Σελίδες

4/3/20

"Διηγήματα Α΄και Β'", Γεώργιος Βιζυηνός



Αισθάνομαι πάντα όταν ξεκινάω να διαβάσω κάποιο διήγημα του Βιζυηνού μια ανοιχτωσιά, μια αίσθηση πως ο κόσμος ανοίγει και πλαταίνει. Μπορεί να φταίει αυτή η φτερωτή γλώσσα, η ιδιότυπη καθαρεύουσα στις περιγραφές, η μαλλιαρή δημοτική στους διαλόγους. Πάντως είμαι σχεδόν σίγουρη πως αυτό που φταίει είναι η ψυχή του συγγραφέα, η αίσθηση πως αυτά τα κείμενα, τα τόσο βιογραφικά, περικλείουν κάτι από την ίδια την ανθρωπότητα, κάτι ανείπωτο, που μόνο οι μεγάλοι συγγραφείς μπορούν να εκφράσουν, συχνά ερήμην τους. Γοητεύομαι. Αυτή είναι η σωστή λέξη. Αφήνομαι στις ιστορίες του, εκπλήσσομαι κάθε φορά, κάνω πως δεν θυμάμαι μήπως και νιώσω όπως εκείνη την πρώτη φορά που τον διάβασα. Αποκάλυψη. Τελικά αυτό νιώθω, κι ας θυμάμαι την αρχή και το τέλος, μερικές φορές φράσεις ολόκληρες.

Ο Βιζυηνός ήταν πνεύμα ολάνθιστο, άνθρωπος μπροστά από την εποχή του, ήξερε να μπαίνει στην ψυχή των ηρώων του, δεν δίσταζε, ούτε μπροστά σε πράγματα που κανονικά δεν λέγονται –πώς πέθανε η αδελφή του, ο πόθος του για ένα κορίτσι δεκατετράχρονο, τι ευχόταν η μάνα του, τι είναι πατρίδα, ποιος οικογένεια, τι είναι συνείδηση, τι σχέση έχει η μοίρα, τι είναι ο έρωτας, πόση ματαιότητα κρύβει η ζωή. Η παλιομοδίτικη αίγλη των διηγημάτων του καταρρέει μόλις συνειδητοποιείς τη θεματολογία του, παρά τα κοινώς θρυλούμενα, δεν είναι ηθογράφος, είναι ψυχογράφος. 

Αντλεί υλικό από τα παιδικά του χρόνια και τους νεκρούς του. Αυτή η φαινομενική αντίφαση ήταν που στήριζε τα πεζά του. Ο θάνατος για κείνον είναι πανταχού παρόν, ελλοχεύει σε κάθε γωνιά, είναι ταυτόχρονα παράλογος και λογικός, συμβαίνει. Μιλά πρωτοπρόσωπα, γράφει το νέο τότε είδος του διηγήματος –τον παρότρυνε ο Βικέλας να το δοκιμάσει— και το κάνει ολόκληρο δικό του. Αν και έχει ρεαλιστικά και νατουραλιστικά στοιχεία, άλλωστε λογοτεχνικά ανδρώθηκε στην Γαλλία, ξεπερνάει τους κανόνες του είδους, δεν παραμένει ούτε αμέτοχος, ούτε πανεπόπτης αφηγητής, μπαίνει βαθιά στην ιστορία.

Ήταν για χρόνια για σπουδές στη Γερμανία –ο βίος του είναι αρκούντως ταραχώδης, το πώς κατέληξε από ορφανό στην Θράκη στα πέντε του, μαθητευόμενος ραφτάκος στην Πόλη στα εννιά του, να κάνει στη Γερμανία σπουδές ψυχολογίας στα είκοσι, δασκαλάκος και μεταλλωρύχος στα τριάντα και μετά με νόσο των νεύρων και του μυελού των οστών που τον οδήγησε στο Δρομοκαίτειο πριν πεθάνει στα 47 του είναι από μόνο του μια σπουδαία ιστορία— και επηρεάστηκε αρκετά από τον Ρομαντισμό και το κίνημα Θύελλα και Ορμή. Αν κι είχαν περάσει ήδη εκατό χρόνια από τον "Βέρθερο" του Γκαίτε, ειδικά στο «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας» οι ήρωες δείχνουν να πηδούν από τις σελίδες του Γερμανού. 

Ο Βυζηινός, κι ας τον κορόιδευαν οι συγκαιρινοί του για τον τρόπο που απήγγειλε τα ποιήματα του [αναγκάστηκαν να μετονομάσουν την πρώτη του ποιητική συλλογή «Άραις μάραις κουκουνάρες» σε «Βοσπορίδες αύραι» στις επόμενες εκδόσεις] ήταν ένας άνθρωπος με ιδέες που μοιάζουν σύγχρονες ακόμα και τώρα. Έκανε την διατριβή του με θέμα «Το παιδικό παιχνίδι από άποψη ψυχολογική και παιδαγωγική» το 1881 (!) Εκμεταλλευόμενος την καταγωγή του μίλησε για τη φιλία Τούρκων και Ελλήνων, δεν δίστασε ούτε καν μπροστά στη διαφορετική θρησκεία, ούτε φυσικά στη διαφορετική εθνικότητα και την αντιπαλότητα των δύο λαών. Και το ακόμα πιο εντυπωσιακό, σε τρία τουλάχιστον διηγήματα, ο Βιζυηνός ασχολείται με τη ρευστότητα φύλου. Στον «Μοσκώφ Σελήμ» αλλά και στο «Μόνον της ζωής του ταξίδειον», μιλά για μια πρακτική που συνηθιζόταν μεν, αλλά κανείς δεν μιλούσε για αυτήν: αγοράκια που τα έντυναν κοριτσάκια ως τα δώδεκα, για λόγους ασφάλειας ή συναισθηματικούς. Αλλά και στο «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως», ο αφηγητής-ποιητής ερωτεύεται ένα έφηβο κορίτσι, που πολύ μοιάζει με αγόρι. 

Κάθε φορά που διαβάζω «Το αμάρτημα της μητρός μου», κλαίω την ώρα που ο αφηγητής ακούει τη μαμά του να προσεύχεται να πεθάνει αυτός αντί για το κορίτσι της. Κάθε φορά που διαβάζω το «Ποιος ήτον ο φονευς του αδελφού μου» κλαίω την ώρα της αποκάλυψης. Και κάθε φορά, την ώρα που ο παππούς λέει Χατζίδενα τη γιαγιά στο «Μόνο της ζωής του ταξίδειον» νιώθω την πίκρα και τη ματαίωσή του ως το μεδούλι. 

Ο Βιζυηνός δεν θα έπρεπε να με επηρεάζει. Είναι μακρινός. Μοιάζει παρωχημένη η γλώσσα του. Πέθανε τρελός στο φρενοκομείο, «ένας τρελός ησυχώτατος», όπως διαβεβαιώνει ο Παλαμάς. Ο Βιζυηνός είναι ο μπαμπάς μας, ο πρόγονος κάθε πεζογράφου στην Ελλάδα. Τα διηγήματα του –τέσσερα όλα κι όλα εξέδωσε εν ζωή, τα άλλα δύο μετά θάνατον, τα υπόλοιπα είναι παιδικά αφηγήματα— είναι οι βάσεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Κι ο τρόπος που φέρθηκε το κατεστημένο στην περίεργη φιγούρα του, μια ιστορία επαναλαμβανόμενη, από την οποία δεν θα μάθουμε ποτέ.



                                                                            Κατερίνα Μαλακατέ


"Διηγήματα Α'" ["Το αμάρτημα της μητρός μου", "Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου","Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως"], Γεώργιος Βιζυηνός, εκδ. Νεφέλη, 1988, σελ. 153

Διηγήματα Β'" ["Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας", "Το μόνο της ζωής του ταξίδειον", "Ο Μοσκώβ-Σελήμ"], Γεώργιος Βιζυηνός, εκδ. Νεφέλη, 1988, σελ. 223






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου