Σελίδες

7/3/15

"Master ch(i)ef" του Μαραμπού



Έχω ακούσει αρκετές φορές να μνημονεύεται η Πείνα του Κνουτ Χάμσουν από πειναλέους πολιτικούς, με σκοπό να δείξουν την συμπόνοια τους προς τον λαό που πεινάει. Εκεί καταλαβαίνω ότι δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο του, απλώς αναμασούν τον εύγλωττο τίτλο του και το πιασάρικο θέμα του. Επίσης καταλαβαίνω ότι και ο πολίτης που τρώει αμάσητες τέτοιες συλλογιστικές προχειρότητες, ούτε και εκείνος έχει διαβάσει την Πείνα. Αλλά για τέτοιους πρόχειρους πολιτικούς και τέτοιους πρόχειρους πολίτες δεν έχει καμία απολύτως σημασία αν έχουν διαβάσει τελικά το βιβλίο ή όχι.

Η πείνα έχει πρωταγωνιστήσει σε πολλά λογοτεχνικά έργα, κυρίως εκεί όπου ο πόλεμος είναι το κύριο μοτίβο. Ιδιαίτερη μνεία στην πείνα κάνουν οι μυθιστορηματικές μαρτυρίες από τα Χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά και εκείνες... από τη Ρωσία με αγάπη! Ο Ντίκενς, ο Όργουελ, ο Λόντον έχουν περιγράψει την εξαθλίωση από τη δική τους σκοπιά και γενικά, ο κατάλογος της πείνας έχει πολλά ψωμιά ακόμα μέχρι να τελέψει. Το βιβλίο του Χάμσουν έχει κάποιες διαφοροποιήσεις στον τρόπο που χειρίζεται την πείνα. Κατ' αρχήν, δεν ασκεί κοινωνική κριτική (γι' αυτό και οι αναφορές από πολιτικούς στέκουν μετέωρες και σαθρές), η πείνα δεν εκπορεύεται, απλώς προϋπάρχει. Ο ήρωας (ο οποίος ευφυώς διατηρείται ανώνυμος) πεινάει και σκέφτεται διαρκώς πώς θα γράψει μερικά άρθρα στις εφημερίδες που θα του εξασφαλίσουν λίγο φαγητό και προσωρινή στέγη. Δεν μαθαίνουμε ποτέ τι τον οδήγησε στην πείνα έτσι ώστε να ταυτιστούμε μαζί του.

Ο ήρωας μάς παρουσιάζεται από την αρχή σφόδρα αναξιόπιστος. Η πείνα τον θερίζει και γι' αυτό αρνούμαστε να τσιμπήσουμε όσα μας σερβίρει το θολωμένο του μυαλό! Φάσκει και αντιφάσκει διαρκώς, λέει ψέματα στους περαστικούς, στους ενεχυροδανειστές, στους αρχισυντάκτες εφημερίδων, στον εαυτό του, και αλίμονο, σε εμάς. Πιστεύει ότι θα γράψει το τέλειο άρθρο που θα παρατείνει λίγο την άθλια ζωή του, χωρίς να το κατορθώνει τις περισσότερες φορές. Τα χρήματα φθάνουν στα χέρια του σπάνια, στο σημείο της απώτατης απόγνωσης, όμως σχεδόν εξατμίζονται αμέσως, πολλές φορές με παράλογο τρόπο, κατά τη γνώμη του αναγνώστη. Ο Χάμσουν επιλέγει αυτές οι “φωτεινές” στιγμές να λαμβάνουν χώρα στο τέλος κάθε κεφαλαίου, έτσι ώστε ο ήρωας να ξεκινά με αισιοδοξία το νέο κεφάλαιο της ζωής του και ο αναγνώστης να ξεκινά με αδημονία το νέο κεφάλαιο του βιβλίου!

Σε όλο το εύρος του βιβλίου απλώνεται μια διάχυτη κυκλοθυμία του ήρωα, που κινείται διαρκώς από τη χαρά στην δυστυχία, από την ελπίδα στην απόγνωση. Συντηρείται μία ψευδοηθική στάση του ήρωα από το γεγονός ότι πιστεύει πως διατηρεί μια άτεγκτη αν και ιδιότυπη “αξιοπρέπεια” που επιδεικνύει στον εαυτό του σαν παράσημο. Δεν κοροϊδεύει τον κόσμο (ενώ τον κοροϊδεύει), δεν κοροϊδεύει τον εαυτό του (ενώ τον κοροϊδεύει).

[...] Πώς γινόταν και η κατάσταση δεν βελτιωνόταν καθόλου για μένα; Δεν είχα τα ίδια δικαιώματα στη ζωή με οποιονδήποτε άλλο, όπως ο Πάσα, ο παλαιοβιβλιοπώλης, ή ο Χένεσεν, ο ναυτιλιακός πράκτορας; Μήπως δεν είχα πλάτες γίγαντα και δυο μυώδη μπράτσα για να δουλεύω, μήπως δεν είχα γυρέψει δουλειά σαν υλοτόμος στην οδό Μέλερ για να κερδίζω τον επιούσιο; Μήπως ήμουν τεμπέλης; Δεν είχα χτυπήσει πόρτες για να βρω δουλειά, δεν είχα παρακολουθήσει μαθήματα, δεν είχα γράψει άρθρα σε εφημερίδες, δεν είχα διαβάσει και δεν είχα δουλέψει μέρα νύχτα σαν τρελός; Και δεν είχα ζήσει σαν φιλάργυρος, με ψωμί και γάλα όταν είχα πολλά, με σκέτο ψωμί όταν είχα λίγα και με τίποτα όταν ήμουν απένταρος; Μήπως έμεινα σε ξενοδοχείο ή σε καμιά ισόγεια σουίτα; Τον περασμένο χειμώνα τον είχα περάσει σε μια ξεχασμένη από τον Θεό σοφίτα, σε ένα γανωματάδικο εγκαταλειμμένο από Θεό και ανθρώπους, όπου το χιόνι έμπαινε από παντού. Δεν μπορούσα να βγάλω άκρη από όλη αυτή την κατάσταση.

Στ' αλήθεια τον πιστεύετε; Εγώ δεν πιστεύω λέξη απ' όσα λέει! Τα χρήματα που πιάνει τα σκορπίζει εντελώς παράλογα. Ακόμα και όταν ο μπακάλης μπερδεύεται και δίνει τα ρέστα της προηγούμενης πελάτισσας και στον απεγνωσμένο ήρωα που περιμένει στην άκρη, εκείνος τα παίρνει σαστισμένος αλλά δεν κάνει τίποτα για να βελτιώσει τη ζωή του, παρά μόνο, ύστερα από λίγο τα δίνει σε μια ζητιάνα γριά (πιστεύοντας ότι έτσι διατηρεί την ιδιότυπη “αξιοπρέπειά” του) και μετά από μερικές στιγμές, επιστρέφει πάλι στο μαγαζί οργισμένος με την ηλιθιότητα του υπαλλήλου που δεν κατάλαβε το λάθος, τον βρίζει και φεύγει, για να μετανιώσει αργότερα για την απρεπή συμπεριφορά του και πάει λέγοντας.


Όπως ισχυρίζεται και ο Paul Auster (εντάξει, μπορεί να μην είναι Πορτοσάλτε, αλλά η άποψή του έχει ενδιαφέρον) στον πρόλογό του, ο ήρωας έχει χάσει τον έλεγχο των σκέψεων και των πράξεών του. Κι όμως, επιμένει προσπαθώντας να ελέγξει το πεπρωμένο του. Αυτό είναι το παράδοξο, το παιχνίδι της κυκλοτερούς λογικής που παίζεται μέχρι τέλους μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Είναι μια κατάσταση ανυπόφορη για τον ήρωα, επειδή αυτός οικειοθελώς οδήγησε τον εαυτό του στα όρια του κινδύνου. Να πάψει να λιμοκτονεί δεν θα σήμαινε νίκη, θα σήμαινε απλώς ότι το παιχνίδι τελείωσε. Εκείνος θέλει να επιζήσει, μόνο όμως με τους δικούς του όρους: επιβίωση που θα τον φέρει πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο.

Ο Κνουτ Χάμσουν γράφει ένα απλό γλωσσικά βιβλίο, με έντονη υπαρξιακή στάση. Νιώθεις ότι το επερχόμενο πνεύμα του Κάφκα, με τη μορφή μιας βρωμερής κατσαρίδας, κουνάει ήδη τις λογοτεχνικές κεραίες του, καθώς περιφέρεται στα άθλια δωμάτια που ζει ο ήρωας της Πείνας! Η μετάφραση κρίνεται πολύ καλή, μιας και η γλώσσα του συγγραφέα είναι πολύ απλή. Συνεκτιμούμε το γεγονός ότι η μετάφραση έγινε από τα νορβηγικά! Σχεδόν μπορείς να νιώσεις και να απολαύσεις (σαν να το έγραψες εσύ) την έκπληξη που προκάλεσε ένα τέτοιο βιβλίο σε μια εποχή που τα βιβλία δεν γράφονταν, ούτε κατά προσέγγιση, με τέτοιο τρόπο. Αυτά τα βιβλία, άλλοτε εμφανίζονται ως πολύπλοκες γλωσσικές εξτραβαγκάντσες άλλοτε ως εντυπωσιακά ολιγαρκείς συνθέσεις, πάντοτε όμως κάνουν μεγάλο πάταγο που ο απόηχός τους ταξιδεύει μέσα στα χρόνια.



Έχω παρατηρήσει ότι το Μεταίχμιο για κάποια σπουδαία βιβλία (Η πείνα του Χάμσουν, Αντίο Βερολίνο του Ίσεργουντ, αλλά και παλιότερα για κάποια μυθιστορήματα της Γουλφ) χρησιμοποιεί το κανονικό χαρτί των κανονικών βιβλίων. Δε ξέρω τις ποιότητες του χαρτιού, μπορεί το “τσιγαρόχαρτο” που χρησιμοποιεί τα τελευταία χρόνια για τις εκδόσεις του το Μεταίχμιο να είναι άριστης ποιότητας, πιο οικολογικής φιλοσοφίας, κτλ. Όμως το γεγονός ότι επιλέγει (στοχευμένα) για μερικά βιβλία που αποδεδειγμένα αντέχουν στον χρόνο, αντίστοιχο χαρτί που (φαίνεται να) αντέχει και αυτό στο χρόνο, αποδεικνύει στα μάτια μου το προφανές, και αυτοακυρώνει όλη την προσπάθεια του εκδοτικού οίκου να με πείσει ότι το “τσιγαρόχαρτο” είναι άριστης ποιότητας!

Θα ήθελα να βρω μέσα στο βιβλίο και μία μεταφορική διάσταση της πείνας σε σχέση με την πνευματική διεργασία που υφίσταται ένας καλλιτέχνης. Δυστυχώς δεν βρήκα κάτι τέτοιο, δεν πειράζει, θα αναζητήσω συμπληρώματα διατροφής άλλου. Πεινάτε για λογοτεχνία; Εδώ, το βιβλίο του Χάμσουν είναι μια θρεπτική αξία. Τι λέτε; Η πείνα για καλή λογοτεχνία μπορεί να κορεστεί; Όπως θα έλεγε, αυτή τη φορά ο Πορτοσάλτε (και θα συμφωνούσε και ο Auster), να πάψει κανείς να διαβάζει βιβλία δε θα σήμαινε νίκη, θα σήμαινε απλώς ότι το παιχνίδι τελείωσε!

                                                                                                                     Μαραμπού 

Υ.Γ. 42 Διαβάστε κι εδώ μια πιο ταπεινή άποψη.

Υ.Γ. 42-42 Το καινούργιο blog του Μαραμπού είναι αυτό.

Υ.Γ 42-42-42 Φυσικά ζηλεύω, αλλά δεν θα το συζητήσω, εντάξει; 

2 σχόλια:

  1. Όταν το διάβασα, πεινούσα, κύριε. Κι όσο το διάβαζα (τότε), πεινούσα όλο και πιο πολύ, σε βαθμό να με πονάει το στομάχι μου από την πείνα. Μα τι ταύτιση κι εγώ πια. Βυθίστηκα λοιπόν στην πείνα και στη μαυρίλα, μα δεν το άφησα, προτού φτάσω στην τελευταία λέξη. Ωστόσο, νομίζω ότι δεν μπορώ πλέον να το ξαναδιαβάσω.

    ΥΓ1. Ξαναδιάβασα τη Βάρδια. Εκτίμησα όλα της τα προσόντα, αλλά προφανώς δεν είναι το βιβλίο της ζωής μου. Κοινώς, δεν ενθουσιάστηκα.
    Αντίθετα, ξαφνιάστηκα ευχάριστα από το μίνιμαλ πεζό του Καββαδία "Λι" (56 σελ.) και σας το προτείνω.

    ΥΓ2. Καλέ, τι γυριστρούλης αποδεικνύεστε εσείς; Γιατί δεν τιμάτε το μπλογκ σας και ξημεροβραδιάζεστε ανά τας οδούς και τας ρύμας;
    Eλάτε τώρα... Μαζέψτε τα εξώγαμά σας (...κείμενα) στο σπίτι. Έτσι κι αλλιώς, αποτελούν την επίπλωσή του.
    (Ποντάροντας στην αίσθηση του χιούμορ σας. Πάντα.)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Θα το ανέφερα στην ανάρτηση αλλά τελικά το μετάνιωσα. Με αφορμή το σχόλιο σας, το αναφέρω τώρα. Δεν μπόρεσα να αισθανθώ αυτή την πείνα, που τόσο έντονα περιγράφει ο συγγραφέας. Περισσότερο γουργούριζε το μυαλό μου παρά το στομάχι μου! Έχω συναντήσει πολλές φορές αυτήν την ταύτιση πείνας-ανάγνωσης σχετικά με το συγκεκριμένο βιβλίο (το επισημαίνετε και σεις, το ίδιο έλεγε και η Κατερίνα στην παλιότερη κριτική της), εγώ όμως δε θα έλεγα ότι ένιωσα κάποια ταύτιση στο σωματικό επίπεδο. Ίσως φταίει το γκροτέσκο που έχει ο ήρωας, η ανικανότητά του να βελτιώσει την κατάσταση με τα λεφτά που φτάνουν στα χέρια του. Επίσης, το γεγονός ότι δεν ξέρουμε από πού προέρχεται η πείνα του, μας κρατάει λίγο στην απέξω. Αυτό διόλου δε με ενόχλησε καθώς ο Χάμσουν στοχεύει στον ψυχισμό του ήρωά του και εκεί τα πηγαίνει περίφημα! Να σας το πω διφορούμενα: δεν πείνασα αλλά ούτε και έμεινα νηστικός!!

    Υ.Γ. Η Βάρδια δεν είναι βιβλίο να ενθουσιαστείς μαζί του, δε θα διαφωνήσω. Αν το δεις ως συμπύκνωση της πλούσιας και περίπλοκης μυθολογίας του Καββαδία, τότε ναι είναι εντυπωσιακό! Αν πάλι το δεις από αρχιτεκτονικής άποψης, επίσης! Από κει και πέρα ξεκινά το γούστο! Το "Λι" είναι θαυμάσιο αφήγημα (ξεχωρίζει έντονα από τα άλλα γραπτά του), όπως και το άλλο πεζό του, "Του πολέμου/ Στο άλογό μου".

    Υ.Γ. 42 Μαξιμαλιστής στην γραφή, μινιμαλιστής στην επίπλωση!! (αφού ποντάρατε στο χιούμορ μου) :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή