27/4/10

Και τώρα τί θα γένουμε χωρίς βιβλιοθήκες;

Άραγε τι θα κάναμε σε τούτο το σπίτι αν δεν υπήρχαν οι βιβλιοθήκες; Μάλλον θα χρειαζόμασταν περισσότερα ρηλάξ. Τώρα είμαστε καλυμμένοι, το πρωί μετά τον θηλασμό το σκιουράκι χαζεύει τη μεγάλη βιβλιοθήκη στο σαλόνι. Η μαμά του μαγειρεύει. Το απόγευμα πριν τις βιταμίνες, το σκιουράκι χαζεύει τη βιβλιοθήκη στο γραφείο, όσο η μαμά του γράφει. Και μέσα στη νύχτα, όταν η μαμά πάει να πλύνει τα χέρια της, ανάμεσα στο άλλαγμα της πάνας και το φαγητό, το σκιουράκι κοιτά τη βιβλιοθήκη στο δικό του δωμάτιο (το κομμάτι που ξέμεινε εκεί μέσα ελλείψει άλλου χώρου) και δεν κλαίει. Κι αν ο μικρός χίκου χίκου είναι μόνο δυο μηνών, κι αν όταν είναι δυο, δώδεκα ή εικοσιδύο χρονών δεν θέλει ούτε να δει, ούτε να ακούσει για βιβλία, εγώ το χρέος μου θα το έχω κάνει. Προς το παιδί και τα βιβλία μου.

Τι θα έκανα εγώ αν δεν υπήρχαν βιβλιοθήκες στο πατρικό μου, αν δεν διάβαζα το “Oh brave new world” στα Αγγλικά σε ηλικία που μετά βίας κατάλαβα το τέλος, αν δεν πήγαινα σε ένα σχολείο με σημαντική βιβλιοθήκη; Μάλλον πάλι θα διάβαζα. Ή ίσως και όχι, μπορεί να διάβαζα μονάχα τα της επιστήμης μου και τέρμα.

Αυτός ο τύπος «αναγνώστη», που διαβάζει όλη μέρα επιστημονικά άρθρα, που γράφει κάποια από αυτά, που σπουδάζει δέκα ή δώδεκα χρόνια στην ανώτατη εκπαίδευση κι όμως δεν ανοίγει ένα λογοτεχνικό βιβλίο, με εκπλήσσει. Εγώ, που αγαπώ και τα επιστημονικά συγγράμματα και μου αρέσει να ακολουθώ τα τεκταινόμενα στην επιστήμη μου ακόμα και τώρα που είμαι στην αγορά εργασίας κι έξω από τα Πανεπιστημιακά νερά, δεν το διανοούμαι καν. Σα βαρετό και μονότονο μου κάνει. Σαν να μην είναι πραγματική αγάπη. Και τη δικαιολογία πως δεν υπάρχει χρόνος την ακούω βερεσέ.

Δεν ξέρω αν ο χίκου-χίκου θα γίνει αναγνώστης, αν θα αγαπά τη μουσική, όπως ο μπαμπάς του ή θα χαζεύει με τις ώρες τηλεόραση. Ξέρω πως θα προσπαθήσω να τα αγαπήσει τα βιβλία. Κι όταν αγαπήσει το είδος, νομίζω πως θα αγαπήσει και τα σχολικά. Έτσι, δεν θα τίθεται θέμα επιλογής, το ένα ή το άλλο. Ο χρόνος πάντα θα βρίσκεται. Ή και ποτέ. Γιατί καθώς θα παρατηρήσατε τον τελευταίο μήνα δε διαβάζω. Κι είναι καθαρά θέμα διάθεσης, χωρίς περιττές δικαιολογίες. Δε διαβάζω γιατί σε αυτή τη φάση δε γουστάρω να διαβάσω. Τόσο απλά. Αλλά οι βιβλιοθήκες μου με περιμένουν, με τα ραφάκια τους με τα αδιάβαστα, πιστές εκεί, μέχρι να ξαναγυρίσω.

15/4/10

Νεκροταφείο πιάνων

Ένα εξαιρετικό, μαγικό βιβλίο είναι το «Νεκροταφείο πιάνων» του Ζοζέ Λουίς Πεισότο. Ο Πορτογάλος συγγραφέας γνωρίζει καλά το παιχνίδι της αφήγησης και μας βάζει στη ζωή μιας οικογένειας που κρατά τα μυστικά της κι όμως τα μοιράζεται, που κάνει κύκλους γύρω από τα ίδια πράγματα κι ας αλλάζουν οι γενιές. Αφηγητές είναι ο πεθαμένος παππούς κι ο εγγονός και στη μέση ο γιος, που πέθανε τη μέρα της γέννησης του δικού του γιου, τρέχοντας το μαραθώνιο στους Ολυμπιακούς αγώνες της Στοκχόλμης. Κεντρικό σημείο και συνεκτικός κρίκος των προσώπων της οικογενείας το ξυλουργικό εργαστήριο που περνά από γενιά σε γενιά και κρύβει στα σπλάχνα του το νεκροταφείο των πιάνων. Εκεί που εκτός από τα χαλασμένα όργανα φωλιάζουν τα παιδικά παιχνίδια, η ανάγκη για απομόνωση, για ανάγνωση, η μοιχεία, κι η εξομολόγηση του νεκρού παππού στην τρίχρονη εγγονή του.

Ο χρόνος χάνεται και ξαναβρίσκεται, οι δυο αφηγήσεις συχνά μπλέκονται μεταξύ τους έτσι που είναι δύσκολο να αποκρυπτογραφήσεις ποιό είναι το τώρα το πριν και το μετά κι όμως μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα, χαρακτήρες χτίζονται, συναισθήματα εκφράζονται δυνατά κι η ανθρώπινη φύση ξεπηδά σε όλο της το μεγαλείο για να προξενήσει τελικά μια γλυκιά και άλλοτε βίαιη μελαγχολία. Γιατί τα λάθη δεν διορθώνονται, οι άνθρωποι δεν αλλάζουν κι η συγχώρεση δε βγάζει πουθενά.

Τελικά ο παππούς πεθαίνει καθώς γεννιέται ο εγγονός του, ο πατέρας όσο γεννιέται ο γιος του και το μόνο που μένει είναι ο κύκλος της ζωής και του θανάτου.

9/4/10

Σε μια σειρά

Υπάρχουν πράγματα που μετράνε κι άλλα πάλι που φαίνονται πως είναι έτσι κι όμως στην πράξη δεν σε αφορούν καθόλου. Κι αυτά λίγες είναι οι στιγμές που μπορείς πραγματικά να τα μετρήσεις, να τα βάλεις σε σειρά. Λοιπόν, στην καινούρια μου καθημερινότητα η δουλειά μου δεν καταλαμβάνει ούτε ίχνος από το χρόνο μου. Εκεί που άλλοτε τη σκεφτόμουν ακόμα και στις στιγμές χαλάρωσης, τώρα μου φαίνονται όλα της τα προβλήματα τόσο μακρινά, σα να μην πρόκειται να γυρίσω ποτέ εκεί. Σα να μην ήμουν ποτέ.

Από την άλλη, τα βιβλία, που δε διαβάζω ή διαβάζω πολύ αργά γιατί η αϋπνία δεν με βοηθάει, με πονάνε. Δεν γράφω κι ούτε αυτό με πονάει, δεν δίνω δεκάρα. Που δε διαβάζω με πονάει. Έτσι λοιπόν, αρκεί ένα μικρό μωρό για να βάλεις τα πάντα στη σωστή προοπτική. Πρώτο το μωρό, μετά ο άντρας σου, έπειτα να επιβιώσεις από την αϋπνία, μετά τα βιβλία. Ύστερα το χάος. Και η σκόνη να κάνει πάρτι στον διάδρομο.

Διαβάζω ένα εξαιρετικό βιβλίο, το «Νεκροταφείο πιάνων» που όμως δεν λέω να τελειώσω κι ας μην είναι πολύ μεγάλο. Η εποχή των κολικών, βλέπετε.

Με κάποιο μαγικό τρόπο σε αυτή τη φάση μου λείπουν κι οι φίλοι μου. Κι ας με είχε πάρει μπάλα η δουλειά τα τελευταία χρόνια τόσο που γυρίζοντας το βράδυ δεν μπορούσα ούτε να τους μιλήσω στο τηλέφωνο. Τώρα δεν προλαβαίνω να μιλήσω ανάμεσα σε δυο κλάματα.

Ανακάλυψα και κάτι ακόμα, πως η νοοτροπία μου, οι πολιτικές μου πεποιθήσεις, η στάση μου απέναντι στη θρησκεία μοιάζουν να έχουν περισσότερο νόημα παρά ποτέ. Είναι μια κληρονομιά που δε με νοιάζει να τη μεταδώσω ατόφια, αλλά θα με πείραζε αν κάποια στιγμή το παιδάκι μου με έβρισκε ανακόλουθη, άλλα να κάνω κι άλλα να λέω. Μια ευκαιρία για μια καινούρια, καθαρή αρχή, δηλαδή. Χωρίς τις ενοχές του παρελθόντος και κυρίως χωρίς να σκέφτομαι τί θα πουν οι δικοί μου γονείς, οι πεθερές κι οι συμπεθέρες. Αυτό που θέλω για το παιδί μου είναι ξεκάθαρο, μέχρι τουλάχιστον να μπορεί να εκφράσει τα δικά του θέλω.

Κι αν αναρωτιέστε αν θα γυρίσω στη δουλειά, η απάντηση είναι ναι. Πρέπει κάπως να ζήσει το σκιουράκι. Κι αν την αφήσω πάλι να με καταβροχθίσει, η απάντηση είναι ναι, οποιαδήποτε δουλειά και δη αυτές που έχουν να κάνουν με πολύ κόσμο, σε αναλώνει. Αλλά μάλλον αυτό θα γίνει συνειδητά πια, για ένα σκοπό, με ένα σκοπό. Γιατί για μένα το καλύτερο αμάξι ή το καλύτερο σπίτι δεν ήταν ποτέ αρκετό έρεισμα, δούλευα πολύ για να ευχαριστήσω τους γύρω μου (ορα τη μάνα μου). Τώρα θα το κάνω για να ζει καλά το σκιουράκι. Είναι μια κάποια αναβάθμιση.