Σελίδες

11/12/09

Για μιαν Ελένη

«Αυτό ήταν μόνο η αρχή». Η βραχνή φωνή δεν τού θύμισε τίποτα. Ο αστυνόμος Φλέσσας έκλεισε το τηλέφωνο, άνοιξε το πορτατίφ. Η ώρα ήταν τέσσερις τα ξημερώματα κι η μικρή δίπλα του γύρισε πλευρό ενοχλημένη.
«Ποιός ήταν αγάπη μου;».
«Λάθος», της απάντησε. «Έκαναν λάθος». Η Μαρία, μάλλον έτσι ήταν το όνομα της, γύρισε πλευρό και αποκοιμήθηκε. Ο αστυνόμος έκλεισε το φως, χώθηκε βαθιά κάτω από τα σκεπάσματα, έμεινε ξάγρυπνος.

«Φλέσσας, στο γραφείο μου». Ο προϊστάμενος, Φρόνιμο, τον έλεγαν, τον φώναξε.
«Τη γνωρίζεις αυτή;» Μια γυναίκα, δεμένη, φιμωμένη, το πτώμα της ήταν εξοντωτικό θέαμα. «Την έγδαραν;», ρώτησε κι ο προϊστάμενος έγνεψε καταφατικά.
«Έπειτα κατέστρεψαν το πρόσωπο, έβγαλαν τα μάτια, τα δόντια. Λείπουν ακόμα και τα ακροδάχτυλα. Επαγγελματική δουλειά»
«Ποιά είναι;»
Ο άντρας απέναντί του άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στον χώρο για κάποιες στιγμές. «Η ταυτότητα που βρέθηκε πάνω της λέει πως είναι η γυναίκα σου…»

Το φως έπεφτε στο πρόσωπό του ανελέητο. Ο Φρόνιμος κράτησε για λίγο μακριά το πορτατίφ και τον ρώτησε «Είχατε χωρίσει λοιπόν με την Ελένη. Πόσον καιρό;» Του είπε πάλι για τη διάστασή τους εδώ και έξι μήνες, για τη νοσηρή της στάση, τις γεμάτες ένταση σκηνές ανάμεσά τους. Για το βραδινό τηλεφώνημα και την αίσθηση πως κάποιος τον παρακολουθούσε. «Πού τα πουλάς αυτά, ρε Απόστολε; Για την Ελένη μιλάμε. Το προβατάκι που είχες δίπλα σου όλα αυτά τα χρόνια, σε κοιτούσε κι έσταζε μέλι.»

Μετά την ανάκριση τον άφησαν ελεύθερο, του πήραν όμως το όπλο και τον καταδίκασαν στην αδράνει αφού τον προειδοποίησαν να μη φύγει από την πόλη. Ο Απόστολος Φλέσσας αστυνόμος ήδη στα σαράντα του, έξυπνος άνθρωπος, αποχώρησε από το γραφείο με το κεφάλι ψηλά, με την καρδιά στα πόδια. Έκλαψε για μια γυναίκα που δεν ήταν πια δική του, αλλά δεν είχε σταματήσει να τη νοιάζεται.

«Στο είπα. Αυτό ήταν μονάχα η αρχή…» Η βραχνή φωνή τον κάλεσε κοντά της γύρω στα μεσάνυχτα αυτή τη φορά. «Ποιά είσαι;» Ο αστυνόμος δεν κατόρθωσε να εντοπίσει από πού ερχόταν το σήμα, μα κατάφερε να μαγνητοφωνήσει το τηλεφώνημα. Το κατέθεσε στον Φρόνιμο το επόμενο πρωί. «Αυτό είναι προϊόν υποκλοπής», του είπε εκείνος με παγωμένο το βλέμμα. «Θα σε προσέχω, Φλέσσα» τον προειδοποίησε.

Η μικρούλα, που ίσως να τη λέγανε Μαρία, την κοπάνισε το βράδυ του τρίτου τηλεφωνήματος. «Εις αύριο τα σπουδαία», του είπε η φωνή. Ο Απόστολος έμεινε να παρακολουθεί την Μαρία καθώς μάζευε μεθοδικά τα λιγοστά υπάρχοντά της, εξαφάνιζε τα ίχνη της από τη ζωή του, γινόταν καπνός. Άναψε τσιγάρο, το δωμάτιο γρήγορα ντουμάνιασε. Βγήκε έξω για ένα ποτό.

Στο μπαρ με την δυνατή μουσική και τους λιγοστούς θαμώνες παρήγγειλε το συνηθισμένο, βότκα λεμόνι. Σε λίγο ο χώρος γύριζε εφιαλτικά, τα χρώματα στα καθίσματα και στους τοίχους, ενώνονταν κι έπειτα χώριζαν ξανά σε έναν ατέρμονο χορό. Ελένη… Την αγαπούσε ακόμα τη γυναίκα του. «Χωρίζουμε», της είχε πει. Τώρα θα της έλεγε «Μείνε, Ελένη. Σ’ αγαπάω ακόμα. Σε χρειάζομαι.» Δεν πρόφτασε. Η Ελένη ήταν ήδη τέσσερις μέρες πεθαμένη.

Το τηλεφώνημα που τον καλούσε στο αστυνομικό τμήμα ήρθε το επόμενο πρωί. 'Εφτασε κατά τις εννιά, αξύριστος, ακόμα μεθυσμένος. Ο Φρόνιμος τον κοίταξε με λύπηση, σχεδόν με οίκτο «Για επαγγελματίας με απογοήτευσες. Σε έκαψε η βαλλιστική. Μα με το υπηρεσιακό;» Οι συνάδελφοι τού πέρασαν χειροπέδες με συνοπτικές διαδικασίες, τον οδήγησαν στο κρατητήριο, έπειτα στον ανακριτή, τον Εισαγγελέα, στη φυλακή.

Ήταν ήδη έξι μήνες προφυλακισμένος. Στο επισκεπτήριο δεν ερχόταν κανείς για κείνον, αλλά κατέβαινε από περιέργεια αρρωστημένη σχεδόν. Μια γυναίκα, ψηλή, ξανθιά αεράτη του τράβηξε την προσοχή. Τυλιγμένη στο στενό της φόρεμα, με το αγγελικό πρόσωπο να μοιάζει ψεύτικο σχεδόν. Ζήλεψε τον τυχερό που ανέμενε την επίσκεψη. Εκείνη στάθηκε μπροστά του. «Ο αστυνόμος Φλέσσας;», τον ρώτησε με μια βαθιά βραχνή φωνή που τον γέμισε ανησυχία. Μετά η φωνή της πήρε την κανονική της χροιά «Να σας συστηθώ», του είπε. «Ελένη;», ψέλλισε. Εκείνη του είπε για τα φρικτά χρόνια τους μαζί, για τις απιστίες και την αλαζονεία του. Για τη θεία δίκη. Για τις πλαστικές στο σώμα και το πρόσωπο. Για την αναστύλωση στην ψυχή της. Για το τέλος άφησε τις συστάσεις. «Ελένη Φρονίμου» και τού έδωσε το χέρι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου