φτιάχνει τη μέρα όσο το βλέπεις ακόμα μισοδιαβασμένο στο κομοδίνο σου.

Ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Θελόνιους Έλισον που τον φωνάζουν Μονκ (η μάνα του και Μόνξι)*,  ένας μαύρος συγγραφέας που αρέσκεται να γράφει στρυφνά μυθιστορήματα με παραλλαγές αρχαιοελληνικών θεμάτων και δεν τον διαβάζει σχεδόν κανείς. Οι περισσότεροι τον κατηγορούν πως «δεν είναι αρκετά μαύρος συγγραφέας» και τη σταγόνα στο ποτήρι ξεχειλίζει η τρομακτική επιτυχία ενός κακογραμμένου μυθιστορήματος μιας μαύρης που όμως περιγράφει τη ζωή στο γκέτο. Οι συγκυρίες το φέρνουν έτσι που πρέπει να φροντίσει τη γριά μάνα του που υποφέρει από Αλτσχάιμερ και χρειάζεται χρήματα. Κάθεται λοιπόν και σε τρεις βδομάδες μέσα γράφει μια παρωδία του μυθιστορήματος της νεαράς, που όμως κανείς δεν την εκλαμβάνει ως τέτοια. Πριν ακόμα εκδοθεί- με ψευδώνυμο εννοείται, γιατί δε θα υπέγραφε ποτέ μια τέτοια αηδία- το μυθιστόρημα γίνεται μπεστ σέλερ και πωλούνται τα κινηματογραφικά δικαιώματα για αστρονομικό ποσό. Μόνο που τα πράγματα περιπλέκονται όταν ως κριτής για το παναμερικάνικο λογοτεχνικό βραβείο πρέπει να κρίνει τον εαυτό του.

Ο Έβερετ πραγματεύεται ένα θέμα που μάλλον δεν είναι πολιτικά ορθό, ειδικά στην Αμερική. Το «πόσο μαύρος είσαι», πόσο μέρος της αφροαμερικάνικης κουλτούρας, το γιατί θα έπρεπε ένα καλό παιδί μεσοαστικής οικογένειας να το εκφράζει το γκέτο μόνο και μόνο γιατί το δέρμα του είναι σοκολατί. Κι από την άλλη ένα θέμα εκτός φυλής, την απόσχιση από τον εαυτό, την απομάκρυνση από όλα κανείς πιστεύει θεμιτά και τελικά το ξεπούλημα. Την σχίζα της εποχής ανάμεσα στο χρήμα και την πραγματική πραγματικότητα, την εικόνα που καθορίζει το ποιος είσαι ή το ποιος μπορείς να είσαι.

Το πιο αστείο κομμάτι είναι φυσικά το μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα που υπογράφει με ψευδώνυμο ο ήρωας, αλλά κι οι συναντήσεις που έχει ο Θελόνιους Έλισον με διάφορους ανθρώπους του σιναφιού ντυμένος το ρόλο του alter ego του, του συγγραφέα του μπεστ σέλερ για τους μαύρους, του ανθρώπου που έχει κάνει και «μέσα». Η γραφή του Έβερετ έχει ρευστότητα και πλαστικότητα, σε αποκοιμίζει γλυκά πως διαβάζεις μια απλή ιστορία και λέει δυο τρία σκληρά πραγματάκια στην πορεία. Η μόνη ένστασή μου είναι πως ίσως ένα παρόμοιο μυθιστόρημα γραμμένο από έναν λευκό θα χαρακτηριζόταν πιθανώς ρατσιστικό και δε θα μπορούσε να εκδοθεί.  

«Το σβήσιμο», Πέρσιβαλ Έβερετ, μετ. Χίλντα Παπαδημητρίου, εκδ. Πόλις, 2004, σελ. 341

*σαφής αναφορά στους δυο «εμβληματικούς μαύρους», τον τζαζίστα Θελόνιους Μονκ και τον Ραλφ Έλισον, δημιουργό του «απόλυτου αφροαμερικάνικου μυθιστορήματος», Αόρατος άνθρωπος.




16/5/13

"Τα διηγήματα της φωτιάς", Aleksandr Puskin




Για κάποιο λόγο δεν κατάφερα να απολαύσω τα διηγήματα του Αλεξάντρ Πούσκιν με την ίδια ένταση όπως άλλων Ρώσων ομότεχνων του, ας πούμε του Γκόγκολ. Και ναι, κατανοώ πως αυτές οι ιστορίες γράφτηκαν κοντά 200 χρόνια πριν στην τσαρική Ρωσία, όμως κάτι τέτοιες λεπτομέρειες ποτέ δεν με απέτρεψαν από το να χαρώ ένα καλό κείμενο.

Υπάρχει στα διηγήματα του Πούσκιν αυτής της μικρής συλλογής η κλασική ατμόσφαιρα της Ρωσίας της εποχής μαζί με μια παιγνιώδη διάθεση για τα ήθη των καιρών, αλλά στάθηκε αδύνατο να ταυτιστώ με τους χαρακτήρες.

Στο «Η πιστολιά», ο συγγραφέας μας περιγράφει έναν αξιωματικό άσο στο σημάδι που ποτέ δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του κι όμως άφησε κάποτε κάποιον σε μια μονομαχία να φύγει ζωντανός. Αυτό τον σημάδεψε για πάντα και τον οδήγησε πολλά χρόνια μετά στην εκδίκηση.

Στο «Η δεσποινίς χωριατοπούλα» σε μια επαρχιώτικη πόλη καταφτάνει ένας νεαρός περιζήτητος από όλες τις κοπέλες, που κάνουν ουρά για να τον γνωρίσουν. Όλες εκτός από την κόρη του άσπονδου εχθρού του πατέρα του που δεν την αφήνουν. Εκείνη όμως θα σκαρφιστεί ένα τέχνασμα για να υπερνικήσει το εμπόδιο της παλιάς έχθρας των δυο οικογενειών.

Στο «Ο πεθαμεναντζής» ένας τσιφούτης ιδιοκτήτης γραφείου κηδειών θα βρει τον δάσκαλο του.

Στο «Ο επόπτης του σταθμού» μια κοπέλα όμορφη πολύ και συμπαθητική θα εγκαταλείψει τον επόπτη πατέρα της για τα λούσα και τις υποσχέσεις ενός άγνωστου.

Και τέλος στο πιο πρωτότυπο «Η χιονοθύελλα» μια νεαρά το βράδυ που είναι να κλεφτεί με τον αγαπημένο της θα αντιμετωπίσει δυσκολίες που αργότερα θα της φέρουν τον πραγματικό της άντρα.

Ένιωσα τη θεματολογία μακριά μου, τη γραφή κάπως παλιά και ξεπερασμένη. Πιθανολογώ πως χρειάζεται η ιδιοφυία ενός Ντοστογιέφσκι για να μην αφήνουν τα 200 χρόνια που χωρίζουν τη γραφή από την ανάγνωση αυτή την ταγκή γεύση.

"Τα διηγήματα της φωτιάς", Αλεξάντρ Πούσκιν, μετ. Κώστας Μιλτιάδης, εκδ. Κοροντζή, 2007, σελ 128
  

14/5/13

"Υπόγειος κόσμος", Don Delillo





Χρειάζεται μια ιδιαίτερη αφηγηματική δεινότητα και συγγραφική ικανότητα για να χειριστείς ένα βιβλίο 950 σελίδων με τον τρόπο που το έκανε ο Ντον Ντελίλο στον «Υπόγειο Κόσμο». Μιλάμε για μια αφήγηση σε σπαράγματα, που ξεκινά το 1951 και πηδά από χρονολογία σε χρονολογία ως τη δεκαετία του 90, μια πλειάδα χαρακτήρων με τυπικό μόνο πρωταγωνιστή έναν τύπο, τον Νικ Σέυ, που μεγάλωσε στο Μπρονξ με καθολική ανατροφή και στα δεκαεφτά του έκανε αναμορφωτήριο. Είναι τόσοι οι ήρωες του βιβλίου- σε πολλά στιγμιότυπα μπλέκονται και υπαρκτά πρόσωπα, ο Σινάτρα, ο Έντγκαρ Χούβερ- οι αφηγητές, οι τόποι και οι χρόνοι που θα ήταν αδιανόητο κανείς να προσπαθήσει μια περίληψη της πλοκής.

Η εναρκτήρια σκηνή είναι μια στιγμή του Μπέιζμπολ που έμεινε στην ιστορία (για ένα κοριτσάκι που γεννήθηκε στην Ελλάδα μιλάμε για ό,τι πιο βαρετό μπορεί να φανταστεί άνθρωπος, αν και καταλαβαίνω το πολιτικό σχόλιο) όπου η μπάλα αποκρούεται, βρίσκεται στις κερκίδες και κερδίζει η ομάδα που έχανε ως τότε. Ο μύθος λέει πως αυτή η μπάλα δεν βρέθηκε ποτέ, όμως ο Ντελίλο βάζει ένα μαύρο αγόρι να τη διεκδικεί και να την παίρνει σπίτι μαζί του. Γύρω της θα στηθεί το γαϊτανάκι των ηρώων, των γενεών, της ιστορίας. Την ίδια μέρα η ΕΣΣΔ πραγματοποιεί την πρώτη της επιτυχημένη σχάση πυρηνικής βόμβας σε πεδίο.

Η ανάγνωση απαιτεί γερό στομάχι, δεν είναι ούτε εύκολη, ούτε βολική, στο πρώτο μέρος ζητά έναν αναγνώστη αφοσιωμένο που το μυαλό του θα μένει συγκεντρωμένο στο στόχο. Έπειτα το βιβλίο ανοίγεται και κάνει ιλιγγιώδεις πτήσεις σε αυτό που ο Ντελίλο μόνος ίσως από τους Αμερικάνους ομότεχνους του μπορεί να κάνει τόσο καλά, να δίνει πολιτική χροιά στην καθημερινότητα. Μιλάμε για ένα βιβλίο βαθιά πολιτικό, με πρωταρχικό θέμα τα σκουπίδια, τα απόβλητα, αλλά και την πυρηνική απειλή, την αναίτια βία που γίνεται συνήθεια, τη θεοποίηση του χρήματος, τη χρήση του σεξ ως μέσο κι όχι ως ατόφια ευχαρίστηση, την μαζική κουλτούρα της τηλεόρασης και του αθλητισμού, της τέχνης που δεν οδηγεί πουθενά. Ο Ντελίλο πιάνει τον σφυγμό της Αμερικής, αλλά με έναν τρόπο βαθύ, χρησιμοποιεί το περιτύλιγμα για να το ανοίξει και να μπει στην ουσία. Ο λόγος του είναι σύγχρονος και ταυτόχρονα αρχέγονα λογοτεχνικός.

Ο σουρρεαλισμός της κοινωνίας έτσι όπως διαμορφώθηκε το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα είναι το μόνιμο μοτίβο των έργων του Αμερικάνου συγγραφέα. Εδώ όμως τα πράγματα πάνε ένα βήμα παραπέρα, απογειώνονται σε έναν λογοτεχνικό θρίαμβο. Όχι, δεν είναι ο «Υπόγειος κόσμος» ένα έργο «για δεκάδα», όπως θα έλεγε μια φίλη. Είναι όμως παρ’ όλα αυτά ένα από τα ελάχιστα έργα που μπορούν να εκφράσουν με σύγχρονο τρόπο- πέρα από την ξύλινη γλώσσα των πολιτικών- πολιτικό λόγο. Με τη μόνη δυνατότητα που έχει μείνει πια στο σύγχρονο κόσμο για να ειπωθεί κάτι τέτοιο, μπαίνοντας στο δέρμα αυτής της κουλτούρας για να μπορέσει να χώσει το μαχαίρι στο κόκαλο.

«Υπόγειος κόσμος», Ντον Ντελίλο, μετ. Έφη Φρυδά, εκδ. Εστία, 2000, σελ.947

Υ.Γ. Το βιβλίο ήταν εξαιρετικά κακά δεμένο, η ράχη του ξερνούσε κόλλες σε μπαστουνάκια, και τελικά κατέληξε χωρίς εξώφυλλο. (Δεν μου έχει ξανασυμβεί ποτέ, για όσο μεγάλο βιβλίο κι αν μιλάμε). Παρ’ όλα αυτά, το πολυτονικό, πολυτονικό. Μάλλον θα επέμενε ο ίδιος ο συγγραφέας…

Υ.Γ. 42 Στο δεκαήμερο που το διάβαζα, δεν του απίστησα στιγμή.


12/5/13

Έφτασαν πριν δυο εβδομάδες...




αλλά σήμερα παρουσιάζονται πανηγυρικά. Κρατήθηκα σχεδόν δυο μήνες και μετά σαν τον πρεζάκια στην απεξάρτηση επιβράβευσα τον εαυτό μου με το προϊόν της έξης μου.... 

Λοιπόν πήρα:

τον "Υπόγειο κόσμο" του Ντελίλλο, που ευπειθώς αναφέρω πως επιτέλους τελείωσα, τη "Σκακιστική νουβέλα",  έναν Όστερ, τη συνέχεια του "Γυρίστε τον Γαλαξία με Οτοστόπ", το "Στίλερ" του Μαξ Φρις γιατί θα με αποκλήρωνε ο Johnny Panic, "Το γονίδιο της αμφιβολίας" του Νίκου Παναγιωτόπουλου,  τον "Κυανοπώγονα" του Βόνεγκαρτ που τον θυμηθήκαμε πρόσφατα, το "Σβήσιμο" του Έβερετ (πρόταση της Βιβής), την "Άβυσσο" για την οποία επέμενε η Α.,  τη "Στιγμή της ελευθερίας" του Γιανς Μπέρνεμπο (πρόταση του librofilo) έναν Τανιζάκι που δεν έχω ποτέ διαβάσει και τέλος δυο ήδη διαβασμένα, τη "Βουή και τη μανία", που την είχα σε άλλη μετάφραση και το Αλεξανδρινό κουαρτέτο που το έχω διαβάσει νήπιο και για 11 ευρώ του το χρωστούσα του Ντάρελ... 





11/5/13

"Το Ρεστωράν στο τέλος τους Σύμπαντος", Douglas Adams




Γραμμένο στο γνωστό μοτίβο του «Γυρίστε τον Γαλαξία με ωτοστόπ», το «Ρεστωράν στο τέλος τους σύμπαντος» είναι το ίδιο ξεκαρδιστικό με το πρώτο βιβλίο, προσφέρεται για ώρες χαλάρωσης και παιγνιώδους ανάγνωσης και φυσικά προχωρά την πλοκή ένα βήμα παραπέρα και εμβαθύνει ακόμα περισσότερο στους αγαπημένους μας χαρακτήρες (ε;).

Ο Ζαφόντ Μπλήμπλιμπροξ, που υπήρξε πρόεδρος του Σύμπαντος αλλά για κάποιο λόγο που ούτε εκείνος ξέρει έκλεψε το διαστημόπλοιο της άπειρης απιθανότητας, ψάχνει (αυτός και τα δυο του κεφάλια) γιατί το έκανε, συναντά τον προπαππού του, που στην πράξη είναι μικρότερος του, μεταφέρεται στο χρόνο και στο χώρο, τρώει στο ρεστωράν στην άκρη του σύμπαντος (το πιο πρόθυμο μοσχάρι που έχεις δει ποτέ) σέρνει μαζί του και τους δυο γήινους, τον Άρθουρ και την Τρίλιαν και τελικά καταλήγει να βρει τις απαρχές του ανθρώπινου γένους στη Γη.

42.

"Το Ρεστωράν στο τέλος τους Σύμπαντος", Douglas Adams, μετ. Δημήτρης Αρβανίτης, εκδ. Φανταστικός κόσμος, 2005, σελ.223

9/5/13

Μα τί παθαίνουμε στις αργίες και δε διαβάζουμε;


Στις γιορτές πάντα διάβαζα και έγραφα λιγότερο. Κι ας ήταν ο ελεύθερος χρόνος περισσότερος, σα να σχετίζεται με τις ανάσες και το καθημερινό μου πρόγραμμα η ανάγνωση, χαλαρώνει κι αυτή όσο ξεκουράζεται το κορμί μου. Ή μάλλον είναι θέμα προγραμματισμού, η ανάγνωση είναι σε τέτοιο βαθμό μέρος της καθημερινότητάς μου που μόλις η τελευταία γίνεται ακανόνιστη και χαλαρή, η πρώτη χάνει τη θέση της μέσα στη μέρα.

Είναι η ανάγνωση κάπως σαν τη δουλειά, το πλύσιμο των ρούχων και το μαγείρεμα; Θέλω να πω είναι δυνατόν να έχει ενταχθεί στο πρόγραμμα με τέτοιο τρόπο που να γίνεται ρουτίνα; Προφανώς σε ένα βαθμό είναι. Κι αν η απάντηση είναι ναι σε αυτό το ερώτημα, τότε που πάει η απόλαυση; Αν, όπως συχνά διατείνομαι «για μένα το διάβασμα είναι ξεκούραση και ευχαρίστηση πάνω από όλα», πως και γιατί δεν ταιριάζει με την ίδια ένταση στις σχόλες. Δεν ξέρω.

Δεν είναι πως δε διαβάζω στις διακοπές. Όχι όμως με την ίδια λύσσα. Και η μόνη πιθανή δικαιολογία που μπορώ να σκεφτώ, είναι αυτή: στις μέρες της ξεκούρασης δεν έχω ανάγκη την ανάγνωση για να χαλαρώσω. Αντίθετα όταν δουλεύω, σκέφτομαι με ηδονή σχεδόν την ώρα που όλα θα έχουν τελειώσει, το παιδί θα έχει αποκοιμηθεί κι εγώ θα αράξω στο κρεβάτι με το βιβλίο μου∙  το διάβασμα γίνεται ανάγκη και κάποιες φορές μονομανία.


Κάποτε μετανιώνω που πλένω τα πιάτα αντί να διαβάζω, άλλοτε που πρέπει να πάω στην τάδε ή στη δείνα υποχρέωση. Διαβάζω λιγότερο, όταν όλα συνηγορούν πως έχω χρόνο για να το κάνω. Και περισσότερο, όταν τα είκοσι λεπτά που ξεκλέβω είναι αταξία και αμαρτία, όταν αισθάνομαι την σκανταλιά του να μην εκπληρώνω κάποια από τις άλλες μου υποχρεώσεις. Για μένα η ανάγνωση είναι το παιχνίδι, η απιστία και η λαιμαργία μου. Κι ένας τρόπος να παραμένω παιδί, να σπάω τους κανόνες, να αποδυναμώνω τη ρουτίνα και να ταυτόχρονα να της κλείνω το μάτι. Κάπως σαν το κάθε βιβλίο να είναι και μια μικρή τολίπα καπνού που βγαίνει από τη φλεγόμενη χύτρα.



Υ.Γ. Δικαιολογίες που λιβανίζω τον "Υπόγειο κόσμο" μια εβδομάδα τώρα. 950 σελίδες είναι αυτές...



7/5/13

"Σκακιστική νουβέλα", Stefan Zweig


H  "Σκακιστική νουβέλα» του Στέφαν Τσβάιχ είναι ένα μικρό κομψοτέχνημα. Στις λιγότερες από εκατόν τριάντα σελίδες του το μικρό – και σε σχήμα-  βιβλιαράκι περιγράφει με οικονομία μια ιστορία απίστευτης αγριότητας, μέσα στην ηπιότητα του σκακιού.

Πάνω σε ένα καράβι που κατευθύνεται προς τη Βραζιλία βρίσκεται ένας φημισμένος πρωταθλητής σκακιού. Πρόκειται για τον Τσέντοβιτς, ένα αγόρι άξεστο, με εξαιρετική δυσκολία στη γραφή και την ανάγνωση, οριακό ως προς τη γενική ευφυΐα, αλλά ιδιοφυΐα όταν πρόκειται για το σκάκι. Ο αφηγητής της νουβέλας ενδιαφέρεται πάντα για κάτι τέτοιες ιδιοτροπίες του ανθρώπινου μυαλού και προσπαθεί να προσεγγίσει τον πρωταθλητή. Στήνει μια σκακιέρα, βρίσκει συμπαίκτη και τελικά καταφέρνει να κάνει τον Τσέντοβιτς να ενδιαφερθεί. Για 250 δολάρια την παρτίδα δέχεται να παίξει εναντίον όλων των ερασιτεχνών σκακιστών του πλοίου. Στην πρώτη παρτίδα κερδίζει χωρίς καν να κάτσει στην καρέκλα, στη δεύτερη όμως εμφανίζεται μέσα στο πλήθος ένας άνθρωπος που καταφέρνει να του πάρει μια εντυπωσιακή ισοπαλία.

Η ιστορία του ανθρώπου που φαίνεται με το μυαλό να νικά τον άξεστο Τσέντοβιτς που δεν μπορεί αν δεν έχει μια μικρή σκακιέρα πάνω του να φανταστεί μια παρτίδα  έχει να κάνει με το σκάκι, την τρέλα, τη βαναυσότητα, την μονομανία, την ικανότητα του ανθρώπινου μυαλού να επιβιώνει  Αυτός ο Αυστριακός έπεσε στα χέρια των Ναζί και υποβλήθηκε σε ένα σχετικά πρωτότυπο βασανιστήριο, απόλυτη  απομόνωση δίχως κανένα τρόπο να απασχοληθεί το μυαλό.

Η αφήγηση είναι λιτή, δίχως άσκοπες λεπτομέρειες και μεταφέρει με νηφαλιότητα αυτό που συνέβη, μέχρι να φτάσουμε στο φινάλε. Αν και φυσικά μιλάμε για ένα βιβλίο βασανιστικό, δεν υπάρχει πουθενά ζοφερή ατμόσφαιρα ούτε κατάθλιψη. Μόνο η έκπληξη για την ανθρώπινη φύση και τις εκφάνσεις της.

"Σκακιστική νουβέλα", Στέφαν Τσβάιχ, μετ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Άγρα, σελ. 127 


4/5/13

"Ιστορίες από ένα παγκάκι"


Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε το δωρεάν e-book "Ιστορίες από ένα παγκάκι", συλλογικό έργο πολλών και τελικά όπως αποδείχτηκε εκλεκτών ανθρώπων. Όταν δέχτηκα την πρόσκληση να γράψω κι εγώ ένα διήγημα, δεν ήξερα ποιοί άλλοι θα συμμετάσχουν στο εγχείρημα, και τελικά χάρηκα πολύ γιατί είδα πως ασχολήθηκαν με το ίδιο θέμα συγγραφείς που εκτιμώ πολύ, ο Δημήτρης Αλεξίου, ο Νίκος Καρακάσης, ο Δημήτρης Νίκου, ο Γιάννης Φαρσάρης∙ γραφιάδες- εγγύηση για να πουν μια καλή ιστορία. Αλλά και τα  περισσότερα από τα υπόλοιπα διηγήματα με εξέπληξαν ευχάριστα, είχαν ρυθμό και αφηγηματική τεχνική που συχνά δε συναντάμε στα μεγάλα κείμενα. Το διήγημα, η μικρή φόρμα, είναι μέρος της ευκολίας μας. Από την άλλη, όποιος μπορεί να εκφραστεί με σαφήνεια στις 1000 ή στις 2000 λέξεις και να συγκινήσει έχει από την αρχή ένα πλεονέκτημα, δεν κινδυνεύει να χάσει στην πορεία τον αναγνώστη του.

Αν θελήσετε να κατεβάσετε δωρεάν το ψηφιακό βιβλίο ή απλά να το διαβάσετε on line δεν έχετε πάρα να επισκεφτείτε την σελίδα των εκδόσεων Σαΐτα. Το δικό μου διήγημα έχει τον εξαιρετικό τίτλο "Δυο κοτσίδες".

http://www.saitapublications.gr/2013/04/ebook.28.html

Κι ελπίζω να μην το μετανιώσετε.


2/5/13

"Κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας"


Τα σχόλια στην ανάρτηση για το βιβλίο του Δημήτρη Χατζή με έβαλαν σε σκέψεις. Πως γίνεται ένα παιδί σαν κι εμένα, που διάβαζε με πάθος από μικρό, να απεχθάνεται τα «κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας».  Ως τώρα είχα μια αίσθηση πως αυτά τα κείμενα ήταν κακοδιαλεγμένα, εθνοπατριωτικά αποσπάσματα, τώρα συνειδητοποιώ πως μπορεί η μνήμη μου να τα αδικεί και να φταίει η διδασκαλία τους. Οι φιλόλογοί μου σε γενικές γραμμές ακολουθούσαν το "πρόγραμμα", έκαναν καλολογικές παρατηρήσεις από κάποιο κοινό λυσάρι, βάζαν χαζές εργασίες του τύπου στον στίχο 25 τι θέλει να μας πει ο ποιητής. Αμ, έτσι δεν αγαπάς τη λογοτεχνία, το πολύ πολύ να αγαπήσεις τη φιλολογία∙ που πολύ αμφιβάλλω.

Αντίθετα, στο χαρούμενο σχολείο που πήγαινα υπήρχε ένα μάθημα «Αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας», πολλές ώρες την εβδομάδα. Από κει θυμάμαι σχεδόν τα πάντα. Κι αν εξαιρέσει κανείς τον απαραίτητο Σαίξπηρ κάθε χρόνο (και γιατί να τον εξαιρέσει εδώ που τα λέμε), τα βιβλία αυτά τα κρατάω ακόμα στην τωρινή βιβλιοθήκη μου κι όχι σε κούτες στο πατρικό μου. Φυσικά και εκεί υπήρχε η ιστορία της λογοτεχνίας τους (έμαθα όλα όσα δεν ήθελα να ξέρω για τον Beowulf), όμως σε αυτά τα βιβλία πρωτοδιάβασα Poe, και T.S.Eliot, και Thoreau. Με αυτά έμαθα να αγαπώ τον Byron, τον Shelley, τον Yeats για να τους απομυθοποιήσω μετά, δεν έχει σημασία. Όχι, ούτε κι εδώ μιλάμε για πρωτοποριακά κείμενα, ούτε καν για πολύ μοντέρνα. Ήταν η διδασκαλία διαφορετική. Και ναι, ίσως ήταν παράλογο να περιμένεις εργασία από ένα παιδί της δευτέρας γυμνασίου για το «Άνθρωποι και Ποντίκια». Από την άλλη, αφού μια χαρά την έβγαλα εις πέρας και θυμάμαι με ευκρίνεια το βιβλίο, μπορεί να μην ήταν και τόσο.




Τη μοναδική φορά που υπήρξε φιλόλογος που ενδιαφερόταν και μας έβαλε να διαβάσουμε βιβλίο για εργασία, ήμουν άτυχη. Μου διάλεξε το «Στου Χατζηφράγκου». Έκτοτε αν και καταλαβαίνω την πρωτοπορία του Κοσμά Πολίτη σε σχέση με την υπόλοιπη γενιά του ‘30 δεν κατάφερα ποτέ να τον αγαπήσω. Τυχαίο; Δε νομίζω.





Δεν ξέρω πως και γιατί, ούτε τι θα έπρεπε να γίνει για να φτιάξει  η κατάσταση. Υποψιάζομαι πως όσο βγαίνουν φιλόλογοι που διαβάζουν με το ζόρι τις «Ακυβέρνητες Πολιτείες» για να περάσουν την ελληνική λογοτεχνία στο Φιλολογικό και μετά συνεχίζουν ακάθεκτοι να διαβάζουν (μόνο) το Τσάο, τόσο τα «κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας» θα απαξιώνονται, θα είναι μια αγγαρεία ακόμα για να περάσει κανείς την τάξη.

Για να δημιουργήσεις κουλτούρα, πρέπει να έχεις κουλτούρα. Ίσως να μην είμαστε πολύ πρωτοποριακοί στο μυθιστόρημα, αλλά έχουμε αρκετά διαμάντια που ξεχωρίζουν. Ήμασταν όμως κορυφαίοι στην ποίηση. Κι ανάθεμα αν θυμάμαι ένα καλό απόσπασμα του Σεφέρη. Τον Καρυωτάκη τον κάναμε από φυλλάδια, γιατί είχε τρέλα η τότε φιλόλογος μαζί του. Δεν μπορεί η παιδεία στην ανάγνωση να αφήνεται στην ατομική πρωτοβουλία- ένας φιλόλογος που νοιάζεται, ένας γονιός αναγνώστης. Δεν ξέρω καν αν μερικά σεμινάρια θα άλλαζαν την κατάσταση. Όταν δεν διαβάζεις, δεν μπορείς να μεταδόσεις την αγάπη της ανάγνωσης∙ τόσο απλά. Και ο κύκλος θα συνεχίζεται, φαύλος, για καιρό. Ώσπου να γίνουμε πολλοί και να τον σπάσουμε.