Σελίδες

9/2/16

«Η νυχτερινή βάρδια του καλλιγράφου», Μαρία Ξυλούρη



Τον μαγικό ρεαλισμό επιχειρεί να μας συστήσει ξανά η Μαρία Ξυλούρη στο καινούριο της βιβλίο «Η νυχτερινή βάρδια του καλλιγράφου». Έναν μαγικό ρεαλισμό από εκείνους της παλαιάς κοπής με νησιά που μετακινούνται, χωριά που ολισθαίνουν, μέλια που γιατρεύουν τις πληγές, οικογένειες από την φτιαξιά των μυθικών. Όλη η δράση λαμβάνει χώρα στο Νιόφυτο, ένα χωριό που πέφτει από την λάσπη όλο και και πιο κοντά στην θάλασσα, όσο περισσότερο τουριστικό γίνεται. Ένα χωριό που μυρίζει έντονα Μάρκες και Μακόντο. 

Εκεί, παρακολουθούμε τρεις γενιές Ραγκουδαίων. Ο Λουκάς, δοσίλογος- το χωριό τον θυμάται πάντα ως τον κακό- έφυγε από το Νιόφυτο, έζησε πολλά χρόνια σε ένα νησί στην μέση του πουθενά που ολοένα αλλάζει θέση, και τον γύρισε στο χωριό ο γιος του. Όχι πριν του ακρωτηριάσει τέσσερα δάχτυλα για τα εγκλήματά του και του πάρει την πρωτοκαθεδρία στην οικογένεια. Ο γέρος σάπισε σε μια γωνιά, δεν βγήκε ποτέ από το σπίτι, γιατί έπρεπε να πληρώσει. 

Όταν ο χαρισματικός εγγονός του, ο Αδαμαντιος, αρρώστησε, εμφανίστηκε η μαυρομπλέ γυναίκα, που απαίτησε όλους τους Ραγκουδαίους νεκρούς και τον Αδαμάντιο υγιή. Έτσι ο παππούς εκπλήρωσε τον ρόλο του και χάθηκε κι από την ιστορία. Γιατί αυτό είναι μόνο το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος, το δεύτερο και το τρίτο απλώνει, οι δευτερεύοντες χαρακτήρες αποκτούν δική τους ζωή και το βιβλίο αποδυναμώνεται, σαν να βάζει το ίδιο τρικλοποδιά στον εαυτό του. Μοιάζει πια αντί για μυθιστόρημα να είναι συρραφή διηγημάτων. Κάποιοι από αυτούς τους ήρωες είναι εκπληκτικοί, όπως ας πούμε ο Κλοντ και η Μάγκι, οι δυο τουρίστες που γυρίζουν όλα αυτά τα χρόνια όλο ξανά στο Νιόφυτο ή ο Βετέξ, ο καφετζής που περνάει τα τραπέζια συνέχεια με ένα βέτεξ. Πάντως το κείμενο φαίνεται χαλαρό, σε κάποιες στιγμές σχεδόν σαν να ξεχνάει τον εαυτό του. 

Η γραφή της Μαρίας Ξυλούρη διαθέτει μεγάλες αρετές. Η Ξυλούρη έχει προσωπικό ύφος, ξέρει τις εμμονές και τις αναφορές της και τις χρησιμοποιεί πολύ γοητευτικά, η γλώσσα της είναι δουλεμένη ως το τελευταίο κόμμα, έχει την ικανότητα να στήνει χαρακτήρες με τους οποίους μπορείς να ταυτιστείς, και σκηνικά· το Νιόφυτο, όσο μαγικό κι αν είναι, είναι εξίσου και οικείο. Εδώ ίσως κάπου έχασε το νήμα της αφήγησης, εγκατέλειψε τον βασικό της ήρωα και πελαγοδρόμησε ανάμεσα στους άλλους, ή δοκίμασε κάτι που δεν πέτυχε απολύτως. Ένα καλό έχει αυτό, πιθανότατα ένα τέτοιο άπλωμα είναι υποθήκη για το μέλλον. Γιατί, ποιος άλλος από τους συγγραφείς της γενιάς μας εκτός από την Μαρία Ξυλούρη που κατάφερε τόσο μικρή να δαμάσει τα θεριά της μεγάλης φόρμας, έχει τα περισσότερα εφόδια για να γράψει κάποτε το «Μεγάλο Ελληνικό μυθιστόρημα»;

    

                                                                                    Κατερίνα Μαλακατέ



«Η νυχτερινή βάρδια του καλλιγράφου», Μαρία Ξυλούρη, εκδ. Καλέντης, 2015, σελ. 289

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου