Σελίδες

20/4/23

"Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών", Όλγκα Τοκάρτσουκ


Αγοράστε το εδώ


Έχω να κάνω μια εξομολόγηση, δεν είμαι καμιά σπουδαία οπαδός της Όλγκα Τοκάρτσουκ (να κι ο αγγλισμός πρώτος πρώτος). Μου άρεσε το «Αρχέγονο», δεν κατάφερα όμως να ολοκληρώσω τους «Πλάνητες», ένα βιβλίο που σχεδόν με εξόργισε και για τον τρόπο που ήταν γραμμένο, αλλά κυρίως για αυτά που έγραφε. Τότε θα μου πεις, τι στο καλό σε έπιασε κι έβαλες το «Αλέτρι» στη Λέσχη Ανάγνωσης; Νομίζω πως χρειαζόμουν εγώ η ίδια να επανατοποθετήσω την Τοκάρτσουκ μέσα μου, δεν έχουμε και φοβερά πολλές Νομπελίστριες Λογοτεχνίας, διάολε, για να μπορούμε να τις απορρίπτουμε έτσι με το πρώτο.

«Είσαι θετικά προκατειλημμένη με τις γυναίκες συγγραφείς» κουδούνιζε η φωνή της λογικής μέσα μου. «Θέλεις να σου αρέσουν, θέλεις να πετύχουν, ειδικά αυτές που αφήνουν τον τρόπο των λευκών Αμερικάνων ανδρών που καταδυνάστευσε τη λογοτεχνία τα τελευταία πενήντα χρόνια, τόσο στον τρόπο γραφής όσο και στη θεματική. Ειδικά αυτές που γράφουν ιδιότυπα και γυναικεία, βάζοντας κατά μέρος τον αποδεκτό τρόπο του Κανόνα». Δίκιο είχε η φωνή της λογικής, για αυτούς τους λόγους αγάπησα το «Αλέτρι». Για την ελαφριά διαστροφή του και την τόλμη του, για το παιχνίδι του ανάμεσα στα είδη, για την τόλμη η συγγραφέας να φορτώσει σε μια αντι- ηρωίδα όλα όσα αγαπά. Ακόμα και τα ζώδια ανέχτηκα, όπως ακριβώς κάνω υπομονή όποτε ο Όστερ ή ο Ντελίλο (δυο από τους πολυαγαπημένους μου λευκούς, άντρες, Αμερικανούς κτλ που λέγαμε) παθαίνουν παράκρουση με το μπέιζμπολ. Όπως ακριβώς.

Σε ένα πολωνικό χωριό κάπου στα σύνορα με την Τσεχία, όπου το χιόνι τον χειμώνα είναι βαθύ, μένουν μόνον τρεις άνθρωποι: η πρωταγωνίστρια μας, Γιανίνα Ντουσέικο, η Μεγάλη Πατούσα και το Σκιάχτρο. Τη Μεγάλη Πατούσα την βρίσκουν νεκρή ήδη από τις πρώτες σελίδες, να έχει πνιγεί με το κόκκαλο από ένα Ζαρκάδι, ενώ τα «αδέλφια» του τον παρακολουθούσαν να το τεμαχίζει.

Η Γιανίνα ( που σιχαίνεται το όνομά της) είναι μια γυναίκα που οι περισσότεροι θεωρούν αφελή και αλλοπαρμένη. Κάποτε ήταν μηχανικός γεφυρών, τώρα αποσύρθηκε σε αυτό το χωριό στη μέση του πουθενά και κάνει κάποιες ώρες Αγγλικά σε παιδάκια ή φυλάει τα σπίτι όσων έρχονται μόνο το καλοκαίρι. Είναι μόνη, πολύ μόνη, απροσδιόριστης ηλικίας, αν και όλοι της φέρονται σαν να είναι πολύ μεγάλη και να μην μετράει η γνώμη της— ακόμα και οι άντρες ίδιας ηλικίας με τη δική της. Έχει μανία να εξηγεί τα πάντα με τα ζώδια και τεράστια αγάπη για τη Φύση, που γιγαντώνεται όταν σκοτώνουν τις Σκύλες της. Κι όταν οι θάνατοι πυκνώνουν στην περιοχή, αρχίζει να αναπτύσσει μια θεωρία, πως τα Ζώα σκοτώνουν, πως τα Ζώα εκδικούνται που τα σκοτώνουμε.

Η Γιανίνα γράφει απανωτές επιστολές στην αστυνομία, αλλά ποτέ δεν παίρνει απάντηση. Η Εξουσία την αγνοεί, η Εξουσία πάει για παράνομο κυνήγι, η Εξουσία είναι διεφθαρμένη ως το κόκκαλο, η Εξουσία πεθαίνει από Ζαρκάδια και ζωύφια, το λέει και ο αστρολογικός της χάρτης. Η Γιανίνα με λιγοστούς συμμάχους, τον απόμακρο γείτονα Σκιάχτρο με τη μανία με την τάξη και την Καθαριότητα, τον μαθητή της που μεταφράζουν μαζί Μπλέικ κι έναν εντομολόγο που εμφανίζεται από το πουθενά, προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο, να βάλει τάξη στο σύμπαν. Αυτή, μια γριά αλλοπαρμένη.

Όσο στήνει αυτή την αντι-Ηρωίδα, η Τοκάρτσουκ μιλά με τρόπο μαγικό για όσα την αφορούν, για το τι κάνουμε στην φύση, για τον εθνικισμό, για τη διαφθορά της εξουσίας, για τον θάνατο των ζώων, για τον φεμινισμό. Ακόμα και για τα (γαμημένα) τα ζώδια. Και το κάνει με τόση μαεστρία, τόσο βαθιά λογοτεχνικά, που δεν φαίνεται καμία από τα ραφές του κειμένου, αφήνεσαι σε αυτό το ατμοσφαιρικό νουαρ υπαρξιακό θρίλερ μες στο χιόνι στα βουνά της Πολωνίας, ή σε αυτό το δείγμα κεντροευρωπαϊκού μαγικού ρεαλισμού, ή σε αυτό το δείγμα μεταμοντερνισμού, ή σε αυτό το δείγμα «οικολογικής λογοτεχνίας» ή σε αυτό το δείγμα καθαρής ατόφιας λογοτεχνίας. Η μορφή καταλύεται χωρίς καν να το καταλάβεις, η ηρωίδα και πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια είναι ταυτόχρονα πολύ αξιόπιστη και πολύ αναξιόπιστη, είναι αγαθιάρα και βαθιά φιλοσοφημένη.

Με κάποιον τρόπο είναι σαν να είναι το άλτερ ίγκο του ίδιου του Γουίλιαμ Μπλέικ, μυστικίστρια, παθιασμένη με τη Φύση, μια «δυστυχής, αφελής, παράφρων», Ιερά Τρελή. Για αυτό και οι στίχοι του που διατρέχουν το βιβλίο και ο (τόσο αντιεμπορικός) τίτλος ταιριάζουν γάντι σε αυτό το εγχείρημα. Για αυτό ίσως το απόλαυσα τόσο. Η Τοκάρτσουκ αφήνεται στη φωνή της, δεν την νοιάζουν τα πραγματολογικά στοιχεία κι ας γράφει φαινομενικά ένα whodunnit με λιγοστούς υπόπτους σε περιορισμένο τόπο και χρόνο, δεν την νοιάζει να ακολουθήσει τη λογική, μόνο την λογοτεχνικότητά της. Κι όπου τη βγάλει. Κι εμείς μαζί της.


                Κατερίνα Μαλακατέ



"Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών", Όλγκα Τοκάρτσουκ, μτφ. Αναστασία Χατζηγιαννίδη, εκδ. Καστανιώτη, 2022, σ.283












Υ.Γ. 42 Θέλω το όνομα του μεταφραστή στο εξώφυλλο; Ζητάω πολλα;




5/4/23

"Ένας πολύ γλυκός θάνατος", Simone de Beauvoir

 

Αγοράστε το εδώ

"Μα κυρία μου" απάντησε η νυχτερινή νοσοκόμα "σας διαβεβαιώνω ότι ήταν ένας πολύ γλυκός θάνατος"

Αυτό λένε οι νοσοκόμες στη Σιμόν ντε Μποβουάρ όταν πεθαίνει η μητέρα της, Φρανσουάζ, στα 87 της σε μια κλινική στο Παρίσι. Πόσο γλυκός μπορεί άραγε να είναι ο θάνατος; Το μικρό αυτό βιβλίο διαπραγματεύεται τις τριάντα τελευταίες μέρες που η Φρανσουάζ πέρασε στην κλινική, και μαζί οι κόρες της, η Σιμόν και η Πουπέτ, περνώντας από την αισιοδοξία στην απόλυτη βεβαιότητα του θανάτου της μητέρας τους και βλέποντας το σώμα της να καταρρέει πλήρως.

Η μητέρα της Μποβουάρ πέφτει όσο κάνει ντους, κι είναι μόνη της στο διαμέρισμά της. Καταφέρνει με μεγάλο κόπο να συρθεί ως το τηλέφωνο και να ειδοποιήσει. Για «καλή» της τύχη δεν την πάνε στο νοσοκομείο των κοινών θνητών αλλά σε μια κλινική. Εκεί τη βρίσκουν οι δυο της κόρες. Κι αποκαλύπτεται σιγά σιγά πως αυτό που νόμιζαν πως είναι ένα απλό σπάσιμο ισχίου, είναι τελικά ένας επιθετικός καρκίνος εντέρου. Κι έτσι αρχίζει το ψέμα. Δεν θα το πουν ποτέ στην ετοιμοθάνατη πως πεθαίνει.

Η Σιμόν συνειδητοποιεί πως δεν υπάρχει γυρισμός και προσπαθεί να διαχειριστεί το πένθος για κάποιον που θα πεθάνει, όσο αυτός είναι ακόμα ζωντανός. Και μετατρέπεται στην καλή κόρη, είναι συνέχεια εκεί, δεν ακολουθεί τον Σαρτρ στις υποχρεώσεις τους κ.ο.κ. Φυσικά δεν μπορεί να είναι η καλή κόρη. Η μάνα της της λέει πως δεν θέλει να μένει εκείνη τα βράδια, γιατί τη «Φοβίζει». Η μάνα της που γίνεται όλο και πιο ιδιότροπη και χειριστική, αλλά συνάμα πιο ανθρώπινη και διεκδικητική από όσο είχε υπάρξει στον βίο της που δεν ήταν ευτυχισμένος. Η μάνα της που συνεχίζει να χειρίζεται τις κόρες της με τον ίδιο τρόπο, τη Σιμόν με δέος και απόσταση, ενώ την Πουπέτ την έχει δεδομένη και λίγη. Δεν αλλάζουν οι σχέσεις των ανθρώπων στο νεκροκρέβατο.

Η Σιμόν ντε Μποβουάρ δεν κρύβεται, και καταφέρνει να μας μεταφέρει κι εμάς εκεί, στο δωμάτιο νοσοκομείου της μητέρας της, να μεταφερθούμε κι εμείς για αυτόν τον μήνα στον εξωπραγματικό κόσμο του να έχεις κάποιον ετοιμοθάνατο, κι όλα να περιστρέφονται μόνο από αυτή τη γνώση. Η ζωή σου αλλάζει, σημαντικά γεγονότα είναι μόνον αν πέρασε ο γιατρός, αν ήταν καλές οι νοσοκόμες της βάρδιας, αν ήταν καλή η νύχτα. Η ετοιμοθάνατη Φρανσουάζ στέφεται βασίλισσα τη μοναδική στιγμή της ζωής της που παύει να τη νοιάζει. Ή μπορεί ακόμα να τη νοιάζει. "Έπρεπε να βρεθώ εδώ για να σας έχω και τις δυο συνέχεια κοντά μου", τους λέει. Όσο γίνεται ακόμα πιο αδηφάγα σε σχέση με την προσοχή τους.

Η Μποβουάρ έγραψε αυτό το κείμενο για να λυτρωθεί προσωπικά από το φάσμα του θανάτου. Ταυτόχρονα όμως, το βιβλίο είναι λυτρωτικό και για τον αναγνώστη, γιατί είναι αφόρητα ειλικρινές. Η Σιμόν δεν κρύβει τίποτα, αφήνεται να πει την αλήθεια της, διαφορετική για τον καθένα που ζει το αντίστοιχο και ταυτόχρονα τόσο ίδια. Πονάνε οι λέξεις της. Την ίδια σίγουρα περισσότερο. Αλλά οι λέξεις έχουν αυτή την ιδιότητα, να σε πονάνε όσο σε βοηθάνε να διαχειριστείς το συναίσθημα.

Η Μποβουάρ εδώ είναι ανθρώπινη. Κατεβαίνει από τις αφίσες στα δωμάτια των μανάδων μας, γίνεται σχεδόν δική μας. Κατεβαίνει από το βάθρο της στο φαντασιακό μας, και γίνεται ένα με όλους. Όλους τους ανθρώπους που χάνουν έναν γονιό ή ένας αγαπημένο και δεν αντέχουν τη θνητότητα. Ο θάνατος δεν μπορεί να είναι γλυκός. Όμως είναι πάντα θάνατος. Αυτό που έχει σημασία είναι πως τον διαχειρίζονται οι ζωντανοί.

Αν κι τα βιώματά μου σε σχέση με τον θάνατο πολύ δικών μου ανθρώπων είναι πολύ διαφορετικά, το βιβλίο με πότισε με συναίσθημα. Με εξουθένωσε. Και ταυτόχρονα με βοήθησε να διαπραγματευτώ τον χαμό τους. Δεν ξέρω πολλά άλλα κείμενα που μπορούν να παινευτούν για κάτι τόσο σπουδαίο.


                    Κατερίνα Μαλακατέ



"Ένας πολύ γλυκός θάνατος", Simone de Beauvoir, μτφ. Γιώργος Ξενάριος, εκδ. Μεταίχμιο