Σελίδες

28/7/19

"Η ξηρασία", Jane Harper



Υποδειγματικό pageturner που δεν κάνει πουθενά κοιλιά και κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, είναι η Ξηρασία της Jane Harper. Ένα βιβλίο που δεν μοιάζει με πρωτόλειο- αν και είναι- και σε προδιαθέτει να διαβάσεις τα επόμενά της με λαχτάρα. 

Σε μικρή πόλη της Αυστραλίας, την Κιβάρα, έχει να βρέξει δύο χρόνια. Η ξηρασία φτάνει τους αγρότες στα όριά τους οικονομικά, οι φάρμες της περιοχής δυσκολεύονται να επιβιώσουν, κι η ένταση φτάνει στο αποκορύφωμα, όταν οι Χάντλερ βρίσκονται νεκροί. Όλοι πιστεύουν πως ο νεαρός πατέρας Λουκ σκότωσε την οικογένειά του- τον εξάχρονο γιο και την όμορφη και έξυπνη σύζυγό του- και μετά αυτοκτόνησε. Τότε όμως γιατί χαρίστηκε στο δεκαοκτάμηνο μωρό τους; Για την κηδεία εμφανίζεται ο άλλοτε κολλητός του Λουκ, Άρον Φαλκ, που τώρα είναι αστυνομικός οικονομικών εγκλημάτων. Παρ’ όλο που το κλίμα στην πόλη δεν τον σηκώνει, θα μείνει, για να ξεκαθαρίσει μαζί με τον τοπικό αστυνόμο, τι πραγματικά έγινε. 

Το παρελθόν στοιχειώνει το βιβλίο, ξετυλίγεται αργά, μαζί με την ιστορία στο παρόν. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί έξυπνα τη σχέση του Λουκ και του Άρον με συνεχή φλας μπακ,  δίνει μικρά δολώματα για το τι θα γίνει παρακάτω. Ταυτόχρονα αναλύεται όλη η νοοτροπία της υπαίθρου στην Αυστραλία, η μικρή κλειστή κοινωνία με τα πάθη, την αγριότητα και τις παρεκτροπές της. Τόσο οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες όσο και οι δευτερεύοντες είναι χτισμένοι αριστοτεχνικά, ενώ η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα εντείνεται όσο προχωρά η πλοκή. 

Η Ξηρασία είναι πολύ καλά δομημένη, σε βάζει στη λογική να βρεις το δολοφόνο, αν και όσο περνάνε οι σελίδες δεν σε νοιάζει μόνο αυτό, υπάρχουν κι άλλα που σε αφορούν. Πρόκειται για καθαρόαιμο αστυνομικό, χωρίς όμως τις φλυαρίες και τις κοινοτοπίες του είδους. Ένα μυθιστόρημα καλογραμμένο, ιδανικό για να σε ξαναβάλει σε αναγνωστικό ρυθμό, να δημιουργήσει τη γέφυρα που χρειάζεται ανάμεσα στα βιβλία, τη μίξη ανάμεσα σε ευκολοδιάβαστα και πιο δύστροπα, που κάνει την ανάγνωση αληθινή ψυχαγωγία. 




                                                    Κατερίνα Μαλακατέ




"Η Ξηρασία", Jane Harper, μετ. Χίλντα Παπαδημητρίου, εκδ. Μεταίχμιο, 2019, σελ. 420

24/7/19

"Συζητήσεις με φίλους", Sally Rooney





Δυσκολεύτηκα να βρω έναν λόγο για να συνεχίσω το διάβασμα του «Συζητήσεις με φίλους» της 28χρονης Σάλλυ Ρούνεϋ, κι αν τελικά το τελείωσα είναι για να καταλάβω γιατί ένα τέτοιο βιβλίο μπορεί να «αντιπροσωπεύει τη γενιά των millennials» ή τι το νέο κομίζει στη λογοτεχνία που το ξεχωρίζει και το καθιστά αρκετά σημαντικό για να ασχοληθούν τόσοι μαζί του. Ομολογώ πως ως το τέλος, δεν το βρήκα. Η Ρούνεϋ φαίνεται να αδιαφορεί για τη λογοτεχνική γλώσσα, το κείμενο μοιάζει άχαρο και κακογραμμένο. Έχει σε κάποια σημεία φρεσκάδα, σαν να διαβάζεις στάτους στα κοινωνικά δίκτυα, όμως πώς αυτό μπορεί να μετουσιωθεί σε λογοτεχνία ατόφιο και μη επεξεργασμένο, μου διαφεύγει. Τα πράγματα δεν βελτιώνονται ούτε από την ιστορία, γεμάτο δήθεν χαρακτήρες, με σχηματική πλοκή, στηρίζεται κυρίως στην ανάλυση των διαπροσωπικών σχέσεων. Συχνά νιώθεις πως διαβάζεις το «Sex and the city» του 2020.



H Φράνσις είναι μια 21χρονη ποιήτρια, που παλιά τα είχε με τη Μπόμπι, ενώ τώρα είναι απλά κολλητές. Μαζί κάνουν περφόρμανς ποίησης, ώσπου τους ανακαλύπτει η 37χρονη κριτικός λογοτεχνίας Μελίσσα. Η Μπόμπι θα γοητευτεί από τη Μελίσσα, μα η Φράνσις θα γοητευτεί από τον άντρα της, τον Νικ. Ο Νικ είναι 32χρονος, ηθοποιός, κούκλος, που πάσχει και από κατάθλιψη. Παρακολουθούμε τη Φράνσις και τη Μπόμπι στην εκδρομή που κάνουν όλοι μαζί στη Γαλλία, όπου η Μελίσσα τις καλεί σε μια έπαυλη που δεν είναι δική της, ενώ η Φράνσις πηδιέται με τον άντρα της. Η πλοκή είναι απελπιστικά αργή, η ηρωίδα- που όταν πληγώνεται ρίχνει και μια τσιμπιά στο μπράτσο της μέχρι να ματώσει και μετά βάζει τσιρότο, ενώ πάσχει από ενδομητρίωση και για αυτό έχει βαριές περιόδους-, είναι μάλλον αντιπαθής και εγωκεντρική.

Το να παρουσιάσεις τη γενιά που ανδρώθηκε μέσα στην κρίση, τους εικοσάρηδες, σαν ανθρώπους τόσο ρηχούς, που κινούνται και κοιμούνται με την προηγούμενη γενιά με άνεση μα δεν μπορούν να δέσουν ούτε τα κορδόνια τους, είναι επιφανειακό και εύκολο. Το θέμα με τα chat και τα mail δεν τσουλάει, φαίνεται παρωχημένο. Η τεχνολογία μάς προλαβαίνει συνεχώς, αν το έγραφε τώρα η Ρούνεϋ, μόλις 2 χρόνια μετά, η γλώσσα θα ήταν ήδη άλλη. Αυτή η γλώσσα είναι και το βασικό πρόβλημα. Για να γράψεις μυθιστόρημα σε μια γλώσσα έξω από τα καθιερωμένα λογοτεχνικά πρότυπα απαιτούνται κότσια και γνώση. Εδώ φαίνεται η συγγραφέας απλά να μην μπορεί, και να το επιδεικνύει κιόλας.




Εν ολίγοις, θα περίμενα από ένα μυθιστόρημα σαν κι αυτό, πολλαπλά επίπεδα. Για να μπορέσει να εκφράσει μια γενιά, δεν αρκεί η στείρα καταγραφή ενός κομματιού της, με μια γλώσσα του συρμού, απαιτείται άλλη δεξιοτεχνία. Το βάθος δεν επιτυγχάνεται όταν κανείς το παίζει μπλαζέ και αδιάφορος, αντίθετα χρειάζεται σκάψιμο και προσπάθεια. Εικάζω πως αν η Σάλλυ Ρούνεϋ είναι η νέα Φρανσουάζ Σαγκάν, ο νέος Τρούμαν Καπότε ή ο νεός Σάλιντζερ, όπως κατά κόρον διαφημίζεται, τότε η λογοτεχνία μας θα έχει σοβαρότατα προβλήματα στο μέλλον. 


                                             
                                                                    Κατερίνα Μαλακατέ


"Συζητήσεις με φίλους", Σάλλυ Ρούνεϋ, μετ. Μαρία Φακίνου, εκδ. Πατάκη, 2019, σελ. 382







Υ. Γ. Γενικά τα μεγάλα λόγια στα οπισθόφυλλα με κάνουν να κρατώ πια μικρό καλάθι.


11/7/19

"εκεί που ζούμε", Χρίστος Κυθρεώτης




Αυτό που εντυπωσιάζει στο βιβλίο του Χρήστου Κυθρεώτη, «εκεί που ζούμε», είναι η αφηγηματική άνεση, ο αβίαστος τρόπος με τον οποίο ακολουθούμε τη φωνή του πρωτοπρόσωπου αφηγητή και κεντρικού χαρακτήρα, Αντώνη Σπετσιώτη, σαν να είναι κάποιος δικός μας άνθρωπος, ίσως κι ο άλλος μας εαυτός. Θα μπορούσες να διαβάζεις ένα τέτοιο μυθιστόρημα συνέχεια, να έχεις τον ήρωα πλάι σου για πολλές σελίδες. Όμως -κι εδώ ίσως είναι κλειδί της ιστορίας-, ο συγγραφέας έχει βάλει όριο, ξέρουμε από την αρχή πως θα παρακολουθήσουμε μόνο μία μέρα από τη ζωή του Σπετσιώτη, και μάλιστα γνωρίζουμε τι θα κάνει ή τι προγραμματίζει να κάνει μέσα σε αυτή. Αυτό το αφηγηματικό πλαίσιο απελευθερώνει τον αναγνώστη κι απογειώνει το βιβλίο. 

Ο Αντώνης είναι δικηγόρος, βρέθηκε στη δικηγορία λίγο πολύ τυχαία, 35αρης, «συνεργάτης» σε ένα γραφείο. Έχει δύο μεγάλες σχέσεις πίσω του, τη Στέλλα και την Άννα, και δυο χωρισμένους γονείς. Αυτή τη Παρασκευή πρέπει πρώτα να αντιμετωπίσει μια ζόρικη υπόθεση στο δικαστήριο – ένα κέντρο αισθητικής έχει βάλει μια κυρία να υπογράψει ένα σωρό αποδείξεις για θεραπείες και τώρα κινδυνεύει να χάσει το σπίτι της-, να δει την πρώτη του κοπέλα τη Στέλλα με την οποία δεν έχει ξεκόψει, να συνοδέψει τον πατέρα του από το Χαλκούτσι στο Δήλεσι, όσο εκείνος οδηγεί ένα γεωτρύπανο, και τελικά αργά το βράδυ να βρεθεί στα «γενέθλια» ενός μπαρ, για να τα πει με την πρώην του, την Άννα. 

Ο Αντώνης είναι ένας χαρακτηριστικός άνθρωπος της γενιάς μας, καλών προθέσεων και πάστας, έξυπνος, απομονωμένος, σε μια δουλειά που δεν μοιάζει καθόλου ιδανική, χαμένος και αποπροσανατολισμένος, αλλά ταυτόχρονα τρυφερός και δοτικός. Ο Αντώνης νοιάζεται∙ για τη μάνα του που σπατάλησε τη ζωή της με τον πατέρα του πριν τον χωρίσει, για τον πατέρα του που κατέληξε μόνος σε ένα παράπηγμα στο Χαλκούτσι, αλλά πέρασε και τη ζωή του μόνος πάνω σε ένα γεωτρύπανο, γιατί αγαπούσε πολύ τη δουλειά του, για τις παλιές κοπέλες του, ακόμα και για την αγαθή πελάτισσα του ινστιτούτου αισθητικής. Αυτό δεν τον εμποδίζει να εκνευρίζεται, να χαίρεται, να μην μπορεί να δει τον εαυτό του ειλικρινά. Ο Αντώνης σε δύο μήνες θα φύγει από την Ελλάδα γιατί τον πήραν σε μια θέση στο εξωτερικό που ούτε καν ξέρει τι είναι, και δεν το ‘χει πει σε κανέναν, ούτε στην ίδια του τη μάνα. 





Οι ήχοι και οι εικόνες της πόλης πρωταγωνιστούν στο μυθιστόρημα. Κι η Ελλάδα της κρίσης. Αυτό όμως που το ξεχωρίζει, και το κάνει ένα από καλύτερα βιβλία που διάβασα φέτος, είναι η καθαρότητα. Ο ήρωας του Κυθρεώτη ψάχνει να βρει τον εαυτό του ή μάλλον προσπαθεί να υπερασπίσει αυτό που είναι ο εαυτός του, με μεγάλη δύναμη, η φωνή του είναι ξεκάθαρη, κι όταν ουρλιάζει, κι όταν ψιθυρίζει, κι όταν είναι δίκαιος, κι όταν είναι άδικος. Δεν έχει σημασία αν συμφωνείς ή όχι μαζί του, αν ταυτίζεσαι ή όχι, σου αρκεί που τον ξέρεις. Σπάνια συγγραφέας μπαίνει τόσο στο πετσί του ήρωά του. 

Το «εκεί που ζούμε» είναι ευκολοδιάβαστο και πολυεπίπεδο μαζί, βουτάει στα βαθιά της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, ακόμα και στους δευτεραγωνιστές, ειδικά στη φιγούρα του πατέρα. Αποδεικνύει πως η λογοτεχνία, τις περισσότερες φορές, φτιάχνεται από τα χωμάτινα υλικά του εαυτού μας, κι όχι μόνο από τη δομή και τη φόρμα. Ο Χρίστος Κυθρεώτης τα κατάφερε, έστησε ένα μυθιστόρημα που ακούγεται περίτεχνο- 440 σελίδες για μία μόνο μέρα ενός ήρωα- μα απελευθερώθηκε από τη μεγάλη παράδοση των μοντερνιστικών μυθιστορημάτων σε αυτή τη μανιέρα, έβαλε ψυχή και τον εαυτό του, κι έγραψε ένα βιβλίο που είμαι σίγουρη πως θα τον καθιερώσει ως έναν από τους βασικούς εκπροσώπους της γενιάς μας. 



                                                                    Κατερίνα Μαλακατέ


 
"εκεί που ζούμε", Χρίστος Κυθρεώτης, εκδ. Πατάκη, 2019, σελ. 440














Υ.Γ. 42 Η πρώτη φωτογραφία στην ανάρτηση είναι δικιά μου, η τελευταία της Αγγελικής Μποζίκη. Η φωτογραφία εξωφύλλου πάντως είναι του Ιάκωβου Ανυφαντάκη. 



3/7/19

"Σάμα", Antonio di Benedetto



Ένας άνθρωπος σε πτώση. Αυτό είναι ο Σάμα του Αντόνιο ντι Μπενεντέτο. Ένας άντρας που από κορεχιδόρ (διοικητής της επαρχίας στην Αργεντινή) καταλήγει νομικός σύμβουλος σε μια περιοχή πολύ μακριά από την οικογένειά του, μάλλον κάπου στην Παραγουάη, μόνο και μόνο γιατί δεν είναι Ισπανός αλλά απόγονος Ισπανών, κρεολός, Αμερικάνος. Ο Αντόνιο ντι Μπενεντέτο, αν και τοποθετεί την ιστορία του σε μια ταραγμένη εποχή στα τέλη του 18ου αιώνα, λίγο πριν τους πολέμους ανεξαρτησίας από τους Ισπανούς αποικιοκράτες, δεν γράφει ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Γράφει όμως ένα βιβλίο βαθιά προσωπικό, βασισμένο στις μεταπτώσεις, τις ασάφειες, τις ματαιώσεις του ανθρώπινου ψυχισμού. Ένα υπαρξιακό μυθιστόρημα, που οι ειδικοί τώρα τοποθετούν κοντά στον Ξένο του Καμύ ή τη Ναυτία του Σαρτρ, αν και έχει τη γοητεία της Λατινικής Αμερικής, που δεν διαθέτουν τα άλλα. 

Ο κορεχιδόρ ήμουν κάποτε εγώ: ένας άνθρωπος της Δικαιοσύνης, ένας δικαστής. Τούτη η αίγλη, αν και όχι τόσο λαμπερή όσο ενός ήρωα, ήταν τόσο αγνή, τόσο ανώτερη, που κανείς δεν μπορούσε να την αμαυρώσει, να την αρνηθεί. Ένας άνθρωπος άφοβος, με την αποστολή και τη θέληση να δώσει τουλάχιστον ένα τέλος στα εγκλήματα. Άφοβος.
"Του μίλησα για το ποιος ήταν ο Σάμα". Ένα αντιφέγγισμα από τη λαμπρότητα της άλλης μου ζωής, που δεν πρόσφερε καμιά παρηγοριά στη μουντάδα των ημερών που τώρα ζούσα. 

Ο Σάμα δεν είναι ένας συμπαθητικός ήρωας, ανατρέπει διαρκώς τις αρχές του, συμπεριφέρεται αλλοπρόσαλλα και ανήθικα, καταρρέει. Αυτό όμως με κάποιο τρόπο, και παρά την πρωτοπρόσωπη αφήγησή του, που δηλώνει το αντίθετο, δεν γίνεται προσωπικό. Πιθανότατα κάθε άντρας που θα βρισκόταν στη θέση του, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την οικογένεια και τα παιδιά του, ματαιωμένος και υποβιβασμένος χωρίς λόγο, απλήρωτος, αναγκασμένος να μένει από δω κι από εκεί, θα άρχιζε αργά και σταθερά να διαλύεται. Ο Σάμα νιώθει αποξενωμένος και μόνος, χάνει την ταυτότητα και την ανθρωπιά του, παραδίδεται σε κατά φαντασίαν σεξουαλική λαγνεία, κρατά τα προσχήματα μέχρι ένα σημείο, αυτό της απόλυτης ένδειας. Μετά δεν ενδιαφέρεται καν για αυτά- αυτό που ήταν, ο πυρήνας του, έχει κατακερματιστεί, και τίποτα πια δεν τον σώζει. Πρόκειται για ένα βιβλίο εξαιρετικά μετρημένο λεκτικά, με οικονομία δράσης και σκηνών, που όμως μεταφέρει τον ψυχισμό του ήρωα με ακρίβεια. Είναι σαν να είμαστε μέσα στο κεφάλι του, δεν του συγχωρούμε τις κτηνωδίες, τα μικρά ατοπήματα και τις μεγάλες γκάφες, μα με κάποιον τρόπο τον κατανοούμε. Μέσα από τον Σάμα η γελοιότητα αλλά και η τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, διατρανώνονται. 

Ο ντι Μπενεντέτο, που έγραψε το Σάμα περίπου την εποχή που γραφόταν το Πέδρο Πάραμο, επέλεξε να ζήσει και να γράψει μακριά από τα λογοτεχνικά κέντρα. Για αυτό, αν και ήταν γνωστός στους Λατινοαμερικάνους συγγραφείς, στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη τον ξέραμε ελάχιστα. Η μετάφραση και έκδοση του Σάμα το 2016 στα αγγλικά τον επανέφερε στο προσκήνιο και αποκατέστησε την αδικία. [Βέβαια εμείς εδώ στην Ελλάδα είχαμε διαβάσει και τους Αυτόχειρες το 2014]. Δεν ξέρω τι κάνει έναν συγγραφέα «καλά κρυμμένο μυστικό», τι κάνει ένα βιβλίο «αποκάλυψη», εξήντα δύο χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση. Ξέρω όμως τι είναι καλή λογοτεχνία- όχι να την ορίσω, απλά ξέρω να την αναγνωρίζω όταν τη διαβάζω. Και το Σάμα είναι σίγουρα ένα σπουδαίο λογοτεχνικό επίτευγμα. 


                                          Κατερίνα Μαλακατέ



«Σάμα», Αντόνιο ντι Μπενεντέτο, μετ. Άννα Βερροιοπούλου, εκδ. Καστανιώτη, 2018, σελ. 297







Υ.Γ. 42 Στη φωτογραφία ό,τι πιο κοντινό σε μάτε στην Ελλάδα, ice tea ροδάκινο χωρίς ζάχαρη. Αλλά δεν είχα νεροκολοκύθα.