Σελίδες

29/3/16

Από τα 7 στα 8.



Σήμερα το blog κλείνει τον έβδομο χρόνο λειτουργίας και περπατά στον όγδοο. Το blog φταίει. Το άνοιξα για να μετριάσω λιγάκι την άβυσσο της μοναξιάς μου. Είμαι πολύ κοινωνικός άνθρωπος. Το άνοιξα για να μιλήσω με όμοιους μου. Πάντα μιλούσα με όλους τους άλλους. Αυτό σε γενικές γραμμές το κατάφερα.

Τι άλλο κατάφερα δεν ξέρω. Γιατί τα επτά αυτά χρόνια ήταν σημαντικά για την ζωή μου έτσι κι αλλιώς και θα ήταν κρίμα να χρεώσουμε στον blog όλους τους λογαριασμούς που έκλεισα ή άνοιξα από τα 30 ως τα 37 μου. Ξέρω πως μέσα από το blog αυτοπροσδιορίστηκα χωρίς φόβο. Ξέρω πια πως ήμουν, είμαι- και πιθανότατα θα είμαι- αναγνώστρια. Η σχέση μου με τα βιβλία δεν ξεκινά βέβαια επτά χρόνια πριν· ξεκινά πριν τριάντα. Άργησα να μάθω να διαβάζω και να γράφω, όμως από την δευτέρα δημοτικού και μετά δεν έκανα τίποτε άλλο. Αδιάλειπτα ή σχεδόν.

Είμαι αδηφάγος αναγνώστρια. Περνάω περιόδους που διαβάζω κάθε μέρα κι άλλο βιβλίο. Άλλες πάλι που δεν διαβάζω τίποτα. Γράφω για τα βιβλία που διαβάζω άλλοτε ολόκληρα κατεβατά κι άλλες φορές τρεις αράδες. Δεν είμαι «κριτικός λογοτεχνίας» και ομολογουμένως δεν θα ήθελα να γίνω. Δεν είμαι φιλόλογος. Είμαι φαρμακοποιός. Έκανα μεταπτυχιακό στην χημεία φυσικών προϊόντων. Το ερευνητικό μεταπτυχιακό μου έδωσε την δυνατότητα να χρησιμοποιήσω όλες τις γνώσεις που πήρα μέσα στις βιβλιοθήκες. Πέρα από την δουλειά εργαστηρίου οι περισσότεροι δεν μπορούσαν να αρθρώσουν δυο κουβέντες, να βρουν βιβλιογραφία, να κάνουν βιβλιογραφική αναφορά. Εγώ μπορούσα και πάντοτε μπορώ. Γιατί μεγάλωσα μέσα σε μια βιβλιοθήκη, γιατί η δική μου καρτέλα στην βιβλιοθήκη του σχολείου ήταν και θα είναι η μεγαλύτερη.

Τα παιδιά στο σπίτι λένε το «βιβλίο της μαμάς», κι ας είναι του μπαμπά. Τα παιδιά μου ζούνε σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία, θεωρούν αυτονόητο πως μες στην μέρα θα διαβάσουμε μια ιστορία, θα δούμε μια ιστορία, θα φτιάξουμε μια ιστορία. Από κει ξεκινούν όλα, από την ιστορία. Πάντα μου άρεσε να φτιάχνω ιστορίες. Κάποιες τις κάνω βιβλία, κάποιες τις έκαναν άλλοι βιβλία για μένα, με τους υπόλοιπες τυραννώ τον εαυτό μου και τους γύρω μου.

Από το blog ξεπήδησαν κι άλλα, η ραδιοφωνική εκπομπή στον www.amagi.gr κάθε Κυριακή, το βιλιοπωλείο-καφέ Booktalks, κληρονομιά και προίκα μιας καινούριας ζωής. Η έκδοση του «Κανείς δεν θέλει να πεθάνει» το 2013 και η επικείμενη έκδοση του «Σχεδίου» τώρα την άνοιξη. Δεν ξέρω αν αυτά θα υπήρχαν ή όχι αν δεν είχα την έμπνευση να ξεκινήσω ένα βιβλιοφιλικό ιστολόγιο ένα βράδυ και να γράψω την πρώτη του ανάρτηση την επόμενη το μεσημέρι. Έκτοτε δεν σταμάτησα ποτέ να ανανεώνω το blog.Τότε στην αρχή το φόντο του ήταν μαύρο, από τον δεύτερο χρόνο όμως και μετά, το φόντο ήταν σχεδόν πάντα άσπρο και μες στα χρόνια δεν άλλαξε πολύ.


                                                                                Κατερίνα Μαλακατέ



28/3/16

"Συγγενής", Καρολίνα Μέρμηγκα



Ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα που διερευνά με ενάργεια τους οικογενειακούς δεσμούς- αίματος και μη- έγραψε η Καρολίνα Μέρμηγκα. Το βιβλίο, με τον εξαιρετικά εύστοχο τίτλο, «Συγγενής», πραγματεύεται θέματα που ήδη μας απασχολούν, όπως το θεσμό της οικογένειας, την μονογαμία, την υιοθεσία, αλλά και άλλα που θα μας απασχολήσουν ακόμα περισσότερο στο μέλλον, όπως η τεχνητή γονιμοποίηση και τα κατεψυγμένα έμβρυα. Όλο αυτό γίνεται με μεγάλη αφηγηματική μαεστρία, τόσο που εν πολλοίς, ο αφηγηματικός τρόπος της συγγραφέως μου θύμισε αγγλοσαξονική κι όχι ελληνική λογοτεχνία, σαν να διάβαζα ΜακΓιούαν.

Κεντρικοί ήρωες ένα ζευγάρι, η Αλεξάνδρα και ο Μιχάλης, που αναλαμβάνουν εναλλάξ τον ρόλο του αφηγητή. Μας μιλούν για τον γάμο τους, που δεν προέκυψε από μεγάλο ερωτικό πάθος αλλά συνειδητή απόφαση για το πόσο ταιριαστοί είναι ως άνθρωποι. Μας λένε για το πώς καθρεφτίζονται ο ένας μέσα στον άλλο, κι αυτό είναι η βασική συγκολλητική τους ουσία, πως δεν κρύβονται, είναι αυτόπτες μάρτυρες ο ένας της ζωής του άλλου. 

Από την πρώτη κιόλας σκηνή ο Μιχάλης μαθαίνει κάτι που τον συνταράσσει, έχει μια κόρη μεγάλη από τον πρώτο του έρωτα στην Νομική Σχολή. Προσπαθεί να γνωρίσει αυτή την τριαντάχρονη γυναίκα, ανακαλύπτει πάνω της στοιχεία του εαυτού του, προβάλλει το εγώ του. Και φυσικά, μέσα από αυτή τη διαδικασία, την ερωτεύεται.

Η Αλεξάνδρα από την άλλη, προσπαθεί να διαχειριστεί την νέα κατάσταση, ενώ ταυτόχρονα βοηθά μια φίλη που θέλει κάτι ανήκουστο: ζητά, μιας και η κόρη της πέθανε από λευχαιμία, να δώσει σε παρένθετη μητέρα τα κατεψυγμένα έμβρυα που είχε φυλάξει πριν πεθάνει, και να μεγαλώσει εκείνη το εγγόνι της που θα προκύψει. Πέφτει όμως πάνω στην άρνηση του πρώην γαμπρού της, που διατείνεται πως είναι δικαίωμά του να επιλέξει αν θέλει ή όχι να γίνει πατέρας από την πεθαμένη του γυναίκα. 

Πολλά τα ηθικά διλήμματα, ακόμα περισσότερες οι υπόγειες αιχμές για την οικογένεια, για τον ποιον θεωρούμε και ποιον όχι γιο, κόρη, πατέρα, μητέρα, άντρα. Τι είναι τέλος πάντων οι δεσμοί μας, αίματος ή αγάπης, ή και τα δύο. Προβάλλει πάνω από όλα ο θεσμός του γάμου και της μονογαμικής μακροχρόνιας σχέσης για να ρίξει φως στο πώς περνούν οι ζωές των ανθρώπων. Ματαιωμένα ως επί το πλείστον.

Μας τα λέει η Αλεξάνδρα μόλις αναλαμβάνει την αφήγηση:

Πολλοί μου λένε ότι ο Μιχάλης κι εγώ μιλάμε με τον ίδιο τρόπο. Υποθέτω πως μετά από κάποια χρόνια τα ζευγάρια μοιάζουν μεταξύ τους, αλλά αυτή η συγκεκριμένη ομοιότητα, αν αληθεύει, με ενοχλεί. Καμιά φορά, όταν μου λέει κάτι, αναρωτιέμαι αν θα το έλεγα κι εγώ, αν θα το έλεγα έτσι. Δεν ξέρω, είναι ένα από τα πολλά που ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω και μάλλον δεν θα καταλάβω ποτέ.

Γιατί ποτέ δεν πίστεψα στη σοφία της ωριμότητας και στην αυτογνωσία που υποτίθεται ότι φέρνει ο χρόνος. Ο χρόνος μας κάνει δούλους, αυτό είναι όλο. Δούλους στην συνήθεια, που είναι από τα πολλά του μπάσταρδα. Η συνήθεια μας κάνει να δεχόμαστε αυτά που στα νιάτα μας δεν θα δεχόμασταν ποτέ, η συνήθεια μας κάνει να ζούμε όπως ζούμε. Καμιά φορά η συνήθεια μας κάνει να αγαπάμε.


Ο Μιχάλης και η Αλεξάνδρα αν και χωριστά διατείνονται πως είναι πολύ διαφορετικοί, στην πράξη πολλές φορές λένε τα ίδια πράγματα. Και αυτό είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια του βιβλίου, που δικαιώνει την επιλογή των δυο πρωτοπρόσωπων αφηγητών και δίνει την εντύπωση ενός εξαιρετικά λεπτοδουλεμένου μυθιστορήματος. Αυτή η διαφορά αλλά και η ομοιότητα στις δύο φωνές, κάνει το βιβλίο ρουφηχτό, δεν θέλεις και δεν το αφήνεις από τα χέρια σου. Όχι μόνον γιατί θες να δεις τι θα γίνει παρακάτω, αλλά γιατί όπως συμβαίνει συχνά, αισθάνεσαι ταύτιση με τους ήρωες και τα λεγόμενά τους, κλείνεις πού και πού την σελίδα για να νιώσεις το δικό σου συναίσθημα, να στοχαστείς πάνω σε αυτό που αφορά εσένα. 

Με αφορμή ένα πολύ επίκαιρο θέμα, αυτό της τεχνητής γονιμοποίησης, της κατάψυξης εμβρύων, την επιστήμης που μπορεί πια να υπαγορεύει και τους δεσμούς μας, η Καρολίνα Μέρμηγκα φτιάχνει ένα διαχρονικό μυθιστόρημα για τις ανθρώπινες σχέσεις και ταυτόχρονα ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα μέσα σε αυτόν τον χρόνο.  


"Συγγενής", Καρολίνα Μέρμηγκα, εκδ. Μελάνι, 2013, σελ.214



25/3/16

"Ο πιο παράδοξος τίτλος vol2" της Κωνσταντίνας Μ.



Το ακόλουθο άρθρο περιέχει τίλους βιβλίων που μας έμειναν χαραγμένοι στο μυαλό για διάφορους λόγους. Μπορεί να πέρασαν δυο μήνες από το πρώτο μέρος... Δεν έχει σημασία το ότι πέρασαν δυο μήνες από το πρώτο μέρος. Οι παράδοξοι τίτλοι συσσωρεύτηκαν , κατηγοριοποιήθηκαν και είναι έτοιμοι για παρουσίαση. Σας ευχαριστώ όλους για την συνεργασία και το υλικό που μου δώσατε. :)

“Ο κόσμος της Σοφίας: Φιλοσοφικές αναζητήσεις...ή και όχι”: 

Η κατηγορία αυτή περιέχει τίτλους οι οποίοι σε κάνουν να σκεφτείς, να αναζητήσεις ή απλά να πονοκεφαλιάσεις και να μισήσεις τον κόσμο γύρω σου.

  • Από που έρχονται τα σώβρακα – Τζ.Μπένετ
  • Κανείς δεν θέλει να πεθάνει – Κ.Μαλακατέ (κάποιος σε ανέφερε Κατερίνα, οπότε δεν θα γλίτωνες :P)
  • Το τετράγωνο των Βερμούδων και άλλα ανωφελή διηγήματα – Ν.Πλατής
  • Ο σκουληκοσκανδαλιάρης και το πλαγκτόν – Μπ.Βιάν
  • Το ουράνιο τόξο της βαρύτητας - Τ.Πυντσον
  • Ναρκοληψία στο λυκόφως της Μπελ Επόκ – Σ.Ντάκος
  • 50 νευρώσεις των φαγκρή – Ν.Λαναράς
  • Παραλλαγές πάνω στην τέχνη της φυγής και ένα αποτυχημένο ριτσερκαρ – Ι.Ιωαννίδης
  • Η κότα που ονειρευόταν να πετάξει - Sun-mi Hwang
  • ...Και ύστερα ήρθες και μ'έλυσες – Κ.Ανάν
  • Μαλλιά κουβάρια την Παρασκευή – K. Jacobs
  • Ό,τι απέμεινε από έναν Ρεμπραντ που σχίστηκε σε μικρά πολύ κανονικά τετραγωνάκια και πετάχτηκε στο αποχωρητήριο. Η παράξενη λέξη... - J.Genet (την επόμενη φορά προτείνω να βάλεις το περιέχομενο του βιβλίου σαν τίτλο) 


“Η ζωή εδώ τελειώνει”:

Απόγνωση, πόνος, μίσος για τον πλησίον και άλλες εκφράσεις καθημερινής μαυρίλας,κυνικότητας και μηδενισμού.

  • Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν - Β.Τζανακάρης
  • Πέρα από το σημείο αυτό το εισητήριο σας δεν ισχύει πια – Γκ. Ρομαιν (θέμα βιβλίου: η αντρική κλιμακτήριος)
  • Στον καιρό της ανδρικής εμμηνόπαυσης – Ν.Σαλτερής (είδος βιβλίου: αστυνομικό -καμία σχέση με την αντρική κλιμακτήριο)
  • Θα φτύσω στους τάφους σας – Μπ.Βιάν
  • Στον καταψύκτη του Χάνσελ και της Γκρέτελ – Κ.Κ.Μοίρης
  • Μόνο τα θηλυκά κουνούπια εκδικούνται- Α.Παρισιάδης
  • Οι νεκροί περιμένουν – Δ.Σωτηρίου
  • Ο διάβολος με το κηροπήγιο – Τ.Λειβαδίτης
  • Ο χασάπης – Α.Ρέγιες

















“Σχήμα λόγου”:

Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλα ...της ονοματοδοσίας. Προτείνω να δοκιμάσετε να κάνετε εικόνα στο μυαλό σας τους παρακάτω τίτλους.


  • Θεσπέσιο πτώμα – P.Brite
  • Αλμυρά Ευλογημένα Βλέμματα – Β. Παπαδοπούλου
  • Η βιομηχανία του σεξ και του τηγανητού ψαριού – E.Pierrat
  • Κλειδωμένα λόγια – Μ.Γιαννούλη
  • Η μοναξιά είναι από χώμα – Μ.Βαμβουνάκη
  • Ο ηλεκτρικός Μικελάντζελο – Σ.Χολ
  • Κοιμισμένοι μέσα στις βατραχοπιτζάμες – Τ.Ρόμπινς
  • Αύγουστος παρά δέκα – Χ. Κούτρα
  • Το ουράνιο talkshow – Κ.Ανάν


“Sex sells...”:

...but who's buying?
Everyone! Εδώ οι καλοί παρεξηγήσιμοι τίτλοι!


  • Games you can play with your pussy - I.Alterman (για γάτες)
  • The missionary position – C.Hitchens (περι μητέρας Τερέζας)
  • Σεξ; Καν'το μόνος σου – G.Covatta
  • Ολόγυμνη με ψυχικές χειροπέδες – Β.Πιτσιλαδή
  • Εξαιρετικά δυνατά και απίστευτα κοντά – Τζ. Φόερ
  • Ο χαρτοκόπτης της ηδονής – Μ.Θεοχάρη


“Οικογενειακές ιστορίες:

Τίτλοι που θα ήθελε να έχει γράψει ο Ριντλευ Σκοτ.


  • Είμαι κόρη της Μήδειας, όχι της Γκρεις Κέλι – Ε.Νόμπελη-Φαραζή
  • Τον άνδρα σου κεράτωνε και μάγια μην του κάνεις – Χ.Δημουλίδου
  • Ο εκατοντάχρονος που πήδηξε από το παράθυρο και εξαφανίστηκε – Γ.Γιουνανσον
  • New ways to kill your mother – C.Toibin
  • Πες μου να έρθω κι όλα τ'αφήνω...αλλά πες το μου – Α.Εσπινόσα
  • Ο Θεός άργησε πολύ – Σ.Κραββαρίτη


Είμαστε ο,τι τρώμε:

Παρ'ολα αυτά δεν θα ήθελα να είμαι κάτι από τα παρακάτω:


  • Θανάσιμη μοτσαρέλα – N.Fairbanks
  • Τηγανητές γοργόνες – Π.Ρίζος
  • Κρέας από σταφύλι – Σ.Σκαλίδη (ανάγνωσμα για vegan)
  • Η αηδονόπιτα – Ι.Ζουργός
  • Ιδανική μέρα για μπανανόψαρα – Τζ. Σάλιντζερ
  • Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου – Γ.Σκαμαπρδώνης
  • Τα ουγγρικά ψάρια – Γ.Πλιώτας (η Ουγγαρία δεν βρέχεται απο θάλασσα)
  • Μου σερβίρετε ένα βασιλόπουλο παρακαλώ; - Λ.Ζωγράφου (ο κανιβαλισμός για το τέλος)


“Το ζουμε στα στενά”:

Αν αυτοί οι τίτλοι ήταν άνθρωποι, θα ήταν οι νταήδες της γειτονιάς.


  • Το μόνο που με νοιάζει είναι να ξύνομαι στην μασχάλη – Τσ.Μπουκόσφκι
  • Οι τελευταίοι φανατικοί της στρωματσάδας – Στ.Ιντζες






Τελευταίο και καλύτερο, ένα βιβλίο που είναι μοναδικό στο είδος και την κατηγορία του.

                                                                                                   Κωνσταντίνα Μ.



Υ.Γ. 42 Το μέρος Α εδώ

24/3/16

«Αντίο, γλυκιά μου», Raymond Chandler



Ο Ρέημοντ Τσάντλερ είναι τόσο στενά συνυφασμένος με τον Φίλιπ Μάρλοου που δεν μπορείς να σκεφτείς τον έναν δίχως τον άλλο. Ο Μάρλοου είναι αρχετυπικός ιδιωτικός ντετέκτιβ, με το καπέλο, το ποτό, το τσιγάρο, την ακραία μοναχικότητα, την αντοχή στις κακουχίες και τις μπουνιές και φυσικά την έξη του από τα ωραία κορίτσια, που συχνά τον κάνει προς στιγμήν «τυφλό» στην φαυλότητά τους. 

Το «Αντίο γλυκιά μου» είναι ένα χαρακτηριστικό βιβλίο του είδους, ξέρεις καλά πως στο τέλος το καλό θα νικήσει κι ας έχει φάει πολλές κλωτσιές και μπουνιές στην πορεία. Ίσως να έχει αφήσει κι έναν δυο νεκρούς πίσω του, αλλά συνήθως θα είναι παράπλευρες απώλειες δευτερεύοντων χαρακτήρων. Σε αυτό το βιβλίο ο Μάρλοου γίνεται, παρά τη θέλησή του, αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας ενός νέγρου από έναν θηριώδη τύπο που μόλις βγήκε από την φυλακή και ψάχνει την πρώην κοπέλα του την Βέλμα. Όπως καταλαβαίνετε θα μπλέξει, θα συνεργαστεί αγαστά με την αστυνομία, θα φάει τις ψιλές του, θα γνωρίσει ωραίες γυναίκες, τελικά θα δώσει λύση εντυπωσιακά. 

Η αλήθεια είναι πως ήταν τόσοι οι μιμητές του Τσάντλερ που κάποιες στιγμές μοιάζει παρωχημένος. Έχει όμως τόσο γλυκιά και ανεμπόδιστη πένα, μπορεί παρ' όλους τους περιορισμούς του χαρακτήρα και της πλοκής, να σου δώσει σελίδες απαράμιλλης αφηγηματικής δεινότητας. Δεν θα διαβάσω Τσάντλερ για κάποιο καιρό- αντίθετα με τους περισσότερους με κάνουν να βαριέμαι τα αστυνομικά που αφορούν τον ίδιο ήρωα. Όταν όμως τύχει μετά από χρόνια να πέσει πάλι ένας Μάρλοου στα χέρια μου, θα τον απολαύσω. 


                                                                                              Κατερίνα Μαλακατέ


«Αντίο γλυκιά μου», Ρέημοντ Τσαντλερ, μετ. Ανδρέας Αποστολίδης, εκδ. Άγρα, σελ. 421











Υ.Γ. 42 Αν αναρωτιέστε τι με έπιασε με τα νουάρ η απάντηση είναι μικρή και κομψή: "Λέσχη Ανάγνωσης του Booktalks". Ευτυχώς τούτο το μήνα βάλαμε Μάτεση, Ιωάννου και Βουτυρά, γιατί δεν θα άντεχα. 


23/3/16

"Η πρηνής θέση του σκοπευτή", Jean-Patrick Manchette



Διαβάζω αστυνομικά σχετικά αραιά, εκτός αν θεωρήσουμε αστυνομικά αυτά τα κοινωνικά που έχουν κι ένα αστυνομικό στοιχείο στην πλοκή. Η αλήθεια είναι πως το νουάρ- τόσο σε ταινίες όσο και σε βιβλία- σπανίως με συγκινεί: η μαύρη ατμόσφαιρά του, οι στυλιζαρισμένες εικόνες, οι, εν πολλοίς, στημένοι ήρωες. «Η πρηνής θέση του σκοπευτή» βεβαίως δεν είναι νουάρ με την παλιά έννοια του όρου, είναι ένα πολιτικό νεο-νουάρ.

Ήρωας κεντρικός ο Τεριέ, ένας πληρωμένος δολοφόνος, που «καθαρίζει» με επαγγελματική ακρίβεια τα θύματά του, ψυχρός, που το κάνει μόνον για τα λεφτά. Ο Τεριέ αποφασίζει να παραιτηθεί και να πάει να αναζητήσει στην γενέθλια πόλη του μια γυναίκα που αγαπούσε έφηβος. Φυσικά τα αφεντικά του δεν θα τον αφήσουν, θα σκοτώσουν την ερωμένη του, θα ξεκοιλιάσουν το σκυλάκι του και τελικά θα τον αναγκάσουν να ξαναγυρίσει όταν εξοντώσουν τον χρηματιστή του κι έτσι βρεθεί πάλι άφραγκος.

Στην δε πόλη του, η γυναίκα που αγαπά είναι παντρεμένη με έναν άλλο, κι όταν πάνω στις αλλεπάλληλες συμπλοκές ο σύζυγος της θα σκοτωθεί, θα τον ακολουθήσει εντελώς κυνικά, για να τον παρατήσει όταν διαπιστώσει την σεξουαλική του ανικανότητα. Τελικά ο Τεριέ θα αναγκαστεί να λάβει μέρος σε ένα τελευταίο μεγάλο κόλπο και να γίνει όπως ακριβώς ήταν ο πατέρας του.

Ο Τεριέ μού ήταν από την αρχή εξόχως αντιπαθής ως ήρωας μυθιστορήματος. Καταλαβαίνω τον –χοντροκομμένο είναι η αλήθεια- πολιτικό συμβολισμό: το γρανάζι του συστήματος που αναγκάζεται να αφήσει πίσω του πτώματα για να ανέλθει κοινωνικά, μόνον και μόνον για να τον συντρίψει το σύστημα λίγο μετά, αλλά δεν βρίσκω καμία γοητεία στην ίδια την ιστορία. Αν ήταν απλά ένα σενάριο ταινίας θα προσπερνούσα αυτόν τον ασυγκίνητο δολοφόνο που πετά μυαλά και αίμα στο διάβα του με μεγάλη ευκολία. 

Ο Τεριέ είναι ένας χάρτινος ήρωας, ξέρεις από την αρχή πώς θα καταλήξει κακά στο τέλος. Ταυτόχρονα είναι και αλλοπρόσαλλος ήρωας, ένας αφελής που είναι καλός στο σημάδι και νομίζει πως το σύστημα που τον πληρώνει θα τον αφήσει να παρατηθεί έτσι απλά, πως θα γυρίσει πίσω σε μια γυναίκα που δεν ξέρει κι αυτή θα τον περιμένει με ανοιχτές αγκάλες τόσα χρόνια μετά και θα τον ερωτευτεί. Ίσως έχουμε δει πια πολλές ταινίες με το ίδιο θέμα, ίσως κάποια βιβλία αξίζουν στην εποχή τους για αυτό που ήταν κι έπειτα τα τρώει η λήθη. Πάντως το μυθιστόρημα του Μανσέτ μου θύμισε πως δεν είναι όλα τα βιβλία για όλα τα γούστα. Κι αυτό πολύ απλά δεν είναι του γούστου μου.

                                                                               Κατερίνα Μαλακατέ


"Η πρηνής θέση του σκοπευτή", Jean-Patrick Manchette, μετ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Άγρα, 1998, σελ. 264 











Υ.Γ. 42 Την ταινία δεν την είδα, καταλαβαίνουμε όλοι γιατί. 


21/3/16

Πώς πέρασες τη μέρα σου; - (12 το μεσημέρι) του Μαραμπού



Στον Οδυσσέα και στο Finnegans Wake εκμεταλλεύτηκε ακόμη περισσότερο την ανακάλυψή του αυτή· εκεί η γλώσσα δεν αντανακλά απλώς τους κύριους χαρακτήρες, όπως όταν το ποτάμι περιγράφεται με λέξεις που ηχούν σαν ποτάμια ή όταν το ύφος εναρμονίζεται με την προϊούσα αύξηση της σεξουαλικής διέγερσης της Γκέρτι ΜακΝτάουελ, αλλά και ανάλογα με την ώρα της μέρας ή της νύχτας, όπως όταν αργά το απόγευμα στον αριθμό 7 της οδού Έκκλς, η αγγλική γλώσσα αντανακλά τη φθορά της ημέρας και παράγει μόνο στερεότυπες  εκφράσεις, ή όταν νωρίς το πρωί, καθώς τελειώνει το όνειρο του Ηαργουίκερ, ο ρυθμός σβήνει σταδιακά μαζί με τη νύχτα. Ο Τζόυς κατόρθωσε ακόμη και να κάνει την γλώσσα να αντανακλά στοιχεία του περιβάλλοντος χώρου, όπως στο χασάπικο, όταν το μυαλό του Μπλουμ, δανείζεται ασυνείδητα μεταφορές από το κρέας, τη στιγμή που σκέπτεται εντελώς άσχετα πράγματα. Αυτός ο μαγνητισμός μεταξύ ύφους και λεξιλογίου που προσδιορίζεται από τα συμφραζόμενα του προσώπου, του τόπου και του χρόνου έχει την ταπεινή του προέλευση στις λιγοστές σελίδες που έγραψε ο Τζόυς για το περιοδικό Dana.

Αυτό είναι ένα όμορφο απόσπασμα του Ρίτσαρντ Έλμαν που συμπυκνώνει εντυπωσιακά όλη την συγγραφική τεχνική του Τζόυς. Μπορεί πλέον οι σημερινοί αναγνώστες να έχουμε διαβάσει αρκετά βιβλία που διαθέτουν αυτόν τον μαγνητισμό ύφους και λεξιλογίου, και οι σημερινοί συγγραφείς να έχουν ενστερνιστεί σχεδόν φυσικά αυτή την τεχνική του λόγου, αλλά ποτέ σε τόση έκταση όσο αυτή που συναντούμε στα βιβλία του Τζόυς και πάντα με καθυστέρηση αρκετών χρόνων από την πρώτη εμφάνισή της! Το κεφάλαιο “Αίολος” είναι το πρώτο σε σειρά εμφάνισης που αναπτύσσει στην εντέλεια και καθ'ολοκληρίαν την παραπάνω τεχνική.




Όλο το κεφάλαιο αναπαριστά τον κόσμο των εφημερίδων, των δημοσιογράφων, του Τύπου. Αστείος ο τρόπος που αυτοί οι άνθρωποι των εφημερίδων αλλάζουν πορεία όταν φυσήξει αέρας από καινούργιο άνοιγμα. Ανεμοδείχτες. Η πρωτοτυπία του κεφαλαίου έγκειται στο γεγονός ότι είναι χωρισμένο σε πολλά μικρά υποκεφάλαια τα οποία φέρουν τίτλους εφημερίδων – πηχυαίους, όπως θα λέγαμε στην γλώσσα τους! – που αλλάζουν συνεχώς το ύφος των λεγομένων (σαν ανεμοδούρες) χωρίς να αλλάζουν όμως την πλοκή της ιστορίας, π.χ. ΣΥΝΤΟΜΟ ΑΛΛΑ ΑΚΡΙΒΕΣ, ΔΕΣΜΟΙ ΜΕ ΤΙΣ ΠΕΡΑΣΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ, ΘΛΙΒΕΡΟ, ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΑΣ, ΣΑΜΑΤΑΣ ΣΕ ΠΟΛΥ ΓΝΩΣΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ, κτλ.

Η πλοκή στο κεφάλαιο αυτό είναι σχεδόν ανύπαρκτη και εν πολλοίς ασήμαντη – βέβαια και εδώ ο Τζόυς μέσα από τις συζητήσεις των δημοσιογράφων και λοιπών παρισταμένων, δεν ξεχνά να ενσταλάξει λίγη ιρλανδική ιστορία και αυτό ίσως δεν είναι τελικά και τόσο ασήμαντο. Όσον αφορά την εξέλιξη της πλοκής, ο Μπλούμ (που είναι διαφημιστικός πράκτορας) προσπαθεί να κλείσει μια δουλειά με τον Αλέξανδρο Κλειδιά (Keyes), έμπορο τεΐου, οίνων, ποτών. Μίλησα με τον κ. Κλειδιά μόλις τώρα. Θα κάνει ανανέωση για δυο μήνες, λέει. Μετά θα δει. Αλλά θέλει μια παράγραφο για να τραβήξει την προσοχή και στον Τηλέγραφο, τη ροζ του Σαββάτου. Και θέλει να είναι παρόμοια με αυτή στην Κίλκεννυ Πήπολ αν δεν είναι πολύ αργά μίλησα με τον σύμβουλο Ναννέτι. Μπορώ να τη βρω στην εθνική βιβλιοθήκη. Οίκος κλειδιών, καταλαβαίνετε; Το όνομά του είναι Κλειδιάς. Είναι λογοπαίγνιο με το όνομα. Αλλά υποσχέθηκε ουσιαστικά να κάνει την ανανέωση. Αλλά θέλει απλώς ένα μικρό εγκώμιο. Τι να του πω, κ. Κρώφορντ; Στην προπάθεια να κλείσει την δουλειά με τον πελάτη του, αποχωρεί για λίγο από την εφημερίδα (ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΜΠΛΟΥΜ), ώρα κατά την οποία κάνει την εμφάνισή του ο Στέφανος για να παραδώσει όπως υποσχέθηκε το άρθρο που του είχε δώσει ο κύριος Ντήζυ, λευκό κομμάτι του οποίου είχε χρησιμοποιήσει για να αποτυπώσει τις σκέψεις του στην ακτή του Σαντυμάουντ. Ποιος το' σκισε αυτό; Τον έπιασε κόψιμο;



Ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό αυτού του κεφαλαίου είναι ότι ο Τζόυς δεν δίνει τόση σημασία στις εσωτερικές φωνές των ηρώων του όπως στα προηγούμενα κεφάλαια – ο Μπλούμ αποχωρεί νωρίς, ο Στέφανος συμμετέχει στην κουβέντα με νεκρωμένες τις σκέψεις του όπως και όλοι οι παριστάμενοι οι οποίοι κάνουν θυελλώδεις συζητήσεις αλλά ξέπνοες σκέψεις. Έτσι παρατηρείται το φαινόμενο μερικές σκέψεις να ανήκουν στον ίδιο τον Τζόυς με μία χαρακτηριστική περίπτωση να τοποθετεί σαφώς τον συγγραφέα μέσα στο βιβλίο του! Όταν ο διευθυντής της εφημερίδας τελειώνει ένα λογύδριο, χωρίς κάποιο μυαλό να διεκδικεί εμφανώς την πατρότητα της μετέωρης σκέψης, διαβάζουμε το εξής εντυπωσιακό: Το στόμα του συνέχισε να συσπάται χωρίς να μιλάει με νευρικούς σπασμούς περιφρόνησης. Θα επιθυμούσε καμιά αυτό το στόμα για το φιλί της; Πώς το ξέρεις; Γιατί το γράφεις τότε; Μερικές ακόμη διάσπαρτες σκέψεις, παρότι ξεπηδούν από τα μυαλά του Μπλουμ και του Στέφανου, απηχούν περισσότερο τις σκέψεις του Τζόυς. Όταν ο Μπλουμ παρατηρεί μαγεμένος την δύσκολη δουλειά του στοιχειοθέτη, σκέφτεται ότι η εξάσκηση κάνει την τελειότητα. Μοιάζει να βλέπει με τα δάχτυλά του. Καθώς ο Τζόυς σταδιακά τυφλωνόταν, έβλεπε ολοένα και περισσότερο με τα δάχτυλα και  με την αδιάκοπη εξάσκηση κάθε νέο βιβλίο του έφτανε σε επίπεδα τελειότητας που δεν μπορούσες να υποψιαστείς από πριν. Κάπου αλλού, όταν ζητείται από τον Στέφανο να γράψει ένα άρθρο για την εφημερίδα, ο Τζ. Τζ. Μόλλου κοροϊδεύοντας τον διευθυντή, λέει στον Στέφανο: Ελπίζω να ζήσεις να το δεις δημοσιευμένο. Όποιος έχει διαβάσει την Βιογραφία του Ρίτσαρντ Έλμαν και ξέρει τα μακροχρόνια βάσανα που πέρασε ο Τζόυς μέχρι να δει δημοσιευμένους τους Δουβλινέζους (αλλά και την δυσκολία που αντιμετώπιζε σε κάθε νέο του εγχείρημα),  καταλαβαίνει αμέσως το γλυκόπικρο της φράσης αυτής. Σε ένα τελευταίο απόσπασμα, όπου γίνεται λόγος για την σπουδαιότητα των Ελλήνων, διαβάζουμε την φράση: Όφειλα να κατέχω τα ελληνικά, τη γλώσσα του νου. Ο Τζόυς ένιωθε απογοητευμένος που δεν είχε μάθει ελληνικά στο πανεπιστήμιο και είχε προτιμήσει τα πιο χρήσιμα γαλλικά. Αυτό προσπάθησε να το αλλάξει κάπως κατά τους χρόνους διαμονής του στην Τεργέστη και τη Ζυρίχη όπου με την βοήθεια Ελλήνων φίλων έκανε φιλότιμες προσπάθειες χωρίς ποτέ να αγγίξει την επιθυμητή επάρκεια (έχει εκδοθεί και ένα σχετικό βιβλίο που έχει γράψει η σημαντική μελετήτρια του έργου του, Μαντώ Αραβαντινού).



Ο Μπλουμ επιστρέφει στην εφημερίδα την ώρα που οι υπόλοιποι με προτροπή του Στέφανου πάνε για ποτό και φαγητό. Καθώς βλέπει τις πλάτες τους, σκέφτεται, Αναρωτιέμαι αν είναι αυτός ο νεαρός Δαίδαλος το κινούν πνεύμα. Και ήδη, οι λέξεις “κινούν πνεύμα” αποκτούν παραπάνω της μιας σημασίες! Έχει πλάκα αυτό το κρυφτούλι που σκαρώνει ο Τζόυς για τους δύο ήρωές του. Άραγε θα βρεθούν ποτέ από κοντά; Θα μιλήσουν; Ακόμα και αν ξέρετε την απάντηση, δεν είναι ανάγκη να την μαρτυρήσετε! Αν το προηγούμενο κεφάλαιο, ο “Άδης”, ήταν η αποθέωση της αφήγησης, ο “Αίολος” είναι η αποθέωση του λογοτεχνικού πειραματισμού. Από δω και κάτω, με κάθε πείραμα του Τζόυς, θα ανατρέχεις νοερά με πείσμα αλλά και ευχαρίστηση στα πρότερα διαβάσματά σου ψάχνοντας να βρεις ποιους επηρέασε η πρωτοτυπία του και πόσο! Εγώ σε αυτό το κεφάλαιο διέκρινα μία εκλεκτική συγγένεια με τις “Ασκήσεις ύφους” του Ραιημόν Κενώ. Κάποια άλλη πρόταση; 



                                                                                   Μαραμπού





"Οδυσσέας", Τζέημς Τζόυς, μετ. Ελευθέριος Ανευλαβής, εκδ. Κάκτος, 2014, σελ 1098



20/3/16

Συνέντευξη του Τάκη Θεοδωρόπουλου live στον www.amagi.gr στις 6μ.μ.





Καλημέρα, καλημέρα. Κλήρωση και εκπομπή σήμερα, όπως κάθε Κυριακή (σχεδόν). Στο Διαβάζοντας@amagi έχουμε την χαρά να φιλοξενούμε τον Theodoropoulos Takis. Θα μιλήσουμε για το "Βερονάλ", την κλασική αρχαιότητα, το "γλωσσικό", τον έρωτα, την αυτοκτονία και φυσικά τον Ιωάννη Συκουτρή.
Κληρώνουμε 3 αντίτυπα "Βερονάλ", ευγενική προσφορά από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο - Ekdoseis Metaixmio. Για να πάρετε μέρος στην κλήρωση πατήστε "Μου αρέσει" και σχολιάστε ή κοινοποιήστε τούτο δω το ποστ.
Μην μας χάσετε, 6-8μ.μ. ζωντανά πάντα στον www.amagi.gr

Ακούστε την προηγούμενη εκπομπή μας με την Δημήτρη Σωτάκη εδώ:






Όλες οι υπόλοιπες εκπομπές ανεβαίνουν εδώ:
www.mixcloud.com/katerinamalakate/

18/3/16

"Τόνιο Κρέγκερ", Thomas Mann




Η σχέση μου με τον Τόμας Μαν αριθμεί πολλά χρόνια. Το "Μαγικό βουνό" ήταν και παραμένει ένα από τα πιο αγαπημένα μου βιβλία όλων των εποχών. Διάβασα πρόσφατα το τελευταίο μεγάλο του βιβλίο, τον "Δρ. Φάουστους"- ομολογουμένως με αρκετό κόπο. Η γραφή του ήταν τόσο πολύπλοκη στην ώριμη ηλικία που απαιτούσε ίσως ειδικούς αναγνώστες. Ένιωσα δε πως οι περιγραφές επί εκατό σελίδες και βάλε συγκεκριμένων μουσικών ειδών ίσως και να είχαν πολυκαιρίσει το κείμενο, αφαιρούσαν και δεν πρόσθεταν στην γοητεία του.

Δεν ήθελα να μείνω με την γεύση του Φάουστους, που είναι αριστούργημα μεν, ταυτόχρονα δε σε απωθεί η σχολαστικότητά του. Για αυτό τόσο σύντομα διάβασα το Τόνιο Κρέγκερ που μου έφερε δώρο το αγαπημένο μου λεμονάκι. Η νουβέλα αυτή είναι από τα πρώτα έργα του Τόμας Μαν και για αυτό διαφέρει αρκετά από τα άλλα του. Βλέπεις όμως εν σπέρματι όλες τις ιδέες που τον απασχολούσαν ως το τέλος. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως όποτε τον ρωτούσαν αυτό το βιβλίο ανέφερε ως αγαπημένο του.

Ο Τόνιο Κρέγκερ είναι ένας νεαρός που δεν τον αγαπούν οι συμμαθητές του, δεν τον αγαπούν οι καθηγητές του, λέει και κάνει "ανάρμοστα" πράγματα, διαβάζει βιβλία και είναι προσκολλημένος με αγάπη βαθιά και εφηβική στον Χανς Χάνσεν, έναν όμορφο και εντελώς συνηθισμένο νεαρό, που αγαπά την ιππασία και κάνει όλα όσα πρέπει για να είναι κοινωνικά αποδεκτός. Όταν μεγαλώσει ο Τόνιο γίνεται συγγραφέας, όμως ακόμα τον απασχολεί η σύγκρουση μεταξύ του καλλιτέχνη και του αστού, νιώθει παρείσακτος. Αλλά τώρα μπαίνει στην μέση και η έπαρση του λογοτέχνη.

Όπως όλα τα βιβλία του Μαν, κι αυτό είναι μια νουβέλα ιδεών. Με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία και πολλές από τις σκέψεις που θα στοιχειώσουν τον Μαν σε όλη του ζωή. Οι κρυφές ομοφυλοφιλικές του τάσεις, η αγάπη για κείνον που δεν σε αγαπά, οι σχέσεις ενός ατόμου που διαφέρει με τους υπολοίπους. Τελικά η ίδια η διαφορετικότητα. Πώς μπορείς να είσαι ο εαυτός σου όταν οι άλλοι δεν σε αποδέχονται.

"Ήταν γεγονός πως ο Τόνιο αγαπούσε τον Χανς Χάνσεν και είχε κιόλας υποφέρει πολύ εξαιτίας του. Εκείνος που αγαπάει περισσότερο είναι ο ηττημένος, εκείνος που πάντοτε υποφέρει- αυτό το απλό και σκληρό μάθημα το είχε πάρει κιόλας απ' τη ζωή η δεκατετράχρονη ψυχή του"

Από την άλλη το επαναλαμβανόμενο μοτίβο του καλλιτέχνη που βασανίζεται είναι κι εδώ το σώμα του βιβλίου. Ενός καλλιτέχνη που τα βάζει με τις λέξεις, αλλά και τους ανθρώπους και την εποχή. Στο αριστουργηματικό μεσαίο κομμάτι του βιβλίου ο Τόνιο φτασμένος πια, μιλά με την φίλη του Λισαβέττα, ζωγράφο, και αναλύει σε βάθος αυτό που πάντα του φαινόταν να τον απασχολεί, την ίδια τη φύση της καλλιτεχνικότητας.

[]Όχι, Λισαβέττα δεν τον ακολουθώ, και μάλιστα για τον μοναδικό λόγο, ότι πότε πότε είμαι σε θέση να ντρέπομαι λιγάκι για την "καλλιτεχνική μου άνοιξη". Κοιτάξτε, παίρνω συχνά γράμματα αγνώστων, επαινετικά γράμματα γεμάτα ευχαριστίες από το κοινό μου, επιστολές γεμάτες θαυμασμό συγκινημένων ανθρώπων. Διαβάζω αυτές τις επιστολές και με κυριεύει συγκίνηση μπροστά στο ζεστό, ανίσχυρο συναίσθημα που ξύπνησε η τέχνη μου, ένα είδος οίκτου με κυριεύει για την αφέλεια, την γεμάτη ενθουσιασμό, που μιλάει μέσ' απ΄' αυτές τις γραμμές και κοκκινίζω στην σκέψη ότι αυτοί οι έντιμοι άνθρωποι θ' απογοητεύονταν, αν μπορούσαν ποτέ να ρίξουν μια ματιά στα παρασκήνια, αν αντιλαμβανόταν η αθωότητά τους πως ένας τίμιος, υγιής καθωσπρέπει άνθρωπος ούτε γράφει, ούτε μιμείται, ούτε συνθέτει... Ολ' αυτά βέβαια δεν μ' εμποδίζουν να χρησιμοποιώ το θαυμασμό αυτό για την μεγαλοφυΐα μου, να ερεθίζομαι και να καλυτερεύω, να τον παίρνω πολύ στα σοβαρά, για να κατασκευάσω ένα πρόσωπο μ' αυτόν, όπως ένας πίθηκος που παίζει το μεγάλο άντρα... Αχ, μη με διακόπτετε Λισαβέττα! Σας λέω πως είμαι συχνά πεθαμένος από κούραση προσπαθώντας να παραστήσω το ανθρώπινο, χωρίς να παίρνω μέρος στα "ανθρώπινα"...[]

Ο Τόνιο Κρέγκερ μιλάει σε κάθε άνθρωπο γιατί διερευνά αυτό που μας κατατρώει: ποιοί είμαστε, είμαστε διαφορετικοί από τους άλλους, αν είμαστε τι θα κάνουμε για αυτό, θα τους αγαπήσουμε, θα τους νοσταλγήσουμε, θα γίνουμε ένα μαζί τους; Θα τους αγνοήσουμε; Θα γράψουμε για αυτούς, για μας, για την τέχνη, θα διαβάζουμε για ποιον. Πόσο διαφορετικά από τους άλλους. Πόσο ίδια.

Ο Τόμας Μαν δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος. Κάποιοι παρεξηγούνται όταν λέω πως ήταν και είναι αμφιλεγόμενος. Ο ίδιος το ένιωθε και το ήξερε. Ταυτίζεται σχεδόν με τον Τόνιο, τον βάζει να έχει παρόμοια καταγωγή -μισός Γερμανός, μισός λατινοαμερικάνος- την ίδια σχέση με τον πατέρα και την μητέρα του, αλλά και τον κόσμο, την τέχνη, την γραφή, την πολιτική. Και γράφει έτσι μια εξαιρετικά γοητευτική νουβέλα, ένα ίσως λιγότερο αριστουργηματικό, αλλά με έναν τρόπο πολύ πιο ανθρώπινο βιβλίο από τα άλλα του. 


                                                                                                Κατερίνα Μαλακατέ



"Τόνιο Κρέγκερ", Τόμας Μαν, μετ. Αλέξανδρος Ίσαρης, εκδ. Ύψιλον,1985, σελ. 107

15/3/16

"Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ", Δημήτρης Σωτάκης




Σταθερός στον τρόπο του, ο Δημήτρης Σωτάκης γράφει ένα ακόμα μυθιστόρημα αλληγορικό, με πικρό χιούμορ και ειρωνεία. Ένα βιβλίο που επειδή σέβεται τον εαυτό του είναι γεμάτο αναληθοφάνειες, ακραία γεγονότα και ελάχιστα ψήγματα πραγματικής πραγματικότητας.

Ο Ροβήρος Άνθρωπος (οκ, ναι, το όνομα δεν είναι εξαιρετικά πετυχημένο, καταλαβαίνουμε τον  συνειρμό με τον Ροβινσώνα και το επίθετο Μαν χωρίς κάποιος να μας τον δώσει τροφή μασημένη) ζούσε μια μετρημένη και τακτοποιημένη ζωή στην Ν. Ζηλανδία ως συντάκτης σε ένα φοιτητικό περιοδικό, το Νέξους. Όλο αυτό ανατρέπεται όταν βρίσκεται ναυαγός σε ένα νησί στην μέση του πουθενά. Το νησί είναι όλοδικό του, κανένας άνθρωπος δεν κατοικεί εκεί, παρά μόνον μια αγέλη από αγριοκάτσικα και αγριόχοιρους, και ο Ροβήρος μετά το αρχικό σοκ νιώθει καταγοητευμένος. Αποφασίζει να ανοίξει ένα σούπερ μάρκετ - όχι κάτι μεγάλο, ούτε και κάτι μικρό. Είναι καταχαρούμενος με την αλλαγή καριέρας, ευτυχισμένος που επιτέλους του δίνεται η δυνατότητα να κάνει "κάτι με την ζωή του" και να γίνει "κάποιος" και για αυτό στρώνεται στην δουλειά. Το μαγαζί είναι μετά από πολύ κόπο έτοιμο και η ευτυχία του ολοκληρώνεται όταν μια πανέμορφη αρκούδα, η Νάνση, θα βγει ωσάν γοργόνα από την θάλασσα. Σύντομα θα την ερωτευτεί και θα περάσει μια μαγική νύχτα μαζί της.

[] Τότε έσκυψα απαλά και την φίλησα. Και μετά ξανά. Και συνέχισα μέχρι που καταλήξαμε γυμνοί κι αγκαλιασμένοι μπροστά στη φωτιά που αργοπέθαινε, με τον πόθο μας μισοσβησμένο, δυο απελπισμένα σώματα στην άκρη της γης.Την ερτεύτηκα εκείνο το βράδυ. Σχεδόν έκλαψα από ευτυχία. Μείναμε αγκαλιασμένοι μέχρι το ξημέρωμα, γελάσαμε με την καρδιά μας με τις ιστορίες από τη θάλασσα και πριν αποκοιμηθούμε σμίξαμε άλλη μια φορά κάτω από το γυμνό, ουράνιο φως.

Το θέμα του Δημήτρη Σωτάκη είναι και σε αυτό το βιβλίο το διακύβευμα της ευτυχίας. Ο κόσμος μας, καπιταλιστικός και στριμωγμένος που δεν δίνει δυνατότητα να ονειρευτείς και να αλλάξεις το κλειστοφοβικό σου μέλλον, ο τρόπος του καθενός να αναζητήσει τον εαυτό του. Εδώ βέβαια βλέπουμε έναν ήρωα στα όρια της τρέλας που παρ' όλα αυτά δεν μπορεί να ξεφύγει από τα τα τετρημένα, θέλει να γίνει επιχειρηματίας, δεν θέλει να απελευθερωθεί, αντιθέτως, θέλει να πετύχει σε αυτή την κοινωνία.

Ένα σούπερ μάρκετ διαθέτει το απαιτούμενο ειδικό βάρος αναφορικά με το κοινωνικό στάτους του επιχειρηματία, δεν είναι ένας ποταπός ψιλικατζής, δεν συντηρεί ένα μαγαζάκι για να πληρώνει το νοίκι και να καλύπτει τις ανάγκες του και επίσης δεν είναι απ' την άλλη κανένας κολοσσός, δεν έχει ένα τεράστιο -ας πούμε- εμπορικό κέντρο, που ναι μεν περνά τον ιδιοκτήτη σε μια άλλη σφαίρα, εκείνη των κροίσσων, όμως τον αποξενώνει από τον κοινωνικό ιστό, δηλαδή από τους απλούς πολίτες, οι οποίοι τον θεωρούν πια έναν ανάλγητο νεόπλουτο, που δεν υπολογίζει τίποτα άλλο παρά μόνον το χρήμα. 


Κείμενο σφιχτοδεμένο, με συνοχή και χιούμορ αγγλοσαξονικού τύπου, θα με εντυπωσίαζε αν τον διάβαζα πρώτη φορά. Καθώς όμως η σχέση μου με τα γραπτά του μετρά πολλά χρόνια, έχει χαθεί το στοιχείο της έκπληξης. Αντίθετα, λες "α, κλασικός Σωτάκης" και το προσπερνάς. Ο Δημήτρης Σωτάκης νομίζω πως έχει όλα τα αφηγηματικά όπλα για να μας εκπλήξει ξανά στο μέλλον. Μόνο που ίσως πρέπει να εγκαταλείψει την - κατά τα άλλα συμπαθέστατη και γοητευτικότατη- αρκούδα και να προσγειωθεί στα καθ' ημάς.



                                                                                          Κατερίνα Μαλακατέ



"Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ", Δημήτρης Σωτάκης, εκδ. Κέδρος, σελ. 201, 2015


Ακούστε εδώ την πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα μας, όπου μεταξύ (πολλών) άλλων- Κινεζικών και εξαιρετικών- ο Δημήτρης Σωτάκης δίνει και μια είδηση.


13/3/16

Συνέντευξη του Δημήτρη Σωτάκη στον www.amagi.gr στις 6μ.μ.


Κλήρωση! Και εκπομπή βεβαίως. Μαζί μας live στον www.amagi.grσήμερα στις 6μ.μ. ο Dimitris Sotakis. Θα μιλήσουμε για το καινούριο του βιβλίο "Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ", για την λογοτεχνία του φανταστικού και φυσικά την μουσική.
Κληρώνουμε 3 αντίτυπα "Η ιστορία ενός σούπερ μάρκετ", ευγενική προσφορά από τις Εκδόσεις Κέδρος - Kedros Publishers. Για να πάρετε μέρος στην κλήρωση πατήστε "Μου αρέσει" και κοινοποιήστε ή σχολιάστε το ποστ στο φβ. Άλλως αφήστε απλά ένα σχόλιο εδώ από κάτω.

Ακούτε τα podcasts των προηγούμενων εκπομπών εδώ: 


11/3/16

Πώς πέρασες τη μέρα σου; - (11 π.μ.), του Μαραμπού



Ο Τζόυς στον “Άδη”, από την αρχή κιόλας, στήνει ένα υποβλητικό σκηνικό. Μια πομπή από άμαξες που διασχίζει όλο το κέντρο του Δουβλίνου μέχρι να φτάσει στο νεκροταφείο. Είναι ένα ωραίο παλιό έθιμο, είπε. Χαίρομαι που δεν έχει χαθεί. Ο Μπλουμ, ο Σίμων Δαίδαλος, ο κύριος Πάουερς και ο Μάρτιν Κάννινγκχαμ βρίσκονται σε μία από τις άμαξες και συζητούν για την ζωή και τον θάνατο, μια νοητική διαδρομή πάνω στην οποία στοχάζεται πολλές φορές ένας άνθρωπος πριν τον τελικό σταθμό.

Ο Τζόυς για πρώτη φορά από την αρχή του βιβλίου, φανερώνει με τόσο ξεκάθαρο τρόπο το χρονικό πλέγμα πάνω στο οποίο κινούνται οι ήρωές του. Τα τρία πρώτα κεφάλαια του Οδυσσέα είναι από την μεριά του Στέφανου και τα τρία επόμενα από την μεριά του Μπλουμ, όλα όμως εκτυλίσσονται τις ίδιες ακριβώς ώρες στον ευρύτερο χώρο του Δουβλίνου. Από τις υποσημειώσεις του μεταφραστή, τον βοηθητικό πίνακα στην αρχή του βιβλίου και κάποιες μικροενδείξεις στην πλοκή, καταλαβαίνουμε την χρονική ταύτιση των δύο “ιστοριών”. Όμως με το να το κάνει ο Τζόυς απολύτως σαφές στο έκτο κεφάλαιο, προσδίδει μία απίστευτη συνοχή σε όσα έχουμε διαβάσει μέχρι στιγμής. Έτσι λοιπόν, όταν η άμαξα προσπερνά τον Στέφανο ο οποίος κινείται πεζός προς την ακτή του Σαντυμάουντ (3ο κεφάλαιο), ο Μπλουμ κοροϊδευτικά το γνωστοποιεί στον πατέρα του:

- Περνάει ένας φίλος σου, Δαίδαλε, είπε.
- Ποιος είναι;
- Ο γιος και κληρονόμος σου.
- Πού είναι; είπε ο κ. Δαίδαλος και τεντώθηκε από απέναντι.


Μεσά από το οργισμένο ξέσπασμα του Σίμωνα Δαίδαλου που ακολουθεί, στο οποίο συμπεριλαμβάνει και τον Μπάκ Μάλλιγκαν, τον φίλο του  Στέφανου (Το όνομά του ζέχνει σε όλο του Δουβλίνο – μια σκέψη που απηχεί και την γνώμη του ίδιου του Τζόυς), ο Μπλουμ αρχίζει να σκέφτεται τον δικό του γιο που πέθανε έντεκα ημερών.

[...] Όλο τον γιο του σκέφτεται. Έχει δίκιο. Κάτι για ν' αφήσεις πίσω σου. Αν ο μικρός Ρούντυ είχε ζήσει. Να τον βλέπω να μεγαλώνει. Να περπατά πλάι στη Μόλλυ με το κοστούμι του Ήτον. Ο γιος μου. Εγώ μέσα στα μάτια του. Παράξενο συναίσθημα θα ήταν.

Καθώς η άμαξα κινείται ασταμάτητα, έτσι ασταμάτητη κινείται και η σκέψη του Μπλουμ που διυλίζει σκέψεις για την Μόλλυ, τη Μίλλυ, τον Μπλέιζες Μπόυλαν, τον αυτόχειρα πατέρα του, τα περιστατικά που αναφέρουν οι σύντροφοί του, τους πατριώτες και ήρωες της Ιρλανδίας, την βιομηχανική επανάσταση. Ο Τζόυς βάζει στο μυαλό του Μπλουμ μία σκέψη που (σε μένα, τουλάχιστον) μοιάζει ολότελα αλλόκοτη καθώς πολύ δύσκολα θα βρεθεί όμοιά της σε όλο το υπόλοιπο βιβλίο, δεδομένης και της πλήρης αδιαφορίας του Τζόυς για αυτό το θέμα!



[...] Η ράχη ενός κλειδούχου ορθώθηκε ξαφνικά απέναντι σε έναν ορθοστάτη της γραμμής του τραμ δίπλα στο παράθυρο του κ. Μπλουμ. Δεν μπορούσαν να βρουν κάτι σαν αυτοματισμό πολύ πιο βολικό να τον κάνει η ρόδα από μόνη της; Μήπως όμως εκείνος ο άνθρωπος μπορεί να έχανε τη δουλειά του τότε; Ναι, μα τότε ένας άλλος άνθρωπος δεν θα μπορούσε να βρει δουλειά με τη νέα εφεύρεση;

Σε μία ανάλογη σκέψη, λίγο παρακάτω στο κείμενο, όπου ο Μπλουμ σκέφτεται την χρησιμότητα μίας γραμμής τραμ που θα φθάνει ως το νεκροταφείο, οι σύντροφοί του ανακαλούν ένα δυσάρεστο περιστατικό μιας άμαξας που μπατάρισε και το φέρετρο πετάχτηκε στον δρόμο. Το μυαλό του Μπλουμ αμέσως ζωηρεύει την γλαφυρή εικόνα.



Μπουμ! Αναστάτωση. Ένα φέρετρο βροντημένο στο δρόμο. Άνοιξε σκάζοντας. Ο Πάντυ Ντίγκναμ εξωπετάχτηκε και κυλίστηκε άκαμπτος στη σκόνη με καφετί φορεσιά πολύ φαρδιά γι' αυτόν. Κόκκινο πρόσωπο· σταχτί τώρα. Το στόμα να χάσκει πεσμένο. Ρωτώντας τι συμβαίνει τώρα. Πολύ σωστά το κλείνουν. Φαίνεται απαίσιο ανοιχτό. Κι ύστερα τα εντόσθια αποσυντίθενται γρήγορα. Πολύ καλύτερο να κλείνουν όλες τις οπές. Ναι, επίσης. Με κερί. Ο σφιγκτήρας χαλαρώνει. Σφράγισμα όλων.

Κατά τη διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας στην οποία πρωτοστατεί ο πατήρ Φέρετρυ (Koffey: λογοπαίζει με το coffin: φέρετρο. ΣτΜ), ο Μπλουμ συνεχίζει μερικές από τις βλάσφημες σκέψεις που ξεκίνησε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Στον χώρο ταφής, όλοι, μοιραία ανακαλούν τις δυσάρεστες μνήμες τους.

- Το μνήμα της είναι πέρα εκεί, Τζακ, είπε ο κ. Δαίδαλος. Σύντομα θα με τεντώσουν δίπλα της. Ας με πάρει Αυτός όποτε Του αρέσει.


Συγγενείς, φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι, συνωθούνται γύρω από την χωμάτινη τρύπα. Σε αυτό το σημείο ο Τζόυς μάλλον είχε μια απρόσμενα γοητευτική έμπνευση. Εμφανίζει έναν μυστήριο τύπο που δεν τον ξέρει κανένας, που παραμένει σιωπηλός και εξαφανίζεται το ίδιο αναπάντεχα. Αυτό όμως που προλαβαίνει να αντιληφθεί ο αναγνώστης, είναι η ομοιότητα που έχει η περιγραφή με την φιγούρα του ίδιου του Τζόυς! Λοιπόν ποιος είναι αυτός ο καλαμοκάνης άξεστος εκεί κάτω με το αδιάβροχο; Λοιπόν θα ήθελα να ξέρω ποιος είναι αυτός. Πάντοτε εμφανίζεται κάποιος που ποτέ δεν φαντάστηκες. Μια ακατανίκητη επιθυμία να διαφυλάξει πρόχειρα, πέρα από την πνευματική που περιγράφεται εξαντλητικά μέσω των βασικών ηρώων του, και την σωματική του υπόσταση, επίτηδες με άτονο περίγραμμα, καθώς ξέρει ότι από το σώμα δεν μένει τίποτα, πόσο μάλλον όταν βρισκόμαστε στο τέλος μιας περιγραφής κηδείας! Αναρωτιέμαι κυκλοφορούν τα νέα κάθε φορά που κατεβάζουν στο χώμα έναν φρέσκο. Υπόγειες επικοινωνίες.


Ο “Άδης” (πέρα από προσωπικές προτιμήσεις) είναι αναμφίβολα και αντικειμενικά, ένα από τα καλύτερα κεφάλαια του Οδυσσέα. Άψογα ενορχηστρωμένο, σκέτο ποίημα, είναι βέβαιο (όσο και ο θάνατος!) ότι δε θα αρκεστείτε σε μία μόνο ανάγνωση. Επίσης είναι και το κεφάλαιο που θάβει μία γραφή για να αναστήσει μια νέα. Στα επόμενα κεφάλαια ο Τζόυς αρχίζει τους λεκτικούς πειραματισμούς που σχεδόν θα αγγίξουν τον Θεό. Μην νομίσετε ότι δε θα ξαναυπάρξουν στρωτές αφηγήσεις, απλώς τα έξι πρώτα κεφάλαια διέθεταν μία υφολογική ομοιομορφία, με μία μικρή παρέκκλιση ίσως, τον μονόλογο του Στέφανου. Σας φούσκωσα τα μυαλά; Ας συνεχίσουμε με τον “Αίολο”, να δούμε πού θα βγει. Λέτε να μας πάρει και να μας σηκώσει;


Μαραμπού



8/3/16

«Πρωινή γαλήνη», Ηλίας Μαγκλίνης



Πολύ διαφορετικό από την ολιγόλογη και εν πολλοίς σκηνοθετημένη ως την τελευταία της λεπτομέρεια «Ανάκριση», είναι το νέο βιβλίο του Ηλία Μαγκλίνη, «Πρωινή γαλήνη». Το μυθιστόρημα- φόρος τιμής στον πατέρα του συγγραφέα- έχει περισσότερη φρεσκάδα από την "Ανάκριση", αλλά και αρκετές αμήχανες στιγμές αφήγησης, είναι λιγότερο καλοκουρδισμένο και πιο πρωτόγονο, γεμάτο συναίσθημα. 

Ο ήρωας, ο Δημήτρης Μ. μεγαλώνει στα Βοδενά (την Έδεσσα) κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και προαλείφεται να πάρει το σιδεράδικο του πατέρα του. Βλέποντας όμως τα αεροπλάνα να πετούν – για να χτυπήσουν τους αντάρτες κι ανάμεσα τους και τον θείο του Προκόπη- ξυπνά μέσα του το όνειρο της πτήσης. Πείθει τον πατέρα του, επιτυγχάνει στην Ικάρων και φτάνει για εκπαίδευση στην Αμερική. Εκεί το όνειρο τον προδίδει, το σώμα του αντιστέκεται, δεν «παίρνει τα φτερά του». Καταλήγει στην Ευελπίδων, γνωρίζει τον έρωτα στο πρόσωπο της Βανιώς που την μετονομάζει σε Εύα, και βιάζεται να λάβει μέρος στον πόλεμο. Όμως ο εμφύλιος τελειώνει και παραμένει άκαπνος. Όταν οι νεαροί ανθυπολογοχαγοί θα αναγκαστούν να δηλώσουν συμμετοχή στον πόλεμο της Κορέας, εκείνος όχι μόνον δεν θα φοβηθεί, αλλά θα χαρεί. Επιτέλους θα πολεμήσει. 

Ένα «αντρικό» μυθιστόρημα, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, είναι το μυθιστόρημα του Μαγκλίνη. Ας πούμε καλύτερα μια πολεμική περιπέτεια, που μπήκε στο μυαλό του συγγραφέα από τις διηγήσεις του πατέρα του- πολέμησε ως νεαρός Ίκαρος στην Κορέα- και που τελικά λογοτεχνικά οδήγησε σε ένα βιβλίο μαθητείας. Ο Δημήτρης Μ. μοιάζει μεγάλος, αλλά στην ουσία τον βλέπουμε από έφηβο ως τα εικοσιτρία του χρόνια. Είναι ένας άντρας-παιδί που πολεμάει. Και ερωτεύεται κι έχει τις πρώτες του σεξουαλικές εμπειρίες. Και μαθαίνει τον εαυτό του, τόσο όσο.

Ο πόλεμος είναι ρηχός. Συχνά αυτοί που πολεμούν είναι με την μία ή την άλλη πλευρά χωρίς να το έχουν επιλέξει συνειδητά. Τόσο ο Εμφύλιος όσο και η Κορέα αντιμετωπίζονται από τον Δημήτρη ως «πόλεμοι». Δεν έχει μανία να κερδίσει η μια ή η άλλη πλευρά, θέλει απλά να μην παραμείνει εκτός μάχης. Θέλει πρωτίστως να ξεφύγει από την μιζέρια του χυτήριου, της περίκλειστης ζωής στην επαρχία, το κλειστοφοβικό του μέλλον. Θέλει τα σύννεφα, με τα οποία έχει και μανία, αφού μαθαίνει όλα τους τα ονόματα. Όμως το όνειρο δεν είναι πάντα συνώνυμο της δυνατότητας. Το κορμί προδίδει τον μυαλό, δεν μπορεί να πετάξει. Αυτό είναι το πιο πικρό μάθημα, δεν αρκεί η επιθυμία. Και δεν θα βρει την γαλήνη στην «Χώρα της πρωινής γαλήνης», την Κορέα. 

Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο με μεγάλη τρυφερότητα, ο συγγραφέας αγαπά τον ήρωα του, είναι φανερό. Και με σοβαρότητα, έχει έρευνα πίσω του. Κάποιες στιγμές μοιάζει να κάνει κοιλιά, σαν να είναι πράγματα που πρέπει να λεχθούν, επεισόδια που πρέπει να παιχτούν. Η λύση έρχεται κάπως απότομα με την αλλαγή αφηγητή στο τέλος, αλλά σημασία είχε η πορεία. 

Ο Ηλίας Μαγκλίνης τόλμησε να ασχοληθεί με τον Εμφύλιο χωρίς να πάρει σαφή θέση αλλά επιλέγοντας τον ήρωα του από το στρατόπεδο των νικητών, να μιλήσει για έναν ξεχασμένο πόλεμο με πολλούς νεκρούς που ποτέ δεν μνημονεύονται, να φτιάξει έναν ήρωα που τον αγαπά. Ταυτόχρονα έγραψε ένα βιβλίο αντιπολεμικό χωρίς κραυγές, δεν μπορείς να ξεχάσεις πως ο Δημήτρης, που μοιάζει τόσο άντρας και πολεμά σε αυτές τις σκληρές μάχες, είναι στην ουσία ένα αγόρι στην μετεφηβεία, που αν ζούσε στην δική μας εποχή θα τον έτρεφαν οι γονείς του και θα ζούσε ακόμα στο πατρικό του. Είναι ένα ευκολοδιάβαστο βιβλίο, ρουφηχτό σχεδόν, έντιμο και καλογραμμένο. Και ο ήρωας του, που έχει στόχο τα σύννεφα μακριά από την μιζέρια του σιδεράδικου, έμπνευση για όλους. Κι ας πέφτει.


                                                                                    Κατερίνα Μαλακατέ



«Πρωινή γαλήνη», Ηλίας Μαγκλίνης, εκδ. Μεταίχμιο, 2015, σελ. 462