Σελίδες

4/8/15

"Η φυλή των βιβλιόφιλων": γράφουν εναλλάξ ο Παναγιώτης Κροκιδάς και η Κατερίνα Μαλακατέ



Τι να ‘ν’ αυτό - ο δαίμων των βιβλίων




Πολλές φορές, με περιπαικτική διάθεση, οι τακτικοί αναγνώστες αυτοπροσδιορίζονται ως μια “ιδιαίτερη” μερίδα. Ξεχωριστή. Άνθρωποι, οι προτιμήσεις των οποίων προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο που ζουν. Μάλλον αυτό ανάγεται σε κάποιου, κατά κάποιο τρόπο, είδους κοινωνική λοβοτομή που δημιουργεί η λαχτάρα για τα βιβλία, και που κάνει τους βιβλιόφιλους να βρίσκονται στον κόσμο τους. Ο φανατικός αυτός αναγνώστης ίσως δεν είναι και τόσο απρόθυμος να δεχτεί αυτό τον αμφισβητήσιμης χάρης ρόλο. Ίσως, στο νου μας, εμείς, οι βιβλιόπληκτοι, νιώθοντας το τρένο με τα κατάμεστα βαγόνια των ρόλων, των ομάδων, των συναρπαστικών συναθροίσεων και των αξιολάτρευτων κλικών να περνάει από μπροστά μας (δεν το βλέπουμε, γιατί διαβάζουμε), αγκαλιάζουμε αυτήν την ταυτότητα που μας έλαχε. Ίσως υπάρχει κάτι το ηττοπαθές σε μια τέτοια παραδοχή. Μα αυτή είναι η μοίρα του εκπατρισμένου, εκδιωγμένου από τις κοινές χαρές, βιβλιόφιλου. Ευτυχώς, τα βιβλία που τον περιμένουν θα απαλύνουν όλους τους πόνους του πεζού κόσμου.

Ασκεί μια γοητεία ο αποκομμένος νους που αλαφροπατεί στην πραγματικότητα. Προκαλεί, όμως, την ίδια στιγμή λίγο χλεύη, εμπαιγμό, ίσως και πονοψυχία. “Τον δόλιο. Το έχει χάσει από το πολύ το διάβασμα”. Ωστόσο, να ένα ερώτημα: εντοπίζονται κοινά χαρακτηριστικά που μπορούν να μας προσδιορίσουν, εμάς, τους βιβλιόφιλους; Είναι σαφή τα όρια που ξεπερνά κάποιος - κάποια πύλη, όπου οι υπόλοιποι τον υποδέχονται, νεύοντας επιδοκιμαστικά από τις σελίδες των βιβλίων τους, όπου πολιτογραφείται διαπαντός πλάσμα της επικράτειας των βιβλίων; Υπάρχουν άραγε τάσεις χαρακτηριστικές που μπορούν να σκιαγραφήσουν το αντιπροσωπευτικό προφίλ ενός βιβλιόφιλου, ακόμα κι αν αυτός δεν έχει γίνει ακόμα τέτοιος; Γεννιέται κανείς ή γίνεται αναγνώστης; Και ακόμα, ξεγίνεται κανείς; (τι ιερόσυλο ερώτημα!)

Επίσης: είμαστε πειραγμένοι; Βγήκε χαλασμένη η παρτίδα;

Και το ερώτημα το αιώνιο, ανάλογης βαρύτητας με τον γενικότερο στοχασμό πάνω στον λόγο ύπαρξης της ζωής είναι το “γιατί διάολο διαβάζουμε;” 

Γιατί διαβάζουμε; 

Γιατί διαβάζουμε τόσο πολύ; Πολλές φορές στα όρια της απόγνωσης, της μανίας;

Αυτά και άλλα πολλά τέτοια, ερωτήματα που ίσως κατά καιρούς περνάνε από εμάς, τους βιβλιόφιλους, θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε με την Κατερίνα, γράφοντας εκ περιτροπής.




Οι απαρχές 

Προσωπικά άργησα να αναρωτηθώ πάνω στην φύση αυτής της αγάπης για το βιβλίο. Το διάβασμα μπήκε αβίαστα στη ζωή μου, φυσικά, με μια απαιτούμενη κλιμάκωση που προοιώνιζε την κατάσταση στην οποίο όδευα δίχως περιθώρια παρέκκλισης. Υπήρξαν μερικά πλατύσκαλα-ορόσημα, που αποτέλεσαν τα κρίσιμα σημεία σε αυτό το ανοδικό διάγραμμα της αναγνωστικής εμμονής. Αυτό που έχει σημασία, και πιστεύω είναι για όλους μας ένα καθοριστικό μέρος που βρεθήκαμε και αυτοπροσδιοριστήκαμε, είναι η στιγμή που συνειδητοποιεί κανείς πως το βιβλίο τον ενδιαφέρει πραγματικά, πως το ξεχωρίζει από την πληθώρα πραγμάτων που είτε υιοθέτησε και εγκατέλειψε είτε τα κάνει από συνήθεια. Σε εμένα άργησε να έρθει αυτή η στιγμή. Διάβαζα τόσο που είχα αργήσει να συνειδητοποιήσω πως διαβάζω πολύ. Ακούγεται οξύμωρο, μα αυτό είναι το αποτέλεσμα της αγνής αφοσίωσης, το δόσιμο το ολοκληρωτικό σε κάτι - μια μελιστάλαχτη περιγραφή που, όμως, συλλαμβάνει ικανοποιητικά μια εικόνα της κατάστασης ημών.

Το αποτέλεσμα, λοιπόν, εκείνης της έκλαμψης ήταν το εξής: κατάλαβα πως τα βιβλία που είχαν κυκλοφορήσει έως τότε ήταν πάρα πολλά. Αν ήθελα να διαβάσω αυτά που έπρεπε, αυτά που με ενδιέφεραν, αυτά που άξιζαν και αυτά που ήθελα να λέω πως διάβασα, τότε μπροστά μου σχηματίζονταν τιτάνιες στήλες. Χάνονταν στα σύννεφα των αποκαρδιωμένων προσδοκιών μου. Ανάλογη ήταν η έγνοια μου για την εκδοτική επικαιρότητα: καλά βιβλία εκδίδονταν με ανελέητα γοργούς ρυθμούς. Με συνοπτικές διαδικασίες μια ήταν η κατάληξη: έπρεπε να διαβάζω περισσότερο. Πολύ περισσότερο. Το οποίο, φυσικά, εφάρμοσα. Με τάξη και σύστημα, συνέπεια, σχολαστικότητα, κατάρτιση λιστών, ενημέρωση από τον τύπο, από το ίντερνετ, από σχόλια αναγνωστών. Παράλληλα επήλθε η ανάπτυξη των απαιτούμενων δεξιοτήτων, αντίστοιχων με θηρευτή, όπου οσμιζόμουν αφής στιγμής τι είναι αυτό που θέλω να διαβάσω, να προβλέψω σαν σκακιστής τις επόμενες αναγνώσεις και να αποφύγω τις αναγνωστικές κακοτοπιές. Το επιστέγασμα ήταν και είναι αυτή η στρατιωτική πειθαρχία στην ανάγνωση: πρόγραμμα ημερήσιο και ωρολόγιο το οποίο καταρτίσθηκε ύστερα από έναν ταχύτατο εντοπισμό των γόνιμων και πρόσφορων ωρών. 

Από το οποίο σπάνια παρεκκλίνω.

Από την ημέρα που αποφασίστηκε, ακολουθώ αυτόν τον βίο, παράλληλο με οτιδήποτε συνθέτει την ζωή ενός γήινου ύπαρξης. Αξιοθαύμαστο; Εξοντωτικό; 

Εγώ το αναγνωρίζω: μαζοχιστικό. Κάποιος -εκείνοι, οι άλλοι- θα μπορούσε να πει πως είναι οι παρυφές της παραφροσύνης.

Αλλά τι ξέρουν εκείνοι, ε;

Από καιρό σε καιρό αναρωτήθηκα λίγο πάνω σε αυτήν την, κατά κοινή ομολογία, παράδοξη κατάσταση. Και άρχισα να θέτω ερωτήματα, να προσπαθώ να προσδιορίσω την φύση αυτής της απόκλισης. Ας μη γελοιόμαστε: όχι εντατικά, ούτε συστηματικά. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε χρόνο σημαντικό, που όπως ξέρουμε εμείς, οι βιβλιόφιλοι, μεταφράζεται σε βιβλία.

Μπορεί, όμως, μέσα από αυτή την προσπάθεια να καταλάβουμε καλύτερα εμάς, την φυλή των βιβλίων.

Μετά από αυτόν τον μεζέ, παραδίδω την σκυτάλη στην Κατερίνα.


                                                                                                      Παναγιώτης Κροκιδάς 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου