Σελίδες

3/8/23

"Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους", Μιχάλης Αλμπάτης

 

Αγοράστε το ΕΔΩ


Νιώθω ένα μούδιασμα. Έχω τελειώσει τους Νεκρούς εδώ και μια εβδομάδα και δεν είμαι ακριβώς σίγουρη τι νιώθω για το βιβλίο. Από τη μια έχουμε μια εξαιρετική αρχική ιδέα, και μια ιστορία με αρχή μέση τέλος, που βγάζει νόημα και κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη (όχι πάντα, στην μέση κάνει μια μεγάλη κοιλιά). Από την άλλη έχουμε ένα γράψιμο γραμμικό, που παρουσιάζει μικρό ενδιαφέρον, ενώ η φωνή του αφηγητή είναι πραγματικά παλιακή, διανθισμένη με λυρικές περικοκλάδες. Σε κάποιες στιγμές θυμίζει στο σύνολο Καραγάτση, με όλα τα καλά και τα κακά του όμως, τον σεξισμό και τις «ευκολίες» στις περιγραφές των χαρακτήρων αλλά και το αφηγηματικό χάρισμα.

Κεντρικός ήρωας είναι ο Φανούρης, ένα 16χρόνο αγόρι που ανακαλύπτει στην κηδεία του μπάρμπα του πως μπορεί να ακούει τους νεκρούς να μιλάνε. Στην αρχή σκιάζεται, αλλά μετά το συνηθίζει. Σύντομα το ανακαλύπτουν κι οι άλλοι, σε μια σκηνή που θυμίζει πολύ έντονα ελληνική ταινία. Ο πονηρός ερημοσπίτης θείος του Φανούρη αποφασίζει να εκμεταλλεύτει οικονομικά την ικανότητά του ανιψιού του για να παίξει τα λεφτά στα χαρτιά, και να τα ξοδέψει στο ποτό και τις γυναίκες. Έτσι, αρχίζουν οι δυο τους να γυρνούν από χωριό σε χωριό και να διαφημίζουν της υπηρεσίες τους, ώσπου τελικά καταλήγουν στη μεγάλη πόλη.

Ο μικρός σε αυτή την πορεία ενηλικιώνεται, κάπως άγαρμπα είναι η αλήθεια. Αρχίζει να έχει σεξουαλικές σχέσεις, τόσο με πρόθυμες χωριατοπούλες όσο και με πουτάνες, αλλά και να συνειδητοποιεί τη βιαιότητα του βίου από αυτά που του λένε οι φρεσκοχωμένοι νεκροί μέσα στο κιβούρι. Οι νεκροί δεν έχουν τίποτα πια να χάσουν και δεν λένε ψέματα, οι ζωντανοί πάλι καμία διάθεση δεν έχουν για αλήθειες ούτε για να λύσουν όλες τις μπερδεψούρες τους.

Το μυθιστόρημα στο πρώτο κομμάτι είναι πολύ καλό, στο δεύτερο όμως διολισθαίνει, τόσο γλωσσικά, όσο και στην ψυχογράφηση των χαρακτήρων, προς μια ξεπερασμένη πια λογοτεχνία. Ομολογώ πως ένιωσα ετεροντροπή (κοινώς κριντζάρισα) στον μονόλογο της γηραιάς πεθαμένης τσατσάς∙ τόσα κλισέ μαζεμένα για τις γυναίκες, και δη τις πουτάνες, τον βιασμό, τη γυναικεία κακοποίηση, και τη γυναικεία σεξουαλικότητα, είχα χρόνια να διαβάσω.

Το βιβλίο έχει τόλμη γιατί δεν διστάζει να περιγράψει σεξουαλικές στιγμές μα και να πει πολλά πράγματα με το όνομά τους. Από την άλλη τα σεξουαλικά ως έναν βαθμό καταλαμβάνουν την αφήγηση κι αν συνυπολογίσει κάνεις και τις λυρικές περικοκλάδες, το σύνολο καταλήγει κάπως αφελές. Κατανοώ γιατί το μυθιστόρημα έχει τέτοια επιτυχία, και μάλιστα από στόμα σε στόμα. Μας θυμίζει παλιές καλές εποχές της ελληνικής πεζογραφίας, είναι απροσποίητο, έχει πλοκή, δεν υποκρίνεται κάτι που δεν είναι. Από την άλλη, έχω την αίσθηση πως μια τόσο ωραία κεντρική ιδέα είναι κρίμα να μην έχει άψογη εκτέλεση.

              Κατερίνα Μαλακατέ


Μιχάλης Αλμπάτης
" Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους", Μιχάλης Αλμπάτης, εκδ. νήσος, 2022, 468

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου