Σελίδες

27/1/23

"Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος", Primo Levi






Σε τι διαφέρει το «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» του Πρίμο Λέβι από τις αντίστοιχες μαρτυρίες για το τι συνέβαινε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος. Για αρχή, ο Λέβι βρήκε το ψυχικό σθένος να γράψει το κείμενο μόλις έναν χρόνο από την απελευθέρωσή του. Κάποιοι από τους επιζήσαντες, οι περισσότεροι, δεν κατάφεραν ποτέ να μιλήσουν για το τραύμα, κι όμως ένας νεαρός, μικρόσωμος Ιταλός, χημικός, που μπήκε στο Άουσβιτς στα 25 του χρόνια άρχισε να γράφει αυτό το βιβλίο, στο κεφάλι του, όσο ήταν ακόμα έγκλειστος. Κι ίσως αυτός να ήταν από τους λόγους που ο Πρίμο επέζησε, ο μόνος από τους 95 Ιταλούς που έφτασαν μαζί με κείνον στο Άουσβιτς.

Κατά δεύτερο λόγο, είναι ο τρόπος που είναι γραμμένη η μαρτυρία του, υπόκωφα, χωρίς πουθενά να κατηγορεί, να ουρλιάζει, να μισεί. Ο τρόμος που νιώθει κανείς διαβάζοντας το «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» προέρχεται από την ταύτιση, την κάθαρση, το αριστοτελικό «έλεος και φόβος». Το «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» έχει Αρχή, Μέση και Τέλος, είναι μια μαρτυρία γραμμένη με μυθιστορηματικούς όρους ως προς τη μορφή, με τρομακτικούς, συγκλονιστικούς όρους ως προς την αλήθειά της.

Κι έπειτα ο Λέβι βρίσκει τον τρόπο να μιλήσει για την απαξίωση του ανθρώπου μέσα στη βρωμιά, την πείνα, την εξοντωτική δουλειά, το φάσμα του θανάτου χωρίς μεγαλόστομα τσιτάτα, χωρίς βαριές κουβέντες. Μας λέει πώς οι καλοί σε τέτοιες καταστάσεις δεν επιβιώνουν, μας μιλά για την οργάνωση των ίδιων των κρατουμένων, μιλά για φαντάσματα, αλλά από την άλλη, αυτά τα φαντάσματα είναι ακόμα άνθρωποι, ακόμα οργανώνονται για να επιβιώσουν, ακόμα βρίσκουν νόμισμα (ένα τέταρτο της φέτας της ψωμιού κ.ο.κ.) για να αποκτήσουν αυτά που δεν έχουν. Η επιβράβευση της εφευρετικότητας είναι η ζωή ή ο θάνατος.

Μέσα στο Άουσβιτς, ο Λέβι που έπασχε ήδη από κατάθλιψη, δεν σκέφτηκε ποτέ να αυτοκτονήσει∙ μόνον πριν και μετά. Μέσα στο Άουσβιτς, κατάλαβε πως το πρόβλημα είναι πάντα ο Άλλος, και πως οι θύτες δεν ήταν τέρατα, απλοί άνθρωποι ήταν. «Να εκμηδενίσεις τον άνθρωπο είναι δύσκολο, όσο και να τον δημιουργήσεις» γράφει με ξηρή μετριοπάθεια. Μέσα στο Άουσβιτς, ο Πρίμο Λέβι έχασε την πίστη στο Θείο, ή τη Θεία Πρόνοια. Εκεί ο άνθρωπος ορθώθηκε μπροστά του, και οι βασανιστές και οι βασανιζόμενοι.

Ίσως η συγκλονιστικότερη στιγμή του βιβλίου, είναι εκείνη που επιτέλους κάποιος εκφράζει ευγνωμοσύνη. Εκεί είναι η κορύφωση του ανθρώπινου δράματος, εκεί ξέρουν πια τα φαντάσματα πως σε λίγο θα ξαναγίνουν άνθρωποι. Έναν μόλις χρόνο πριν να μετατραπεί σε αυτόν βρωμερό σκελετό από κόκκαλα και κακάδια, ο Λέβι είχε κανονική ζωή, κανονικά όνειρα, κανονικές προσδοκίες, ζούσε όπως εμείς τώρα, ήλπιζε. Η ελπίδα δεν πεθαίνει βεβαίως, μερικές φορές αρκεί να σκεφτείς πως την επόμενη μέρα δεν θα βρέχει, ή πως θα δώσουν διπλή μερίδα ψωμιού, ή πως απλά δεν θα πεθάνεις.

Ο Λέβι έζησε μετά το Άουσβιτς μια μετρημένη ζωή. Ήταν τυχερός γιατί αρρώστησε με οστρακιά τη μέρα της εκκένωσης και δεν πέθανε στην μεγάλη πορεία από το ένα στρατόπεδο στο άλλο. Ήταν τυχερός γιατί ήταν χημικός και μερικούς μήνες τούς πέρασε σε εργαστήριο κι όχι στο κρύο. Ήταν τυχερός που επέζησε της μεγάλης πορείας της επιστροφής στην Ιταλία μετά την απελευθέρωση (του πήρε οκτώ μήνες). Έζησε ως οικογενειάρχης, διευθυντής ενός εργοστασίου με χημικά, συνταξιοδοτήθηκε.

Το «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» εκδόθηκε το 1947, με μεγάλο κόπο, κανείς δεν το ήθελε, σε 2500 αντίτυπα, και τα 1000 έμειναν απούλητα. Μόνον το 1957 το μετέφρασαν και το ανακάλυψαν ξανά, και τότε το βιβλίο έγινε παγκοσμίως γνωστό, άρχισε να διδάσκεται στα ιταλικά σχολεία, ο Λέβι γύρισε όλα τα ιταλικά σχολεία και μίλησε. Ταυτόχρονα έγραφε. Δεκαέξι χρόνια μετά το «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» έγραψε την Ανακωχή, για την πορεία προς την Ιταλία, μετά. Τα πιο πολλά κείμενά του είναι αυτοβιογραφικά ή μυθοπλαστικά της λογοτεχνίας του φανταστικού. Πιο γνωστό, ο «Περιοδικός πίνακας», μια συλλογή διηγημάτων με βάση τα χημικά στοιχεία.

Ο Πρίμο Λέβι πέθανε το 1987, σε ηλικία 68 ετών, έπεσε από το παράθυρο. Τότε, όλοι πίστεψαν πως ήταν αυτοκτονία. Νεότερες θεωρίες το αμφισβητούν. Δεν έχει και πολλή σημασία, παρά μόνον για τον ίδιο. Τον ίδιο, η ανθρωπότητα πρέπει να τον ευγνωμονεί. Έγραψε αυτό που κανένας δεν τόλμησε, στη μαρτυρία του Λέβι είναι στηριγμένα πολλά ιστορικά βιβλία. Έγραψε ενώ το τραύμα ήταν ακόμα ανοιχτό, το 1946, χωρίς καν να ξέρει αν θα τον πιστέψουν. Και μας άφησε ένα βιβλίο, Μνημείο της Ανθρωπότητας. Που θα έπρεπε να διδάσκεται σε όλα τα σχολεία, σε όλον τον κόσμο.



                                  Κατερίνα Μαλακατέ


"Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος", Primo Levi, μτφ. Χαρά Σαρκιλιώτη, εκδ. Άγρα, 2007, σ. 275

19/1/23

"Σαν σκόνη στον άνεμο", Leonardo Padura


Αγοράστε το εδώ: 
https://www.booktalks.gr/astunomiki-logotexnia/san-skoni-ston-anemo.html



Πρωτοδιάβασα Λεονάρδο Παδούρα με τις "Μάσκες", ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που δεν είναι αστυνομικό, περισσότερο κοινωνικό είναι, πολύ περισσότερο κοινωνικό, δηλαδή. Κι έκτοτε διάβασα όλα του τα βιβλία, με αποκορύφωμα αυτό που κατάφερε στον «Άνθρωπο που αγαπούσε τα σκυλιά». Χειρίστηκε ένα ακαταμάχητο πραγματολογικό υλικό, τη δολοφονία του Τρότσκι από τον Ραμόν Μερκαντέρ, φοβερές ιστορικές προσωπικότητες και το μετέτρεψε σε καθαρή ατόφια λογοτεχνία. Και μόνον για αυτόν τον άθλο, θα άξιζε κανείς να διαβάζει Παδούρα για πάντα.

Κι έτσι, όχι μόνον δεν με τρόμαξε ο όγκος του «Σαν σκόνη στον άνεμο» αλλά με κάποιο τρόπο με καθησύχασε πως αυτός θα είναι ένας Παδούρα που τον ξέρουμε καλά. Πως παρά την μπαρόκ πρόζα του κι ίσως τη φλυαρία του πού και πού, θα περνούσα καλά μαζί του. Έχω ανάγκη τον τελευταίο καιρό να περνάω καλά με τα βιβλία, να αφήνομαι στα καλά χέρια συγγραφέων που αγαπούν τους αναγνώστες, κι όχι στους άλλους, που σαδιστικά μας βασανίζουν. Καλοί είναι κι άλλοι, αλλά δεν είναι η τωρινή μου αναγνωστική φάση.

Κι αφέθηκα στην ωραία αρχική ιστορία για τη νεαρή Αδέλα, που γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη από γονείς μικτής καταγωγής, κι έχει μια περίπλοκη σχέση με την κουβανή μητέρα της, Λωρέττα, γιατί η Λωρέττα δεν θέλει ούτε να ακούει για την Κούβα, ενώ η Αδέλα διψάει για μια καταγωγή και μια πατρίδα. Κι η Αδέλα ερωτεύεται τον Μάρκος, που μόλις ήρθε από την Κούβα. Κι έτσι ξεκινά ένα κουβάρι που δεν αφορά ούτε την Αδέλα, ούτε τον Μάρκος, αλλά τους γονείς τους. Αφορά τη «Συμμορία», μια παρέα νεαρών επιστημόνων γύρω στα τριάντα τη δεκαετία του ’90, τη δεκαετία που η Κούβα ήταν «σε κρίση μέσα στην κρίση». Η ΕΣΣΔ είχε καταρρεύσει, η ΗΠΑ συνέχιζαν το εμπάργκο, εμπόριο δεν γινόταν με κανέναν κι οι άνθρωποι στέκονταν με τα δελτία στις ουρές για όλες. Κι η παρέα σκόρπισε σαν Σκόνη στον άνεμο, σχεδόν όλοι έφυγαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο για το εξωτερικό. Κάποιοι κατάφεραν να φτιάξουν μια νέα ζωή εκεί, κάποιοι άλλοι έμειναν για πάντα εγκλωβισμένοι στην ανάμνηση, άλλοι δούλεψαν στον τομέα που σπούδασαν, πήραν διαμερίσματα, αυτοκίνητα και ρόλεξ και δεν γύρισαν να κοιτάξουν πίσω, άλλοι έμειναν βοηθητικό προσωπικό για πάντα. Κι η Κλάρα, έμεινε με τους δυο γιους της στην Αβάνα.

Ο Παδούρα μιλά σε αυτό το μυθιστόρημα, ίσως πρώτη φορά τόσο ανοιχτά, τόσο ξεκάθαρα, για αυτό που βίωσε η γενιά του στην Κούβα, η γενιά που πίστεψε στην Επανάσταση, που βοήθησε πιθανώς το καθεστώς του Κάστρο κι είδε να γκρεμίζεται το οικοδόμημα. Η γενιά της ματαίωσης και της ήττας. Από την άλλη, δεν χαρίζεται ούτε στις χώρες που επιλέγουν οι expats, οι ήρωες του της διασποράς, εκεί που όλα είναι σε αφθονία, αλλά άστεγοι πεθαίνουν από πείνα στους δρόμους.

Πιστεύω πως ο πιο κοντινός του από τους χαρακτήρες που έφτιαξε, είναι η Κλάρα, αυτή, που όπως κι ο ίδιος, έμεινε στην Κούβα, να μεγαλώσει τα παιδιά της όχι ως μηχανικός, αλλά κάνοντας τον κήπο της μποστάνι. Όμως όλοι οι ήρωες του, που είναι έντονοι, συχνά αντιφατικοί, καθόλου χάρτινοι, ούτε ένας μέσα στους τόσους, έχουν σίγουρα κάτι από κείνον και τους φίλους του. Το νιώθεις στον αέρα, η σκόνη του μυθιστορήματος, είναι βαριά αυτοβιογραφική.

Ούτε εδώ βέβαια, λείπουν τα μεγάλα παναθρώπινα θέματα, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, οι σχέσεις μας με τους άλλους, η τυχαιότητα, η ζωή και ο θάνατος. Παρά τον όγκο του, ή μάλλον χάρη σε αυτόν, δεν μπορείς να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου. Βρίσκεσαι στη δίνη της Ιστορίας, στον ρυθμό της Αβάνας, που κι εδώ συμπρωταγωιστεί και ταυτόχρονα νοιάζεσαι βαθιά για την προσωπική ιστορία του κάθε χαρακτήρα. Ο καθένας ηττήθηκε αλλιώς.

Αγάπησα τον Παδούρα μαζί με τον Μάριο Κόντε. Έχω όμως την αίσθηση πως τα δυο του βιβλία χωρίς αυτόν, αυτό και τα «Σκυλιά», είναι μυθιστορήματα μακράς πνοής και ποιότητας. Σε αυτά θα γυρίζουμε στο μέλλον, όταν αναφερόμαστε στον συγγραφέα. Έναν συγγραφέα που ενώ είναι διάσημος και πασίγνωστος σε όλον τον κόσμο, έμεινε στη χώρα του, μια χώρα που δεν της χαρίστηκε, κι έβλεπε πάντα τα τρωτά της, αλλά από την άλλη, δεν έκανε και ποτέ τη χάρη στον δυτικό κόσμο, να γίνει υποχείριο και φερέφωνό του. Γιατί όπως λέει ο ίδιος «Η Κούβα δεν μου δίνει τα απαραίτητα να ζήσω, αλλά μου δίνει τα απαραίτητα για να γράψω».

                             Κατερίνα Μαλακατέ


Leonardo Padura. Photo: 2010 Ulf Andersen.
 "Σαν σκόνη στον άνεμο", Λεονάρδο Παδούρα, μτφ. Κώστας Αθανασίου, 2022, σ. 565













9/1/23

"Προς τον Παράδεισο", Hanya Yanagihara


Αγοράστε το εδώ


Είμαι από τις αναγνώστριες που αγάπησαν βαθιά το «Λίγη Ζωή». Δεν είναι πως δεν αναγνωρίζω τις λογοτεχνικές αδυναμίες του, είναι πως η κάθαρση που σου προσφέρει το ογκώδες μυθιστόρημα της Γιαναγκιχάρα είναι σπάνιο να βρεθεί κι όταν ένα βιβλίο σε κάνει να κλαις λυτρωτικά στις 6 η ώρα το πρωί, το θυμάσαι για πάντα. Έπιασα λοιπόν το «Προς τον Παράδεισο» με ολοφάνερη λαχτάρα. Τρεις διαφορετικοί κόσμοι στο οπισθόφυλλο, ένας το 1893, ένας το 1993 κι άλλος ένας το 2093, που συνδέονται και δεν συνδεόνται μεταξύ τους, έμοιαζαν ακόμα πιο σαγηνευτικοί.

Στο πρώτο μέρος είμαστε σε μια φανταστική Νέα Υόρκη του 1893, όπου ο εμφύλιος δεν έχει οδηγήσει στην Ένωση αλλά στη διάσπαση των Αμερικάνικων Πολιτειών. Ο ήρωας μας, ο Ντέιβιντ Μπίνγκαμ, είναι ένας 29χρονος κληρονόμος, ντροπαλός και με κρίσεις μελαγχολίας στο παρελθόν του, που ο πανίσχυρος παππούς του Ναθάνιελ προσπαθεί να τον παντρέψει με προξενιό με τον πλούσιο αλλά όχι όμορφο 42χρονο, Τσαρλς Γκρίφιθ. Εκείνος όμως ερωτεύεται τον νεαρό απένταρο μουσικό Έντουαρντ, και μπαίνει το βασανιστικό ερώτημα, τόσο κοινό στα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, αν θα διαλέξει την κληρονομιά του ή τον έρωτα. 

Στο δεύτερο μέρος μεταφερόμαστε στο παρόν, ο Ντέβιντ Μπίνγκαμ είναι κι εδώ ο πρωταγωνιστής μας, αλλά τώρα πια είναι βοηθός σε μια νομική εταιρία και σε σχέση με τον μεγαλοδικηγόρο και πολύ μεγαλύτερό του, Τσαρλς. Ο πατέρας του Ντέιβιντ Μπίνγκαμ κι αυτός, ήταν να γίνει βασιλιάς της Χαβάης κι ακολούθησε τον Έντουάρντ του.

Στο τρίτο μέρος είμαστε στο μέλλον. Το ίντερνετ έχει απαγορευτεί, οι άνθρωποι ζουν μια ζωή με κουπόνια, περιορισμένοι σε ζώνες. Εδώ πρωταγωνιστεί μια γυναίκα, η Τσάρλι Γκρίφιθ, κι ο φόβος μιας πανδημίας κάνει τα πάντα ζοφερά.

Το πρώτο μέρος είναι πραγματικά πολλά υποσχόμενο, ο αναγνώστης παρακολουθεί με αμείωτο ενδιαφέρον τον νεαρό Ντέιβιντ που ακούει τη φωνή της καρδιάς του και το εύρημα να επιτρέπεται ο γάμος μεταξύ ομόφυλων σε μια κοινωνία κατά τα άλλα συντηρητική που προκρίνει γάμους με προξενιό και προίκα, έχει ενδιαφέρον. Λέγεται πως αυτό το κομμάτι η Γιαναγκιχάρα το εμπνεύστηκε από την "Πλατεία Ουάσινγκτον" του Χένρι Τζέημς. Κι όντως συναντάμε εδώ, αν εξαιρέσει κανείς την αποδοχή της ομοφυλοφιλίας, παρόμοιες θεματικές.

Στο δεύτερο μέρος, ο κόσμος χτίζεται πιο φασματικά, και το ενδιαφέρον μιεώνεται. Εκεί πάντως που χάνεται εντελώς το ενδιαφέρον είναι στο τρίτο και μεγαλύτερο μέρος, αυτό με την πανδημία. Η αφηγήτρια είναι κάπως αδιάφορη, η Γιαναγκιχάρα μάς κάνει τρομερό exposition, μας εξηγεί και την παραμικρή αχρείαστη λεπτομέρεια του κόσμου, ξανά και ξανά, τα ίδια και τα ίδια, και χειρίζεται την πανδημία κάπως διδακτικά και δασκαλίστικα. Έτσι ένα βιβλίο που δεν χορταίνεις να το διαβάζεις στο πρώτο μισό, γίνεται βασανιστικό και το σέρνεις από κρεβάτι σε καναπέ για να το τελειώσεις βαρυγκωμόντας.

Τα τρία μέρη του μυθιστορήματος είναι κάπως χαλαρά συνδεδεμένα: έχουμε τα κοινά ονόματα, (Ντέιβιντ, Τσαρλς, Έντουαρντ, Ναθάνιειλ,Μπίνγκαμ Γκρίφιθ) και το διαμέρισμα στην Πλατεία Ουάσινγκτον, όμως ως εκεί. Τα θέματα είναι πολλά και σημαντικά. Το βασικό, πώς κάθε φορά οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες επηρέαζουν την προσωπική ζωή, πώς οι ευαίθητοι άνθρωποι αυτού του κόσμου μπορούν να αντεπεξέλθουν στη δυσκολία του βίου, πόσο η κοινωνική συγκυρία και η χρονική τυχαιότητα διαλύουν το άτομο. Η ντροπή για τον εαυτό μας, η ανάγκη για τους άλλους και την έκφραση του εαυτού, η μοναξιά.

Η συγγραφέας έχει εξαιρετική ικανότητα να χειρίζεται τις ανθρώπινες σχέσεις κι αυτό είναι κι εδώ το ατού του βιβλίου. Δυσκολεύεται όμως να μιλήσει για τα βαθιά πανανθρώπινα ερωτήματα. Και το "Προς τον Παράδεισο" είναι ένα μυθιστόρημα που βασίζεται σε αυτά. Έτσι εδώ χάνεται το δεύτερο επίπεδο, αυτό που θα στήριζε τις ιστορίες και θα τις κρατούσε δεμένες μεταξύ τους. Σε ένα βαθμό το βιβλίο θυμίζει Ντέιβιντ Μίτσελ, πχ Τα κοκκάλινα ρολόγια, όμως εκεί που ο Μίτσελ μεγαλουργεί, η Γιαναγκιχάρα μένει σε ρηχά και κάπως θολά νερά.

Το σίγουρο είναι πως αυτό το μυθιστόρημα ήταν εξαιρετικά φιλόδοξο που έβαλε τον πήχυ ψηλά κι ας μην κατάφερε τελικά να τον ξεπεράσει. Προερχόμενο δε από ένα ανερχόμενο αστέρι όπως η Χάνια Γιαναγκιχάρα φέρνει μαζί του και την ελπίδα -μια γυναίκα που πληρώνεται 1εκ. δολάρια για τα δικαιώματα του μυθιστορήματός της και πουλάει αβλεπί 16.000 αντίτυπα την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας, έχει το σθένος να μην ακολουθήσει τις ευκολίες της και να πειραματιστεί.


                                               Κατερίνα Μαλακατέ


"Προς τον Παράδεισο", Χάνια Γιαναγκιχάρα, μτφ. Μαρία Ξυλούρη, εκδ. Μεταίχμιο, 2022, σ. 814 

2/1/23

Ο άντρας μου", Rumena Bužarovska

Αγοράστε το εδώ: 
https://www.booktalks.gr/logotexnia/logotexnia-allon-glosson/slaviki-logotexnia/o-antras-mou.html


Με ένα εξαιρετικό βιβλίο ξεκίνησε η χρονιά μου, τα διηγήματα της Βορειομακεδόνισσας Rumena Bužarovska της συλλογής «Ο άντρας μου». Διηγήματα που μιλούν για τις μακροχρόνιες σχέσεις, για τον γάμο, τη μητρότητα, την πατρότητα. Όμως κυρίως μιλούν για τη θέση της σύγχρονης γυναίκας μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Της νέας γυναίκας που μπορεί να είναι επιστήμονας, επαγγελματίας ή να αρκείται να είναι σύζυγος κάποιου, της γυναίκας που της κάνουν gaslighting και προσπαθούν να τη βγάλουν τρελή, που της αρνούνται τη δυνατότητα να είναι δημιουργός γιατί είναι μητέρα, που τη μαθαίνουν πάντα να ικανοποιεί, πάντα να αρκείται, πάντα να σωπαίνει.

Είναι τολμηρά αυτά τα διηγήματα, από όλες τις απόψεις. Και από άποψη γλώσσας, αλλά κυρίως από άποψη θεματολογίας. Η μητρότητα δεν αντιμετωπίζεται εδώ ως το άγιο δισκοπότηρο, άλλες από τις ηρωίδες είναι καλές μάνες, άλλες κακές, πολλές φορές κι ανεξάρτητα από το αν είναι καλές ή κακές γενικά ως άνθρωποι. Ούτε κι ο γάμος είναι ιερός. Η Rumena Bužarovska μιλά με τόλμη για εξωσυσυγικές σχέσεις, για την απιστία, για τη ματαιότητα των μακροχρόνιων σχέσεων. Αλλά και για την πραγματική αγάπη. Η πραγματική αγάπη είναι τυλιγμένη σε ιδρώτα, αίμα, οργασμούς, φαγητό, καθημερινότητα.

Σοκάρει η βαναυσότητα αυτών των διηγημάτων; Φαντάζομαι πως σοκάρει όσο σοκάρει η πραγματική ζωή, που δεν μπορεί να τοποθετηθεί είτε στο φως είτε στο σκοτάδι, εμπεριέχει και τα δυο. Είναι διηγήματα που περιγράφουν καλά μια κοινωνία, που θα μπορούσε με άνεση να είναι και η δική μας. Μέσα από τα πρόσωπα και τις ιστορίες, ιστορίες αστών, αναγνωρίζεις τον εαυτό σου, αν και τον άντρα της ηρωίδας τον λένε Ζόραν ή Γκέντσο. Είναι μια σύγχρονη ηθογραφία, χωρίς χωριά, λόγγους και φαράγγια, μια ηθογραφία πόλεως που λείπει, λείπει από την εγχώρια δική μας διηγηματογραφία. Μια ηθογραφία που δεν διστάζει να μιλήσει για ρατσισμό, για σεξισμό, για κάθε μορφή καταπίεσης του Άλλου.

Η Bužarovska έχει μια ξεκάθαρη γυναικεία γραφή, χωρίς φιοριτούρες, μεγαλόπνοα ιδανικά, χωρίς τις αγκυλώσεις των αντρών ομολόγων της. Ανήκει σε μια νέα γενιά γυναικών λογοτεχνών που δεν μιμούνται πια την αντρική γραφή για να υπάρξουν, ούτε χαιδεύουν τα αυτιά. Την ενδιαφέρει ξεκάθαρα η διαδικασία της δημιουργίας — φαίνεται και μέσα στα κείμενα— αλλά με έναν τρόπο διαφορετικό από τον αντρικό∙ και για αυτό επιτέλους αυθεντικό. Οι γυναίκες δημιουργοί έχουμε φωνή, είναι η δική μας, αδιαφορούμε αν θα μας βάλετε στον κανόνα σας. Hear us roar!

                                                       
                                                                Κατερίνα Μαλακατέ





Ο άντρας μου", Rumena Bužarovska, μτφ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδ. Gutenberg