Σελίδες

22/4/17

"Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη", Θανάσης Βαλτινός






Ξεκίνησα να διαβάζω το «Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη» με μεγάλη όρεξη. Από τον Θανάση Βαλτινό είχα διαβάσει μόνον την «Κάθοδο των εννιά» και ήθελα να συμπληρώσω τα κενά μου. 

Ήδη από το πρώτο βιβλίο κατάλαβα πως ο λόγος και ο λογοτεχνικός του τρόπος δεν θα ταίριαζε στην αναγνωστική μου διάθεση. Συνέχισα να διαβάζω γιατί έπρεπε, και τελικά βρέθηκα να τελειώνω το δεύτερο βιβλίο μόνον και μόνο γιατί θα ήταν ντροπή να συντονίσω μια λέσχη ανάγνωσης έχοντας παρατήσει το βιβλίο. 

Στον πρώτο μέρος- που γράφτηκε το 1964- ο Ανδρέας Κορδοπάτης, με έναν λόγο κοφτό, εντελώς προφορικό, μας διηγείται σε πρώτο πρόσωπο τις περιπέτειες του ως παράνομος μετανάστης στην Αμερική. Η γραφή είναι λιτή, η διάλεκτος έντονη και το βιβλίο πολύ ευκολοδιάβαστο εξαιτίας της προφορικότητας. Περιγράφει τη ζοφερή πραγματικότητα της μετανάστευσης, αλλά και την κατάσταση στην Ελλάδα, την φτώχεια, την αμορφωσιά, με μεγάλη ενάργεια. Από την άλλη, δυσκολεύτηκα πάρα πολύ να νιώσω οποιουδήποτε είδους ταύτιση με τον πρωταγωνιστή. 

Κι αυτή η αίσθηση εντάθηκε στο δεύτερο μέρος του Συναξαριού – που γράφτηκε 35 χρόνια μετά, το 2000. Εδώ συνεχίζεται η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αλλά ο ίδιος ο Κορδοπάτης υποχωρεί ως αφηγητής, έχουμε πολλά μικρά αποσπασματικά κείμενα, σαν μαρτυρίες, σε έντονη ντοπιολαλιά. Οι αφηγητές μας, άντρες και γυναίκες, εναλλάσσονται συνεχώς, αλλά η γλώσσα και η αφήγηση παραμένουν στεγνές. Θα μπορούσε να πει κανείς πως πρόκειται για δημοσιογραφική καταγραφή, αν δεν ήταν το θέμα της γλώσσας. 

Ομολογουμένως η ιστορική περίοδος του δεύτερου βιβλίου είναι πολύ ενδιαφέρουσα – για μένα τουλάχιστον. Κάποιες από τις σκηνές του πολέμου είναι εξαιρετικά δυνατές. Και δείχνουν μια άλλη οπτική από την συνηθισμένη· όλη την θηριωδία ενός στρατού που κατακτεί. Πάντως κι εδώ δεν κατάφερα στιγμή να συμμετέχω στο δράμα. Με εμπόδισε ο τρόπος, η αφήγηση. 

Ξέρω πόσο ιερόσυλη μοιάζει αυτή η καταγραφή, ο Θανάσης Βαλτινός θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους εν ζωή λογοτέχνες μας. Για μένα όμως ποτέ η λογοτεχνία δεν μέτρησε μέσα από τα κείμενα και τα λόγια των άλλων για ένα βιβλίο, μετράω τα κείμενα για αυτό που είναι, για αυτό που ένιωσα, για την αγνή ειδωλολατρική ηδονή της ανάγνωσης. Και από τον Κορδοπάτη, αναγνωστική απόλαυση δεν πήρα.



                                                                                            Κατερίνα Μαλακατέ





«Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη- Βιβλίο πρώτο: Αμερική», Θανάσης Βαλτινός, εκδ. Εστίας, (1η έκδοση, περ. Ταχυδρόμος, 1964), σελ. 126



«Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη- Βιβλίο δεύτερο: Βαλκανικοί- ‘22», Θανάσης Βαλτινός, εκδ. Εστίας (1η έκδοση, εκδ. Ωκεανίδα, 2000), σελ. 302

4 σχόλια:

  1. Ανώνυμος22/4/17, 6:24 μ.μ.

    Αναρωτιέμαι, αγαπητή μπλόγκερ, ποια η σκοπιμότητα της σημερινής καταγραφής σας. Μπορώ να δεχθώ ότι δεν σας άρεσε ένα βιβλίο κάποιου συγγραφέα άλλης γενιάς από τη δική σας, που η αξία του είναι δεδομένη, ένα βιβλίο που αναγκαστήκατε να διαβάσετε γιατί το επιλέξατε για μια λέσχη ανάγνωσης που συντονίζετε. Γιατί όμως δεν κρατάτε την αρνητική κρίση σας για τη λέσχη σας; Γιατί πρέπει να αποτρέψετε κάποιους αναγνώστες από την πιθανή ανάγνωσή του; Και επιτρέψτε μου να πω ότι είναι άλλο πράγμα να γράφει κανείς μία εμπεριστατωμένη αρνητική κριτική για ένα βιβλίο κάποιου νέου συγγραφέα πριν γράψει το επόμενό του, αφού η εμπεριστατωμένη αρνητική κριτική μπορεί να συμβάλει στη βελτίωσή του. Εσείς εδώ γράφετε για το πρώτο βιβλίο ενός 85χρονου καταξιωμένου συγγραφέα που το πρώτο μέρος του δημοσιεύτηκε όταν ήταν 32 χρόνων. Τη γνώμη σας για την κάθοδο των εννιά , το δεύτερο βιβλίο του, δεν τη βρήκα στο μπλογκ σας. Γιατί δεν γράφετε τελικά μόνο για βιβλία που σας άρεσαν όταν τα διαβάσατε; Αυτό θα είχε κάποιο νόημα. Κι ας γράφατε λιγότερο συχνά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μα γιατί δεν γράφω για βιβλία για να συμβάλλω στη βελτίωση των επόμενων βιβλίων του συγγραφέα, γράφω για τα βιβλία που διάβασα. Όταν γράφω για ένα βιβλίο του Ροθ ή του Φάλαντα, του Προυστ ή του Γκόγκολ, προφανώς δεν το κάνω για να δώσω συμβουλές στον συγγραφέα τους.
      Όσο για την προτροπή σας, θα μου επιτρέψετε φαντάζομαι στο δικό μου μπλογκ, να γράφω για όποια βιβλία θέλω- μου άρεσαν ή όχι- όσο συχνά θέλω.
      Δεν έχει λοιπόν άλλη χρησιμότητα αυτή η καταγραφή παρά να διατυπώσω τη γνώμη μου για ένα βιβλίο που διάβασα. Ούτε να προτρέψει, ούτε να αποτρέψει κανέναν. Κι από την άλλη κανείς δεν σας υποχρεώνει να διαβάζετε τα κείμενά μου.

      Διαγραφή
  2. Ανώνυμος23/4/17, 10:29 π.μ.

    Πραγματικά δεν αντιλαμβάνομαι την ένσταση του κυρίου, εκτός αν δεν γνωρίζει - δεν ειρωνεύομαι - την διαφορά της κριτικής σε ένα προσωπικό blog από την κριτική σε μια εφημερίδα. Τουλάχιστον έτσι μοιάζει να το αντιμετωπίζει. Ωστόσο το Συναξάρι και ειδικά το πρώτο μέρος, είναι κατά την άποψη μου αριστουργηματικό έργο και θα πρότεινα σε όλους να το διαβάσουν.
    Β.Κ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Όταν η κουβέντα-οπουδήποτε,σε μπλογκ,λέσχες,παρέες κτλ-,γίνεται για συγκαιρινούς μας λογοτέχνες τίποτα και για κανέναν δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο.Πώς είναι δυνατόν;Ζυμωνόμαστε και ζούμε κι αυτοί κι εμείς στις ίδιες συγκυρίες πλάθοντας ως δημιουργοί και αποδέκτες τα μέτρα και τα σταθμά,αυτό ναι,αφήνοντας παρακαταθήκες για την διάκριση των σημαντικών μα δεν καθορίζουμε τίποτα τελειωτικά. Ακόμα κι όταν από τα πάνω επιβάλλεται κάποιος ή κάτι σαν δεδομένο -και γίνονται αυτά και ξέρουμε τους τρόπους και τα γιατί-,το σοφό ξεσκαρτάρισμα που σε άλλες περιπτώσεις φέρνει την καταξίωση και σε άλλες την λήθη θα το κάνει ο χρόνος και την σιγουριά να μιλάνε για δεδομένες αξίες θα την έχουν οι επόμενες γενιές αναγνωστών.Στην περίπτωση του Βαλτινού θα είναι η καταξίωση,προφανώς,αλλά στο μεταξύ εδώ και τώρα,ως ζωντανοί εμείς αποδέκτες του έργου του,μπορούμε να εκφραστούμε όσο υποκειμενικά θέλουμε.Στην ελευθερία της δικής μας έκφρασης ακουμπά αυτός ο μελλοντικός χρόνος που ανέφερα πιο πάνω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή