Σελίδες

30/5/17

"Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου", Thomas Wolfe





Η πέτρα του σκανδάλου, το βιβλίο που φταίει για το αναγνωστικό μου μπλοκάρισμα, είναι το «Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου» του Τόμας Γουλφ. Παρ’ όλο που αδιαμφισβήτητα πρόκειται για σπουδαίο ανάγνωσμα, κατάφερε για αρκετές μέρες να με κάνει να διαβάζω δέκα δέκα σελίδες. Ως την σελίδα 180 το πήγα απελπιστικά αργά, για να το τελειώσω μετά σε 3 μέρες με μεγάλη άνεση. Φταίει το βιβλίο, που κάποτε απεραντολογεί, κι άλλοτε πυκνώνει βασανιστικά, φταίει η μετάφραση του Κοσμά Πολίτη που μετρά κοντά 60 χρόνια και μοιάζει πολυκαιρισμένη, φταίει κι η αναγνωστική μου διάθεση.

Το «Γύρνα σπίτι άγγελέ μου» επανατυπώθηκε πρόσφατα  – από τις εκδόσεις Παρασκήνιο πέρυσι (είχε πρωτοκυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Καραβία το 1969 κι έπειτα από το Παρασκήνιο το 1991) κι από τις εκδόσεις Μεταίχμιο φέτος- σε μια μετάφραση που για την εποχή της ήταν κορυφαία. Όμως πώς να το κάνουμε, η εποχή αλλάζει, η γλώσσα αλλάζει. Στο «Γύρνα σπίτι άγγελέ μου» άξιζε μια νέα μετάφραση που θα βοηθούσε τον αναγνώστη να διαβάσει χωρίς να μεταφράζει στο μυαλό του.

Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο του Τόμας Γουλφ, που πέθανε πολύ νωρίς- μόλις στα 38 του από φυματίωση-, αλλά ήδη στην εποχή του θεωρούνταν ισάξιος του Χέμινγουεϊ και του Φιτζέραλντ, κάποιοι λένε και του Τζόυς. Πρόκειται για συγγραφέα που έχει επηρεάσει όλα τα μεγάλα ονόματα της Αμερικανικής λογοτεχνίας, από τον Φώκνερ ως τον Κέρουακ και τον Ροθ. 

Το μυθιστόρημα είναι πολύ έντονα αυτοβιογραφικό, ακολουθούμε τη ζωή του Ευγένιου Γκαντ (το άλτερ ίγκο του Γουλφ) από την εποχή που ήταν σπέρμα στην κοιλιά του πατέρα του. Ο Γουλφ με αφορμή την ιστορία και την οικογένειά του στήνει ένα εκπληκτικό πορτρέτο της Αμερικής των αρχών του 20ου αιώνα. Ο κάθε χαρακτήρας, οι γονείς του αλλά και τα αδέλφια του, έχουν ξεχωριστή θέση στο βιβλίο, με κορυφαία φιγούρα τον πατέρα. 

Ο πατέρας Γκαντ, ένας μέθυσος τυχοδιώχτης που αποκτά μια κάποια περιουσία όταν παντρεύεται μια φυματική γεροντοκόρη πολλά χρόνια μεγαλύτερή του και την αφήνει να πεθάνει χωρίς φροντίδα, είναι ένα απίστευτος χαρακτήρας. Παντρεύεται την Ελίζα, την μητέρα του Ευγένιου, που είναι κολλημένη με τα χρήματα και ζει μαζί της μια φτωχική και μίζερη ζωή, γεμάτη καυγάδες, γκρίνιες και "οικτιρμούς". 

Η μητέρα Ελίζα είναι ένα αλλόκοτο πλάσμα, που στήνει πανσιόν για να βγάλει λεφτά, κάνει παιδιά, τα οποία σχεδόν αγνοεί και κάποτε αναρωτιόμαστε αν καθόλου αγαπά, και έχει μανία με την κτηματική περιουσία. Βάζει τα παιδιά της να δουλεύουν από τα δώδεκα, τσιγκουνεύεται τη ζεστασιά, και φιλοξενεί στην πανσιόν της ένα σωρό υποκείμενα. Ο μόνος που γλιτώνει από την αμορφωσιά σε αυτό το περιβάλλον είναι ο Ευγένιος, γιατί είναι εξαιρετικό μυαλό και τον παίρνει υπό την προστασία του ένας δάσκαλος. Και πάλι όμως, οι γονείς του του κοπανάνε συνεχώς τα χρήματα που ξοδεύουν για αυτόν στο ιδιωτικό σχολείο κι έπειτα στο Πανεπιστήμιο. 

Ο Ευγένιος, το μικρότερο παιδί της οικογένειας, είναι μόνο. Παρ’ όλο που ζει σε αυτόν τον θορυβώδη λαβύρινθο με τα αδέλφια, τους «πανσιονέρηδες»- έτσι μεταφράζει ο Πολίτης τους ενοίκους της πανσιόν- τον πατέρα του που γκρινιάζει μεγαλοφώνως απαγγέλοντας Σαίξπηρ και τη Βίβλο μεθυσμένος, είναι τελικά βυθισμένος σε μια απέραντη μοναξιά. Την απαλύνει λίγο ο αδελφός του Μπεν. 

Ο θάνατος του Μπεν είναι το κορυφαίο σημείο, κι ένα πραγματικό συγγραφικό επίτευγμα. Και μόνο για τις στιγμές αυτές, αξίζει να διαβαστεί το βιβλίο. Όλα τα σημάδια της δυσλειτουργικότητας της οικογένειας φαίνονται εκεί, όλη η μιζέρια και η βρωμιά. Ταυτόχρονα όλες οι καθηλώσεις και τα απωθημένα. 

Το γράψιμο του Τόμας Γουλφ είναι περίτεχνο, του αρέσουν οι ατελείωτες περιγραφές, οι φιλοσοφικές παρεκβάσεις, οι λεπτομέρειες. Εκεί όμως που διαβάζεις τρεις σελίδες φαινομενικά ανούσιας περιγραφής- κι ίσως γιατί έχεις υποστεί τον καταιγισμό όλων αυτών των μικροπραγμάτων -μοιάζει ξαφνικά σαν να ανοίγει ένα παράθυρο στα πιο βαθιά συναισθήματα των ηρώων- κυρίως του Ευγένιου. Σαν να βρίσκεσαι μπροστά σε ένα θαύμα. 

Το βιβλίο έχει χαρακτηριστεί πλειστάκις ως ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης. Είναι κι αυτό, αλλά δεν είναι μόνο. Ο συγγραφέας μετασχηματίζει την αυτοβιογραφία του σε μυθοπλασία και μας βάζει έτσι σε έναν κόσμο μοναχικό και σκοτεινό, όπου τα εξωτερικά μεγάλα πολιτικά γεγονότα, ο Πόλεμος, το κραχ, η ποτοαπαγόρευση, μοιάζουν να μην τον αγγίζουν. Το μόνο που έχει σημασία είναι το άλγος της ψυχής του. 

Η γραφή του Γουλφ, πληθωρική, λυρική, με εξάρσεις, και κομμάτια stream of consiouness, χωρίς αφηγηματική ραχοκοκκαλιά και με πολύ χαλαρή πλοκή, μπορεί εύκολα να κουράσει τον αναγνώστη. Σε στιγμές μοιάζει πως το κείμενο δεν αντέχει στον χρόνο, πως είναι απελπιστικά παλιό και ξεπερασμένο. Ο μόνος τρόπος να το εκτιμήσεις είναι να αφεθείς στη χάρη του, να συνειδητοποιήσεις το βάθος και την πολυπλοκότητά του και τελικά να μαγευτείς. 



                                                                             Κατερίνα Μαλακατέ



"Γύρνα σπίτι, άγγελέ μου", Τόμας Γουλφ, μετ. Κοσμάς Πολίτης, εκδ. Μεταίχμιο, 2017, σελ. 658














25/5/17

Η σχετική φύση του πόνου




«Μην χρησιμοποιείτε τα παυσίπονα σαν να είναι καραμέλες», είπε αυστηρά. Ήταν ένα όμορφο μελαχρινό αγόρι με μούσι, γύρω στα τριάντα. Η ασθενής του καθηγητή, μια μάλλον μικροκαμωμένη σαραντάρα- τα μαλλιά της άλουστα, άγρια και μαύρα από την ταλαιπωρία της εγχείρησης- τον κοίταξε με μάτι θολό, μες στη μορφίνη. Δεν αντέδρασε. 

Η υφή του πόνου αλλάζει ανάλογα τον πονεμένο. Η εστίαση αλλάζει· ανάλογα αν πονάς ή συμβουλεύεις. Ο πόνος του πόνου του άλλου εξαρτάται από το τι νιώθεις για τον άλλο. Στη δική μας δουλειά, οι αποτελεσματικοί είναι αυτοί που δεν νιώθουν. Που ξέρουν πώς να αφήνουν τον πόνο των άλλων πίσω. 

«Δεν μπορείτε να παίρνετε τρία μεσουλίντ την ημέρα. Θα διαλύσετε τα νεφρά και το συκώτι σας», είπε η φαρμακοποιός. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα και στιλπνά. Θα πλησίαζε τα σαράντα. Η κυρία Μαρίτσα διαμαρτυρήθηκε:

«Δεν ξυπνάς εσύ κάθε μέρα με πόνο στα κόκκαλα, παιδί μου. Πες μου, τι άλλο να πάρω». 
«Θα σας δώσω εγώ μια αλοιφή»
«Δεν κάνει τίποτα η αλοιφή. Τη βάζει κι η αδελφή μου». 


Το αποτέλεσμα είναι σχετικό. Ανάλογα τι σε ενδιέφερε από την αρχή. Ίσως να σε ένοιαζε μια νέα τεχνική. Ή πάλι, να είχες κατά νου να μειώσεις τους χρόνους σου. Μπορεί να σκεφτόσουν τη βιοψία, και πώς θα τη χρησιμοποιήσεις για να κάνεις μια ερευνητική εργασία. Πιθανώς να σκεφτόσουν πόσα θα είναι μες στο φακελάκι, 1000, 2000, μπορεί και 2500 αν ήσουν τυχερός. Μπορεί να είχες κατά νου, μόνο να μην αιμορραγήσεις. Ή απλά να ξυπνήσεις από τη νάρκωση. Ή να μην πεθάνεις. Ή να μην πονάς. 

«Πονάω γιατρέ, ακόμα. Πότε θα τελειώσει αυτός ο πόνος»
«Αναγκαστήκαμε να ράψουμε τα νεύρα των πλευρών. Σου κάνει νευροπαθητικό πόνο ο διαβήτης. Τι φταίω εγώ που έχεις διαβήτη; Τι φταίω εγώ που είχες έναν όγκο στο συκώτι; Τι φταίω εγώ που έπρεπε να σου κόψω το συκώτι; Τι φταίω εγώ που εσύ πονάς; Τι φταίω. Δεν φταίω. Εγώ μόνο τι πρέπει να κάνεις θα σου πω». 
«Πονάω γιατρέ, πότε θα τελειώσει αυτός ο πόνος»
«Περίμενε λίγο ακόμα. Μην παίρνεις τα παυσίπονα σα να είναι καραμέλες» 

Μεγάλες νίκες μετά από μια ηπατεκτομή θεωρούνται τα εξής: να σου βάλουν την αντλία της μορφίνης, να σου βγάλουν τον ρινοκαθετήρα, να σταματήσει η παρεντερική θρέψη, να φας την πρώτη σου νερόσουπα, να σου βγάλουν τα μαχαίρια της κεντρικής φλέβας στο λαιμό, να σε αφήσουν χωρίς μορφίνη, να σου βγάλουν την παροχέτευση τους αίματος από την πληγή, να σου βγάλουν τον καθετήρα, να σε πάνε τουαλέτα, να σου κόψουν τα οπιούχα, να περπατήσεις κατά μήκος του διαδρόμου του νοσοκομείου, να σε κάνουν το πρώτο σου μπάνιο, να σε βγάλουν από το νοσοκομείο, να σηκώνεσαι μόνη σου, να πηγαίνεις τουαλέτα μόνη σου, να τρως, να φτιάξεις τον πρώτο σου καφέ, να κάνεις το πρώτο σου μπάνιο. Να μην σοκάρονται πια τα παιδιά σου όσο σε βλέπουν ένα κουβάρι πόνο.

«Είναι η ηλικία, κύρια Μαρίτσα μου. Τι άλλο να κάνουμε; Υπομονή. Μην παίρνεις τόσα μεσουλίντ. Να φυλάξουμε τα νεφρά. Έχεις και διαβήτη. Και πίεση. Να πεις στα παιδιά σου να σε βοηθήσουν. Τι κάνουν κι αυτά, μητέρα τους είσαι! Θα στην πάρω την πίεση. Ναι, περίμενε εκεί στην καρεκλίτσα. Μόλις τελειώσω με την κυρία. Ναι, θα στην πάρω την πίεση. Να περάσει κι η ώρα σου. Περίμενε στην καρεκλίτσα».

Ο ουδός του πόνου είναι διαφορετικός για κάθε ασθενή. Για άλλους αρκεί ένα χτύπημα στο μικρό δάχτυλο του ποδιού, άλλοι αντέχουν να χάσουν το παιδί τους. Ο πόνος δεν είναι μετρήσιμος. Ούτε εξαγοράσιμος. Θέλω να πω. 

«Δυο μήνες τώρα ούτε τα παιδιά μου δεν πήρα αγκαλιά. Σας το ορκίζομαι, γιατρέ. Πότε θα τελειώσει αυτός ο πόνος; Πότε θα είμαι ξανά όπως πριν. Θέλω να είμαι όπως πριν, να οδηγώ και να δουλεύω και να κάνω έρωτα». Η γυναίκα είναι απελπισμένη. Κι η κοιλιά της μοιάζει ένας σωρός από σύρματα. Φράχτης, για να κλείνει τους άλλους απέξω. Και τα μαλλιά της, από τότε με την μορφίνη, έχουν μια θαμπή αγριάδα. Χάσαν τη στιλπνότητά τους.

«Γκόμενο στα σαράντα έψαχνες μωρέ και με πρήζεις με την τομή; Ανοιχτή εγχείρηση κάναμε, φαρμακοποιός είσαι, δεν το καταλαβαίνεις; Δεν σε νοιάζει που δεν χρειάστηκε ούτε μια μπουκάλα αίμα; Να, τον άντρα σου δεν τον πειράζει η ουλή, τον ρώτησα».

Ο καθηγητής είναι χωρατατζής. 

Είναι σχετική η δύναμη του πόνου. Μπορείς να τον υποστείς χωρίς ούτε μια πικρή λέξη. Μπορείς να τον δεις από μακριά, σαν λάμψη στο κορμί ενός άλλου. Μπορείς να πατήσεις το κουμπί στην αντλία της μορφίνης. Είναι σχετική η φύση του πόνου. Η αποφόρτιση των νευρικών απολήξεων και το σήμα στον εγκέφαλο. Αναλόγως τον εγκέφαλο που δέχεται την αποφόρτιση· και το σήμα.

«Παιδιά, γύρισα. Ναι, με έπρηξε και σήμερα η κυρία Μαρίτσα, τρία τέταρτα ήταν στο φαρμακείο. Γριές, τι περιμένεις;»

                                                            

                                                                                     Κατερίνα Μαλακατέ




*Η Κατερίνα Μαλακατέ είναι φαρμακοποιός. Το τελευταίο της μυθιστόρημα είναι «Το Σχέδιο» από τις Εκδόσεις Μελάνι. 


Υ.Γ. 42 Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο πρόσφατο τεύχος του περιοδικού  δε+κατα στα πλαίσια του αφιερώματος "Λογοτεχνικές περιθάλψεις". Εκεί το έχει επιμεληθεί ο ποιητής Κωνσταντίνος Μπούρας, υπεύθυνος του τεύχους, εδώ το διαβάζετε στην ακατέργαστη μορφή του.


24/5/17

"Σώμα στη βιτρίνα", Αργυρώ Μαντόγλου




Πολυεπίπεδο και διαφορετικό, το «Σώμα στη βιτρίνα», αποτελεί μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα στημένο στους δρόμους του Άμστερνταμ, που περνά με άνεση από το 1664 στο 2014, δένοντας τους πρωταγωνιστές με ένα αόρατο σκοινί αισθήσεων, συναισθήσεων και παραισθήσεων. 

Οι τέσσερις κεντρικοί ήρωες έχουν πράγματα που δεν θέλουν να θυμούνται στην πλάτη τους. 

Ο Άγγελος είναι ένας ψυχίατρος, που παράτησε το ιατρείο του και άνοιξε ξενοδοχείο γιατί δεν άντεχε τους ασθενείς του· για την ακρίβεια τη γεύση τους. Ο Άγγελος πάσχει από συναισθησία: άνθρωποι, πίνακες, καταστάσεις τού φέρνουν γεύσεις στα χείλη που τον βασανίζουν.

Η Ελισάβετ είναι μια συγγραφέας σε απόγνωση, που μετακόμισε στο άδειο σπίτι της φίλης της στην Ολλανδία για να γράψει, αλλά τη στοιχειώνει ο μικρός πίνακας πάνω από το γραφείο της. Προσπαθεί να απομακρυνθεί από τον έρωτα, όσο εκείνος την ψάχνει.

Η Νατάσσα είναι ένα κορίτσι της βιτρίνας. Πουλάει το κορμί της για να επιβιώσει και να ξεχάσει. Το πώς βρέθηκε στον δρόμο με τα Κόκκινα φανάρια, το τι τη βασανίζει, δεν θα το μάθουμε παρά μόνον στο τέλος. 

Κι η Έλσε είναι μια μικρή χωριατοπούλα, που το 1664, έρχεται στο Άμστερνταμ για να βρει την τύχη της. Ζει σε ένα άθλιο κοινόβιο, η σπιτονοικοκυρά της την εκβιάζει συνεχώς για τα νοίκια, λατρεύει τα στολίδια και τα φορέματα, ονειρεύεται μια άλλη ζωή κι όχι αυτή της υπηρέτριας ή της πόρνης για την οποία προαλείφεται. Τελικά γίνεται μοντέλο του Ρούμπενς.





Η τέχνη, το ένστικτο, οι άνθρωποι, το τυχαίο, η ειμαρμένη, τα κορμιά που πουλιούνται κι αγοράζονται, τα όνειρα για μια καλύτερη, διαφορετική ζωή από αυτό που μας ήταν γραμμένο, όλα μπλέκονται και δίνουν ένα βιβλίο γοητευτικό που σε κρατάει ως το τέλος. Το κακό, σε διάφορες μορφές, κυκλώνει τους ήρωες, όμως δεν τους αντιπαθείς, ξέρεις πως είναι ανθρώπινοι, έχουν πάθη κι εμμονές. 

Η αφήγηση, τριτοπρόσωπη, αλλάζει συχνά εστίαση. Η γραφή έχει κάποιες αμήχανες στιγμές, αλλά το συνολικό οικοδόμημα είναι στέρεο και πολύ ενδιαφέρον. Η δομή, με όλα τα πισωγυρίσματα στον χρόνο και στους τόπους, είναι ξεκάθαρη. Σε κάθε περίπτωση υπάρχει διευκρίνιση στην αρχή κάθε κεφαλαίου για ποιον ήρωα μιλάμε και ποια χρονική περίοδο. Η ιστορία της Έλσε είναι αληθινή, η συγγραφέας βασίστηκε σε ένα σκίτσο του Ρούμπενς που απεικονίζει τον απαγχονισμό της ηρωίδας της, όπως και  στα αρχεία για την υπόθεση που δίνουν στοιχεία για την καταγωγή και τη ζωή της. 

Το «Σώμα στη βιτρίνα» με εντυπωσίασε. Διαβάζεται εύκολα, ξεχνιέται δυσκολότερα. Λογαριάζω να διαβάσω κι άλλα μυθιστορήματα της Αργυρώς Μαντόγλου στο μέλλον.



                                                               Κατερίνα Μαλακατέ 





"Σώμα στη βιτρίνα", Αργυρώ Μαντόγλου, εκδ. Μεταίχμιο, 2017, σελ. 404




21/5/17

Ραδιοφωνικό Διαβάζοντας





Κλήρωση! Και εκπομπή. Σήμερα Κυριακή 21/5/2017 μαζί μας στο ραδιοφωνικό διαβάζοντας ο Nicos Panayotopoulos. Θα μιλήσουμε για τα παλιότερα βιβλία του, αλλά και για τον "Γραφικό χαρακτήρα" και την επικείμενη έκδοση στα Ολλανδικά. 

Κληρώνουμε 3 αντίτυπα "Γραφικός χαρακτήρας", -στα ελληνικά- ευγενική προσφορά από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο - Ekdoseis Metaixmio. Για να λάβετε μέρος στην κλήρωση πατήστε "Μου αρέσει" και κοινοποιήστε ή/και σχολιάστε στο ποστ της εκπομπής στο φβ ή απλά αφήστε ένα σχόλιο εδώ από κάτω. Η κλήρωση θα γίνει on air κατά τις 7:50.

Μη μας χάσετε, 6-8μ.μ. πάντα στον www.amagi.gr.


Όλες οι παλαιότερες εκπομπές Διαβάζοντας βρίσκονται σε αυτό το λινκ: 

Μας ακούτε στο www.amagi.gr ενώ για ταμπλέτες και smartphone μπορείτε να μας ακούσετε από την εφαρμογή TuneIn ή και από την εφαρμογή του amagi.


19/5/17

«Θερισμός», Δημήτρης Τερζής




Δεύτερη συλλογή διηγημάτων για τον Δημήτρη Τερζή που επιμένει στη μικρή φόρμα και η επιλογή φαίνεται να τον δικαιώνει. Συλλογή πολύ διαφορετική από την έντονη, βίαιη και σεξουαλική πρώτη του [Το τέλος μιας τέλειας μέρας], με εξάρσεις λυρισμού και ιστορίες που μοιάζουν πιο μαλακές και τρυφερές, κάποιες αποδυναμωμένες από αυτό, άλλες βαθιά συγκινητικές. Εξάλλου στα χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στις δύο συλλογές πολλά άλλαξαν για τον ίδιο τον συγγραφέα και τη χώρα. 

Έτσι στον «Θερισμό» το φόντο είναι μάλλον επαρχιακό και βασικό θέμα είναι η κρίση· χωρίς να παύουν να απασχολούν τον Δημήτρη Τερζή και άλλα σημαντικά όπως η ταυτότητα, η απώλεια, η μοναξιά, ο θάνατος. Στα διηγήματα της συλλογής φαίνεται με καθαρότητα η ζωή της επαρχίας, η σύμπνοια και η ομοψυχία, το κουτσομπολιό και η κακοψυχιά, η λεβεντοσύνη και η ροπή προς τον φασισμό. Όλα αντάμα, καλά και κακά, συνθέτουν μια εικόνα της σημερινής Ελλάδας, που έχει πνιγεί από την πολιτική και οικονομική της κατάσταση. Οι ήρωες του Τερζή είναι πολλών λογιών, άλλοι απομονωμένοι και απογυμνωμένοι πεθαίνουν μες στην κυνικότητα της μοναξιάς, άλλοι ανακαλύπτουν τον πραγματικό έρωτα. 

Με συγκίνησαν οι ιστορίες της Ντίνας, με το μπλε ελεκτρίκ φόρεμα αντί για σάβανο, του Πουλαντζά και της γυναίκα του, τόσα χρόνια ερωτευμένοι, του νεαρού Μάνθου που γνωρίζει μια παρέα Αθηναίων κι ονειρεύεται να ξεφύγει μαζί τους, αλλά δεν γίνεται. Μου άρεσε πολύ κι εκείνη η ιστορία στο καφενείο με τον γέροντα που διώχνει τους φασίστες. 

Ομολογώ πως ο προηγούμενος αφηγηματικός τρόπος του Τερζή, γρήγορος και μανιασμένος, ταιριάζει πιο πολύ στην αναγνωστική μου ιδιοσυγκρασία. Από την άλλη ξέρω καλά από πρώτο χέρι πόσο σημαντικό είναι το δεύτερο βιβλίο που θα εκδώσει κανείς. Στο πρώτο συγχωρούνται σχεδόν τα πάντα, στο δεύτερο τίποτα. Ο Δημήτρης Τερζής θα γράψει σίγουρα και τρίτο. Κι αυτό είναι η πραγματική του νίκη. 



                                                                                       Κατερίνα Μαλακατέ



«Θερισμός», Δημήτρης Τερζής, εκδ. Ιωλκός, 2017, σελ.122








Υ.Γ. 42 Η έκδοση είναι πολύ προσεγμένη, με φοβερή γραμματοσειρά, ακόμα και για μας τους πρεσβύωπες. Δεν μου άρεσε η «καινοτομία» να μην μπει το οπισθόφυλλο στο οπισθόφυλλο αλλά στις μέσα σελίδες, ούτε τα τεράστια αυτιά.



17/5/17

Το αναγνωστικό μπλοκάρισμα.


δύο από τα ράφια μου με αδιάβαστα (δεν θα πούμε πόσα ράφια έχω συνολικά)



Το αναγνωστικό μπλοκάρισμα. Ή αλλιώς πώς και γιατί ένας συστηματικός αναγνώστης ξαφνικά δεν διαβάζει τίποτα. Ή έχει ένα βιβλίο και το λιβανίζει. Ή έχει δέκα βιβλία που τα αρχίζει αλλά κανένα δεν τελειώνει. Το αναγνωστικό μπλοκάρισμα μπορεί να σε βρει ανά πάσα στιγμή, τότε που σίγουρα δεν το περιμένεις, τότε που έχεις ρυθμό· καραδοκεί στη γωνία, σε κοιτάζει αφ’ υψηλού όσο οι στοίβες με τα αδιάβαστα ψηλώνουν. Γιατί αναγνωστικό μπλοκάρισμα δεν συνεπάγεται και αγοραστικό. Τα βιβλία συσσωρεύονται, σε περιγελούν, εσύ διαβάζεις 10 σελίδες την ημέρα πριν κοιμηθείς. Ο φόβος μεγαλώνει. Λες να μείνεις πάντα έτσι;

Το αναγνωστικό μπλοκάρισμα το έχουμε ζήσει όλοι- οι αναγνώστες. Για κάποιους μπορεί να είναι απόρροια μιας νέας φάσης ζωής και μόλις τα ωράρια κανονικοποιηθούν ξαναγυρίζει και ο ρυθμός στο διάβασμα. Για άλλους είναι ψυχολογικό, ένα ογκώδες βιβλίο που δεν κυλάει, υποχρεώσεις παντού, άγχος και πανικός. Μερικοί απλά αρχίζουν να ασχολούνται με το κινητό τους. Για μια ομάδα ανθρώπων είναι καθαρά υποχρεωτικό, χρειάζονται περιόδους στη ζωή τους που δεν διαβάζουν για να ηρεμεί το μυαλό. 

Μπορεί να κρατήσει μια εβδομάδα, ένα δεκαπενθήμερο, ένα μήνα, έχω δει κάποιους που δεν επανήλθαν ποτέ. Είναι ασθένεια ύπουλη και βασανιστική, σε γεμίζει ενοχές κι εντάσεις, μοιάζει σαν να κοροϊδεύεις τους γύρω σου και τον ίδιο σου τον εαυτό. «Διαβάζεις πολύ Κατερίνα, ε;». 

Πώς ξεπερνιέται το αναγνωστικό μπλοκάρισμα; Συνήθως με μια ωραία στρωτή αφήγηση. Για μένα είναι ένα από τα δύο, ή θα βυθιστώ σε ένα τεράστιο κλασικό που θα με κρατήσει μέρες στον κόσμο του ή θα διαβάσω δυο τρία μικρά και κομψά βιβλία επιστημονικής φαντασίας στη σειρά αφήνοντας κατά μέρος όλα τα άλλα. Σπάνια, πολύ σπάνια, ξεπερνάω την ασθένεια με non-fiction και δοκίμια. Συνήθως όταν ξεκινάω τέτοια βιβλία, απλά είμαι στο στάδιο της αποθεραπείας και τα αφήνω μισοδιαβασμένα. 

Μια φορά, στα 20 μου, το αναγνωστικό μπλοκάρισμα κράτησε 3 χρόνια. Βέβαια μπορεί να φταίει που ήμουν στο Πανεπιστήμιο, που είχα χάσει τη σταθερά της τεράστιας βιβλιοθήκης του Λυκείου και δεν ήξερα πια πώς να διαλέξω βιβλίο. Μπορεί να φταίει που διάβασα τότε τα άπαντα του Νταν Μπράουν και του Τομ Ρόμπινς, μπορεί πάλι κανείς να πρέπει να κατηγορήσει τα αδιάκοπα ξενύχτια μου ως το πρωί· και τα ξύδια. Ή που τότε ζούσα τον πρώτο μου έρωτα. Αλλά πάλι, ποιος ξέρει. Μπορεί απλά να χρειαζόμουν ένα τρίχρονο αναγνωστικό διάλειμμα. 

                            
                                                                                          Κατερίνα Μαλακατέ





9/5/17

Παρουσίαση Σχεδίου



Οι εκδόσεις Μελάνι και το Public Συντάγματος σας προσκαλούν στην παρουσίαση του μυθιστορήματος της



ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΜΑΛΑΚΑΤΕ
ΤΟ ΣΧEΔΙΟ



Την Τετάρτη 10 Μαΐου 2017, στις 7:00 μ.μ.στο PUBLIC ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ (Καραγιώργη Σερβίας 1, Αθήνα). Για το βιβλίο θα μιλήσει ο Φίλιππος Δρακονταειδής, συγγραφέας-μεταφραστής. 



https://www.facebook.com/events/295273740913822/




[photo credits: voltistes]






5/5/17

«Το κλαρινέτο», Βασίλης Αλεξάκης



Αγάπησα τον Βασίλη Αλεξάκη ήδη από το πρώτο του βιβλίο που διάβασα, το μ.Χ. Εκεί ο Αλεξάκης περιγράφει μεταξύ άλλων ένα περιστατικό στον Άγιον Όρος που πολύ απασχόλησε την ελληνική κοινωνία για χρόνια. Έπειτα με έψησαν τα βιβλία του που αφορούσαν την πατρίδα και τη γλώσσα.(εδώ κι εδώ). Συνήθιζα πάντοτε να λέω πως «πατρίδα μας είναι η γλώσσα» και η αποκάλυψη της σκέψης ενός συγγραφέα που ονειρεύεται τόσο στα Ελληνικά όσο και στα Γαλλικά ανάλογα με την περίσταση, με γοήτευσε σφοδρότατα. Η ανάλαφρη γραφή του μου άρεσε και στα ερωτικά, στο ξεχωριστό Τάλγκο και την Καρδιά της Μαργαρίτας. 

Όταν έφτασε στα χέρια μου το Κλαρινέτο ήξερα τι θα αντιμετωπίσω, ο Αλεξάκης επιλέγει συνήθως την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, σε κάνει να πιστεύεις πως γράφει αμιγώς αυτοβιογραφικά, πως αφηγητής είναι ο ίδιος. Του αρέσουν τα στιγμιότυπα κι όχι οι σφιχτοδεμένες πλοκές, αφήνει την αφήγηση να τον παρασύρει. Την αγαπώ τη γραφή του, καταφέρνει με ελαφρότητα για να πει τα πιο σπουδαία πράγματα. Έτσι και στο Κλαρινέτο, ενώ βασικό θέμα είναι η μνήμη, η απώλεια και ο θάνατος, το βιβλίο δεν βαραίνει. Ούτε όμως είναι ένα κομμάτι ημερολογίου. 

Η πλοκή ξεκινά γιατί ο αφηγητής ξεχνά τη λέξη «κλαρινέτο», και στα Ελληνικά και στα Γαλλικά. Θυμάται το όργανο, τη μορφή του, τον ήχο του, αλλά με κανέναν τρόπο πώς λέγεται. Με αφορμή αυτό μας αφηγείται τις τελευταίες στιγμές και των δύο εκδοτών του, στην Ελλάδα και στην Γαλλία, επωνύμως, αλλά και τους τελευταίους του έρωτες. Όμως είναι σαφής, ο,τι μοιάζει, δεν έγινε έτσι. Οι διάλογοι είναι ακριβείς στο πνεύμα κι όχι στο γράμμα του κάθε ανθρώπου. 

Το Κλαρινέτο είναι ευκολοδιάβαστο και συνοψίζει όλα τα βασικά θέματα που τον απασχολούν: τον έρωτα, τις σχέσεις, τη μνήμη, την πατρίδα, τη γλώσσα, την απώλεια, τον θάνατο. Το καινούργιο εδώ είναι η Κρίση. Ο αφηγητής, όπως και ο συγγραφέας στην πραγματική ζωή, γυρνά στην Αθήνα μετά τον θάνατο του Γάλλου εκδότη του για να ζήσει μόνιμα εδώ μετά από πολλά πολλά χρόνια. Κι έρχεται αντιμέτωπος με την Κρίση, που μοιάζει οικεία και ξένη μαζί. Δεν έχει βιώματα, αλλά μιλά άψογα τα ελληνικά, είναι και δεν είναι Έλληνας. Κι αυτή του η ιδιότητα δίνει ιδιαιτερότητα στη ματιά του και κάνει το βιβλίο σημαντικότερο. 

«Το κλαρινέτο» δεν είναι το καλύτερο βιβλίο του Βασίλη Αλεξάκη, εξάλλου είναι τόσα πολλά που θα δυσκολευόμουν να διαλέξω ένα. Είναι όμως ένα μυθιστόρημα- γιατί παρά τα εξωτερικά του σουσούμια δεν είναι αυτοβιογραφία- άξιο να διαβαστεί· από αυτούς που τον αγαπούν όπως εγώ και από αυτούς που θέλουν μια πρώτη γνωριμία με τη γραφή του. 



                                                                          Κατερίνα Μαλακατέ


«Το κλαρινέτο», Βασίλης Αλεξάκης, εκδ. Μεταίχμιο, 2016, σελ. 458








Υ.Γ. 42 «Το κλαρινέτο» είναι γραμμένο στα Γαλλικά και μεταφρασμένο από τον ίδιο τον συγγραφέα του στα Ελληνικά. Αυτό το παιχνίδι, που γίνεται εδώ και χρόνια, πότε από την μια πλευρά και πότε από την άλλη, με γοητεύει εξόχως. 

Υ.Γ. 42 Ακούστε την σχετικά σύντομη για τα δεδομένα της εκπομπής τηλεφωνική συνέντευξη του Βασίλη Αλεξάκη τη δεύτερη ώρα της εκπομπής: