Σελίδες

18/5/16

Πώς πέρασες τη μέρα σου; - (5 μ.μ.) του Μαραμπού



Μετά τις Σειρήνες η γραφή του Τζόυς κάνει μία διακριτή μεταστροφή. Φυσικά διατηρούνται τα ευφάνταστα λογοπαίγνια, οι μεταφορές της γλώσσας, οι δεκάδες μικροπλοκές που δανείζονται γλωσσικά στοιχεία των χώρων και των γεγονότων που περιγράφουν. Εκείνο που αλλάζει είναι η διάθεση του Τζόυς και η επιθυμία του να ασχοληθεί πλεόν πιο εκτεταμένα με τα διάφορα είδη της γλώσσας. Στην Βιογραφία του Έλμαν, αυτή η μεταστροφή του Τζόυς είχε ως επίκεντρο το κεφάλαιο Βόδια του Ήλιου, σημείο αναφοράς στον Οδυσσέα και ένα προοίμιο για όσα σκεφτόταν ήδη για το εκκολαπτόμενο Finnegans Wake. Μια πρόγευση αυτής της μεταστροφής, παίρνουμε στο κεφάλαιο Κύκλωπες.

Εδώ, η δράση του κεφαλαίου τοποθετείται σε μία ταβέρνα του Δουβλίνου στις 5 το απόγευμα. Αφηγητής είναι ένας τύπος που δεν κατονομάζεται, ο οποίος συναντά τον φίλο του Τζο και τραβούν για ένα ποτάκι στην ταβέρνα. Εκεί βρίσκεται ο πολίτης, ένας πελώριος άντρας και πελώριος εθνικιστής που αράζει παρέα με τον εξίσου πελώριο και άγριο σκύλο του. Είναι σαφές ήδη από την αρχή ότι ο πολίτης αποτελεί τον σύγχρονο Κύκλωπα. Μετά τρίβει με το χέρι του το μάτι του.


Το ενδιαφέρον του κεφαλαίου βρίσκεται στον τρόπο που είναι γραμμένο (όπως και κάθε άλλο κεφάλαιο, εδώ που τα λέμε). Ο Τζόυς χρησιμοποιεί από την μια τον απλό, βατό, σύγχρονο λόγο και από την άλλη, έναν λόγο επικό, μυθολογικό, θρησκευτικό, αρχαΐζοντα. Οι δύο λόγοι εναλλάσσονται αρμονικά, με την πλοκή να μεταπηδά από τον έναν στον άλλο δίχως να διαταράσσεται η συνέχεια και η συνάφειά της! Ο αναγνώστης σαστίζει προσωρινά, ειδικά μόλις αντιλαμβάνεται ότι αυτός ο, εκ πρώτης όψεως στρυφνός, επικός λόγος διεκδικεί την μισή έκταση ενός 70σέλιδου κεφαλαίου. Ωστόσο, μόλις συνηθίζει λίγο αυτόν τον “ξεχασμένο” λόγο, αφήνεται πρόθυμα σε μια παιγνιώδη “προσωδία” που τον τέρπει και τον μαγεύει (σε αυτό συμβάλλει πολύ και η ευφυΐα του μεταφραστή).

Μέσα στην ταβέρνα συναντούμε πρόσωπα άγνωστα (σε λίγο θα έρθουν και μερικοί παλιοί γνωστοί) αλλά όσα γεγονότα εξιστορούνται μας είναι στην πλειονότητά τους ήδη γνωστά. Ας πούμε, ο θάνατος του Πάντυ Ντίγκναμ.

- Σίγουρα τον είδα πριν από πέντε λεπτά, λέει ο Άλφ, όπως σε βλέπω και με βλέπεις.
...
- Τότε είδες το φάντασμά του, λέει ο Τζο, ο Θεός να μας φυλάει.
...
- Πέθανε! λέει ο Αλφ. Αυτός δεν είναι περισσότερο πεθαμένος από σένα.
- Μπορεί να είναι έτσι, λέει ο Τζο. Πάντως είχαν το θράσος να τον θάψουν σήμερα το πρωί.

Και αμέσως μέτα ο Τζόυς μάς προσφέρει τις πρώτες εντυπώσεις από το υπερπέραν του καημένου Πάντυ. Ερωτώμενος δια του γηίνου ονόματός του σχετικώς με την διαμονήν του εις τον ουράνιον κόσμον ούτος εδήλωσεν ότι ήτο τώρα εις την ατραπόν της πραλάγια ή επιστροφής αλλά ακόμη υπέκειτο εις δοκιμασίαν εις τας χείρας ορισμένων αιμοδιψών οντοτήτων επί των κατωτέρων αστρικών επιπέδων. (...) Εν συνεχεία ηρωτήθη εάν υπήρχον ιδιαίτεραι επιθυμίαι εκ μέρους των τεθνεώτων και η απάντησις ήτο: Σας χαιρετούμε, φίλοι εκ της γης, οίτινες είσθε ακόμη εν σώματι.


Στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο Μπλουμ αποχωρεί από το ξενοδοχείο Όρμοντ μόλις οι εθνικιστικές κορώνες των θαμώνων φθάνουν στο απόγειο, φανερώνοντας με την αποχώρησή του και την ηθική του στάση. Ερχόμενος στην ταβέρνα, συναντά τον πολίτη ο οποίος ενσαρκώνει συμπυκνωμένο όλον τον εθνικισμό της Ιρλανδίας. Οι συζητήσεις γύρω από τα εθνικά θέματα της χώρας έχουν αρχίσει να φουντώνουν και σταδιακά παρεκτρέπονται – ο Τζόυς παίζει στα δάχτυλα την ιστορία της χώρας του και η ένταση που αυξάνεται καθώς προχωρά το κεφάλαιο δίνει μια εκπληκτική αίσθηση στο όλο επεισόδιο. Ο Μπλουμ παίρνει μέρος στην συζήτηση εντελώς κατευναστικά, αναγκάζοντας σε κάποιο σημείο τον ανώνυμο αφηγητή να σκεφτεί: Δεν σας το είπα; Αλήθεια, σαν την μπίρα που πίνω, αν αυτός ήταν στα τελευταία του, αυτός θα προσπαθούσε να σας πείσει πως το να πεθαίνεις είναι να ζεις. Φυσικά ο Μπλουμ είναι ο μόνος ρεαλιστής εκεί μέσα, αλλά δεν μπορεί παρά να δείχνει ο μόνος παράλογος!

Ακολουθεί ένας συνταρακτικός διάλογος μέσα από τον οποίον φαίνεται ξεκάθαρα η ηθική υπεροχή του Μπλουμ έναντι των κατώτερων ενστίκτων των συντρόφων του.

- Διωγμοί, λέει αυτός, όλη η ιστορία του κόσμου είναι γεμάτη απ' αυτούς. Διαιωνίζουν το εθνικό μίσος μεταξύ των εθνών.
- Αλλά ξέρεις το τι σημαίνει ένα έθνος; λέει ο Τζων Γουάυζ.
- Ναι, λέει ο Μπλουμ.
- Τι; λέει ο Τζων Γουάυζ.
- Ένα έθνος; λέει ο Μπλουμ. Ένα έθνος είναι οι ίδιοι άνθρωποι που ζουν στο ίδιο μέρος.
(...)
- Ή επίσης που ζουν σε διαφορετικά μέρη.
(...)
- Ποιο είναι το έθνος σου, αν επιτρέπεται να ρωτήσω; λέει ο πολίτης.
- Η Ιρλανδία, λέει ο Μπλουμ. Γεννήθηκα εδώ. Στην Ιρλανδία.
(...)
- Και εγώ ανήκω σε μια φυλή επίσης, λέει ο Μπλουμ, που μισείται και διώκεται. Ακόμη και τώρα, αυτή τη στιγμή.
(...)
- Μιλάς για την νέα Ιερουσαλήμ; λέει ο πολίτης.
- Μιλώ για την αδικία, λέει ο Μπλουμ.
(...)
- Αλλά είναι ανώφελο, λέει αυτός. Βία, μίσος, ιστορία, όλ' αυτά. Αυτή δεν είναι ζωή για άντρες και γυναίκες, η προσβολή και το μίσος. Και ο καθένας το ξέρει πως αυτά είναι εντελώς το αντίθετο απ' αυτό που είναι η πραγματική ζωή.
- Τι είναι; λέει ο Αλφ.
- Αγάπη, λέει ο Μπλουμ. Εννοώ το αντίθετο του μίσους.


Η εβραϊκότητά του, η πεποίθηση των θαμώνων ότι ανήκει στην μασονική στοά και ένα τυχαίο παραπλανητικό γεγονός, ενισχύουν την έχθρική στάση εναντίον του. Ο Θεός να φυλάει την Ιρλανδία από τους όμοιους αυτού του βρομοποντικού. Ο κύριος Μπλουμ και οι μπουρδολογίες του. Στο κεφάλαιο Λωτοφάγοι, αν θυμάστε, ο Μπλουμ κρατούσε συνεχώς μία εφημερίδα. Σε κάποια στιγμή έρχεται ένας φίλος του και ζητάει να του την δανείσει μισό λεπτό για να δει τις ιπποδρομίες. Ο Μπλουμ του δίνει την εφημερίδα και του λέει ότι μπορεί να την κρατήσει γιατί μόλις είχε αποφασίσει να την πετάξει στα σκουπίδια. Ο φίλος του σαστίζει με αυτή την δήλωση και αποχωρεί ξεχνώντας να μελετήσει την εφημερίδα. Στους Κύκλωπες γίνεται αναφορά για την ιπποδρομία και για το γεγονός ότι κέρδισε το αουτσάιντερ με το ψευδώνυμο “Απόρριμμα”. Έτσι, δημιουργείται στους θαμώνες η λανθασμένη εντύπωση ότι ο Μπλουμ γνώριζε και πόνταρε στο αουτσάιντερ και με τη δήλωση ότι θα πετάξει την εφημερίδα στα σκουπίδια, προσπαθούσε να πείσει και τον φίλο του να ποντάρει στο ίδιο.

[...] Συνάντησα τον Μπάνταμ Λάυονς πηγαίνοντας να στοιχηματίσει σε εκείνο το άλογο, αλλά τον απέτρεψα, και μου είπε πως ο Μπλουμ του το πρότεινε. Στοιχηματίζω ό,τι θέλετε πως παίρνει εκατό στερλίνες προς πέντε. Είναι ο μόνος άνθρωπος στο Δουβλίνο που κέρδισε. Αουτσάιντερ.

Η συζήτηση αυτή γίνεται την ώρα που ο Μπλουμ πηγαίνει δίπλα στο δικαστήριο για μια νομική υπόθεση. Οι θαμώνες πιστεύουν ότι πάει να εισπράξει τα κέρδη. Εν την απουσία του κάνει εμφάνιση στην ταβέρνα και ο Μάρτιν Κάννινγκχαμ – ο Μπλουμ πήγε εξαρχής στην ταβέρνα με σκοπό να συναντήσει τον Μάρτιν Καννινγκχαμ. Σιγά σιγά, το μίσος εναντίον του Μπλουμ γιγαντώνεται, του έχουν “μαζέψει” ήδη πολλά, ο πολίτης είναι έτοιμος να εκραγεί όταν αναφωνεί σαρκαστικά:

- Αυτός είναι ο νέος Μεσσίας για την Ιρλανδία! Την Ιρλανδία των αγίων και των σοφών!

Την στιγμή που επιστρέφει ο Μπλουμ η οργή είναι έτοιμη να ξεσπάσει πάνω του. Ο Μάρτιν Κάννινγκχαμ με διορατικότητα αλλά και βιασύνη, χαιρετά τους θαμώνες και φυγαδεύει τον Μπλουμ στην άμαξα που περιμένει έξω. Και τότε ο Τζόυς, σε μία εξαιρετική έμπνευση, μετατρέπει την άμαξα σε πλοίο, κάνοντας μια σύνδεση με τον ομηρικό Οδυσσέα, ο οποίος ξεφεύγει θριαμβευτής από την οργή του ταπεινωμένου Πολύφημου. Εδώ μας αποκαλύπτεται ένα απρόσμενο στοιχείο – για πρώτη φορά στο βιβλίο, ο μαλακός Μπλουμ, ο αισθάνομαι τόσο μόνος Μπλουμ, θυμώνει! Πάνω στην άμαξα-πλοίο ο Μπλουμ θυμώνει με το ηλίθιο μίσος του πολίτη και φωνάζει:

- Ο Μέντελσον ήταν εβραίος και ο Καρλ Μαρξ και ο Μερκαντάντε και ο Σπινόζα. Και ο Σωτήρας ήταν εβραίος και ο πατέρας του ήταν εβραίος. Ο Θεός σας. (...) ο Θεός σας ήταν εβραίος. Ο Χριστός ήταν εβραίος όπως εγώ.


Ο πολίτης βγαίνει έξω κυνηγώντας τον (Που είναι αυτός να τον σκοτώσω;), το ακόρεστο μίσος του τον έχει τυφλώσει – ο συμβολισμός είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Ο Μπλουμ με την άτεγκτη ηθική του στάση αλλά και έναν τρόμο στην καρδιά, ξέρει ότι έχει γλυτώσει, και πάντα θα γλυτώνει χάρη στην αγάπη. Γιατί, η αγάπη αγαπά να αγαπά την αγάπη.

                                                                                 


                                                                                          Μαραμπού






"Οδυσσέας", Τζέημς Τζόυς, μετ. Ελευθέριος Ανευλαβής, εκδ. Κάκτος, 2014, σελ 1098


1 σχόλιο: