Σελίδες

29/8/16

"Το Παγοδρόμιο", Roberto Bolaño



Ο Ρομπέρτο Μπολάνιο πέθανε στα 50 του, πολύ νέος, το 2003. Ως τότε την Ελλάδα, και πιθανότατα στον κόσμο, δεν τον είχαν «ανακαλύψει». Άφησε όμως πίσω του κληρονομιά δυο ανυπέρβλητα βιβλία που δεν υπάρχει η δυνατότητα να τα αγνοήσεις: το αριστουργηματικό «2666» και το, λίγο πιο χαμηλότονο αλλά για μένα ισάξιο, «Άγριοι ντετέκτιβ». Από κει και μπρος ήταν θέμα χρόνου για να αρχίσει να μεταφράζεται όλο του το έργο. Εγώ ξεκίνησα να διαβάζω το «Μακρινό αστέρι», μετά διάβασα στα Αγγλικά το «Amulet», έπειτα πήγα στα διηγήματα, «Τηλεφωνήματα» και «Πουτάνες φόνισσες», και τελικά διάβασα και την «Ναζιστική λογοτεχνία στην Αμερική». Όταν βγήκε το «Παγοδρόμιο» μου είχε φύγει η λαχτάρα για Μπολάνιο. Λάθος. Μόλις το είδα στα ράφια το πήρα. Και παρ’ όλο που πρόκειται για το πρώτο του στην ουσία πεζογραφικό βιβλίο (3ο στην σειρά αν είσαι σχολαστικός) και δεν έχει την πολυπλοκότητα των άλλων, είναι τόσο ενδιαφέρον να βλέπεις τα σπέρματα του 2666 μέσα του, είκοσι χρόνια πριν γραφτεί, που δεν μπορείς παρά να νιώσεις καλά. Για τις εμμονές. Και τη συνέπεια. 

Στο παγοδρόμιο συναντάμε όλα τα γνωστά μοτίβα, το έγκλημα, τον έρωτα, τις ματαιωμένες ζωές, τους εξόριστους Λατινοαμερικάνους, τους εφιάλτες, τα τεράστια πέη, ακόμα και τις περιλήψεις, ακόμα άγραφτων, ιστοριών. Είναι ένα μυθιστόρημα με τρεις αφηγητές, που με τον γνωστό τρόπο του Μπολάνιο, γίνονται ένα χωρίς καν να το καταλάβεις. Ακολουθούμε μια ιστορία που μας την διηγούνται διαδοχικά ο Ρέμο Μοράν, ένας αυτοεξόριστος Χιλιανός συγγραφέας στη μικρή πόλη Ζ. της Καταλονίας που κατάφερε να φτιάξει περιουσία εκεί, ο Γασπάρ Ερεδία, ένα Μεξικανός ποιητής που βρίσκεται στην Ισπανία χωρίς χαρτιά και δέχεται να δουλέψει ως νυχτοφύλακας στο κάμπινγκ του Ρέμο Μοράν γιατί δεν έχει άλλη λύση, κι ένας δημοτικός υπάλληλος, επηρμένος και χοντρός, ο Ενρίκ Ροσκέγιες. Ο καθένας με τον τρόπο του δημιουργεί σχέσεις με δύο γυναίκες, με την πανέμορφη πατινέρ Νούρια, την ωραιότερη γυναίκα της Ζ. και την κάποτε τραγουδίστρια της όπερας και τώρα ζητιάνα και άστεγη Κάρμεν. 

Τα πράγματα περιπλέκονται όταν η Νούρια, που είναι ερωμένη του Ρέμο Μοράν αλλά είναι μαζί της ξετρελαμένος ο Ενρίκ, χάνει την υποτροφία της και την θέση της στην Ολυμπιακή ομάδα. Τότε ο Ενρίκ αποφασίζει να φτιάξει ένα παγοδρόμιο στην Ζ. με κρατικά κονδύλια, για την αγαπημένη του, μέσα σε ένα ερειπωμένο παλάτι. 

Ο Μπολάνιο μας δίνει έτσι κάποιες εκπληκτικές σκηνές, όπως την πρώτη φορά που αντικρίζει ο Γασπάρ Ερεδία το παγοδρόμιο, αλλά και ένα σκηνικό για φόνο που θυμίζει αρκετά εκείνα τα κορίτσια του 2666. Από την άλλη τον απασχολεί εδώ πολύ η ζωή του εξόριστου, μιας και υπήρξε κι ο ίδιος για τόσα χρόνια, αλλά και η φύση του έρωτα- πλατωνικός, σαρκικός, μόνο σεξουαλικός. Καθώς και τα κορμιά. Και το τι σημαίνει να είσαι ενήλικος.

Δεν ξέρω ποιες θα ήταν οι σκέψεις μου αν διάβαζα πρώτα το Παγοδρόμιο, πιθανότατα θα μου φαινόταν ενδιαφέρον αλλά όχι συγκλονιστικό. Όμως τώρα, που στην ουσία ανασυνθέτει το παζλ του ίδιου του Μπολάνιο, μου φάνηκε εκπληκτικό, σαν να κοιτάς μες στο μυαλό του συγγραφέα πριν την σύλληψη, σαν να βλέπεις τα προσχέδια ενός διάσημου πίνακα. Κι αυτό έχει αξία σχεδόν από μόνο του. 

                                                        

                                                                                         Κατερίνα Μαλακατέ

"Το Παγοδρόμιο", Ρομπέρτο Μπολάνιο, μετ. Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ. Άγρα, 2016, σελ. 263


26/8/16

Πώς πέρασες τη μέρα σου; - (η ώρα της) του Μαραμπού




Ίσως το διασημότερο και πιο διαδεδομένο κεφάλαιο του βιβλίου, κυρίως στους κύκλους εκείνους των αναγνωστών που διατείνονται περήφανα ότι έχουν διαβάσει, χωρίς ωστόσο ισχυρές αποδείξεις, τον Οδυσσέα. Επίσης, το οργασμικό τέλος του που συμπτίπτει και με το τέλος του ίδιου του βιβλίου, αποτελεί το σήμα κατατεθέν του Οδυσσέα – ακόμα και εκείνοι που δε θέλουν να ξέρουν εκ των προτέρων την τελευταία φράση ενός βιβλίου, την ξέρουν ήδη!

Διαβάζοντας τις πρώτες φράσεις του χωρίς στίξη κεφαλαίου αμέσως σου έρχονται στο μυαλό όσα βιβλία θυμάσαι να έχεις διαβάσει ή δει γραμμένα με αυτόν τον τρόπο. Σίγουρα πρώτος στο μυαλό έρχεται ο Μπέκετ και το βιβλίο του Πώς είναι. Μετά ο Σαραμάγκου και ο Μπέρνχαρντ, που αμφότεροι ξεχνούν να βάλουν τελεία αλλά χρησιμοποιούν λίγα περισσότερα κόμματα. Σίγουρα και άλλοι. Ο Τζόυς δεν έστυψε ιδιαίτερα την φαντασία του για να σκεφτεί αυτόν τον τρόπο γραφής της Πηνελόπης. Η δικιά του Πηνελόπη, η Νόρα, του τον χάρισε απλόχερα και εκείνος φρόντισε μόνο να του εμφυσήσει λογοτεχνία! Στην εισαγωγή του βιβλίου “Γράμματα στη Νόρα” υπάρχει ένα γράμμα της Νόρα που είναι γραμμένο με αυτόν τον χειμαρρώδη και χαρακτηριστικό τρόπο που συναντάμε και στην Πηνελόπη.

«Αγαπημένε Τζιμ νιώθω τόσο κουρασμένη απόψε που δεν μπορώ να πω πολλά ευχαριστώ πολύ για το γλυκό σου γράμμα που έλαβα απροσδόκητα σήμερα το βράδυ ήμουν πολύ απασχολημένη όταν ήρθε ο Ταχυδρόμος έτρεξα και κλειδώθηκα σ' ένα δωμάτιο να διαβάσω το γράμμα σου με κάλεσαν πέντε φορές αλλά καμώθηκα πως δεν άκουσα τώρα είναι εντεκάμισι και δεν χρειάζεται να σου πω ότι με το ζόρι κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά και είμαι κατευχαριστημένη που θα ξεραθώ στον ύπνο τώρα δεν μπορώ να σε σκεφτώ όσο θέλω όταν ξυπνήσω το πρωί δεν θα σκέφτομαι τίποτ' άλλο έξω από σένα αύριο το απόγευμα στις 7 μ.μ.».


Σ' αυτό το δείγμα γραφής, μπορούμε με σχετική ασφάλεια να μαντέψουμε σε ποιο σημείο γίνονται οι παύσεις ή πού μπαίνουν τα κόμματα. Ωστόσο υπάρχουν μερικά σημεία που σου προκαλούν σύγχυση καθώς τα διαβάζεις με μια ανάσα. Όπως η λέξη “ευχαριστώ” που για μια στιγμή πιστεύεις ότι κολλάει θαυμάσια στην προηγούμενή της, πριν διαπιστώσεις ότι το σωστό είναι να την ταιριάξεις με την επόμενη! Ή, ανάμεσα στις λέξεις “πέντε φορές” και “καμώθηκα”, αν λείψει το “αλλά” τότε το νόημα θα γίνει κάπως πιο δυσνόητο και πιο ελκυστικό ταυτόχρονα. Τέτοιες επεμβάσεις κάνει πάρα πολλές ο Τζόυς, στον μονόλογο της Μόλλυ, μετατρέποντάς τον σε ένα αρκετά δύσκολο κεφάλαιο. Γι' αυτό και δεν θα προσπαθήσω να βάλω κάποιο απόσπασμα από τον μονόλογο, θα ήταν απλώς ξεκρέμαστες λέξεις. Αυτός ο χωρίς στίξη και ειρμό λόγος μοιάζει επιπροσθέτως να συμβαδίζει με το στερεότυπο που θέλει τον εσωτερικό κόσμο μιας γυναίκας χειμαρρώδη και αλλοπρόσαλλο.

Η σπανιότητα κεφαλαίων γραμμάτων και οι σχοινοτενείς προτάσεις του μονολόγου της Μόλλυ είναι, βεβαίως, άμεσα συνδεδεμένες με τη θεωρία του Τζόυς για τον τρόπο σκέψης της (και για τον γυναικείο τρόπο σκέψης εν γένει) ως πλημμυρίδας, σε αντίθεση προς τη σειρά των μικρών αλμάτων του Μπλουμ και των κάπως μεγαλύτερων του Στήβεν. 




Ακούμε για πρώτη φορά τη φωνή της Μόλλυ μόλις στο τελευταίο κεφάλαιο. Επειδή τα πρώτα λόγια της Μόλλυ είναι και τα τελευταία της, νομίζω ότι η επιλογή της δομής του κεφαλαίου από τον Τζόυς είναι η καλύτερη δυνατή. Αν ο Τζόυς ήθελε να γνωρίσουμε τις σκέψεις της Μόλλυ καλύτερα, θα τις έφερνε στο προσκήνιο πιο νωρίς και μέσω πιο στρωτών αφηγήσεων. Ό,τι μαθαίνουμε σποραδικά για κείνη, είναι μέσω του Μπλουμ. Ένω σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου σαρωνόμαστε από τις σκέψεις του Μπλουμ και του Στέφανου, ξαφνικά καλούμαστε να γνωρίσουμε τις σκέψεις της Μόλλυ σε μια σπιντάτη αφήγηση που δεν μας επιπρέπει αναστοχασμούς και παρατηρήσεις.

Πέραν των προτύπων της, η Μόλλυ είναι μια γυναίκα που έχει παρεξηγηθεί πολύ. Ο διάσημος μονόλογος στον οποίο “η σάρκα γίνεται λόγος” αδικείται από τη φήμη που έχει ως το αποκορύφωμα της σεξουαλικής ελευθεριότητας, ούτε ανταποκρίνεται στην περιγραφή από μερικούς συγγραφείς ως το αποκορύφωμα της απάνθρωπης, άδικης και αντιφεμινιστικής ανάλυσης. Αν η Μόλλυ ήταν πράγματι ελευθεριάζουσα στη συμπεριφορά της, ο Τζόυς δεν θα την είχε κάνει ηρωίδα του, διότι του χρειαζόταν μια συνηθισμένη γυναίκα για να αντισταθμίσει τις ιδιορρυθμίες του Μπλουμ.

Μόλις λίγα λεπτά πριν, στην προσπάθειά του να κοιμηθεί, ο “ιδιόρρυθμος” Μπλουμ είχε μετρήσει 25 (συν 1) εραστές της Μόλλυ, ανάμεσά τους δύο ιερωμένους, έναν δήμαρχο, έναν δημοτικό σύμβουλο, έναν γυναικολόγο, έναν λούστρο και έναν καθηγητή. Στο βιβλίο είναι σαφές ότι η Μόλλυ εξομολογήθηκε στους δύο ιερωμένους, συμβουλέυτηκε τον γυναικολόγο και χαριεντίστηκε με όλους τους άλλους. Η Μόλλυ αναθυμάται όλες τις ερωτικές της περιπέτειες, με έναν τρόπο όμως αρκετά μπερδεμένο που προκαλεί σύγχυση στον αναγνώστη, ο οποίος καταφέρνει να εντοπίσει κυρίως τα αποσπάσματα που αφορούν τον Μπλουμ, παρόλο που ποτέ δεν κατονομάζεται. Σε όλο τον μονόλογό της ο Τζόυς της επιτρέπει να αναφέρεται στους διάφορους άντρες που έχει γνωρίσει, κυρίως με το “αυτός” και με κάποια τυχαία ένδειξη ότι αλλάζει κάπου-κάπου το πρόσωπο. Οι σκέψεις της Μόλλυ είναι σαφώς αρκετά αντρικές, σε σημείο να εγείρουν μέχρι και φεμινιστικές αντιδράσεις. Ο ίδιος ο Τζόυς όμως, με τον ενθουσιασμό που τον διακατείχε όταν μιλούσε για το βιβλίο του, περιγράφει την δομή της Πηνελόπης, σε κάποιον φίλο του, ως εξής:

[...] η Πηνελόπη είναι η αποθέωση του βιβλίου. Η πρώτη πρόταση περιέχει 2500 λέξεις. Υπάρχουν οκτώ προτάσεις στο επεισόδιο. Αρχίζει και τελειώνει με τη θηλυκή λέξη ναι. Περιστρέφεται σαν την τεράστια γήινη σφαίρα αργά, σίγουρα και ήρεμα, στροβιλίζεται γύρω-γύρω, τα τέσσερα σημεία του ορίζοντός της που είναι τα γυναικεία στήθη, ο πισινός, η μήτρα και το μουνί εκφράζονται με τις λέξεις επειδή, πάτος (σε όλες τις έννοιες, κάτω κουμπί, πάτος της τάξης, πυθμένας της θάλασσας, βάθη της καρδιάς του), γυναίκα, ναι. Αν και ίσως το πιο άσεμνο από όλα τα προηγούμενα επεισόδια εμένα μου φαίνεται απόλυτα εχέφρων χορτασμένη αμοραλιστική, γονιμοποιήσιμη αναξιόπιστη θελκτική δαιμόνια περιορισμένη γνωστική αδιάφορη Weib. Ich bin der [sic] Fleish der stets bejaht.




Ο ίδιος ο Έλμαν επεξηγεί το νόημα της φράσης. “Γυναίκα. Εγώ είμαι το κρέας που λέει πάντα ναι”. Ο Τζόυς παίζει με τον χαρακτηρισμό του Μεφιστοφελή για τον εαυτό του, στον Φάουστ του Γκαίτε, πράξη 1η: “Είμαι το πνεύμα που πάντα αρνείται”. Πέρα από τα όποια αντιφατικά αισθήματα προκαλεί η ανάγνωση της Πηνελόπης, πρόκειται για ένα κεφάλαιο που ολοκληρώνει υπέροχα τον Οδυσσέα. Ο Τζόυς μυθοποιεί την γυναίκα του Νόρα και την εδραιώνει μέσα στα στενά όρια της αιωνιότητας! Η γυναίκα που αρνιόταν πεισματικά ναι σε όλη της την ζωή να διαβάσει τον Οδυσσέα παρά τις πιέσεις του Τζόυς εκείνη που διάβασε μόνο την Μουσική Δωματίου ναι και μερικά διηγήματα των Δουβλινέζων εκείνη που αδιαφορούσε για την διανόηση και το πνεύμα ναι αλλά με τον τρόπο της ναι το αναγνώριζε και το εκτιμούσε δεν ξέρω αν ο άντρας μου είναι μεγαλοφυία για ένα πράγμα όμως είμαι σίγουρη πως σαν κι αυτόν δεν υπάρχει άλλος εκείνη ναι που παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε στην συμβιωσή με μια μεγαλοφυία ναι τον ακολουθούσε πιστά σε όλες τις διαδρομές έξω από και μέσα στο μυαλό του εκείνη ναι έλεγε ναι θέλει Ναι. 


                                                                                       Μαραμπού 




"Οδυσσέας", Τζέημς Τζόυς, μετ. Ελευθέριος Ανευλαβής, εκδ. Κάκτος, 2014, σελ 1098



23/8/16

«Το νησί της εφηβείας- ο Αγώνας μου ΙΙΙ», Karl Ove Knausgård



Είναι γνωστό τοις πάσι πως είμαι μια Καρλουβίτσα: μου αρέσει η αφηγηματική του δεινότητα, ο τρόπος του να κάνει το ασήμαντο σημαντικό, να χρησιμοποιεί την καθημερινότητά του για να μιλήσει για τα όσα βαθύτερα μας απασχολούν και τελικά να προκαλεί την ταύτιση. Τόσο στον πρώτο τόμο του αυτοβιογραφικού ο Αγώνας μου, όσο και στον δεύτερο, ένιωθα τα λόγια του Καρλ Ούβε να με ξεκουράζουν αντί να με κουράζουν, τα επεισόδια της ζωή του να γίνονται δικά μου, οι σκέψεις του για τη ζωή, τη ματαίωση, τα τραύματα από τις σχέσεις με τους άλλους, τον θάνατο να με στοιχειώνουν και τελικά να με λυτρώνουν. 

Βέβαια στους δύο πρώτους τόμους ο Καρλ Ούβε μιλούσε για φάσεις της ζωής του που με αφορούσαν, τις σχέσεις του με τον πατέρα του, τη δική του εμπειρία ως πατέρα. Ανοίγοντας τον τρίτο τόμο, Το νησί της εφηβείας, ένιωσα αμέσως  διαφορετικά, πως αυτό δεν ήταν ένα θέμα που με αφορά. Εδώ ο Καρλ Ούβε μας διηγείται τα χρόνια της ζωής του στο δημοτικό ως την αρχή του Γυμνασίου, χοντρικά από τα 6 ως τα 14* του, και φυσικά της οικογένειάς του. Πως μεγάλωσε πλάι σε μια κάπως άβουλη και ατσούμπαλη, αλλά παρόλα αυτά, αξιαγάπητη μητέρα, δίπλα σε έναν αδιάφορο και σατράπη πατέρα κι έναν αδελφό που τον είχε είδωλο και ταγό. 

Αν και με την γνωστή του μαεστρία ο Καρλ Ούβε περνάει υπόγεια την συναισθηματική κακοποίηση που υπέστη από τον πατέρα του, χωρίς να υπερβάλλει ούτε να ξεπέφτει στο μελό, η παιδική ηλικία- του οποιουδήποτε- με κάνει πάντα να βαριέμαι. Έτσι, αν και πρόκειται για τον πιο ευκολοδιάβαστο τόμο, νομίζω πως επίσης πρόκειται για τον πιο ανιαρό. Ο Καρλ Ούβε δεν παραλείπει καμία λεπτομέρεια, ειδικά τις πιο ντροπιαστικές. Μιλάει για τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, το πως τον φώναζαν "φέμι" και τον θεωρούσαν αδελφή στο Γυμνάσιο, για την αυστηρότητα και την σκληρότητα σπίτι του που δεν σήμαινε σιγουριά αλλά ανασφάλεια, για την προβληματική σχέση των γονιών του. Γυμνώνει και ξεγυμνώνεται με λίγα λόγια. Και καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα, πως παρ' όλα τα προβλήματα των ανθρώπινων σχέσεων, το μόνο που σώζει είναι η αγάπη. Και η διάθεση να είσαι εκεί για να αντιμετωπίσεις αυτό που συμβαίνει. Τη ζωή.

Δεν ξέρω τι με απογοήτευσε, ίσως να με μπλοκάρισαν πια οι τόσες πολλές λέξεις για το ίδιο θέμα, από τον ίδιο άνθρωπο. Ή αυτό το βιβλίο να είναι κάπως αυτόνομο, εκτός σειράς, είχα την αίσθηση πως τα περισσότερα τα είχα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ήδη διαβάσει ή φανταστεί για την παιδική ηλικία του συγγραφέα. Πιθανότατα αν δεν ήταν τέτοια ευχαρίστηση που άντλησα από τους δύο πρώτους τόμους να έλεγα πως ο Νορβηγός τελείωσε για μένα εδώ. Όμως, οι έξεις δεν τελειώνουν έτσι απλά, δεν θα τον παρατήσω τόσο εύκολα. Μέχρι τον επόμενο τόμο, λοιπόν. 


                                                                       Κατερίνα Μαλακατέ


«Το νησί της εφηβείας- ο Αγώνας μου ΙΙΙ», Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ, μετ. Σωτήρης Σουλιώτης, εκδ. Καστανιώτη, 2016, σελ. 537











* Θεωρώ τον ελληνικό τίτλο άστοχο, ο Αγγλικός "Boyhood island" είναι σαφώς πιο πετυχημένος. Νορβηγικά δεν ξέρω.


                                                                                           



11/8/16

Άλλαξε ο τρόπος που διαβάζουμε



- Άλλαξε ο τρόπος που διαβάζουμε. Για όλα φταίει αυτός ο διάβολος, το Facebook. 

- Προτιμάει ο κόσμος τα μικρά κείμενα, δεν μπορεί να συγκεντρωθεί στα μεγάλα, δεν ανοίγει πια βιβλίο.

- Αντί να έχουν βιβλίο μαζί τους έχουν κινητό. Τσ τσ τσ αυτά τα νέα τα παιδιά.

Άλλαξε ο τρόπος που διαβάζουμε, θα συμφωνήσω. Τώρα αν διαβάζεις ένα μυθιστόρημα και μια μουσική αρχίζει να παίζει στο μυαλό σου, μπορείς μεμιάς να την έχεις και στα αυτιά σου. Τώρα, αν διαβάζεις και συναντήσεις κάτι πρωτόγνωρο και ενδιαφέρον, το γκουγκλάρεις, αν δεις μια λογοτεχνική αναφορά που δεν αναγνωρίζεις, το ψάχνεις με το πάτημα ενός κουμπιού. 

Αν με ρωτήσετε, δεν κάνω τίποτα από όλα αυτά· τις ταινίες, τις μουσικές, τα βιβλία τα έχω μέσα στο κεφάλι μου. Αλλά μου αρέσει που έχω τη δυνατότητα. Σαν να έχεις ατελείωτη ροή υποσημειώσεων. Και τις υποσημειώσεις σπανίως τις διαβάζω, αν και κάποιες είναι απαραίτητες [άλλες, χμ, όχι και τόσο].

Από την άλλη αυτό που στην πραγματικότητα δεν άλλαξε είναι ο τύπος του ανθρώπου που διαβάζει. Όλοι αυτοί που προτιμούν το κινητό τους, απλά δεν θα διάβαζαν έτσι κι αλλιώς. Ίσως στα μέσα μαζικής μεταφοράς να κοιτούσαν τα χέριά τους, το βερνίκι στα νύχια της διπλανής τους, στο τσακίρ κέφι μια διαφημιστική πινακίδα στον δρόμο. Ο δε συστηματικός αναγνώστης μπορεί να ξεμυαλιστεί από την πληθώρα κειμένων στο διαδίκτυο, να διαβάσει ίσως απρόσεχτα ό,τι βρει. Κι αυτό θα το έκανε, απλά με τις ετικέτες από τα σαμπουάν και τα κοσμοπόλιταν που θα έπεφταν στα χέρια του.





Αλλά το διάβασμα ενός βιβλίου είναι ξέχωρη διαδικασία. 

Τα νέα παιδιά έχουν ένα πλεονέκτημα λόγω ίντερνετ, εκτίθενται πια σε κείμενα- κι όχι μόνο εικόνα από την τηλεόραση όπως όταν ήμασταν εμείς στην ηλικία τους – και λόγω των κοινωνικών δικτύων και των inbox γράφουν πολύ περισσότερο από ο,τι ο μέσος άνθρωπος πριν είκοσι χρόνια. Έστω κι ένα στάτους στο facebook πρέπει να βγάζει οριακά νόημα, οπότε αναγκάζονται να επανακτήσουν ένα μίνιμουμ της ικανότητας στο συντακτικό και την γραμματική που είχαν στο σχολείο. Στα chat είναι σαν να αναβίωσε η αλληλογραφία. Εδώ και καιρό, δεν στέλναμε πια γράμματα, αλλά τώρα γράφουμε ο ένας στον άλλο κάθε μέρα. Στο μέλλον θα βγαίνουν τα inbox κι όχι οι αλληλογραφίες των συγγραφέων σε βιβλία. Αμέ.

Άλλαξε ο τρόπος κύριοι, το μέσον. Το μέσον ευνοεί την ανάγνωση. Όμως δεν μπορεί να φτιάξει αναγνώστες, δεν είναι αυτή η δουλειά του. Βοηθάει τον αναγνώστη λογοτεχνίας να βρει ευκολότερα αυτό που του ταιριάζει [εμείς ήμασταν τυχεροί αν είχαμε κανέναν φίλο να διαβάζει και να ανταλλάσσουμε εντυπώσεις, εγώ- που δεν είχα- ξημεροβραδιαζόμουν στα βιβλιοπωλεία χαζεύοντας ασκόπως ράφια], να ανακαλύψει πράγματα για τα βιβλία που αγαπά. Έχει επηρεάσει και τον τρόπο που γράφεται η λογοτεχνία, οι διακειμενικές αναφορές είναι πια πάρα πολλές, δεν τις φοβάται ο συγγραφέας. 




Όμως ως εκεί. 

Το ίντερνετ δεν φταίει που είναι λίγοι οι αναγνώστες στην Ελλάδα. Είναι μια καλή δικαιολογία για να μην ψάξουμε βαθύτερα το θέμα, να μην αναγκαστούμε να πάρουμε βιβλία στα παιδιά μας, να μην ανοίξουμε ένα μυθιστόρημα, να μην έχουμε βιβλιοθήκη στα σπίτια και στα σχολεία μας, να αρκούμαστε σε αμόρφωτους δασκάλους και φιλόλογους που ασχολούνται μόνο με την κλίση του ειμί. Οι δικαιολογίες δεν λύνουν το πρόβλημα. 

Εγώ πάλι έχω από καιρό λύσει αυτά τα λεπτά θέματα μέσα μου, θα χρησιμοποιώ το ίντερνετ προς το συμφέρον μου. Θα μπαίνω σε sites και σε blogs για να δω τι θα διαβάζω έπειτα, θα ακούω –και θα φτιάχνω- διαδικτυακές εκπομπές για το βιβλίο, θα γνωρίζω όλο και περισσότερους βιβλιόφιλους, θα στήνω καυγάδες και πηγαδάκια στα groups του facebook για τα βιβλία, θα γκουγκλάρω το τάδε και θα μαθαίνω το δείνα. Γιατί ο κόσμος του διαδικτύου είναι η χαρά του (σαβουρο)αναγνώστη σαν την αφεντιά μου. 

  

                                                                                   Κατερίνα Μαλακατέ






9/8/16

"Παρατηρήσεις ενός κυνηγού σε επικίνδυνο έδαφος", Χρήστος Χ. Θεοφιλάτος



Παρατηρήσεις ενός κυνηγού σε επικίνδυνο έδαφος είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου του Χρήστου Θεοφιλάτου, που ομολογώ πως δεν θα διάβαζα αν δεν μου σύστηνε φίλος καλός και αγαπημένος- αν και ολίγον τι καμένος. 22 διηγήματα περιλαμβάνει η συλλογή, όλα στο ίδιο μοτίβο. Ήρωας το άλτερ ίγκο του συγγραφέως, Χρήστος Πατεράτος, ένας καλλιτέχνης, λογοτέχνης, κτλ που χλευάζει το λογοτεχνικό κύκλωμα ως έχει, κυνηγάει ασύστολα γκόμενες που πρέπει απαρέγκλιτα να είναι ψηλές, αδύνατες με προσόντα, και κατεβαίνει σε υπόγεια βιντεοκλάμπ για να το παίξει νταής σε πιτσιρίκια που βλέπουν τσόντες για να κάμουν πλάκα. 

Το μάτι μου έπεσε σε μια πολύ εκδηλωτική σγουρομάλλα στο βάθος, με ατίθαση κόμη και εξεζητημένο ντύσιμο μετα-χίπισσας που πολύ την έβρισκε εκείνο το βράδυ με τον εαυτό της. Πλησίασα κοντά στα τρία μέτρα για να τη δω καλύτερα. Από δίπλα είχε και μια τετράγωνα, θαρρείς, γεμάτη φίλη της με μεταβολικό σύνδρομο, για να αισθάνεται πως εκείνη ήταν πιο ευλογημένη από τον Θεό και να μην της φαίνεται κανένας άξιος και σήμερα να του ανοίξει τα πόδια της

Ως ένα σημείο το βιβλίο του Θεοφιλάτου έχει όντως πλάκα, καυτηριάζει τα κακώς κείμενα, είναι αντισυμβατικό, εντελώς μη πολίτικαλι κορέκτ. Από την άλλη επειδή η γραφή του είναι τσαπατσούλικη και επιπόλαιη, όταν χάνεται το αστείο βγαίνει μια προσωπική πίκρα που αφήνει κακή επίγευση στον αναγνώστη. Κάποιες στιγμές μοιάζει με αγνή, καλή εμπάθεια. 

Ο Χρήστος Πατεράτος δεν ταυτίζεται φυσικά με τον συγγραφέα. Όμως την εικοστή φορά που κυνηγάει μια γυναίκα ενώ δίπλα της είναι μια άλλη, «με μεταβολικά προβλήματα» και για αυτό ασήμαντη, απλά βαριέσαι. Οι γυναίκες είναι ένα κομμάτι κρέας, οι καλλιτέχνες είναι όλοι ρεμπεσκέδες, στα σαλόνια είναι μόνο μικροαστοί οικογενειάρχες που έχουν ήδη πεθάνει αλλά δεν τους το έχουν πει. Αναπαράγοντας κάθε κλισέ που υπάρχει σε αυτόν τον τόπο, ο Θεοφιλάτος οριακά μας δίνει να καταλάβουμε πως με αυτόν τον τρόπο το χλευάζει. Μένεις να αναρωτιέσαι για τις προθέσεις του. Κι αυτές του «πάντα εγώ έχω δίκιο για αυτό δεν με παίζουν» ήρωα του. 

Θα ήθελα σίγουρα να ξαναδιαβάσω βιβλίο του Χρήστου Θεοφιλάτου. Τούτη τη φορά ίσως με μεγαλύτερη ραχοκοκκαλιά στην ιστορία, πλαίσιο και γραφή λιγότερο χύμα.




"Παρατηρήσεις ενός κυνηγού σε επικίνδυνο έδαφος", Χρήστος Χ. Θεοφιλάτος, εκδ. Κέδρος, 2016, σελ. 236

6/8/16

«Λάιλα», Marilynne Robinson,



Δεν είχα διαβάσει άλλο βιβλίο της Μέρυλιν Ρόμπινσον γιατί πάντα μου συνέβαινε το εξής: κάποιος φίλος, συχνότερα η Βιβή μου, θα με «μάλωνε» που δεν την έχω πιάσει ακόμα, αλλά διαβάζοντας το οπισθόφυλλο θα αναφωνούσα, «μπα, δεν είναι για μένα» και θα το άφηνα. 

Τούτη τη φορά με την Λάιλα, μου φάνηκε πιο κοντινό μου το θέμα και το αποτόλμησα. Αν και η Λάιλα είναι το 3ο μέρος της τριλογίας της Ρόμπινσον, διαβάζεται άνετα αυτόνομα χωρίς να έχει ανάγκη τα δύο προηγούμενα βιβλία. Μου συνέβη λοιπόν με αυτό το μυθιστόρημα το εξής: ενώ η ιστορία είχε ως ένα σημείο ενδιαφέρον και ο χαρακτήρας της Λάιλα είναι ολοκληρωμένος, από την μέση και μετά δεν είχα καμία διάθεση να το παρακολουθήσω. Οι περικοπές από την Βίβλο έγιναν τόσες πολλές που δεν είχε νόημα, ήταν απλά σαν να διαβάζεις μια ανάλυση του συγκεκριμένου κομματιού. Το τελείωσα, αλλά δεν το ευχαριστήθηκα. 

Η Λάιλα είναι ένα κατατρεγμένο πλάσμα. Όταν ήταν πολύ μικρούλα, μια γυναίκα άσχημη, μεγάλη σημαδεμένη και φόνισσα- η Ντολ- την έκλεψε από το μάλλον κακοποιητικό περιβάλλον της. Έκτοτε ζήσαν ως παρίες, παρέα με ένα τσούρμο άθεων μικροαπατεώνων στο δρόμο. Η Λάιλα μετά από κάποιες περιπλανήσεις θα παντρευτεί τον γέροντα πάστορα της Γκίλεαντ και μεταξύ τους θα δημιουργηθεί μια αγάπη χριστιανική, σαν αυτή περίπου ανάμεσα σε μια μοναχή και τον Χριστό· με ολίγον από σεξ.  Η μάλλον ακαλλιέργητη και αμόρφωτη Λάιλα θα ριχτεί στην μελέτη της Βίβλου, ενώ θα τη βοηθήσει και ο γέρος σύζυγός της μαζί με τον ακόμα πιο ηλικιωμένο φίλο του πάστορα Μπάουτον.

Αν και τα ερωτήματα που θέτει η Ρόμπινσον άπτονται και της φιλοσοφίας, ξεχειλίζει με τέτοιο τρόπο ο Καλβινισμός, είναι τόσο σαφής η πρόθεση να προσηλυτίσει, που ενοχλήθηκα. Αν οι παραπομπές στην Βίβλο ήταν κάπως λιγότερες από το μισό βιβλίο, μπορεί και να μην με ένοιαζε. Αλλά η στράτευση ήταν τόσο εμφανής που ξεχνούσες τα όποια λογοτεχνικά χαρίσματα. 

Φαντάζομαι πως ο κάθε συγγραφέας έχει τον αναγνώστη του και απλά η Μέριλυν Ρόμπινσον δεν είναι για μένα. Δεν θα επιχειρήσω να διαβάσω τα δύο πρώτα βιβλία της τριλογίας, υπάρχουν για όλους μας βιβλία εκεί έξω. 


                                                                           Κατερίνα Μαλακατέ




«Λάιλα», Marilynne Robinson, μετ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Μεταίχμιο, 2016, σελ. 416

4/8/16

Πώς πέρασες τη μέρα σου; - (2 π.μ.) του Μαραμπού



Σχεδόν κάθε κεφάλαιο του Οδυσσέα έχει μια δική του ιδιάζουσα τεχνική που αξίζει να μελετηθεί και να αναλυθεί. Ξεχώρισα χονδρικά δύο είδη τεχνικής που με εντυπωσίασαν βαθιά. Το πρώτο είναι όταν η γλώσσα υποβόσκει κάτω από την επιφάνεια όλου του κεφαλαίου και γίνεται αντιληπτή από τον αναγνώστη μόνο ανεπαίσθητα, συνωμοτικά – τέτοια κεφάλαια είναι οι Σειρήνες (με την μουσικότητά τους), τα Βόδια του Ήλιου (με την προϊούσα διάλυση και αναδιάταξη της γλώσσας), ο Εύμαιος (με την νυσταλέα γλώσσα του). Το άλλο είδος περιλαμβάνει κεφάλαια που χρησιμοποιούν την γλώσσα ως εξωτερικό δομικό υλικό, κάτι που χτυπάει αμέσα στο μάτι, μια ωραία πρόσοψη – παραδείγματα αυτού του είδους είναι ο Αίολος (που είναι γραμμένος με τον τρόπο και την ρητορική που θα ήταν γραμμένη και μια εφημερίδα) και η Ιθάκη (που είναι γραμμένη... αλλά μην βιάζεστε, θα τα πούμε παρακάτω).  Δεν ξέρω κατά πόσο εκφράζω ορθά αυτή την διάκριση, στο μυαλό μου είναι σαφώς πιο ξεκάθαρη! Και τα υπόλοιπα κεφάλαια έχουν πάμπολλες ιδιαιτερότητες και εκπλήξεις που δεν περνούν απαρατήρητες, αλλά αυτές οι δύο “κατηγορίες” με εξέπληξαν περισσότερο.

Η Ιθάκη, λοιπόν, είναι ένα κεφάλαιο γραμμένο με επιστημονική ακρίβεια (όχι μόνο με την μεταφορική έννοια αλλά και με την κυριολεκτική). Και όπου υπάρχει επιστήμη απουσιάζει το συναίσθημα! Μοιάζει να αποτελεί ένα διάλειμμα ανάμεσα στον συναισθηματισμό του Εύμαιου και την συναισθηματική έκρηξη της Πηνελόπης. Είναι όλο γραμμένο σε στυλ ερωταπαντήσεων, σαν να πρόκειται για τα λήμματα μιας εκλαϊκευμένης επιστημονικής εγκυκλοπαίδειας ή ενός σχολικού εγχειριδίου φυσικής. Τα γεγονότα παρουσιάζονται με την ψυχρή ματιά ενός αστυνομικού ερευνητή που μελετά την σκηνή ενός εγκλήματος και στοχάζεται πάνω στα υποτιθέμενα κίνητρα του δολοφόνου!

Ο Μπλουμ και ο Στέφανος βρίσκονται στο σπίτι της οδού Εκκλς 7 και συζητούν για διάφορα θέματα, μια συζήτηση που ξεκίνησαν μετά την αποχώρησή τους από το καπηλειό.

Ποια ήταν η ακουστική αίσθηση του Στέφανου;
Άκουσε σε μια εμβριθή αρχαία ανδρική άγνωστη μελωδία τη συσσώρευση του παρελθόντος.

Ποια ήταν του Μπλουμ η οπτική αίσθηση;
Αυτός είδε σε μια έξυπνη νεαρή ανδρική οικεία μορφή το πεπρωμένο του μέλλοντος.
Το παραπάνω απόσπασμα συνοψίζει όλη την σχέση μεταξύ Μπλουμ και Στέφανου, όλες τις ανομοιότητες του χαρακτήρα τους, αλλά και εκείνες τις καλά κρυμμένες ομοιότητες. Είναι η τελευταία φορά που συναντάμε τον Στέφανο, ετοιμαζόμαστε να τον αποχαιρετήσουμε και ο Τζόυς μας επιφυλάσσει μια θεαματική έξοδό του. Αφού αρνηθεί την πρόταση του Μπλουμ να κοιμηθεί στο σπίτι του, βγαίνουν για λίγο στην πίσω αυλή για να θαυμάσουν τον έναστρο ουρανό (Το ουρανόδεντρο των άστρων κρεμόταν με υγρό νυχτογάλαζο φρούτο), και με πρόταση του Στέφανου ο ένας μετά τον άλλον αρχίζουν να κατουρούν ατενίζοντας τα άστρα. Ο επιστημονικός λόγος του Τζόυς, δεν ξεχνά να μας δώσει και την λεπτομερή τροχιά των ουρήσεών τους!

Και μόνο οι ερωτήσεις των ερωταπαντήσεων μπορούν να αποτελέσουν μία επαρκή περίληψη του κεφαλαίου. Αν τις διαβάσεις μεμονωμένα, αυτές τις ποιητικές διατυπώσεις, μπαίνεις στο πειρασμό να δώσεις και δικές σου απαντήσεις, κάτι με το οποίο ίσως συμφωνούσε και ο ίδιος ο Τζόυς. Ανακάλυψε ο Μπλουμ κοινούς παράγοντες ομοιότητας μεταξύ των αντιστοίχων ομοίων και ανομοίων αντιδράσεών τους στην εμπειρία; Γιατί η απουσία φωτός τον ενοχλούσε λιγότερο από την παρουσία θορύβου; Γιατί μπορούσε αυτός τότε να ανέχεται αυτό το χάσιμο χρόνου του με τη μεγαλύτερη αταραξία; Ποιο παράδειγμα επικαλέστηκε για να πείσει τον Στέφανο ότι η πρωτοτυπία, αν και μπορεί να αποφέρει ανταμοιβή αφ' εαυτήν, δεν συντείνει πάντοτε στην επιτυχία; Πώς είχε αυτός προσπαθήσει να θεραπεύσει αυτή την κατάσταση συγκριτικής άγνοιας; Γιατί απέφευγε την εικοτολογία; Τι ανακούφισε την παρανόησή του; Για ποιο πλάσμα η πόρτα εξόδου ήταν πόρτα εισόδου; Ποιες ειδικές συγγένειες του φαινόταν ότι υπήρχαν μεταξύ της σελήνης και της γυναίκας; Για ποιο λόγο αυτός σκεφτόταν σχέδια τόσο δύσκολα να πραγματοποιηθούν; Με ποιες σκέψεις αυτός, ένας συνειδητός αντιδρών εναντίον του κενού της αβεβαιότητας, αιτιολόγησε στον εαυτό του τα συναισθήματά του;



Στο κεφάλαιο Άδης, είχα εντοπίσει θυμάμαι μια αναφορά του Τζόυς που μου είχε φανεί πολύ παράταιρη και είχα υποψιαστεί ότι δύσκολα θα ξανακάνει εμφάνιση ανάλογη σκέψη στο υπόλοιπο κείμενο. Ο Μπλουμ τότε είχε αναρωτηθεί, γιατί δεν βρίσκουν κάποιον αυτοματισμό για να αντικαταστήσουν έναν χειροκίνητο χειρισμό στις γραμμές του τραμ. Στην “επιστημονική” Ιθάκη, αρκετές σελίδες μετά, ο Μπλουμ αφού πρώτα κάνει διαμοιρασμό ιδιοσυγκρασιών (Ποιες δύο διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες αντιπροσώπευαν αυτοί; Την επιστημονική. Την καλλιτεχνική.), αποκαλύπτει την επιστημονική του κλίση, κυρίως προς την εφαρμοσμένη επιστήμη:

Ποιες αποδείξεις επικαλέστηκε ο Μπλουμ για να αποδείξει πως η τάση του ήταν μάλλον προς την εφαρμοσμένη, παρά τη θεωρητική, επιστήμη;
Ορισμένες πιθανές εφευρέσεις τις οποίες στοχάστηκε όταν ήταν ξαπλωμένος σε μια κατάσταση ύπτιας πλησμονής για να βοηθήσει την πέψη, παρακινημένος από την εκτίμησή του για τη σπουδαιότητα των εφευρέσεων που τώρα είναι κοινές αλλά κάποτε επαναστατικές, για παράδειγμα, το αεροναυτικό αλεξίπτωτο, το κατοπτρικό τηλεσκόπιο, ο σπειροειδής εκπωματιστήρας, η παραμάνα, το σιφώνιο μεταλλικού νερού, η δεξαμενή ρύθμισης στάθμης με βαρούλκο και υδατοφράκτη, η αντλία αναρροφήσεως.

Μόλις φεύγει ο Στέφανος και ο Μπλουμ μένει μόνος του στο σπίτι, αρχίζει μία περιγραφή και καταγραφή (με επιστημονική ακρίβεια, πάντα) διαφόρων αντικειμένων, των επίπλων, των συρταριών μετά των περιεχομένων τους, των βιβλίων της βιβλιοθήκης, και πολλών άλλων. Όποιος έχει διαβάσει το αριστούργημα του Ζορζ Περέκ “Ζωή, οδηγίες χρήσεως” μοιραία θα αναγνωρίσει στην Ιθάκη τον πλέον χαρακτηριστικό πρόγονό του! Ο Περέκ βέβαια πήγε αυτήν την “τέχνη των πραγμάτων” πολύ μακρύτερα, αλλά δεν μπορείς να μην εντυπωσιαστείς στιγμιαία από την βαθιά επίδραση που είχε το έργο του Τζόυς στους επιγόνους του. Λιγότερο εμφανή επιρροή έχει ασκηθεί και σε τόσους άλλους συγγραφείς. Για να την ανακαλύψετε όμως απαιτείται και μια χρονική συγκυρία που θα την αναδείξει. Είχα διαβάσει πριν χρόνια τους Παλιούς Δασκάλους του Τόμας Μπέρνχαρντ. Κάποια τυχαία στιγμή, μια συναναγνώστρια του Οδυσσέα που τότε διάβαζε την Ιθάκη, μου υπέδειξε να διαβάσω  ένα υπέροχο απόσπασμα του μεγάλου Αυστριακού που είχε ποστάρει στο προφίλ του ένας διαδικτυακός μας φίλος. Πιστεύουμε ότι μπορούμε μετά να προσκολληθούμε στον Σαίξπηρ ή στον Καντ, μα αυτό είναι πλάνη, ο Σαίξπηρ και ο Καντ και όλοι οι άλλοι, που τους έχουμε αναγορεύσει στο διάβα της ζωής μας σε κατά τη γνώμη μας μεγάλους, μας αφήνουν σύξυλους ακριβώς τη στιγμή που τους έχουμε μεγάλη ανάγκη, είπε ο Ρέγκερ, δεν είναι για μας λύση και δεν είναι για μας παρηγοριά, ξαφνικά είναι για μας μόνο σιχαμεροί και ξένοι, όλα όσα σκέφτηκαν και έπειτα έγραψαν κιόλας αυτοί οι λεγόμενοι μεγάλοι και σπουδαίοι μας αφήνουν ανέγγιχτους, είπε ο Ρέγκερ. Πιστεύουμε πάντοτε ότι μπορούμε να στηριχτούμε την αποφασιστική στιγμή, συνεπώς τη στιγμή την αποφασιστική για τη ζωή, σ'αυτούς τους λεγόμενους μεγάλους και σπουδαίους, όπως πάντοτε, μα αυτό είναι σφάλμα, ακριβώς τη στιγμή την αποφασιστική για τη ζωή μάς παρατούν μονάχους όλοι αυτοί οι σπουδαίοι και μεγάλοι και αθάνατοι, όπως θα λέγαμε, δεν μας δίνουν τίποτα περισσότερο σε μια τέτοια στιγμή αποφασιστική για τη ζωή, μας δίνουν μόνο να καταλάβουμε ότι και ανάμεσά τους είμαστε μονάχοι, είμαστε παρατημένοι μονάχοι μας με μια πέρα για πέρα φοβερή έννοια, είπε ο Ρέγκερ. Κατόπιν με προέτρεψε να διαβάσω ένα απόσπασμα της Ιθάκης σε συνάρτηση με εκείνο του Μπέρνχαρντ. Και εγώ τα διάβασα μαζί, τα συνδύασα και  θαύμασα πόσο σπουδαία μπορεί να γίνει ώρες ώρες η λογοτεχνία, ακόμα και αν δεν μας δίνει (η ρουφιάνα) όλες τις απαντήσεις!




Ποια εγκεφαλική δραστηριότητα συνόδευε αυτή τη συχνά επαναλαμβανόμενη ενέργεια;
Συμπεραίνοντας δι' επισκοπήσεως αλλά εσφαλμένα ότι αυτός ο σιωπηλός του σύντροφος είχε εμπλακεί σε διανοητική σύνθεση συλλογίστηκε τις χαρές που αποκομίζει κανείς από την διδακτική λογοτεχνία παρά από την ψυχαγωγική καθώς ο ίδιος είχε προσφύγει στα έργα του Γουίλλιαμ Σαίξπηρ περισσότερες από μια φορές για την επίλυση δύσκολων προβλημάτων της φανταστικής ή της πραγματικής ζωής.

Είχε βρει τις λύσεις τους;
Παρά το προσεκτικό και επανειλημμένο διάβασμα ορισμένων κλασικών αποσπασμάτων, βοηθούμενος από λεξιλόγιο, είχε αποκομίσει ατελή πεποίθηση από το κείμενο, με τις απαντήσεις να μην αποφέρουν σε όλα τα σημεία.



Αποκαμωμένος από την κουραστική πολυσέλιδη μέρα του, ο Λεοπόλδος Μπλουμ ξαπλώνει στο κρεβάτι του, σε ανεστραμμένη κατεύθυνση σε σχέση με το σώμα της Μόλλυ. Λίγο πριν κοιμηθεί, αντί προβάτων, θα μετρήσει έναν έναν τους 25 εραστές της Μόλλυ (και 26ο τον Μπόυλαν) και θα κλείσει τα μάτια του, για να δώσει την σκυτάλη στην χειμαρρώδη φωνή της Μόλλυ που εντός ολίγου πρόκειται να ξυπνήσει. Καθένας ή Κανένας, έχει πια κοιμηθεί.

Ποιες γενικές διωνυμικές ονομασίες θα του ανήκαν ως οντότητα και μη οντότητα;

Εικαζόμενος από όλους ή γνωστός σε κανέναν. Καθένας ή Κανένας.



                                                                                               Μαραμπού




"Οδυσσέας", Τζέημς Τζόυς, μετ. Ελευθέριος Ανευλαβής, εκδ. Κάκτος, 2014, σελ 1098





1/8/16

"Πες μου μια ιστορία", Jeanette Winterson






Η μητέρα μου με ονόμασε Σίλβερ. 
Γεννήθηκα η μισή από πολύτιμο μέταλλο και η μισή από ψεύτικο.

Ένα μαγικό βιβλίο είναι το «Πες μου μια ιστορία» της Τζάνετ Γουίντερσον, από κείνα τα μυθιστορήματα που διατρανώνουν την ίδια την αγάπη για τις ιστορίες, τις συνδέσεις και τις λέξεις τους. Που χρειάζεται να τα διαβάσεις δεύτερη και τρίτη φορά για να καταλάβεις πως σου δείχνουν τον δρόμο.

Οι ιστορίες, η αγάπη, το σκοτάδι, το φως, η ανακάλυψη του εαυτού είναι τα βασικά θέματα του βιβλίου. Πρωταγωνίστρια η μικρή Σίλβερ που μένει ορφανή από την μαμά της. Τον πατέρα της δεν τον γνώρισε ποτέ, ήταν ένας πλάνητας ναυτικός. Στην πόλη βγαίνει ανακοίνωση μήπως κάποιος θα ήθελε να αναλάβει το ορφανό, αλλά κανείς δεν βρίσκει τον λόγο να κάνει κάτι τέτοιο. Τελικά ο κλήρος πέφτει στον τυφλό φαροφύλακα Πίου, που είναι άχρονος και ταγμένος μόνο σε έναν σκοπό.

Στο φάρο η Σίλβερ θα βρει την αγάπη, θα μάθει την συνήθεια, θα ακούσει τον Πίου να της λέει ξανά και ξανά πως οι ιστορίες δεν έχουν αρχή ούτε τέλος, πως η μια μπλέκει στην άλλη και την διαμορφώνει. Εκεί θα δει και το φως. Θα καταλάβει πως τα πράγματα οδηγούν το ένα στο άλλο. Πως αν δεν είχε πεθάνει η μαμά της, δεν θα είχε γνωρίσει την αγάπη του Πίου.

               Για να καθίσουμε έπρεπε να ξεσκονίσουμε τα καθίσματα απ’ το σκοτάδι. Το σκοτάδι κατασκήνωνε στις καρέκλες και κρεμόταν σαν κουρτίνα στην σκάλα. Μερικές φορές έπαιρνε το σχήμα των πραγμάτων που επιθυμούσαμε: ένα τηγάνι, ένα κρεβάτι, ένα βιβλίο. Μερικές φορές, έβλεπα τη μητέρα μου, σκοτεινή και αμίλητη, να έρχεται κατά πάνω μου.
              Το σκοτάδι ήταν μια παρουσία. Έμαθα να βλέπω μέσα του, έμαθα πώς να το διαπερνώ, έμαθα να βλέπω το δικό μου σκοτάδι.

Έτσι στην ιστορία της Σίλβερ, προστίθενται αυτές που της διηγείται ο Πίου: του ιερέα Νταρκ- που αρνήθηκε τον πραγματικό του έρωτα, προκάλεσε την τύφλωση της κόρης του και τελικά παντρεύτηκε μια αδιάφορη για αυτόν γυναίκα και μεγάλωσε έναν γιο που δεν αγαπούσε- του φίλου του Κάρολου Δαρβίνου, του Μίστερ Τζέκιλ και του κύριου Χάυντ, του Τριστάνου και της Ιζόλδης.

Το βιβλίο της Τζάνετ Γουίντερσον είναι ένα ταξίδι στους αιώνες, μια κραυγή για να ακολουθήσουμε τη ζωή που λαχταράμε, ένας ψίθυρος που ζητάει αγάπη· για τον εαυτό μας, για αυτό που είμαστε ή που θα επιθυμούσαμε να γίνουμε. Είναι ταξίδι ενηλικίωσης και μαζί ένας τρόπος απελευθέρωσης. 

                Υπήρχαν δύο Ατλαντικοί· ένας έξω από το φάρο κι ένας μέσα μου.
                Αυτό που είχα μέσα μου δεν διέθετε περιδέραιο με κατευθυντήρια φώτα.


                                                                             Κατερίνα Μαλακατέ


"Πες μου μια ιστορία", Τζάνετ Γουίντερσον, μετ. Αργυρώ Μαντόγλου, εκδ. Μελάνι, 2006, σελ. 227