Άραγε τι θα κάναμε σε τούτο το σπίτι αν δεν υπήρχαν οι βιβλιοθήκες; Μάλλον θα χρειαζόμασταν περισσότερα ρηλάξ. Τώρα είμαστε καλυμμένοι, το πρωί μετά τον θηλασμό το σκιουράκι χαζεύει τη μεγάλη βιβλιοθήκη στο σαλόνι. Η μαμά του μαγειρεύει. Το απόγευμα πριν τις βιταμίνες, το σκιουράκι χαζεύει τη βιβλιοθήκη στο γραφείο, όσο η μαμά του γράφει. Και μέσα στη νύχτα, όταν η μαμά πάει να πλύνει τα χέρια της, ανάμεσα στο άλλαγμα της πάνας και το φαγητό, το σκιουράκι κοιτά τη βιβλιοθήκη στο δικό του δωμάτιο (το κομμάτι που ξέμεινε εκεί μέσα ελλείψει άλλου χώρου) και δεν κλαίει. Κι αν ο μικρός χίκου χίκου είναι μόνο δυο μηνών, κι αν όταν είναι δυο, δώδεκα ή εικοσιδύο χρονών δεν θέλει ούτε να δει, ούτε να ακούσει για βιβλία, εγώ το χρέος μου θα το έχω κάνει. Προς το παιδί και τα βιβλία μου.
Τι θα έκανα εγώ αν δεν υπήρχαν βιβλιοθήκες στο πατρικό μου, αν δεν διάβαζα το “Oh brave new world” στα Αγγλικά σε ηλικία που μετά βίας κατάλαβα το τέλος, αν δεν πήγαινα σε ένα σχολείο με σημαντική βιβλιοθήκη; Μάλλον πάλι θα διάβαζα. Ή ίσως και όχι, μπορεί να διάβαζα μονάχα τα της επιστήμης μου και τέρμα.
Αυτός ο τύπος «αναγνώστη», που διαβάζει όλη μέρα επιστημονικά άρθρα, που γράφει κάποια από αυτά, που σπουδάζει δέκα ή δώδεκα χρόνια στην ανώτατη εκπαίδευση κι όμως δεν ανοίγει ένα λογοτεχνικό βιβλίο, με εκπλήσσει. Εγώ, που αγαπώ και τα επιστημονικά συγγράμματα και μου αρέσει να ακολουθώ τα τεκταινόμενα στην επιστήμη μου ακόμα και τώρα που είμαι στην αγορά εργασίας κι έξω από τα Πανεπιστημιακά νερά, δεν το διανοούμαι καν. Σα βαρετό και μονότονο μου κάνει. Σαν να μην είναι πραγματική αγάπη. Και τη δικαιολογία πως δεν υπάρχει χρόνος την ακούω βερεσέ.
Δεν ξέρω αν ο χίκου-χίκου θα γίνει αναγνώστης, αν θα αγαπά τη μουσική, όπως ο μπαμπάς του ή θα χαζεύει με τις ώρες τηλεόραση. Ξέρω πως θα προσπαθήσω να τα αγαπήσει τα βιβλία. Κι όταν αγαπήσει το είδος, νομίζω πως θα αγαπήσει και τα σχολικά. Έτσι, δεν θα τίθεται θέμα επιλογής, το ένα ή το άλλο. Ο χρόνος πάντα θα βρίσκεται. Ή και ποτέ. Γιατί καθώς θα παρατηρήσατε τον τελευταίο μήνα δε διαβάζω. Κι είναι καθαρά θέμα διάθεσης, χωρίς περιττές δικαιολογίες. Δε διαβάζω γιατί σε αυτή τη φάση δε γουστάρω να διαβάσω. Τόσο απλά. Αλλά οι βιβλιοθήκες μου με περιμένουν, με τα ραφάκια τους με τα αδιάβαστα, πιστές εκεί, μέχρι να ξαναγυρίσω.
Τι θα έκανα εγώ αν δεν υπήρχαν βιβλιοθήκες στο πατρικό μου, αν δεν διάβαζα το “Oh brave new world” στα Αγγλικά σε ηλικία που μετά βίας κατάλαβα το τέλος, αν δεν πήγαινα σε ένα σχολείο με σημαντική βιβλιοθήκη; Μάλλον πάλι θα διάβαζα. Ή ίσως και όχι, μπορεί να διάβαζα μονάχα τα της επιστήμης μου και τέρμα.
Αυτός ο τύπος «αναγνώστη», που διαβάζει όλη μέρα επιστημονικά άρθρα, που γράφει κάποια από αυτά, που σπουδάζει δέκα ή δώδεκα χρόνια στην ανώτατη εκπαίδευση κι όμως δεν ανοίγει ένα λογοτεχνικό βιβλίο, με εκπλήσσει. Εγώ, που αγαπώ και τα επιστημονικά συγγράμματα και μου αρέσει να ακολουθώ τα τεκταινόμενα στην επιστήμη μου ακόμα και τώρα που είμαι στην αγορά εργασίας κι έξω από τα Πανεπιστημιακά νερά, δεν το διανοούμαι καν. Σα βαρετό και μονότονο μου κάνει. Σαν να μην είναι πραγματική αγάπη. Και τη δικαιολογία πως δεν υπάρχει χρόνος την ακούω βερεσέ.
Δεν ξέρω αν ο χίκου-χίκου θα γίνει αναγνώστης, αν θα αγαπά τη μουσική, όπως ο μπαμπάς του ή θα χαζεύει με τις ώρες τηλεόραση. Ξέρω πως θα προσπαθήσω να τα αγαπήσει τα βιβλία. Κι όταν αγαπήσει το είδος, νομίζω πως θα αγαπήσει και τα σχολικά. Έτσι, δεν θα τίθεται θέμα επιλογής, το ένα ή το άλλο. Ο χρόνος πάντα θα βρίσκεται. Ή και ποτέ. Γιατί καθώς θα παρατηρήσατε τον τελευταίο μήνα δε διαβάζω. Κι είναι καθαρά θέμα διάθεσης, χωρίς περιττές δικαιολογίες. Δε διαβάζω γιατί σε αυτή τη φάση δε γουστάρω να διαβάσω. Τόσο απλά. Αλλά οι βιβλιοθήκες μου με περιμένουν, με τα ραφάκια τους με τα αδιάβαστα, πιστές εκεί, μέχρι να ξαναγυρίσω.