Σελίδες

3/9/15

Μαργαρίτα



Το σαλόνι ήταν σχετικά μεγάλο, στην μια άκρη του ήταν η τραπεζαρία, μεγάλο έπιπλο, βαρύ, μαύρο. Γυάλινη. Η γυάλινη ανθρακί επιφάνεια της δεν αντανακλούσε τίποτα. Μπροστά της ένας τυπικός καναπές γωνία, πάνω από πέντε θέσεων. Στο πλάι του το τραπεζάκι, στο κέντρο του η τηλεόραση, στις άκρες, τις μέσες κι όλες τις άλλες κορυφογραμμές του, παντού παιχνίδια. 

Αναστέναξε. 

Δεν είχε ιδέα καν πως έλεγαν την ηρωίδα της. Στην αρχή την είχε πει Σοφία, αλλά της φαινόταν τώρα γελοίο. Θα μπορούσε να είναι Ναταλία, Κατερίνα, Ελένη, Δάφνη, Νεφέλη. Τελικά θα την βάφτιζε Μαργαρίτα. 

Η Μαργαρίτα ήταν σε αυτό το δωμάτιο με τον πενταθέσιο καναπέ, εκείνη και τα δυο παιδιά της, 1,5 και 5,5 χρονών αντίστοιχα. Ο μικρός, ο Χρήστος, έπαιζε σε μια γωνιά με τα αυτοκινητάκια του, ο μεγάλος, ο Γιώργος, έβλεπε τηλεόραση. Εκείνη σφηνωμένη στον μικρό χώρο ανάμεσα στην τραπεζαρία και την βιβλιοθήκη, ο υπολογιστής της πάνω στο ανθρακί γυαλί, τα βιβλία της σε μιαν άκρη, οι σημειώσεις της σε μιαν άλλη. Ανάκατα με πολεμιστές νίντζα κι έναν ελέφαντα που χορεύει. 

Στην άκρη άκρη του τραπεζιού ήταν μια θήκη που έμοιαζε κάπως με βιβλίο κι εκεί μέσα ήταν χωμένο το φλασάκι της. Αλλά πάνω του ήταν στοιβαγμένα πέντε βιβλία μαθηματικών του άντρα της, κι ένας σωρός από λογαριασμούς που δεν τολμούσε να κουνήσει και για αυτό δεν είχε πρόσβαση στο αρχείο της. Αποφάσισε πως δεν θα το παρατηρούσε. Συγκεντρώθηκε στο κείμενο που έγραφε. 

Δεν μπορούσε ακόμα να αποφασίσει αν η Μαργαρίτα ήταν συγγραφέας, δημοσιογράφος, απλά μια τρελή που έγραφε ημερολόγιο. Για να ηρεμήσει έριξε μια ματιά στο ίντερνετ. Η εικόνα κατέκλυζε το timeline της. Το παιδί ήταν μπρούμυτα, στην άκρη της θάλασσας, με το κεφαλάκι του προς τα κύματα. Το ανέβασε με την φαντασία της σε ένα κρεβατάκι και το ξέχασε. 

«Μαμά έλα», «μαμά έλα», «μαμάέλα», «θέλω νένο». Η Μαργαρίτα κοίταξε τον Χρήστο με μάτι θολό. Όχι τώρα, δουλεύω. Του βρυχήθηκε. Μετά το μετάνιωσε. «θέλω νένο». Σηκώθηκε να του βάλει νερό, ο μικρός το ήπιε άπληστα από το παιδικό ποτηράκι, έχυσε λίγο πάνω του, άρχισε να κλαίει. «Όφου, καλοκαίρι είναι θα στεγνώσει» του είπε αλλά ο μικρούλης δεν σταματούσε. Του έβγαλε το κόκκινο μπλουζάκι και τον άφησε γυμνό, ο μικρός χοροπήδησε από την χαρά του σαν τον απάτσι, η Μαργαρίτα συγκεντρώθηκε πάλι στον υπολογιστή. Έπρεπε να περιγράψει το νεκρό παιδάκι από την Συρία που ξέβρασε η θάλασσα με νηφαλιότητα, να μην της βγει το κείμενο μελό. 

Ακόμα δεν είχε αποφασίσει αν η Μαργαρίτα ήταν συγγραφέας. 

Συσσωρεύονται οι παλιές αναμνήσεις, να ξέρεις. Δεν ξεχωρίζουν η μία από την άλλη, μοιάζουν με τις ιστορίες των βιβλίων που μπλέκονται στην συνείδηση των αναγνωστών και την κάνουνε μαντάρα. Αυτές οι αναμνήσεις δεν αφήνουν τις λέξεις να κυλήσουν, ενώ οι φρέσκες, εκείνες που ακόμα δεν κουβαλούν το συναισθηματικό φορτίο των άλλων, είναι ευκολότερες στις προτάσεις. Δεν είναι δύσκολο να περιγράψεις το σαλόνι σου. Ούτε το νεκρό παιδί από την Συρία. Είναι δύσκολο να περιγράψεις το παιδί σου. Νεκρό. 

Σήκωσε τα μάτια από τον υπολογιστή. Ο μεγάλος της γιος ήταν προσηλωμένος στον Μίκυ ώρα τώρα και ο μικρός έπαιζε με ένα μικρό ηλεκτρικό πιάνο- παιχνίδι. Ακουγόταν από κάτω "I was made for you baby, you were made for me", κι ο Χρήστος αυτοσχεδίαζε στα ριφ. Μπορούσε πολύ άνετα να το αγνοήσει. Οι θόρυβοι γίνονταν ένα με το μυαλό της, έκαναν ένα κολάζ- πολύ βολικό- από απαιτήσεις, που την βοηθούσαν να μην φτάσει ποτέ στο θέμα.

«Μαμά, θα μου φέρεις νερό στον καναπέ. Κι ένα μπισκοτάκι;». Σηκώθηκε. Ήξερε με τον Γιώργο πως δεν είχε δυνατότητα να μην σηκωθεί, θα το έλεγε ξανά και ξανά ώσπου θα έφτανε η μομφή στα αυτιά της. Τι μάνα είσαι εσύ που δεν φέρνεις στον γιο σου ένα μπισκοτάκι και λίγο νερό. Ξανακάθισε στον υπολογιστή. 

Γιατί ανέβαζαν συνεχώς αυτή την εικόνα με το νεκρό παιδάκι από την Συρία, αναρωτήθηκε. Γιατί είναι δύσκολο να την ξεχάσεις, μάλλον. Είναι σχεδόν αδύνατο να το βγάλεις από το μυαλό σου. Είναι από τις εικόνες που σε αλλάζουν. Μάλλον. Που σε κάνουν να μην είσαι πια εσύ. Ή να είσαι ένα άλλο εσύ, μακριά από το προηγούμενο εσύ. Αυτό το παιδάκι- ντυμένο όπως τα δικά της παιδιά, ένα τζιν σορτσάκι κι ένα κόκκινο μπλουζάκι- τα παπουτσάκια του, τριών χρονών και δεν έβγαλε τα παπουτσάκια του, ποιο παιδάκι δεν θα έβγαζε τα παπουτσάκια του για τόση διαδρομή, αυτό το παιδάκι είχε μια δύναμη ανυπολόγιστη. Ίσως να έκλαιγε γιατί δεν ήθελε να φορέσει το κόκκινο μπλουζάκι κάποιο πρωινό, να το στένευε το παντελονάκι του, ίσως να μην του άρεσαν τα παπούτσια. Αυτό το παιδάκι, «το τέλειο παιδάκι» που δεν έβγαλε τα παπουτσάκια του τόσην ώρα που βολόδερναν στα κύματα, θα μπορούσε να είναι το παιδί της. Το παιδί σου. Θα μπορούσε να είναι το παιδί του οποιουδήποτε. Αλλά αν για λίγο φανταστείς πως είναι το δικό σου παιδί, τότε τα πράγματα αλλάζουν. Μπαίνουν σε άλλες διαστάσεις. Διακτινίζεσαι. 

Την ηρωίδα της την λέγαν Μαργαρίτα. Από το Νταίζη. Ήταν συγγραφέας και μάνα. Όπως εκείνη. Σε ένα ολόιδιο σαλόνι, με τραπεζαρία με ανθρακί γυαλί που δεν αντανακλά τίποτα. Τι διεστραμμένη ιδέα να φτιάξεις κάτι αδιαφανές από γυαλί. Εύθραυστο. Τα βιβλία της ήταν δίπλα στα δικά της βιβλία, κι οι ιππότες του Χρήστου ήταν βαλμένοι στην σειρά. Ή ίσως να ήταν του Γιώργου. Το μικρό μωρό από την Συρία ήταν δικό της παιδί. Αυτή ήταν η διαφορά. Μόνον αυτήν την διαφορά είχε από την Μαργαρίτα. Το έβαλε στο κρεβατάκι του.



7 σχόλια:

  1. Δικό μας. Γι αυτό μας στοιχειώνει και το αναπαράγουμε.

    (Μα Μαργαρίτα από Νταίζη κι όχι ανάποδα;)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μα όλα αυτά τα γράφει ενώ στην τηλεόραση παίζει Μίκυ Μάους, από την Νταίζη είναι ο συνειρμός.

      Διαγραφή
  2. Ναι...αλλά δεν είναι το μόνο... Δεν είναι ένα. Μακάρι να ήταν ένα.
    Για τα άλλα παιδάκια πότε θα θρηνήσουμε , πότε θα ουρλιάξουμε; Ούτε ένα σκίτσο δεν τους αφιερώθηκε!
    Ας δίνουμε αγάπη σε ένα , στο δικό μας παιδί, αφού δεν μπορούμε να σώσουμε εκατομμύρια άλλα...

    (Μα Μαργαρίτα από Νταίζη ;;; Την ίδια απορία είχα κι εγώ!)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αυτό που καταλαβαίνω εγώ απ' το κείμενο είναι ότι κάποιες φορές ο μόνος τρόπος να ξορκίσουμε τον πόνο, αυτόν που τον νιώθουμε σαν δικό μας, είναι να τον βάλουμε στο κρεββατάκι του. Να τον τακτοποιήσουμε, να του δώσουμε μια τελευταία φροντίδα, προτού τον αποχαιρετήσουμε. "Να τον γλυκάνουμε" όταν δεν γλυκαίνεται πια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μακάρι να υπήρχε άλλη λύση, αλλά δεν βλέπω πολλές άλλες.

      Διαγραφή