Σελίδες

28/4/20

"Η γενναιοδωρία της γοργόνας", Denis Johnson



Πρωτογνώρισα τον Ντένις Τζόνσον διαβάζοντας το «Δέντρο από καπνό» πριν αρκετά χρόνια. Ομολογώ πως δεν θυμήθηκα αμέσως το όνομά του όταν είδα τη συλλογή διηγημάτων «Η γενναιοδωρία της γοργόνας» από τις εκδόσεις Αντίποδες. Πρόκειται για πέντε σχετικά εκτενή διηγήματα. Τα τρία μοιάζουν πολύ με το μυθιστόρημα που έχω διαβάσει, έχουν ήρωες παρίες, ανθρώπους σπασμένους από τη φυλακή, από τα ναρκωτικά. Το ύφος του Τζόνσον μοιάζει πολύ με του δασκάλου του, Ρέιμοντ Κάρβερ, αποπνέουν την ίδια μυρωδιά μιζέριας και δυστυχίας, όμως με έναν τρόπο ανθρώπινο και φυσικό, σαν να πίνεις ένα ποτήρι νερό. 

Το πρώτο μου πρωί στον όροφο παρακοιμήθηκα και κάποιος όντως μου βούτηξε το πρωινό. Στο εξής ξυπνούσα με την μία για το πρώτο γεύμα της ημέρας, γιατί πέρα από το φαγητό δεν είχαμε τίποτα άλλλο να περιμένουμε απ’ τη ζωή, και η πείνα που νιώθαμε σε κείνο το μέρος ήταν πιο φοβερή κι από των μωρών. Κορν φλέικς για πρωινό. Μεσημεριανό: σάντουιτς με μορταδέλα. Για βραδινό, μια από τις δημιουργίες του Σεφ Μπογιαρντί σε κονσέρβα, ή, τις καλές μέρες, βοδινό αλά Dinty Moore. Τα πιο νόστιμα που έχω φάει ποτέ. 

Οι ήρωες του Τζόνσον είναι κάπως ψυχεδελικοί, οριακές προσωπικότητες που προσπαθούν να κρατηθούν, άνθρωποι που γνώρισαν μόνο τη σκληρή πλευρά της ζωής. Έχει μεγάλη ικανότητα εμβάθυνσης στους χαρακτήρες, τόσο που νιώθεις σχεδόν αυτή την άλλη Αμερική, που συχνά δεν βλέπουμε, να σε κυκλώνει. Η ασφυξία δημιουργεί ένα αίσθημα αυθεντικότητας, κι εκεί που νιώθεις πως ίσως δεν θα άντεχες να διαβάσεις, ο Τζόνσον κάνει την υπέρβαση, με κάποιον σχεδόν μεταφυσικό τρόπο, η φαντασία παρεισφρέει και δίνει τη λύση.

Στα δύο τελευταία διηγήματα της συλλογής, αυτά που δεν είχαν ποτέ εμφανιστεί όσο ζούσε, έχουμε μια διαφορά, κι εδώ οι ήρωες είναι δυστυχείς και κατατρεγμένοι, εγκλωβισμένοι σε μια μάταιη και αφόρητη ζωή, όμως είναι συγγραφείς∙ καμένοι συγγραφείς, με εμμονές, ταλαντούχοι ή ατάλαντοι, γεμάτοι ναρκωτικά και φαντάσματα, πάντως άνθρωποι που ασχολούνται με το γράψιμο και τον πόνο της γραφής.  

Ο Μαρκ ήταν γύρω στα είκοσι πέντε. Εγώ ήμουν τριάντα πέντε. Είχα διευθύνει αρκετά τέτοια εργαστήρια την προηγούμενη δεκαετία, είχα ξενυχτίσει παλεύοντας με τους στίχους που έγραφαν οι μαθητές κάθε είδους, όχι μόνο οι μεταπτυχιακοί της δημιουργικής γραφής αλλά και παιδάκια από κάτι κρατικά προγράμματα του τύπου «η ποίηση στο σχολείο», συνταξιούχοι από τα καλλιτεχνικά εργαστήρια των δήμων, και μια φορά, για πάνω από ένα χρόνο, κλεφτρόνια, λαθρέμποροι και μαχαιροβγάλτες σε μια ομοσπονδιακή φυλακή, κι αναρωτιόμουν σχεδόν διαρκώς: Είναι άραγε οι δικοί μου στίχοι καθόλου καλύτεροι από τους δικούς τους; Τα πρώτα πέντε έξι ποιήματα του Μάρκους Άχερν μου έδωσαν την απάντηση που ζητούσα. Ήταν αληθινά ποιήματα, κάθε στίχος τους ήταν στίχος αληθινού ποιήματος, και καθώς τα κρατούσα στα χέρια μου εκείνη η κρυφή αγωνία σταμάτησε να σφίγγει την καρδιά μου και αποδέχτηκα πως δεν θα γινόμουν ποτέ ποιητής, μόνο δάσκαλος ποιητών. 

Αυτά είναι τα αγαπημένα μου της συλλογής, ξεχωρίζουν από τα άλλα, ασχολούνται με το θάνατο, και την τρέλα και την παραίσθηση, μα με έναν τρόπο που μοιάζει ώριμος. Η γλώσσα του Τζόνσον είναι λιτή και καθαρή, χωρίς στολίδια, όπως κι ο τρόπος της αφήγησης. Η συλλογή κυκλοφόρησε στην Αμερική έναν χρόνο μετά τον θάνατο του και μοιάζει ως η ιδανική κατακλείδα μιας μάλλον ταραγμένης (και συγγραφικά) ζωής. 



                                                               Κατερίνα Μαλακατέ


"Η γενναιοδωρία της γοργόνας", Ντένις Τζόνσον, μετ. Κώστας Σπαθαράκης, εκδ. Αντίποδες, 2019, σελ. 205













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου