Τρομακτικά όμορφο, απίστευτα
διεστραμμένο, αναντίρρητα μακάβριο, μια ιδέα αποπνιχτικό, εντελώς τρελό και
μοχθηρό. Ένα σίχαμα, μια ελεγεία, ένα ανάγνωσμα εθιστικό. Και εμετικό. Όλα αυτά
κι άλλα τόσα είναι «Η Κασσάνδρα και ο Λύκος» της Μαργαρίτας Καραπάνου. Μια ωδή
στο παράλογο, ένα ποίημα από κείνα με τον πόνο. Και το χειρότερο από όλα- ή το
καλύτερο- είναι η αφιέρωση : «Στην μητέρα μου, Μαργαρίτα Λυμπεράκη, με αγάπη».
Η Κασσάνδρα είναι ένα τετράχρονο
κοριτσάκι, είναι έφηβη, είναι γυναίκα, είναι ανήλικη ερωμένη ενός τραβεστί μπάτλερ,
είναι ένα κορίτσι που ζει μες στα χρυσάφια απέναντι από το Μπάκινγκχαμ, μια
κοπελούδα που η μάνα της ζει στο Παρίσι κι έχει φίλο τον Ιονέσκο. Είναι κακό
και εκδικητικό παιδάκι, που σκοτώνει και σκοτώνεται, που βιάζει και βιάζεται,
που δεν μιλά κι όλο φτιάχνει τις πιο φριχτές ιστορίες. Είναι ενήλικη και την
κλείνουν στο τρελάδικο.
Μια μέρα, η μαμά μου, η Κασσάνδρα, μου έφερε μια ωραία κούκλα για να
μου την κάνει δώρο. Ήτανε μεγάλη και για μαλλιά είχε κίτρινους σπάγκους.
Την κοίμισα στο κουτί της, αφού πρώτα της έκοψα τα πόδια και τα χέρια
για να χωράει.
Αργότερα της έκοψα και το κεφάλι για να μην είναι βαριά. Τώρα την αγαπώ
πολύ.
Η βιαιότητα της παιδικής ηλικίας, η
ανεξήγητη- ή και εξηγημένη- βαρβαρότητα περνούν από αυτές τις σελίδες, και στην
αδυναμία για επεξήγηση κρύβεται η γοητεία του. Η Καραπάνου λέει αυτά που κάποτε
θα θέλαμε να πούμε για τους εαυτούς μας αλλά
ποτέ δεν θα τολμούσαμε. Καταβυθίζεται, στον εφιάλτη, γιατρεύει και γιατρεύεται,
πεθαίνει και σκοτώνει. Ανελέητα.
«Έλα να δούμε το βιβλίο με τις εικόνες».
Έτρεχα στο δωμάτιό του με το βιβλίο κάτω από τη μασχάλη και του το έδινα
με τρυφερότητα.
Η πρώτη εικόνα είχε ένα λύκο που άνοιγε το στόμα και κατάπινε εφτά
ζουμερά γουρουνάκια.
Το λύκο λυπόμουνα συνήθως. Πως θα τα καταπιεί τόσα γουρουνάκια μονομιάς;
Πάντα του το έλεγα και τον ρωτούσα.
Έβαζε τότε το τριχωτό του χέρι μέσα στο άσπρο βρακάκι μου και με άγγιζε.
Δεν αισθανόμουν τίποτε παρά μια ζέστη. Το δάχτυλο του πήγαινε κι ερχόταν κι εγώ
κοιτούσα το λύκο. Λαχάνιαζε και ίδρωνε. Δεν με πείραζε πολύ.
Τώρα όταν με χαϊδεύουν, πάντα σκέπτομαι τον λύκο και τον λυπάμαι.
Θέλει κότσια για να αναμετρηθείς
με την Καραπάνου. Θέλει τα μάτια της ψυχής ανοιχτά, και το σώμα έτοιμο να δεχτεί την αλήθειά της. Να είσαι προετοιμασμένος να κουλουριαστείς, αλλά να μην
κλάψεις. Κατάδυση; Στην ευαισθησία και την αγριότητα,
αξεδιάλυτες η μια από την άλλη, χωρίς φιόγκους και φιοριτούρες. Δίχως καν θλίψη.
Μονάχα με την ατελείωτη αίσθηση πως βιβλίο σαν κι αυτό δεν θα ξανάβρεις.
«Η Κασσάνδρα και ο Λύκος», Μαργαρίτα Καραπάνου, εκδ. Καστανιώτη, 1997,
σελ.188
Αναρωτιόμουν κι εγώ, δε θα τύχει να αφιερωθεί μια ανάρτηση σε ένα βιβλίο που να έχω ήδη διαβάσει; Να, λοιπόν, που έγινε κι αυτό. :-)
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε την Κασσάνδρα "γνωρίστηκα" πριν τέσσερα, περίπου, χρόνια. Όπως και με την Καραπάνου. Αυτό που έγραψες παραπάνω, το "σίχαμα", ήταν η αυθόρμητη σκέψη μου διαβάζοντας το βιβλίο. Το άνοιγα, διάβαζα λίγο και το άφηνα. Και ξαναγύριζα με κόπο για να το συνεχίζω. Με έπιανε ένα σφίξιμο στο στομάχι, όσο ασχολούμουν με αυτό. Ήθελε προσπάθεια το να επιστρέφω. Θυμάμαι, ξαλάφρωσα όταν το τελείωσα. Έκτοτε, δεν το έχω ξαναπιάσει. Η αίσθηση που μού άφησε παραμένει ολοζώντανη.
Η απέχθεια που νιώθω για το βιβλίο είναι ίσως το μεγαλύτερο κοπλιμέντο για τη δουλειά που έκανε η Καραπάνου σε αυτό. Είναι όπως με έναν ηθοποιό που παίζει τον "κακό" με αξεπέραστο τρόπο: δεν τον συμπαθείς, δεν τον αναζητάς, αλλά τον παραδέχεσαι. Έτσι κι εγώ: αναγνωρίζω την τόλμη και το θάρρος της, τη διαύγεια της σκέψης της. Νιώθω πως της είμαι υποχρεωμένη, που κοίταξε με καθαρή και "αθώα" ματιά και περιέγραψε όσα είδε, χωρίς να τα λογοκρίνει. Αλλά το βιβλίο, ακόμη με απωθεί.
Αυτή την αποστροφή την ένιωθα όσο διάβαζα μικρή τον "Υπνοβάτη". Εδώ ένιωθα συγκλονισμένη, δεν μπορούσα να το αφήσω από τα χέρια μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣφάζονται παλικάρια και κόρες στην ποδιά της, απ' ό,τι καταλαβαίνω από τα σχόλια στο φσ. Εγώ δε θα συμμετέχω, την έχω εκφράσει την άποψή μου από εδώ ( http://diavazontas.blogspot.gr/2014/10/brainstorm.html - εντάξει, τυχαίνει να είναι δικιά μου αυτή η ανάρτηση, τι να κάνουμε, αυτοπροβάλλομαι όπως μπορώ!) και δε θα την επαναλάβω. Στέλνω μόνο για να πω ότι στην δική μου έκδοση (Εκδόσεις Ερμής) δεν έχει την αφιέρωση προς την μητέρα. Αν την είχε, η απόλαυση που θα έπαιρνα από το κείμενο θα ήταν σαφώς μεγαλύτερη. Όπως και στην περίπτωση του Κάφκα, ημερολόγια και αλληλογραφία, φωτίζουν πολύ διαφορετικά το πεζογραφικό τους έργο. Ο Κάφκα αφιέρωσε το διήγημά του "Ένας επαρχιακός γιατρός" στον πατέρα του, κατάφωρη ειρωνεία πεταμένη στα μούτρα του αυταρχικού πατέρα!! Φυσικά, Κάφκα και Καραπάνου δεν συγκρίνονται αλλά σίγουρα έχουν κοινές αναφορές. Τα βιβλία της Καραπάνου είναι όλα βιωματικά, όμως η Κασσάνδρα είναι η συνισταμένη όλων των μαρτυρικών βιωμάτων της, σπαραχτικά αληθινό! Θα το προτιμούσα τεχνικά πιο άρτιο (ό,τι και αν σημαίνει αυτό στο θολωμένο μου μυαλό!), αλλά ας είναι και έτσι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥ.Γ. 42 Κατερίνα, σου πάει η καρδιά να ξεράσω Κυριακάτικα τις λαχταριστές μοσχαρίσιες μπριζόλες;;;
Έλεος κάπου με την αυτοδιαφήμιση, δημιούργησα ένα τέρας!
ΔιαγραφήΥ.Γ. 42 Έτσι είναι η λογοτεχνία, σαν γροθιά στο στομάχι
H Καραπάνου μου είναι συμπαθής ως "πάσχων άνθρωπος" και για τον ψυχικά μαρτυρικό βίο της.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌμως τα βιβλία της πάντα επανέφεραν ένα αναπάντητο ερώτημα.
Που τελειώνει η τέχνη και αρχίζει η μη αναστρέψιμη προσωπική παθολογία (ψυχο-πνευματική) του δημιουργού?
Νομίζω πως αυτό το ερώτημα θα μας βασανίζει πάντα με τους "καταραμένους". Όμως αν μου δείξεις έστω κι έναν μεγάλο καλλιτέχνη που να μην είχε μια κάποια ψυχοπαθολογία, θα το συζητήσουμε. Απαιτεί τα όρια με την τρέλα η υψηλή λογοτεχνία.
ΔιαγραφήΑναφερόμουν στην κλινική περίπτωση ψυχοπαθολογίας που υπάρχει ή απαιτείται ιατρική-φαρμακευτική παρέμβαση.
ΔιαγραφήΜα πρέπει να σου πω πως στις περισσότερες περιπτώσεις σε τέτοια ψυχοπαθολογία αναφερόμουν. Που απαιτεί ιατρική παρακολούθηση.
ΔιαγραφήΓια την ιστορία, ελάχιστα (υπάρχουν άλλα τόσα x 10) ονόματα συγγραφέων με όμορφο ψυχιατρικό ιστορικό:
ΑπάντησηΔιαγραφήΝίτσε, Ρεμπώ, Μαν, Κάφκα, Φάλαντα, Μπάροουζ, Χέμινγουει, Πλαθ, Βιζυηνός, Γουάλας...
Πότε θα σταματήσουμε να κρίνουμε τα βιβλία με βάση το CV των δημιουργών τους;
Στην ζωγραφική κανείς πλέον δεν ασχολείται να τα ψυχολογικά του μεγαλύτερου δημιουργού των στερνών δύο αιώνων (Βαν Γκογκ).
Απλά θεωρείται τρελά (....) ξεπερασμένη αυτή η προσέγγιση.
Παρασκευάς Ακαμάτης
Σε σχέση με το θέμα της σύνδεσης τέχνης - προσωπικής παθολογίας (κλινικής τε και υποκλινικής), σκέφτομαι πως η τελευταία γονιμοποιεί την πρώτη, καθώς την τροφοδοτεί με επιπλέον εμπειρίες. Με αυτό εννοώ πως, στο μέτρο που το βίωμα είναι αμετάδοτο και απροσπέλαστο από τη φαντασία και την αντίληψη όποιου δεν το διαθέτει, η ψυχική ασθένεια διευρύνει το σύμπαν των καλλιτεχνών, δίνοντάς τους, έτσι, τη δυνατότητα να στοχαστούν σε περισσότερα θέματα και με διαφορετικό τρόπο από ό,τι οι ψυχικά υγιείς, ας πούμε, καλλιτέχνες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΒέβαια, δεν είναι μόνο το πρωτογενές υλικό από το οποίο αντλούν, που κάνει τους μεγάλους καλλιτέχνες. Είναι και οι δυνατότητες που έχουν να το επεξεργαστούν δημιουργικά, να το αξιοποιήσουν. Αλλά έχουν - οι "πάσχοντες"/"καταραμένοι" - κι αυτό το επιπλέον χαρακτηριστικό: πρόσβαση σε πιο πολλά, τελικά.
Από το κουτσό του Cortazar
ΑπάντησηΔιαγραφή"..ένιωθε πως η ζωή του έφτανε στο παραλήρημα καθώς κοίταζε την ακαταστασία που τον περιστοίχιζε και αναρωτιόταν αν οτιδήποτε απ' όλα αυτά είχε νόημα. Κάθε ακαταστασία θα δικαιωνόταν εφόσον θα έβγαινε από τον εαυτό του, με την τρέλα ίσως θα κατάφερνε να φτάσει σε μια λογική που δε θα ήταν αυτού του είδους η λογική που η απουσία της είναι η τρέλα. "Να ξεκινήσεις από την αταξία και να φτάσεις στην τάξη", σκέφτηκε ο Ολιβέιρα. "Ναι αλλά τι είδους τάξη θα είναι αυτή που δε θα μοιάζει με την πιο φρικτή, πιο απαίσια, πιο νοσηρή απ' όλες τις ακαταστασίες;"."
μια διαφορετική προσέγγιση της τρέλας και της αταξίας...
Ωραίο απόσπασμα, με έκανες να βάλω "Το κουτσό" στα προσεχώς! Thanks! :-)
Διαγραφήαξίζει τον κόπο...γιατί είναι κόπος μεγάλος! Θα σου πρότεινα πάντως να το διαβάσεις με τον τρόπο που προτείνει ο Cortazar
Διαγραφή