Σελίδες

30/1/17

“Bonita Avenue”, Peter Buwalda



Tο Bonita Avenue έκανε μεγάλη αίσθηση στην Ολλανδία μόλις κυκλοφόρησε. Όταν μεταφράστηκε στα Αγγλικά, υπήρξε για το βιβλίο μεγάλος ενθουσιασμός. Στην Ελλάδα πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Κακώς. Πρόκειται για μια family saga επικών διαστάσεων, με μεγάλες δόσεις χιούμορ και εμπνευσμένη αφήγηση. Ο συγγραφέας, Peter Buwalda, είναι Ολλανδικής καταγωγής αλλά γεννήθηκε στις Βρυξέλλες το 1971, και πριν από αυτό, που είναι το πρώτο του μυθιστόρημα, είχε ασχοληθεί ενεργά με τη γραφή ως δημοσιογράφος και επιμελητής. Το Bonita Avenue ήταν για δυο χρόνια στην κορυφή των Ολλανδικών best seller κι έχει ήδη μεταφραστεί σε επτά γλώσσες.

Κεντρικός ήρωας είναι ο Σιμ Σιχέριες, ένας χαρισματικός μαθηματικός, πρύτανης Πανεπιστήμιου, που ζει με τις κόρες του Τζόνι και Τζάνις και τη δεύτερη γυναίκα του Τίνεκε στη Bonita Avenue στην Καλιφόρνια. Αφηγητής της ιστορίας - ως επί το πλείστον- ο αγαπημένος της πανέμορφης Τζόνι, ο Άαρον, ένας φαλακρός νεαρός φοιτητής φωτογραφίας, που έχει το ίδιο χόμπι με τον πατέρα της, το τζούντο. Η οικογένεια του Σιχέριες μοιάζει ιδανική. Όπως αποδεικνύεται όμως, τα φαινόμενα απατούν. Ο Σιμ έγινε καθηγητής μαθηματικών πολύ αργά, ενώ πριν ήταν δάσκαλος τζούντο, παντρεμένος με μια αλκοολική, κι είχε ένα αγοράκι εξαιρετικά προβληματικό. Όταν παντρεύτηκε την Τίνεκε ξέχασε και παράτησε τον γιο του, ανέλαβε τις δύο κόρες της σαν να ήταν δικές του, και πορεύτηκε έτσι. 

Όλα διαταράσσονται όταν ο Σιμ, που είναι υποψήφιος για υπουργός παιδείας, ανακαλύπτει όσο χαζεύει πορνοσάιτ, πως η κόρη του η Τζόνι έχει μια πολύ επιτυχημένη τέτοια ιστοσελίδα, όπου με συνένοχο τον Άαρον- που τραβάει τις φωτογραφίες- επιδεικνύει τα γεννητικά της όργανα. Ο κόσμος του Σιμ καταρρέει, ο παραβατικός γιος του τον εκβιάζει, καταλαβαίνουμε πως ο αφηγητής μας Άαρον έχει σχιζοφρενικά επεισόδια, η πλοκή γίνεται χαώδης και προκλητική. 

Ένα από τα βασικά ατού του βιβλίου είναι όχι τόσο η πλοκή του, όσο ο χειρισμός της. Ο Buwalda ξέρει καλά να διαχειρίζεται τους ήρωες του και τις κορυφώσεις της ιστορίας, κι αυτό για πρωτοεμφανιζόμενο είναι σχεδόν πρωτόγνωρο. Κατά τη προσφιλή τακτική των συγγραφέων της χώρας του, είναι υπεραναλυτικός και φτάνει τις λεπτομέρειες κάθε χαρακτήρα και κάθε περιγραφής στα άκρα. Παραδόξως όμως δεν σε κουράζει, ούτε σε κάνει να αγανακτείς, αντιθέτως, σε βάζει βαθιά στη ζωή των ηρώων του και πετυχαίνει την ταύτιση, ενώ εδώ που τα λέμε κανένας τους δεν είναι ιδιαιτέρως συμπαθής. 

Το Bonita Avenue μιλά για θέματα της εποχής, για τη δομή της οικογένειας, τους δεσμούς μέσα σε αυτή, την σκοτεινή πλευρά του ίντερνετ, για ανθρώπους χαρισματικούς κι άλλους όχι και τόσο. Οι ήρωες του είναι προκλητικοί, κάποιες στιγμές – τις πιο χιουμοριστικές- σχεδόν εξωπραγματικοί. Κι ο Σιμ Σιχέριες ένας από τους πιο απρόβλεπτους κεντρικούς χαρακτήρες μυθιστορήματος που ξέρω.

Αν έτσι είναι τα πρωτόλεια, τότε μερικοί από εμάς που γράφουμε πρέπει να πάμε να κρυφτούμε στη γωνιά μας. Ελπίζω πως και τα επόμενα βιβλία του Buwalda θα σταθούν στο ύψος του Bonita Avenue, και θα δικαιολογήσουν την πρόθεσή μου να τα διαβάσω. Ίσως έτσι τον εκτιμήσουμε και στην Ελλάδα. 



“Bonita Avenue”, Peter Buwalda, μετ. Ινώ Βαν-Ντάικ Μπαλτά, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2016. σελ.555

18/1/17

"Η Ώρα του Αστεριού", Clarice Lispector



Με την ιστορία αυτή θα ευαισθητοποιηθώ, και ξέρω καλά πως κάθε μέρα είναι κλεμένη από το θάνατο. Δεν είμαι διανοοούμενος, γράφω με το σώμα. Κι αυτό που γράφω είναι υγρή ομίχλη. Οι λέξεις είναι ήχοι μεταγγισμένοι από σκιές που διασταυρώνονται ανόμοιες, σταλακτίτες, δαντέλα, μετουσιωμένη μουσική εκκλησιαστικού οργάνου. Σχεδόν δεν τολμώ να κραυγάσω λέξεις σ’ αυτό το παλλόμενο πλούσιο δίχτυ, το νοσηρό και σκοτεινό που έχει για αντίστιξη το τραχύ μπάσο του πόνου. Allegro con brio. Θα προσπαθήσω να βγάλω από το κάρβουνο χρυσάφι. Ξέρω πως αναβάλλω την ιστορία και πως παίζω μπάλα δίχως μπάλα. Το γεγονός είναι πράξη; Ορκίζομαι πως αυτό το βιβλίο είναι φτιαγμένο δίχως λέξεις. Είναι βουβή φωτογραφία. Το βιβλίο αυτό είναι σιωπή. Το βιβλίο αυτό είναι ερώτημα. 

Έτσι μας συστήνεται ο ανώνυμος αφηγητής-συγγραφέας της Ώρας τους Αστεριού της Κλαρίσε Λισπέκτορ, για να μας πει πώς επινόησε τη Μακκαμπέα, ένα πλάσμα τελείως αδιάφορο. Η Μακκαμπέα είναι ένα κορίτσι ορφανό, υποσιτισμένο – τρώει μόνο χοτ ντογκ, ενίοτε και κανένα σάντουιτς με μορταδέλα- και πίνει κόκα κόλα. Ζει μαζί με άλλες τέσσερις κοπέλες σε ένα δωμάτιο, και ακούει το «ράδιο-ρολόι». Δεν την ενδιαφέρει τίποτα, δεν ξέρει τίποτα, δεν απολαμβάνει τίποτα. Νιώθει όμως λαγνεία. Και πόθο για τον λιμοκοντόρο «φίλο» της, τον Ολίμπικο, που την παρατά για μια άλλα, τροφαντή άσχημη. Η Μακκαμπέα, είναι άσχημη, δίχως στον ήλιο μοίρα. Ο Ολίμπικο, επειδή είναι άντρας, μπορεί κάποτε κάτι να κάνει με τη ζωή του. Αυτή όχι.

Η γραφή της Λισπέκτορ, που με είχε γοητεύσει στο Κοντά στην Άγρια Καρδιά, στην Ώρα του Αστεριού, απογειώνεται. Η συγγραφέας, στο τελευταίο της μυθιστόρημα πριν πεθάνει, μοιάζει πια να μην ενδιαφέρεται για καμία λογοτεχνική σύμβαση, να έχει αποδεσμευτεί ακόμα κι από την ίδια την ιστορία. Τη νοιάζουν οι λέξεις και τα αισθήματα, και η ροή των σκέψεων. Δεν την νοιάζει καν αν η Μακκαμπέα θα ζήσει ή θα πεθάνει. Δεν την ενθουσιάζουν οι περιγραφές, ούτε η δικαίωση της ηρωίδας της. Η Ώρα του Αστεριού είναι μόνο λέξεις, βαλμένες η μία δίπλα στην άλλη, καταδικασμένες να ασκήσουν ακραία γοητεία στον αναγνώστη. 

Η Κλαρίσε Λισπέκτορ ήταν μια ιδιότυπη περίπτωση συγγραφέα. Στη Βραζιλία λατρεύτηκε σαν θεά, υπάρχει ακόμα κι άγαλμά της, αν και έφτασε εκεί μωρό από την Ουκρανία κι έζησε μεγάλες περιόδους στο εξωτερικό λόγω του διπλωματη συζύγου της. Ήταν πανέμορφη, κι ισχυριζόταν πως δεν άνοιξε πότε ούτε ένα βιβλίο, πως το συγγραφικό ταλέντο της ήταν πηγαίο. Χάθηκε νωρίς από καρκίνο, αλλά οι εντυπώσεις όλων ήταν έτσι κι αλλιώς πως πρόκειται για ένα πλάσμα εξωπραγματικό. Ο μύθος της, βοηθά τον αναγνώστη να την ανακαλύψει, σε όποια χώρα κι αν μεταφράζεται. Αλλά αυτό που τον κάνει να διαβάζει ξανά και ξανά τα βιβλία της, είναι η ίδια η γραφή της που είναι μοναδική· αδύνατον να την αντιγράψεις ή να την αγνοήσεις.



                                                                                       Κατερίνα Μαλακατέ




"Η Ώρα του Αστεριού", Κλαρίσε Λισπέκτορ, μετ. Μάριος Χατζηπροκοπίου, εκδ. Αντίποδες, , σελ. 146












15/1/17

Ραδιοφωνικό Διαβάζοντας 6-8μ.μ. στον www.amagi.gr




Καλημέρα, καλημέρα! Κλήρωση! Και εκπομπή! Στο ραδιοφωνικό Διαβάζοντας σήμερα θα έχουμε τη χαρά να φιλοξενήσουμε τον καθηγητή κο Γιώργο Μαυρογορδάτο. Θα μιλήσουμε για το 1915: Ο Εθνικός Διχασμός

Κληρώνουμε 2 αντίτυπα του βιβλίου, ευγενική προσφορά από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ - PATAKIS PUBLICATIONS. Για να λάβετε μέρος στην κλήρωση πρέπει να πατήσετε "Μου αρέσει" και να κοινοποιήσετε ή/και σχολιάσετε το ποστ στο γκρουπ της εκπομπής ή απλά να αφήσετε ένα σχόλιο εδώ από κάτω ως τις 7:45 σήμερα. Η κλήρωση γίνεται στις 7:50 on air.

Μη μας χάσετε, σήμερα 15/1/2017 6-8μ.μ. πάντα στον www.amagi.gr.


Η προηγούμενη εκπομπή μας με την Αναγνωστική Ανασκόπηση του 2016 είναι εδώ:


Όλες οι παλαιότερες εκπομπές βρίσκονται εδώ:

https://www.mixcloud.com/katerinamalakate/




13/1/17

"Πέδρο Πάραμο", Juan Rulfo



Ξαναδιαβάζοντας Πέδρο Πάραμο δεν φανταζόμουν πως θα επανερχόμουν, να γράψω ξανά για αυτό, αλλά τελικά προέκυψε η ανάγκη για καταγραφή των σκέψεων. Πάλι.

Η ανάγνωση ενός μυθιστορήματος για δεύτερη ή τρίτη φορά μοιάζει λιγάκι με προσκύνημα: μπλέκεται η μνήμη της πρώτης ανάγνωσης με τις λεπτομέρειες που προσέχει πιο διεξοδικά κανείς στη δεύτερη γιατί τώρα ξέρει το μύθο. Το Πέδρο Πάραμο είναι τέτοιο μυθιστόρημα που όταν το διαβάζεις απαλλαγμένος από τον μύθο συνειδητοποιείς την μακρόπνοη ματιά του. Το Πέδρο Πάραμο είναι φτιαγμένο για πολλαπλές αναγνώσεις. 

Στο Πέδρο Πάραμο ο μύθος προηγείται του χρόνου, γιατί προηγείται του θανάτου, μας λέει ο Κάρλος Φουέντες στο εξαντλητικό επίμετρό του. Το κεντρικό θέμα του Πέδρο Πάραμο είναι ο θάνατος. Ο θάνατος σε βγάζει από τον χρόνο και το χώρο, αφήνει τις ψυχές έκθετες στα μουρμουρίσματα, τις σιωπές και τις ιστορίες τους.

Ένας άντρας φτάνει στην Κομάλα- ένα μεξικάνικο χωριό της επαρχία Χαλίσκο- αναζητώντας τον πατέρα του· το έχει υποσχεθεί στο νεκροκρέβατο της μάνας του. Τον πατέρα του, τον Πέδρο Πάραμο, δεν τον γνώρισε ποτέ. Σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως στην Κομάλα ζουν μόνο νεκροί. Μόνο νεκρές γυναίκες θα τον υιοθετήσουν κατά τη διάρκεια της αφήγησης μέχρι να καταλάβει πως κι ο ίδιος είναι νεκρός. 

Ο Πέδρο Πάραμο είναι ο απόλυτος κυρίαρχος της περιοχής. Όταν πέθανε ο πατέρας του, ο Πέδρο «απαλλοτρίωσε» όλα τα γύρω κτήματα. Αυτός κι ο γιος του, ο Μιγέλ, βίασαν σχεδόν όλες τις γυναίκες. Πάνω του στηρίχτηκαν όλοι για να ζήσουν. Κι όταν πέθανε ο μοναδικός του έρωτας, η Σουσάνα- η γυναίκα που ποτέ δεν τον άγαπησε-, τα άφησε όλα να ρημάξουν, κι η Κομάλα ερήμωσε. Κι όταν ήρθαν οι αντάρτες, δεν ενδιαφέρθηκε. 

Το Πέδρο Πάραμο είναι ένα μυθιστόρημα πολιτικό, όμως ταυτόχρονα είναι ένα βιβλίο ποιητικό. Οι νεκροί δίνουν τη δυνατότητα στο συγγραφέα να αποδεσμευτεί από τον χρόνο, οι ιστορίες, τωρινές και αλλοτινές, είναι ειπωμένες ταυτόχρονα, κι οι ψίθυροι των αμαρτωλών νεκρών δεν κοπάζουν ποτέ. Σου δίνει μέσα από τις σιωπές να καταλάβεις τι έγινε στο Μεξικό, τι συνέβη στη χώρα, αλλά ταυτόχρονα μιλά για τη μοίρα όλων των ανθρώπων.

Ο Χουάν Ρούλφο έγραψε ένα μαγικό βιβλίο, που αν προσπαθήσει κανείς να το υπεραναλύσει, θα το μικρύνει, θα χάσει κάτι από αυτή την ιδιαίτερη γεύση που αφήνει η ανάγνωση. Και σε αυτήν την επίγευση οφείλεται πως όλοι οι σπουδαίοι συγγραφείς του λατινοαμερικάνικου μπουμ, ονομάζουν το Πέδρο Πάραμο ως το μυθιστόρημα που άνοιξε τον δρόμο για την άνθηση του μαγικού ρεαλισμού. 




                                                                            Κατερίνα Μαλακατέ



«Πέδρο Πάραμο», Χουάν Ρούλφο, μετ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδ. Πατάκη, 2005, σελ. 260












Υ.Γ.42-42 Διάβασα ξανά Πέδρο Πάραμο στα πλαίσια της Λέσχης Ανάγνωσης του Booktalks. Θα μιλήσουμε για το Πέδρο Πάραμο και παράλληλα για την "Καρδιά του σκότους" την Κυριακή 15/1/2016 στις 3μ.μ.

12/1/17

«Το Νησί του Σημείου Νέμο», Jean-Marie Blas de Roblès



Ξεκίνησα να διαβάζω «Το νησί του Σημείου Νέμο» του Jean-Marie Blas de Roblès με μεγάλη όρεξη. Πριν κάποια χρόνια είχα πραγματικά απολαύσει το «Εκεί που ζουν οι Τίγρεις» ενώ οι πληροφορίες στο εξώφυλλο έλεγαν πως το μυθιστόρημα αποτίει φόρο τιμής σχεδόν σε όλη τη λογοτεχνία που αγαπήσαμε.

"Το μυθιστόρημα του Ζαν-Μαρί Μπλας ντε Ρομπλές αποτίει φόρο τιμής σε μια πλειάδα συγγραφέων, από τον Ιούλιο Βέρν, τον Αλέξανδρο Δουμά, τον Βίκτωρα Ουγκό και τον Κόναν Ντόυλ, ως τον Φλωμπέρ, τον Μέλβιλ, τον Τόμας Μαν και τον Μάριο Βάργκας Λιόσα"

Και στην αρχή, το οπισθόφυλλο δεν είχε άδικο. Η ιστορία που στηνόταν έφερνε βέβαια περισσότερο σε Αγκάθα Κρίστυ και λιγότερο σε Ιούλιο Βερν, όπως υπονοεί ο τίτλος. Ένας εκκεντρικός οπιομανής, ο Μαρσιάλ Καντερέλ προσπαθεί μαζί με τον φίλο του Τζον Σάιλοκ Χόλμς, να λύσει το μυστήριο της κλοπής ενός διαμαντιού αμύθητης αξίας που ήταν στην ιδιοκτησία της λαίδης ΜακΡέι. Με την λαίδη ο Καντερέλ έχει κι ένα εξώγαμο, την Βέριτυ, που για οκτώ χρόνια έχει πέσει σε ένα πολύ περίεργο κώμα. 

Παράλληλα τρέχουν άλλες δύο ιστορίες, η μία για ένα ζευγάρι που αντιμετωπίζει πρόβλημα ανδρικής ανικανότητας στο σεξ, και μετέρχεται ένα σωρό τρόπων,- μέχρι και μέλισσες να τσιμπήσουν το ανυπάκουο όργανο βάζουν-, για να λύσει το θέμα. Κι η άλλη, για ένα εργοστάσιο πούρων που ο Κινέζος επιχειρηματίας που το αναλαμβάνει το μετατρέπει σε εργοστάσιο που φτιάχνει e-readers και παίρνει μάτι όλο το προσωπικό. 

Σύντομα το αστείο και η νοσταλγία ξεθώριασαν και το βιβλίο άρχισε να μοιάζει με ένα συνονθύλευμα από άσχετα μεταξύ τους γεγονότα, από ονόματα λογοτεχνικών ηρώων άτακτα ερριμένα. Με λίγα λόγια, μιας και πλοκή δεν υπήρχε, βαρέθηκα εξόχως. Πόσο να θαυμάσει κανείς την ικανότητα ενός συγγραφέα να αναπαράγει καρικατούρες λογοτεχνικών χαρακτήρων των άλλων. Οι δυο παράπλευρες ιστορίες δε, κάποια στιγμή έφτασαν σαν όρια της ηδονοβλεψίας. Δεν έχω τίποτα με καλές σκηνές σεξ ούτε με τις πικάντικες λεπτομέρειες, απλά θεωρώ πως πρέπει να εξυπηρετούν κάποιο λογοτεχνικό σκοπό. 

Βαρυγκώμησα να τελειώσω «Το Νησί του Σημείου Νέμο» κι αλήθεια δεν βλέπω και τον λόγο να μπει κάποιος στον κόπο να γράψει ένα τόσο ογκώδες βιβλίο στηριζόμενος μόνο στην – εξαιρετική- αρχική ιδέα. Χρειαζόταν πολλές ακόμα για να γίνει ένα πραγματικά σπουδαίο μυθιστόρημα. 



                                                                                             Κατερίνα Μαλακατέ





«Το Νησί του Σημείου Νέμο», Jean-Marie Blas de Roblès, μετ. Δημήτρης Δημακόπουλος, εκδ. Πόλις, σελ. 444, 2016

10/1/17

"Φόβος κανένας", Γιάννης Φαρσάρης




    Στο Μπαρ

«Παρακαλώ, τι θα πάρετε;»
«Εκδίκηση»

Κι έτσι ο Γιάννης Φαρσάρης, παίρνει εκδίκηση για όλους μας. Η συλλογή διηγημάτων του «Φόβος κανένας» εκδόθηκε με crowdfunding. Κοινώς, έστησε έναν λογαριασμό στο Indiegogo όπου ζητούσε τη συνδρομή γνωστών και αγνώστων για να μαζευτούν 1000 ευρώ που θα κάλυπταν τα έξοδα της έκδοσης. Τελικά ανταποκρίθηκαν 122 άνθρωποι, μαζεύτηκαν 2000€, το βιβλίο βγήκε και είναι απολαυστικό. 

Η γραφή του Φαρσάρη σε κάνει να μην θέλεις να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου, έχει χιούμορ, άποψη κι εκείνη τη λοξή ματιά που σου δίνει τη δυνατότητα να σκεφτείς λίγο παραπάνω. Οι ήρωες του μοιάζουν καθημερινοί, διπλανοί μας, ενώ ταυτόχρονα με κάποιον μαγικό τρόπο δεν είναι· έχουν ένα στοιχείο διαστροφής. Το κοινό τους θέμα είναι ο θάνατος, το πένθος, αλλά κάθε άνθρωπος χειρίζεται την απώλεια με διαφορετικό τρόπο.

Πιο τρυφερό και ευαίσθητο είναι το πρώτο διήγημα της συλλογής, όμως και τα υπόλοιπα κρύβουν κομμάτια ανθρωπιάς μέσα σε μια κοινωνία που αγαπάει τους ανθρωποφαγους. Ο Φαρσάρης είναι διαβασμένος, τα διηγήματά του πατούν στην καλή ελληνική παράδοση των διηγηματογράφων μας. Όμως δεν μιμούνται. Το βασικό πρόβλημα των συλλογών διηγημάτων στην Ελλάδα είναι η μίμηση, η έλλειψη προσωπικού ύφους και τελικά η υιοθέτηση του ύφους ενός άλλου. Ο Φαρσάρης ξεφεύγει από αυτή την παγίδα, γράφει πρωτότυπα και στιβαρά, δεν σε κουράζει, δεν βαριέσαι. 

Αν και ο Γιάννης Φαρσάρης είναι γνωστός στον χώρο του βιβλίου και φαντάζομαι πως δεν είχε πρόβλημα να εκδώσει τη συλλογή του με συμβατικούς τρόπους, εκείνος επέλεξε το crowdfunding. O Φαρσάρης είναι από τους πρώτους που γοητεύτηκαν από τις δυνατότητες του διαδικτύου, φανατικός υποστηρικτής της ελεύθερης- που δεν σημαίνει πάντα δωρεάν- διάθεσης του λογοτεχνικού έργου στο ίντερνετ. Το βιβλίο του - των 122 εκδοτών- κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία, αλλά παράλληλα έγινε κοινό κτήμα: το e-book μοιράζεται ελεύθερα στο διαδίκτυο από την ανοικτή βιβλιοθήκη www.openbook.gr, αντίτυπα έχουν διατεθεί σε δημόσιες δανειστικές βιβλιοθήκες, ενώ απελευθερώθηκαν βιβλία και μέσω Book Crossing. 

Είθε το «Φόβος κανένας» να μη μείνει στην ιστορία ως το ένα και μοναδικό βιβλίο που εκδόθηκε με αυτόν τον τρόπο στην Ελλάδα. 


