Σελίδες

26/11/21

Utopia Avenue, David Mitchell

 




To Utopia Avenue είναι το όγδοο μυθιστόρημα του David Mitchell (ένατο αν προσμετρήσει κανείς κι εκείνο που μπήκε στο μπαούλο του χρόνου και θα βγει το 2114 και μάλλον δεν θα το διαβάσουμε). Για μένα είναι το τέταρτο, μετά το Cloud Atlas, Τα χίλια φθινόπωρα του Γιάκομπ ντε Ζουτ και τα Κοκάλινα Ρολόγια.

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα για ένα μουσικό συγκρότημα (οι αμερικάνοι συγγραφείς που ασχολούνται με τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70 σπανίως δεν έχουν κι από ένα τέτοιο) όμως ταυτόχρονα δεν πρόκειται μόνο για ένα μυθιστόρημα για ένα μουσικό συγκρότημα. Ο Μίτσελ, κατά την προσφιλή του συνήθεια, μετενσαρκώνει τους χαρακτήρες του από βιβλίο σε βιβλίο, σχεδόν όλοι έχουν υπάρξει κι αλλού, είτε με αυτή τη μορφή, είτε με αυτό το φύλο, είτε μόνο με αυτό το όνομα. Έτσι και το Utopia Avenue εντάσσεται σε αυτό το μέτα-μυθιστόρημα που διαρθρώνεται σιγά σιγά αν βάλεις όλα μαζί τα μυθιστορήματά του —κάπως σαν να φτιάχνει την Ανθρώπινη Κωμωδία του Μπαλζάκ, ή τη Γιοναπατόφα του Φώκνερ (όχι δεν συγκρίνω τον Μπαλζάκ ή τον Φώκνερ με τον Μίτσελ, δεν ξεμωράθηκα τώρα στα γεράματα). Μόνο που εδώ έχουμε μια διαφορά από τα υπόλοιπα μυθιστορήματά του Μίτσελ, από τις σελίδες αυτού του βιβλίου παρελαύνουν και τα περισσότερα μουσικά αστέρια της εποχής, τα πραγματικά, με σάρκα και οστά, λέγοντας κοινοτοπίες ή κάνοντας έναν μπάφο.

Το βιβλίο ξεκινά με τη δημιουργία ενός φανταστικού (κυριολεκτικά) μουσικού συγκροτήματος που το συστήνει ο μάνατζερ Λέβον Φράκλαντ (κάτι θα θυμίσει αυτός σε όσους έχουν διαβάσει τα Κοκάλινα Ρολόγια). Ο Λέβον είναι ίσως ο μόνος μάνατζερ μουσικής στην ιστορία που έχει καλές προθέσεις. Μαζεύει τέσσερις ετερόκλητους μα φοβερούς μουσικούς, για να δημιουργήσει μια μπάντα που θα περάσει από την αφραγκιά και την αφάνεια στην κορυφή.

Ο Ντιν είναι μπασίστας, προέρχεται από μια δυσλειτουργική οικογένεια της εργατικής τάξης, κι όταν τον στρατολογεί ο Λέβον κυριολεκτικά δεν έχει να φάει και πού να περάσει την επόμενη νύχτα. Τα τραγούδια του είναι ξεσηκωτικά και γκαζιάρικα. Η Έλφ είναι τραγουδίστρια της φολκ, την έχει μόλις παρατήσει ο έρωτας της ζωής της, με τον οποίο τραγουδούσαν ντουέτο. Είναι φοβερή πληκτρού, ξέρει μουσική όσο όλοι οι άλλοι, και φτιάχνει συναισθηματικά, βιωματικά τραγούδια. Ο Γιάσπερ ντε Ζουτ (αυτός πάλι μήπως σας θυμίζει κάτι;) είναι ένας περίεργος τύπος που ακούει φωνές, νόθος γιος μιας Αγγλίδας κι ενός Ολλανδού μεγιστάνα, ο καλύτερος κιθαρίστας που υπάρχει αν και εμπειρικός.Φτιάχνει ψυχεδελικά έπη διάρκειας δώδεκα λεπτών. Και ο Γκριφ κρατάει τον ρυθμό, και της μπάντας, και του βιβλίου, είναι ένας κουλ ντράμερ.

Οι πέντε τους δεν διαπράττουν ύβρι, όπως συνήθως τα συγκροτήματα αυτά, δεν είναι αδίστακτοι, δεν πατάνε επί πτωμάτων, ούτε έχουν ψευδαισθήσεις για το τι θέλουν. Θέλουν να γράφουν αξιοπρεπώς μουσική, να ξεπεράσουν τα φρικτά καταγώγια στα οποία παίζουν μπροστά σε μεθυσμένους και φτιαγμένους και να μπουν στα τοπ τεν και στην τηλεόραση, να τους ξέρει ο κόσμος. Ο Ντιν χρειάζεται και τα λεφτά, γιατί δεν είναι και το καλύτερο αγόρι. Η Ελφ πρέπει να απαντά συνεχώς στην ερώτηση «γιατί μια μπάντα να έχει στις τάξεις της ένα κορίτσι, που φανερά δεν κάνει για γλάστρα». Ειδικά στις τηλεοπτικές εκπομπές, αυτό που μοιάζει τώρα αυτονόητο στην Αμερική, πως δεν κάνουμε σεξιστικές ερωτήσεις, της συμβαίνει συνέχεια. Ο Γιάσπερ έχει τη δυσκολότερη πίστα από όλους, παλεύει με την ψυχική ασθένεια και τη φαντασία, δίνει έναν αγώνα που μοιάζει εντελώς άνισος. 

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, αναζήτησης ταυτότητας. Βάζει θέματα σεξισμού, σεξουαλικού προσανατολισμού, ακουμπά το θέμα της τρέλας, που είναι ταμπού, Το βιβλίο όσο προχωρούν οι σελίδες γίνεται ένα απίστευτο κολάζ πραγματικότητας και φαντασίας, μια γιορτή της μουσικής και της λογοτεχνίας αλλά και της ποπ κουλτούρας του ‘60. Κανονικά εγώ δεν είμαι αναγνώστρια που ενθουσιάζεται με αυτή τη θεματολογία, τα διαβάζω και μετά τα ξεχνάω, η μουσική κουλτούρα της εποχής δεν ξυπνάει καμία ευαίσθητη ανάμνηση, ούτε νιώθω καμιά ανατριχίλα που ο Ντέιβιντ Μπόουι ήταν ακόμα άσημος τότε. Όμως κανένας δεν διαβάζει τα βιβλία του Μίτσελ για την αφορμή, δηλαδή ποιο συγκεκριμένο είδος διάλεξε να χρησιμοποιήσει κάθε φορά. Η αιτία που διαβάζουμε Μίτσελ, είναι ο ίδιος ο Μίτσελ.

Αυτή είναι φοβερή συγγραφική κατάκτηση, πολύ λίγοι συγγραφείς γραπώνουν με ανάλογο τρόπο το κοινό τους —και τον τηλεφωνικό κατάλογο να απαριθμούσε, αυτό θα γινόταν με τόση ευχαρίστηση και χαρά και θα το διάβαζες με το ίδιο κέφι. Ο Μίτσελ είναι παραμυθάς, ένας έντεχνος παραμυθάς, ένας διαβασμένος παραμυθάς, ένας παραμυθάς που λατρεύει τις αφηγήσεις. Είναι ένας από μας, τα τζάνκι της λογοτεχνίας, μα ταυτόχρονα έχει το ταλέντο να λέει ιστορίες. Αποσπασματικά; Μεταμοντέρνα; Πηδώντας από genre σε genre; Βάζοντας μια μεταφυσική πινελιά σε κάθε βιβλίο; Ναι, με όλα αυτά, χωρίς κεντρικό θέμα, μπορεί να γράφει για την Ιαπωνία πέντε αιώνες πριν ή το διάστημα και να τον ακολουθείς.

Στην Ελλάδα λίγοι αναγνώστες έχουν κολλήσει τον ιό της Μιτσελίτιδας και για αυτό το εμβληματικό Cloud Atlas παραμένει εξαντλημένο. Έχω μια ελπίδα, να πάει τόσο καλά το Utopia Avenue που η Μαρία Ξυλούρη (η μεταφράστρια από τον Γιάκομπ ντε Ζουτ και δώθε, που τον λατρεύει πιο πολύ από όλους μας και του κεντάει την κάθε λέξη, ακόμα και την πιο βαριά βρισιά), να αναγκαστεί να μεταφράσει τα εξαντλημένα και τα αμετάφραστα. Μετά από κοινή λαϊκή απαίτηση.



                                 Κατερίνα Μαλακατέ



Utopia Avenue, David Mitchell, μετ. Μαρία Ξυλούρη, εκδ. Μεταίχμιο, 2021, σ.714 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου