Σελίδες

30/1/20

"Γράμμα στον πατέρα", Franz Kafka



Ο Φράντς Κάφκα έγραψε το Γράμμα στον Πατέρα το 1919 όταν ήταν τριάντα έξι χρονών και δεν το έστειλε ποτέ. Το κείμενο βρέθηκε μέσα στα περίφημα γραπτά του που δεν έκαψε ο Μαξ Μπροντ παρακούοντας την εντολή του. Πρόκειται για κοντά εκατό σελίδες που φωτίζουν τη σχέση με τον πατέρα του, Χέρμαν Κάφκα, κι εξηγούν τον τρόμο που ενυπάρχει σε όλα τα γραπτά του Φραντς, την αφόρητη μοναξιά, τη μάταιη αναζήτηση ενός κάποιου νοήματος. 

Ο Φραντς Κάφκα, που σε αυτό το γράμμα μοιάζει περισσότερο με θυμωμένο, τρομαγμένο έφηβο παρά με ενήλικο που μπορεί να διαχειριστεί τη ζωή του ξέχωρα από τους γονείς του, καταλογίζει στον πατέρα του ψυχρότητα, εγωπάθεια και αδιαφορία. Ο Χέρμαν Κάφκα, ενώ υλικά έδινε στα παιδιά του τα πάντα, δεν μπορούσε να συνδεθεί ψυχικά, κάνοντάς τα να νιώθουν πάντα αποτυχημένα και «λίγα». Ο νεαρός Κάφκα δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει τόσο επιτυχημένος όπως ο πατέρας του, δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει αρκετά ανεξάρτητος για να παντρευτεί, να βγάλει τα δικά του λεφτά, να αποκτήσει παιδιά- αυτά είναι πράγματα που ανήκουν στον επιτυχημένο πατέρα κι όχι στον φοβισμένο κι εσωστρεφή γιο. Ακόμα και η ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία είναι για τον πατέρα κάτι λίγο κι αδιάφορο. 

Στις εκατό αυτές σελίδες ο Κάφκα δεν βρίσκει ούτε μια δικαιολογία για τον πατέρα του, ενώ αντίθετα βρίσκει ένα σωρό για τη μητέρα του. Χρεώνει στον πατέρα τα πάντα, ακόμα και την επάρκεια υλικών αγαθών, που νιώθει να του κόβει τα πόδια, γιατί πρέπει να χρωστά ευγνωμοσύνη για αυτήν. Κι είναι κάπως παράδοξο, ο σπουδαιότερος συγγραφέας που περπάτησε ποτέ σε αυτόν τον πλανήτη να νιώθει έτσι απέναντι στον πατέρα του- που άνοιξε ένα μαγαζί με υφάσματα με την προίκα της γυναίκας του, δεν έκανε και τίποτα φοβερό.  Βέβαια αν δεν ένιωθε έτσι, τότε ίσως να μη μας είχε δώσει κάποια από τα σημαντικότερα βιβλία της οικουμένης. 

Ομολογώ πως ταυτίστηκα με τον Κάφκα, ένιωσα την αδικία που του έγινε ως παιδί στο πετσί μου, μπήκα στον παραλογισμό και στη λογική του μίσους που μοιάζει άσβεστο αν και δεν είναι. Στην πραγματικότητα θα αρκούσαν δύο καλές κουβέντες, η αποδοχή με κάποιον τρόπο έστω και ατελή, λίγα ψίχουλα αγάπης, για να γυρίσει ο Κάφκα στην αγκαλιά του πατέρα του. Αυτό είχε ανάγκη, να του πει ο μεγάλος μπράβο και να τον αγαπήσει. 

Μοναχικός και φοβισμένος, μια διάνοια που δεν την αποδέχτηκε κανείς. Πόσο παράδοξο μοιάζει, πόσο διαφορετικός από όλους. Ο Κάφκα κατάφερε να αποδεσμευτεί από αυτές τις μικρότητες χάρη στην άγρια φαντασία μέσα στο κεφάλι του, να κάνει την έλλειψη του πατέρα κομβική στα περισσότερα έργα του, τη μοναξιά του και το υπαρξιακό του αδιέξοδο κοινό κτήμα. Ναι, το Γράμμα στον πατέρα είναι κείμενο ήσσονος σημασίας σε σχέση με τα μυθοπλαστικά του, παραμένει όμως ένα σημαντικό κειμήλιο που αξίζει να διαβάσει κανείς αν έστω πού και πού νιώθει πως ζει σε έναν καφκικό κόσμο. 



                                                         Κατερίνα Μαλακατέ 



«Γράμμα στον πατέρα», Φραντς Κάφκα, μετ. Βασίλης Τσαλής, εκδ. Μεταίχμιο, 2019, σελ. 109

24/1/20

"Η αφηγήτρια ταινιών", Hernán Rivera Letelier



Μια μικρή μπουκιά ανάγνωσης είναι η νουβέλα «Η αφηγήτρια ταινιών», ένα βιβλίο που το διαβάζεις με τη μία, αλλά το θυμάσαι. Γιατί είναι πρωτότυπο και ευαίσθητο, χωρίς να γίνεται μελό. 

Η αφηγήτρια, Μαρία Μαργαρίτα, είναι ένα παιδί που ζει σε ένα φτωχό χωριό της Χιλής. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού δουλεύουν στο εργοστάσιο επεξεργασίας νίτρου, ο τόπος είναι άνυδρος και ξερός. Ο πατέρας της οικογένειας έχει μείνει παράλυτος σε εργατικό ατύχημα, και η πανέμορφη μητέρα, πολύ μικρότερή του, τους έχει εγκαταλείψει. Τα τέσσερα παιδιά ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας, συχνά λείπει και το φαγητό, όμως ο πατέρας που είχε μανία με το σινεμά, μαζεύει πενταροδεκάρες, κι ύστερα από διαγωνισμό, για το ποιος τα λέει καλύτερα, στέλνει μόνο ένα από τα παιδιά να δει την ταινία, και μετά να την αναπαραστήσει. Κι η Μαργαρίτα γίνεται τόσο καλή, που σιγά σιγά την παρακολουθούν κι άλλοι. Κι ας μην είναι πάντα ακριβής, κι ας γεμίζει κομμάτια κι από το μυαλό της, κι ας φτιάχνει μια ολότελα άλλη ταινία όταν της ζητούν κάτι που δεν το έχει δει. 

Στις λίγες σελίδες του βιβλίου περνά ένα ολόκληρο κομμάτι της Ιστορίας της Χιλής, το πώς αλλάζουν τα πράγματα πολιτικά, αλλά και με την έλευση άλλων τεχνολογιών. Και της πίκρας και της ματαιότητας της ανθρώπινης μοίρας, που υποδεικνύει ποια στροφή θα πάρει η ζωή του ατόμου, όσα ταλέντα και να έχει. Πρόκειται για ένα βιβλίο που σε φέρνει αντιμέτωπο με τις ευθύνες σου, όσο πιο γλυκά και ύπουλα γίνεται. Η φτώχεια, η μιζέρια, ο θάνατος, δεν μπορούν να αντισταθούν σε κανένα ταλέντο. 

Η τηλεόραση έφτασε μια εβδομάδα μετά τη μέρα που συνέλαβαν τον αδελφό μου. Μια Δευτέρα πρωί, πάνω που άρχιζα ν’ αναρωτιέμαι πώς και δεν είχε έρθει κανένας από την εταιρεία να μου ανακοινώσει ότι οφείλω να παραδώσω το σπίτι, εμφανίστηκε στο παράθυρο το ροδαλό πρόσωπο του κύριου διευθυντή. 

Η μικρή νουβέλα διαβάζεται απολαυστικά, και σιγά σιγά μετατρέπει μια χαρούμενη αφήγηση σε γροθιά στο στομάχι.  Κι ο τρόπος που διηγείται πρωτοπρόσωπα η αφηγήτρια ταινιών, η "Σινεράιδα", με ένα κράμα αφέλειας και εξυπνάδας, κάνει τα πάντα πιο μαγικά∙ και σκοτεινά.


                                              Κατερίνα Μαλακατέ




"Η αφηγήτρια ταινιών", Ερνάν Ριβέρα Λετελιερ, μετ. Λένα Φραγκοπούλου, εκδ. Αντίποδες, 2019, σελ. 97

12/1/20

"Το αρχείο των χαμένων παιδιών", Valeria Luiselli



Ξεκίνησα "Το αρχείο των χαμένων παιδιών" διστακτικά. Πρώτον μιλάει για ένα θέμα που δεν ήμουν σίγουρη πως θα άντεχα, αυτό των ασυνόδευτων παιδιών μεταναστών— στα σύνορα του Μεξικού για τη Λουισέλι, όμως τι σημασία έχει, τα παιδιά πεθαίνουν με τον ίδιο τρόπο αβοήθητα παντού. Δεύτερον έχει ένα κομμάτι auto-fiction— αυτό μπορεί να είναι καλό αν είσαι ο Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ, και πολύ κακό αν είσαι η Rachel Cusk (υποκειμενικά είναι αυτά βέβαια, αλλά χμμμμ).

Από την αρχή εντυπωσιάστηκα. Η Λουισέλι σπάει τη ροή της αφήγησης, αποδεσμεύεται από τη συμβατικότητά της, μοιάζει κάποιες στιγμές να κρατά ημερολόγιο, ή σημειώσεις με πηγές, άλλες να επικεντρώνεται μόνο στα προσωπικά, κι άλλες τα χαμένα παιδιά, τα παιδιά γενικά, να καταλαμβάνουν όλο τον χώρο. Χρησιμοποιεί διακειμενικές αναφορές, φωτογραφίες, μουσικές, μνήμες, και παρ'όλα αυτά το βιβλίο είναι λειτουργικό και ενιαίο. Παίζει με το τι είναι ανάμνηση, με τις λειτουργίες της μνήμης, μιλάει για το τι είναι αλήθεια, η αλήθεια του καθενός, και για τι πονάει τον καθένα προσωπικά αλλά θα έπρεπε και να μας πονάει συλλογικά.

Ένα ζευγάρι φεύγει από το σπίτι του μαζί με τα παιδιά τους, το δεκάχρονο αγόρι είναι γιος του μπαμπά, το πεντάχρονο κορίτσι κόρη της μαμάς, μεταξύ τους δεν έχουν δεσμούς αίματος, αλλά είναι αδέλφια. Οι γονείς παραμένουν προσκολλημένοι στις εμμονές τους, ο ένας είναι παραγωγός ντοκιμαντέρ ήχων, ο άλλος δημιουργός. Ο άντρας θέλει να ψάξει τι έγινε στους τελευταίους Απάτσι, η γυναίκα φτιάχνει ένα αρχείο για τα παιδιά μετανάστες στα κέντρα κράτησης και ξεκινούν για ένα περίεργο road trip με τα παιδιά, κι επτά κουτιά αρχείου. Είναι στα χωρίσματα, γιατί είναι διαφορετικά τα θέλω τους, χωρίς να μπορούν ακόμα να αποδεχτούν πως δεν θα είναι μαζί. Τουλάχιστον η γυναίκα αφηγήτρια. Το βιβλίο μέσα στο βιβλίο, η "ελεγεία για τα χαμένα παιδιά", είναι σπαρακτικό, οι αναφορές σε άλλα κείμενα, μουσικές, συνεχείς, μοιάζει η αφήγηση να κινείται πολύ αργά μέσω της πρωτοπρόσωπης αφήγησης της μητέρας γυναίκας. Και μετά αναλαμβάνει άλλος αφηγητής, ένα παιδί

Η Λουισέλλι τόλμησε να πειραματιστεί με τη φόρμα. Σε κάποια σημεία φοβήθηκε την ίδια της τη συγκίνηση και κατέπνιξε το συναίσθημα. Μπόρεσε να φτιάξει ένα μεταμοντέρνο μυθιστόρημα. Δεν κατόρθωσε να αποτυπώσει σε όλο της το μεγαλείο τη φρίκη. Πέτυχε και δεν πέτυχε. Πάντως δεν κάθισε στα αυγά της, καταπιάστηκε με ένα θέμα ταμπού— ποτέ δεν μιλάμε για σκοτωμένα παιδια— και το έκανε καλά, σχεδόν αφαιρετικά. Πιστεύω πως στο τέλος φοβήθηκε τον ίδιο της τον εαυτό, και δεν απογείωσε το κείμενο. Πάντως σε κάθε περίπτωση μιλάμε για ένα βιβλίο ύπουλο, που μιλάει για το κακό μέσα από το προσωπικό. Κι αυτός εν τέλει είναι ο βασικός τρόπος για να πεις τόσο συγκλονιστικές ιστορίες. 




                                                           Κατερίνα Μαλακατέ




"Το αρχείο των χαμένων παιδιών", Valeria Louiselli, μετ. Βασιλική Κνήτου, εκδ. Μεταίχμιο, 2019, σελ. 504








7/1/20

"Σπίτι με ονόματα", Colm Tóibín



Η αναγνωστική μου σχέση με τον Κολμ Τομπίν άρχισε με το Καραβοφάναρο στο μαύρο νερό, ένα σπαρακτικό βιβλίο που λάτρεψα. Έχω βέβαια πολλά αναγνωστικά κενά, γιατί είναι πολυγραφότατος, οπότε έπιασα το "Σπίτι με ονόματα" για να αρχίσω να καλύπτω το χαμένο έδαφος. Ο Τομπίν, έχει την τάση να ξαναπιάνει ιστορίες πολλές φορές ειπωμένες και να τους δίνει μια άλλη, λοξή ματιά. Αυτό κάνει και στο «Σπίτι με ονόματα», καταπιάνεται με τη μυθολογία των Ατρειδών, τολμά να τα βάλει με τον Όμηρο, τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη και δεν βγαίνει κερδισμένος- πώς θα μπορούσε άλλωστε— πάντως το σίγουρο είναι πως δεν χάνει. Το μυθιστόρημα μοιάζει κάπως τετριμμένο στην αρχή, τουλάχιστον για εμάς τους Έλληνες που είμαστε εξοικειωμένοι με τη μυθολογία. Έπειτα όμως αρχίζει να ξετυλίγεται με έναν τρόπο σύγχρονο, με κάποιους αναχρονισμούς πιθανότατα, και καταλήγει να μιλά για τις ανθρώπινες σχέσεις, για την εξουσία και την αγάπη∙ θέματα που δεν αλλάξαν τόσο τόσες χιλιάδες χρόνια μετά. 

Το μυθιστόρημα ξεκινά με τη θυσία της Ιφιγένειας. Ο Αγαμέμνονας ξεγελά την Κλυταιμνήστρα, κι εκείνη φέρνει την πανέμορφη δεκαεξάχρονή της έτοιμη με τα προικιά της για να παντρευτεί τον Αχιλλέα. Αντ’ αυτού, τη σφάζουν στον βωμό χωρίς έλεος. Την Κλυταιμνήστρα την κλείνουν οι στρατιώτες του άντρα της σε μια τρύπα για να μη βλέπει και καταριέται και την αφήνουν εκεί τρεις μέρες, χωρίς φαΐ και νερό, μέσα στα περιττώματά της. Καμία θεϊκή παρέμβαση δεν σώζει την τρομοκρατημένη Ιφιγένεια, που σκούζει όπως κάθε άλλο κορίτσι μπροστά στον χαμό. 

Ήδη από τα αρχικά κεφάλαια φαίνεται πως ο Τομπίν έχει όρεξη να ακολουθήσει τον μύθο ως ένα σημείο. Έπειτα, αρχίζει η δική του μυθοπλασία, που έχει άλλους στόχους. Γυρνώντας η Κλυταιμνήστρα, έξαλλη από θυμό και πόνο, δεν θα βρει παρηγοριά στη δεύτερή της κόρη την Ηλέκτρα. Αντίθετα, θα αγνοήσει τα δυο της τα παιδιά- την Ηλέκτρα και τον Ορέστη- θα κάνει σαν να μην υπάρχουν. Και θα συμμαχήσει με τον χειρότερο εχθρό, μπαίνοντας σε ένα λυσσαλέο παιχνίδι εκδίκησης και μίσους. Έτσι θα χάσει τον Ορέστη. 

Τρία είναι τα πολύ ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου. Το πρώτο, η παντελής έλλειψη θεών, δεν τους επικαλείται κανείς, είναι σαν οι ήρωες να ζουν σε μια άθεη κοινωνία, οι θεοί δεν παρεμβαίνουν, δεν αλλάζουν τη ροή του μύθου. Το δεύτερο είναι η ψυχοσύνθεση της Ηλέκτρας, της δεύτερης, λιγότερο ωραίας αδελφής, που την αγνοεί η μάνα, κι αυτή νιώθει κοντά στον πατέρα που σκότωσε την πρώτη και όμορφη κόρη. Και φυσικά ο Ορέστης. Τι απέγινε αυτό το παιδί τόσα χρόνια, πριν να τον ξαναδεί η αδελφή του; Τι του συνέβη και έγινε φονιάς; Πώς σκότωσε τη μάνα του και τον θείο του; Άφαντες είναι και οι Ερινύες. 

Τρεις αφηγητές εναλλάσσονται, πρώτη αναλαμβάνει η Κλυταιμνήστρα, μετά η Ηλέκτρα, στο τέλος τριτοπρόσωπα ο Ορέστης, Αυτό που στην αρχή είναι πολύ οικείο, μετά μοιάζει πολύ μακρινό, σαν να απομακρύνεται ο Τομπίν από τον μύθο τόσο πολύ, που να μη μιλά για αυτόν. Μιλά για τη βία, συναισθηματική και σωματική, που ορίζει τις σχέσεις των ανθρώπων, για τη μητρική και πατρική αγάπη, για τις ζωές που γίνονται βορά σε ένα ανώτερο σχέδιο, για τη λύσσα, και την οργή και τη γλύκα της εξουσίας.

Δεν είμαι σίγουρη πως η προσπάθεια στο "Σπίτι με ονόματα" είναι απόλυτα πετυχημένη, στο μυαλό μου παίζει το αρχαίο δράμα, και με αποσπά. Από την άλλη όμως, αν δούμε την ιστορία χωρίς την Ιστορία της, τότε ο Τομπίν συνεχίζει να είναι ένας εξαιρετικός ψυχογράφος. Διεισδύουμε στο μυαλό των ηρώων του, τους καταλαβαίνουμε. Ποιος θα θελε να καταλάβει την Κλυταιμνήστρα, είναι πια άλλο θέμα. Απέναντί της είναι περισσότερο επιεικής από όλους τους άλλους που έχουν γράψει για αυτήν. Πάντως, χωρίς να πρόκειται για το καλύτερο του βιβλίο, πρόκειται σίγουρα για ένα μυθιστόρημα που αξίζει να διαβάσει κανείς. Έστω και για να διατυπώσει τις ενστάσεις του. 


                                   Κατερίνα Μαλακατέ




"Σπίτι με ονόματα", Κολμ Τομπίν, μετ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Ίκαρος, 2019, σελ. 348 



2/1/20

"Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον", Elizabeth Strout



Μια ιστορία για την αγάπη είναι «Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον». Ένα κείμενο σπαρακτικό, για την αγάπη μάνας κόρης, στην πιο ανόθευτη και μπερδεμένη της μορφή. Η Λούσυ Μπάρτον αφηγείται την ιστορία, πολλά χρόνια μετά, κι έτσι μπορεί να αναπολεί, να έχει άποψη, να θυμάται τα μισά, ή μόνο όσα νομίζει σημαντικά. 

Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του '80, η Λούσυ Μπάρτον έμεινε εννέα εβδομάδες στο νοσοκομείο, μετά από μια εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας, Τη βασάνιζε ένας πυρετός αγνώστου αιτιολογίας, που έτρωγε όλο της το κορμί, χωρίς να μπορούν οι γιατροί να βρουν τι έχει. Όσο ήταν στο μονόκλινο κρεβάτι της στο νοσοκομείο, της έλειπαν τα δυο της κοριτσάκια, έξι και πέντε χρονών τότε, και της έλειπε κι ο άντρας της, μάλλον λιγότερο. Ώσπου εμφανίστηκε η μαμά της και κάθισε στο προσκεφάλι της για πέντε μερόνυχτα. Τη μαμά της είχε να τη δει τέσσερα χρόνια. 

Το παρελθόν της Μπάρτον ήταν εφιαλτικό, ακραία φτώχεια, κανένα ερέθισμα, κανένα βιβλίο, όχι τηλεόραση, πάντα βρώμικη και να ξεχωρίζει στο σχολείο. Κι οι δυο γονείς φαινομενικά ανίκανοι να φροντίσουν τα παιδιά τους. Ακόμα και τώρα, στην πολυθρόνα της δίπλα στο νοσοκομειακό κρεβάτι της κόρης, η μάνα αναλώνεται στο να λέει ηθικοπλαστικά κουτσομπολιά για τον γάμο του ενός και του άλλου γνωστού. Δεν μπορεί να πει "σ’ αγαπώ" στην κόρη της παρά μόνον όταν έχει τα μάτια της κλειστά. Δεν μπορεί. Ταυτόχρονα μπορεί, με τον τρόπο της. Αντιλαμβάνεται πόσο διαφορετική είναι από την κόρη της, που έφυγε, σπούδασε με υποτροφία, έγινε συγγραφέας. Δεν νιώθει οικεία, και δεν τη θεωρεί πια μέλος της οικογένειας. Μα την αγαπάει. 

Η μητρική αγάπη, αλλά κι η αγάπη των παιδιών προς τους γονείς είναι μια δύσκολη υπόθεση. Το βιβλίο της Στράουτ δεν γίνεται σε καμία φάση μελό. Η αφηγήτρια συχνά πυκνά καταθέτει τις σκέψεις της για το ίδιο το κείμενο, ομολογεί πως δεν μπορεί να μιλήσει για τον γάμο της, για τα δικά της τα παιδιά, πως είναι ένα άτομο βαθιά μοναχικό, πως κι αυτή, όπως η μαμά της, μιλάει με ιστορίες, τα αισθήματά της δεν μπορεί να τα εκφράσει αλλιώς. Έτσι μένουν τα ανείπωτα, που κάνουν το μυθιστόρημα σημαντικό. Ο αναγνώστης καλύπτει τα κενά με βάση τα δικά του αισθήματα, αναπληρώνει τις λέξεις που λείπουν, μετέχει. 

Πρόκειται για μια πραγματικά σπουδαία αφήγηση. Η καταβύθιση στην ανθρώπινη ψυχή είναι κάθετη, αφήνει μονάχα λίγες ευκαιρίες για ανάσες. Σε τόσο λίγες σελίδες συντελείται το θαύμα της λογοτεχνίας αυτό που δεν είναι δικό σου, γίνεται, η ιστορία που δεν ολοκληρώνεται λάμπει μέσα στο μυαλό σου, οι λέξεις παύουν να έχουν αξία αυτές καθαυτές, μόνο ο κόσμος που στήνουν. Διάβασα το βιβλίο σχετικά γρήγορα και αχόρταγα. Υποψιάζομαι όμως πως θα κλωθογυρίζω για καιρό την ιστορία της Λούσυ Μπάρτον. Η Λούσυ Μπάρτον δεν είμαι εγώ. Αν και για λίγο, μόνο για λίγο, ίσως και να ήμουν. 



                                                                     Κατερίνα Μαλακατέ



"Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον", Elizabeth Strout, μετ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδ. Άγρα, 2019, σελ. 182