                                                                                                Κατερίνα Μαλακατέ



"Φόβος κανένας", Γιάννης Φαρσάρης, εκδ. Openbook, 2015, σελ.125






8/1/17

Το πρώτο ραδιοφωνικό Διαβάζοντας του 2017






Το πρώτο ραδιοφωνικό Διαβάζοντας του 2017 αυτή την Κυριακή 8 Ιανουαρίου 6-8μ.μ. Ανασκόπηση της προηγούμενης αναγνωστικής χρονιάς, νέες κυκλοφορίες, μικρά (και κομψά) λογοτεχνικά κουτσομπολιά. Μη με χάσετε σήμερα πάντα στον www.amagi.gr.


Κληρώνουμε: 

Για τον 1ο νικητή: Και τα τρία βιβλία της Τριλογίας της Νότιας Ζώνης μαζί: Αφανισμός, Επιβολή, Αποδοχή του Τζεφ Βαντερμιερ μετ. Μ. Μακρόπουλου

Για τον 2ο: "Αυτό που σου ανήκει", Γκαρθ Γκρινγουελ, μετ. Τόνια Κοβαλένκο

Για τον 3ο: "Οι πύλες του τίποτα", Σαμάρ Γιάζμπεκ, μετ. Αγγελική Σιγούρου

Όλα μας τα βιβλία είναι ευγενική προσφορά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Για να λάβετε μέρος στην κλήρωση πρέπει να πατήσετε "Μου αρέσει" και να κοινοποιήσετε ή/και σχολιάσετε το ποστ στο γκρουπ της εκπομπής στο φβ ή να αφήσετε ένα σχόλιο εδώ από κάτω το αργότερο ως τις 7:45μ.μ.. Η κλήρωση θα γίνει εκείνη την ώρα on air.






Όλες τις προηγούμενες εκπομπές μας τις ακούτε εδώ: 



3/1/17

"Λίγη Ζωή", Hanya Yanagihara


Το Λίγη Ζωή της Χάνια Γιαναγκιχάρα είναι ένα βιβλίο γεμάτο αναληθοφάνειες, μελό στα όρια, που εκβιάζει το συναίσθημα του αναγνώστη, βάναυσο, σκληρό, που δεν σε αφήνει να κοιμηθείς τα βράδια και παρεμβαίνει στα όνειρά σου. Η συγγραφέας του διαπράττει σχεδόν όλα τα λάθη που κάνει συνήθως ένας πρωτοεμφανιζόμενος, αν και είναι το δεύτερο της βιβλίο. Και με το δεύτερο βιβλίο καταφέρνει κάτι σχεδόν απίστευτο, να συγκλονίσει τον αναγνώστη. Το Λίγη Ζωή είναι η βροντερή απόδειξη πως κανόνες στην πεζογραφία δεν υπάρχουν, τα μεγάλα βιβλία είναι τέτοια γιατί καταφέρνουν να μας ταρακουνήσουν και να μας συνταράξουν. Το Λίγη Ζωή είναι ένα μεγάλο βιβλίο.

Η ιστορία που εκτείνεται σε περίπου 900 σελίδες, ξεκινά να παρακολουθεί τη ζωή τεσσάρων φίλων, του Τζέι Μπι, του Μάλκομ, του Γουίλεμ και του Τζουντ. Γνωρίζονται τυχαία στο Πανεπιστήμιο γιατί μένουν στο ίδιο δωμάτιο στην εστία και παραμένουν έκτοτε οι καλύτεροι φίλοι. Όσο τους γνωρίζουμε όμως, συνειδητοποιούμε πως το ενδιαφέρον της συγγραφέως στέκεται τελικά σε έναν μόνον ήρωα, τον ωραίο, αν και σακάτη, νεαρό δικηγόρο Τζουντ, με το ένοχο παρελθόν. 

Οι τέσσερεις φίλοι γίνονται όλοι φοβερά επιτυχημένοι. Ο Τζέι Μπι, αν και μαύρος από μονογονεική οικογένεια, εκθέτει τους πίνακες του στο Moma πριν γίνει καν 30, ο Μάλκομ, αρχιτέκτονας από πάμπλουτη οικογένεια, αψηφά τον πατέρα του, αφήνει τη σιγουριά της μεγάλης εταιρείας και με μια δική του ανεξάρτητη εταιρία κάνει τέχνη μέσω της αρχιτεκτονικής. Ο Γουίλεμ μετατρέπεται σε κινηματογραφικό σταρ παγκόσμιας εμβέλειας, ενώ ο Τζουντ, ορφανό από τα ιδρύματα, καταλήγει μεγαλοστέλεχος σε δικηγορική εταιρεία. 

Αν το χρήμα ήταν πρόβλημα στην αρχή, πολύ σύντομα δεν είναι. Το πρόβλημα είναι ο Τζουντ, που μας αποκαλύπτεται πως χαρακώνεται συστηματικά. Και πως πάσχει από ανίατους πόνους και δυσκολία στη βάδιση λόγω ενός ατυχήματος. Και πως όλα αυτά ίσως να οφείλονται στο πώς έζησε την παιδική του ηλικία. Όλα και όλοι περιστρέφονται γύρω από τον Τζουντ, οι υπόλοιποι φίλοι γίνονται δευτερεύοντες χαρακτήρες. Ο Τζουντ, ο,τι κι αν έζησε παλιά, τώρα λαμβάνει μόνο αγάπη, απεριόριστη και ατελείωτη. Αλλά αυτή δεν φτάνει. Δεν φτάνει για να συγχωρέσει- τον εαυτό του κυρίως-, για να σταματήσει να πονάει, να σταματήσει να κόβεται, να αποδεχτεί την αγάπη των άλλων, να υπάρξει. 

Εκεί γύρω στη μέση του μυθιστορήματος οι ιστορίες για την παιδική ηλικία του Τζουντ και την κακοποίηση που υπέστη γίνονται τόσο βάναυσες που με έβαλαν σε σκέψεις να παρατήσω το βιβλίο. Μια νύχτα σχεδόν δεν κοιμήθηκα. Όπως καταλαβαίνετε δεν το παράτησα, βιβλία που διεισδύουν μέσα σου με αυτόν τον τρόπο δεν τα παρατάς. Το αντίθετο, τα αγαπάς για πάντα. 

Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο επαναλήψεις, που γίνονται αφόρητες και αναγνωστικά και συναισθηματικά. Αυτό το τελευταίο είναι ο σκοπός τους. Οι χαρακτήρες του είναι ακραία κακοί ή ακραία καλοί, χωρίς πολλά πολλά ενδιάμεσα στάδια. Η φιλία των τεσσάρων παραμένει το κεντρικό θέμα όσα χρόνια κι αν περάσουν, ενώ όλοι ασχολούνται με τον Τζουντ όσο άδικος κι αν γίνεται. Το θέμα αλλά κι ο τρόπος της αφήγησης μοιάζουν πολύ με Ντίκενς, αλλά  έναν Ντίκενς σε μοντέρνα, σημερινή εκδοχή, που σοκάρει και τρομάζει.

Η Χάνια Γιαναγκιχάρα έγραψε ένα συγκλονιστικό βιβλίο. Δεν θα μπω στην διαδικασία να γράψω πως χρειαζόταν μια γερή επιμέλεια για να λείψουν ίσως κάποιες περιττές σελίδες- αυτό πια δεν αφορά την αναγνώστρια, αλλά τη συγγραφέα μέσα μου. Διάβασα το βιβλίο με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, ταυτίστηκα και συγκινήθηκα, αξίζει όλα τα επαινετικά σχόλια. Κι όλους τους ψόγους. Για να αποδείξει τελικά πως τα σημαντικά βιβλία – τα σημαντικά για τον καθένα- δεν επιδέχονται φιλολογικής ανάλυσης. Είναι άλλα αυτά που μετρούν πραγματικά στη λογοτεχνία.





"Λίγη Ζωή", Hanya Yanagihara, μετ. Μαρία Ξυλούρη, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 890, 2016