Σελίδες

31/12/15

Βαθμολογώντας τα βιβλία που διάβασα το 2015



Τηρώντας την παράδοση θα βαθμολογήσω και φέτος τα βιβλία που διάβασα το 2015. Χωρίς φόβο, με λίγο πάθος και την ευχή να διαβάσω περισσότερο το 2016,


"O Δράκος της Πρέσπας Ι- Η κοιλάδα της λάσπης", Ιωάννα Μπουραζοπούλου   8

"Καρυότυπος", Άκης Παπαντώνης 9

«Η μεγάλη εικόνα», Μανώλης Ανδριωτάκης 7

"Τα χίλια φθινόπωρα του Γιάκομπ ντε Ζουτ", David Mitchell 8

"Το δέντρο του Ιούδα", Μιχάλης Μακρόπουλος 7

"Η δεύτερη ευκαιρία", Henry James 9

«Ο ποταμός της μνήμης», Richard Powers 9

"Ο άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι και τα χρόνια του προσκυνήματός του", Haruki Murakami 7

«Οι αυτόχειρες», Antonio di Benedetto 9

«Φάλκονερ», John Cheever 10

«Πέτρα Ψαλίδι Χαρτί», Νίκος Μάντης 8

«Άγγελος Εσμεράλντα», Don Delillo   9

"Καναδάς", Richard Ford 9

"Ο ουρανός που ονειρεύτηκες", Γιάννης Σκαραγκάς   7

"Ερωτοτροπίες", Javier Marias   10

«Κόστα Ρίκα», Αλέξανδρος Ντερπούλης 6

«Γκιακ», Δημοσθένης Παπαμάρκος 8

«Ο χορός της νίκης», Antonio Skármeta 7

«ΜακΤιγκ», Frank Norris 9

«Ο χάρτης και η επικράτεια», Michel Houellebecq 9

"Υπεραιχμή", Thomas Pynchon 8

«Αντί Στεφάνου», Γιάννης Μακριδάκης 8

«Αυτό ειν’ όλο», James Salter 9

"Οι νόμοι των συνόρων", Javier Cercas 10

«Άρση απαγορευτικού», Μάρκος Κρητικός 6

"Λάσπη", Χρήστος Αρμάντο Γκέζος 8

"Πόλεμος και πόλεμος", László Krasznahorkai 10

"Πικρούτσικα πικρούτσικα", Θάνος Κάππας 7

"Ο θαμμένος γίγαντας", Kazuo Ishiguro 7

«Η εξαπάτηση και άλλες μικροσκοπικές ιστορίες», Φαίη Κοκκινοπούλου 7

"Να πώς χάνεις μια γυναίκα", Junot Diaz 7

"ζωή μεθόρια", Θεόδωρος Γρηγοριάδης 8

Μόνος στο Βερολίνο", Hans Fallada 10

"Το μάθημα μουσικής", Pascal Quignard 9

"Το βάρος της πεταλούδας", Erri De Luca 7

"Της αγάπης και του πολέμου", Chang-rae Lee 8

«μπονσάι», Alejandro Zambra 9

"H νοσταλγία", Barbara Cassin 10

"The paying guests", Sarah Waters 9

"Οι ψαράδες", Chigozie Obioma 7

"Το κιβώτιο", Άρης Αλεξάνδρου 10

«Φάντασμα με κουστούμι», Roberto Arlt 8

«Η Άκρα Ταπείνωση», Ρέα Γαλανάκη 7

Καλά και σήμερα», Σοφία Νικολαΐδου 9

"Το βιβλίο των παράξενων νέων πραγμάτων", Michel Faber 10

"Χάρτινη μνήμη", Emma Healey 9

"Η γραφή του κόσμου", François Taillandier 7

Μπαλαντέρ. Μια ερωτική εξτραβαγκάντσα", Μαρία Γιαγιάννου 8

"Οι Εγκλωβισμένοι", Δημήτρης Οικονόμου 8

Οι αραχτοί", Michele Serra 8

«Νέα φινλανδική γραμματική», Diego Marani 8

«Μωρό από ατόφιο χρυσάφι», Margaret Drabble 9

"Αμερικάνικο Ειδύλλιο", Philip Roth 7

"Τριλοβίτες", Τζ. Μπ.Πανκέικ 8

"Οξφόρδη 7", Πάμπλο Τουσέτ 8

"Το δωμάτιο στο βάθος του σπιτιού",  Χόρχε Γκαλάν 9


Υ.Γ 42 Βιβλία της χρονιάς μου τα:"Πόλεμος και πόλεμος"«Το τενεκεδένιο ταμπούρλο»,  «Οι αναστατώσεις του οικότροφου Ταίρλες» και "Οι νόμοι των συνόρων".

Υ.Γ. 42-42 Καλή μας χρονιά!


28/12/15

"Αμερικάνικο Ειδύλλιο", Philip Roth [της Κατερίνας Μαλακατέ]



Την πρώτη φορά που διάβασα το Αμερικάνικο Ειδύλλιο στα Αγγλικά το είχα βαρεθεί εξόχως. Θα ήταν ψέμα αν έλεγα πως η δεύτερη ήταν πολύ καλύτερη όσον αφορά την αναγνωστική απόλαυση. Το θεωρώ εξαιρετικά αργό και επαναλαμβανόμενο, αυτοαναφορικό και τελικά κάπως συμβατικό. Όμως αυτή την – αναγκαστική, λόγω της λέσχης ανάγνωσης, που δεν είχα την επιλογή να το παρατήσω - φορά, βρήκα την ευκαιρία να κατανοήσω γιατί ενώ δηλώνω πως αντιπαθώ τον Φίλιπ Ροθ, έχω διαβάσει τουλάχιστον δέκα βιβλία του. Όσο κι αν με ενοχλεί το γράψιμό του, οι εμμονές του, η επανάληψη στα θέματα, αυτά τα θέματα είναι πολλά και μεγάλα. Ειδικά εδώ, όπου οι σεξουαλικές αναφορές, η εβραϊκότητα και το γήρας υπάρχουν μεν, μπαίνουν σε δεύτερο πλάνο δε. 

Αφηγητής και σε αυτό το βιβλίο είναι το άλτερ ίγκο του Ροθ, ο Ζούκερμαν, μεγάλος πια και με προβλήματα προστάτη που του έχουν αφήσει θέματα στύσης- ω τι έκπληξη θε μου. Με αφορμή τη συνάντησή του σε ένα reunion με τον Τζέρι Λιβόβ, τον αδελφό του μεγάλου του ινδάλματος στο Λύκειο, Σίμουρ Λιβόβ, του «Σουηδού» , του καλύτερου αθλητή και κούκλου ξανθομάλλη αλλά και την πολύ μικρή συναναστροφή του με τον «Σουηδό» πριν κάποιο καιρό, ο Ζούκερμαν, χρησιμοποιώντας μόνο την φαντασία του, αναπαριστά για μας την ζωή του Σουηδού με την πρώτη του γυναίκα, μια μικροκαμωμένη Μις Τζέρσεϊ. 

Αυτό το φοβερό ζευγάρι – ανιαρότερο πράγμα από την περιγραφή του μπέιζμπολ που έπαιζε η Σουηδός στο σχολείο και που είμαστε αναγκασμένοι ως αναγνώστες να υποστούμε στις πρώτες σελίδες, δεν έχω διαβάσει ξανά στη ζωή μου-  βγάζουν ένα όμορφο κοριτσάκι την Μαίρη που στην εφηβεία της θα βάλει μια βόμβα, θα σκοτώσει έναν αθώο περαστικό κι έπειτα θα χαθεί. Αυτό το τραυματικό γεγονός σε μια οικογένεια «τέλειων» που ζει το Αμερικάνικο όνειρο, ιντριγκάρει τον Ζούκερμαν και δίνει τροφή στην μηχανή της αφήγησης. Ατελείωτες περιγραφές γαντιών – ο Λιβόβ παρατάει το μπέιζμπολ και παίρνει το εργοστάσιο γαντοποιίας του μπαμπά του σαν καλός γιος- ατελείωτες συζητήσεις με ανθρώπους που ούτε τους έχουμε ξαναδεί στις 500 σελίδες της πλοκής, όλα εξαντλητικά, αφόρητα γύρω από το μεγάλο πρόβλημα «πώς βγήκε αυτό το αγκάθι από τόσο «καλούς» ανθρώπους; Ο Λιβόβ είναι Εβραίος, η καλή του μια φτωχή Ιρλανδή, έχουν τα κόμπλεξ τους, αλλά κατά βάση στο παιδί τους δίνουν τα πάντα. Τα πάντα; Όπως λέει κι ο Τζέρι, ο αδελφός που αποκόπηκε από την οικογένεια κι έγινε μεγάλος και τρανός καρδιοχειρούργος, στον Σίμουρ:

[]»Τον εαυτό σου τον φαντάζεσαι μόνο να παίζει μπάλα, να φτιάχνει γάντια και να παντρεύεται την Μις Αμερική. Εκεί έξω με την Μις Αμερική, να ζείτε μες στη σιωπή και την αποβλάκωση. Εκεί έξω, να το παίζετε τυπικοί λευκοί προτεστάντες, μια σκατο-Ιρλανδεζούλα από τα ντοκ του λιμανιού του Ελίζαμπεθ κι ένας κωλο-Εβραίος από το Λύκειο του Γουικουέικ. Οι αγελάδες. Η Κοινωνία των αγελάδων. Η παλιά Αμερική της περιόδου των αποικιών. Και συ νόμισες πως αυτή η πρόσοψη δεν θα είχε κανένα κόστος. Καθωσπρέπει και απονήρευτος. Έλα όμως που έχει κόστος, Σίμουρ! Κι εγώ βόμβα θα έριχνα. Κι εγώ ζαϊνιστής θα γινόμουνα και θα ‘μενα στο Νιούαρκ. Λευκοί αγγλοσάξονες προτεστάντες και κουραφέξαλα! Δεν είχα καταλάβει πόσο φιμωμένος ήσουν εσωτερικά. Αλλά να που είσαι τόσο φιμωμένος. Ο γέρος σε φίμωσε για τα καλά. Τι θες, Σίμουρ; Θες να την κοπανήσεις; Δεκτό κι αυτό[]»

Αν κάτι πρέπει να αναγνωρίσουμε στον Ροθ είναι πως ξέρει να στήνει χαρακτήρες. Ο «σούπερ ήρωας» Σίμουρ Λιβόβ, ο μίστερ τέλειος, ο τύπος που ήταν ο πιο καλός παίκτης, για να τα παρατήσει και να γίνει ο πιο σωστός επιχειρηματίας γαντιών, χωρίς να βαρυγκωμήσει. Η Μις Τζέρσεϊ  που το έλαβε μέρος στα καλλιστεία όχι από ματαιοδοξία αλλά για τα λεφτά της υποτροφίας που χρειαζόταν για να σπουδάσει ο αδελφός της, κι είναι η τέλεια αγελαδοτρόφος και μάνα. Η Μαίρη, το όμορφο κοριτσάκι με το τραύλισμα, το παιδί των τέλειων γονιών, που καταλήγει καταζητούμενη βομβίστρια, και στο τέλος ζαϊνίστρια, αρνούμενη την ίδια την έννοια της ζωής. Αλλά και οι δευτερεύοντες, ο παππούς Σολ που με τον μικροαστισμό του και την επιβολή του, είναι ίσως ο αντιπαθέστερος χαρακτήρας που έχω συναντήσει, ο Τζέρι που επαναστατεί για να γίνει απόλυτα πετυχημένος, οι συνδαιτυμόνες στο δείπνο των Λιβόβ, όλοι είναι ψιλοκεντημένοι. 

Αν και το τέλος βρωμάει από παντού συμβατικότητα, κάτι που δεν θα περίμενε κανείς από τον Ροθ, ως να φτάσουμε εκεί, μπαίνουν τα βασικά ερωτήματα για όλη την Δυτική κοινωνία, γιατί γίνονται οι πόλεμοι, πόση σημασία έχει να είσαι καλός γιος, γονιός, πολίτης, κτλ, μπορεί κανείς να αρθεί πάνω από την καταγωγή, την μοίρα του, τα πρότυπα; Και τελικά φταίνε οι γονείς για τα παιδιά τους; Ή ό,τι και να κάνεις, όσο καλός κι αν σταθείς, οι δυνατότητες είναι πεπερασμένες, και το παιδί θα τραβήξει τον κακό δρόμο δίχως να μπορείς να κάνεις κάτι;

Καιρό είχα να εντρυφήσω τόσο πολύ σε ένα βιβλίο που βαρέθηκα. Ήταν άσκηση υπομονής και θάρρους. Από την άλλη φαντάζομαι πως όλο και κάποιο μυθιστόρημα του Ροθ θα διαβάσω ξανά. Γιατί αυτές οι σχέσεις αγάπης-μίσους είναι σπάνιες στην ζωή και στην ανάγνωση. Και μερικές φορές είναι από τις πιο απολαυστικές.


                                                                                                    Κατερίνα Μαλακατέ


"Αμερικάνικο Ειδύλλιο" Φίλιπ Ροθ, μετ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, εκδ. Πόλις, 1999, σελ 554












Υ.Γ. 42 Εδώ και εδώ δύο άλλες απόψεις που έχουν γραφτεί για το ίδιο βιβλίο σε αυτό εδώ το blog
Y.Γ. 42-42 Εδώ η ακραία διαφορετική άποψη που είχε για το βιβλίο ο συν-συντονιστής της Λέσχης μας στο Booktalks Librofilo.



27/12/15

Η δεύτερη ανάγνωση






Όταν ήμουν μικρή διάβαζα τα βιβλία μου πολλές φορές, ξανά και ξανά, να μου φτουρίσουν. Αργότερα, μετά την εφηβεία, με έπιασε ο φόβος του θανάτου. Αυτός που υπαγορεύει να διαβάσεις όσα περισσότερα βιβλία μπορείς· πριν πεθάνεις. Και τώρα, που είμαι ενήλικη πια κοντά είκοσι χρόνια, ξύπνησε μια άλλη ανάγκη, να ξαναγυρίζω στα παλιά αναγνώσματα. Ειδικά εκείνα που ήταν σπουδαία, αυτά που τα διάβασα στα 15 μου, χωρίς επίγνωση και μπήκαν μέσα μου, έγιναν το υπόστρωμα για τα επόμενα. Αλλά στην πορεία αδικήθηκαν. Ξαναδιαβάζοντας Ντοστογιέφσκι, που τον διάβασα σχεδόν όλον κάπου εκεί στα 14 και τα 15 μου, το καταλαβαίνω με ένταση.

Αλλά σήμερα δεν ήθελα να μιλήσω για αυτές τις δεύτερες αναγνώσεις, τις πολύ σπουδαίες, τις πολύ σημαντικές, τις κλασικές. Αυτό που με τρώει είναι οι άλλες. Πρόσφατα αναγκάστηκα για επαγγελματικούς λόγους να διαβάσω ξανά δύο βιβλία. Το πρώτο, το είχα λατρέψει στην πρώτη ανάγνωση, το είχα ξαναδιαβάσει κι αυτή στην πραγματικότητα ήταν η τρίτη μου φορά μαζί του. Η αναγνωστική απόλαυση δεν χάθηκε. Ήταν και θα παραμείνει μέσα μου, ίσως τώρα με περισσότερες λεπτομέρειες και μεγαλύτερη ένταση. Όμως το πραγματικό αποτύπωμα το άφησε η πρώτη μου φορά μαζί του, τότε κοντά στα 18. Το Κιβώτιο με σημάδεψε στα 18, όχι στα 25, κι ούτε στα 37 που το ξαναδιάβασα. 



Το δεύτερο ήταν ένα βιβλίο που είχα μισήσει. Για την ακρίβεια δεν θυμόμουν καν πως το είχα διαβάσει, το ανακάλυψα μέσα στα κείμενα του μπλογκ πως το είχα κάνει. Τόσο πολύ το είχα σβήσει από την μνήμη μου. Είχα γράψει κι αυτό το μάλλον οργισμένο ποστ. Στην δεύτερη μου επαφή μαζί του ήμουν πιο επιεικής, βρήκα σημεία που μου άρεσαν, συνειδητοποίησα με μεγαλύτερη δύναμη τους συμβολισμούς. Όμως η βασική μου άποψη παραμένει: ο Ροθ στο Αμερικάνικο Ειδύλλιο είναι τόσο αναλυτικός και αυτοαναφορικός που είναι απολύτως αφόρητος. Θα γράψω ξανά αναλυτικά την γνώμη μου για το βιβλίο. Όμως η πρώτη εντύπωση δεν άλλαξε.

Η αλήθεια είναι πως μεγαλώνοντας τα διαβάσματα μας διαφοροποιούνται, μπορούν να εξελιχθούν κι αυτό που κάποτε μας φαινόταν βαρετό τώρα να το θεωρούμε αριστούργημα. Αυτό τουλάχιστον για τους κλασικούς. Όμως για τα υπόλοιπα, θεωρώ πως είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει τόσο πολύ το αναγνωστικό γούστο. Μπορεί την δεύτερη φορά να αναγνωρίσεις ένα βιβλίο ως σημαντικό, σπουδαίο, ενδιαφέρον, μέσα σου όμως πάντα θα λες: «Όμως εμένα ΔΕΝ μου αρέσει».







26/12/15

«Μωρό από ατόφιο χρυσάφι», Margaret Drabble



Είχα να διαβάσω πολλά χρόνια Margaret Drabble- τόσα χρόνια για την ακρίβεια που δεν αναγνώρισα το όνομά της στο εξώφυλλο του βιβλίου και χρειάστηκε μια φωτογραφία στο facebook για να θυμηθώ τα «Φωτεινά μονοπάτια», το βιβλίο που είχα διαβάσει αρκετές φορές στην εφηβεία μου. Όταν συνειδητοποίησα για ποια πρόκειται, δεν είχα πια κανέναν ενδοιασμό, ήξερα πως θέλω να το διαβάσω. 

«Το μωρό από ατόφιο χρυσάφι» είναι ένα σχετικά αργό μυθιστόρημα, που εστιάζει στις ανθρώπινες σχέσεις και στο πώς αλλάζουν οι εποχές. Πρωταγωνίστρια είναι η Τζες, μια ανύπαντρη μητέρα την δεκαετία του '60 στο Λονδίνο. Έχει σπουδάσει ανθρωπολόγος, αλλά βιοπορίζεται γράφοντας άρθρα από την σιγουριά του γραφείου της, γιατί έχει να φροντίσει την Άννα. Η Άννα είναι η κόρη της με έναν παντρεμένο Καθηγητή, και είναι το πιο φωτεινό, όμορφο και καλόκαρδο πλάσμα που υπάρχει. Ταυτόχρονα είναι και νοητικά καθυστερημένη, με έναν ήπιο τρόπο, χωρίς ταμπέλες και ονόματα συνδρόμων. Ξέρει να μιλά αλλά όχι να διαβάζει, πήγε στο κανονικό σχολείο ως κάποιες τάξεις, μπορεί να μετακινηθεί με ασφάλεια, αλλά δεν μπορεί να ζήσει μόνη. 

Η Άννα μεγαλώνει σε ένα προστατευμένο περιβάλλον, η μαμά της είναι για αυτή όλα όσα δεν είναι το μυαλό της, όταν επισκέπτεται ιδρύματα είναι μόνο προς όφελός της, κανείς δεν την βαρυγκωμά. Ταυτόχρονα η Τζες ζει μια ολοκληρωμένη ζωή, με έρωτες, φίλους, παρέες, πλάκες. Αλλά πάντα υπάρχει η σκιά, τι θα γίνει η Άννα αν πάψει να υπάρχει η Τζες; 

Το βιβλίο θέτει ένα σωρό θέματα, η Τζες είναι ανύπαντρη μητέρα σε μια εποχή που αυτό δεν είναι αποδεκτό, κάνει ένα μωρό με ειδικές ανάγκες, προσπαθεί να τα καταφέρει, στηρίζεται στους φίλους. Όμως όλα πηγαίνουν καλά, γιατί οι άνθρωποι έχουν τη διάθεση, την προαίρεση να τα κάνουν καλύτερα. Η αγάπη, ο έρωτας, το σεξ, η μητρότητα, αλλά και πιο θεωρητικά πράγματα όπως ο χρόνος που περνάει, η σύγκριση ανθρωπολογικά ανάμεσα στους «πρωτόγονους» της Αφρικής και τους πολιτισμένους της δύσης, η αναπηρία, θίγονται σε βάθος. Η αναπηρία εδώ δεν αντιμετωπίζεται ούτε ως ευλογία, ούτε ως κατάρα, είναι αυτό που είναι και πρέπει να ζήσεις με αυτή.

Μεγάλο ενδιαφέρον έχει η αφηγήτρια, που ενώ θεωρητικά είναι φίλη της Τες όχι πολύ κοντινή, πολύ συχνά συμπεριφέρεται σαν παντογνώστρια. Η δομή του βιβλίου είναι μάλλον χαοτική, μοιάζει με αφήγηση αυθόρμητη που κανείς δεν μπήκε στον κόπο να βάλει τις σκέψεις του στην σειρά κι έτσι έχουμε πολλές επαναλήψεις ιδεών και ιστοριών. Παρ’ όλα αυτά ο αναγνώστης έχει την αίσθηση πως αυτό είναι ηθελημένο, μέρος της εποχής στην οποία αναφέρεται το κείμενο και της σημερινής στην οποία καταλήγει. 

Με λίγα λόγια πρόκειται για ένα τρυφερό βιβλίο, γραμμένο με έξυπνο και κοφτερό τρόπο, που δεν γίνεται μελό πουθενά, κι αξίζει να διαβαστεί. Ακόμα κι αν δεν υπήρχε άλλος λόγος, γιατί περιγράφει την μητρότητα έτσι ακριβώς όπως είναι· ολοκληρωτικό δόσιμο, χωρίς να χάσεις την ζωή σου. Κι αυτό είναι σπάνιο πράγμα. 



«Μωρό από ατόφιο χρυσάφι», Margaret Drabble, μετ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πόλις, 2015, σελ. 433

24/12/15

«Νέα φινλανδική γραμματική», Diego Marani



Με τον παράξενο τίτλο «Νέα φινλανδική γραμματική», το μυθιστόρημα του Ντιέγκο Μαράνι τραβά το ενδιαφέρον στο ράφι του βιβλιοπωλείου από την πρώτη στιγμή. Μόλις σε διαβεβαιώνουν πως είναι μυθιστόρημα, η περιέργεια εντείνεται: τι έχει να πει ένας Ιταλός για τα Φινλανδικά, μια από τις πλέον ανάδελφες γλώσσες. Αν δε διαβάσεις και στο αυτί πως «ο Ντιέγκο Μαράνι επινόησε την Europanto, μια γλώσσα παιχνίδι (ένα κράμα λέξεων από ευρωπαϊκές γλώσσες) στην οποία έγραψε μια συλλογή διηγημάτων και πολλά άρθρα για ευρωπαϊκές εφημερίδες» , δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστείς. 

Η ιστορία είναι σχετικά απλή, γραμμένη με την μορφή επιστολών και ημερολογιακών καταγραφών. Ένας άντρας κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου περισυλλέχθηκε πολύ βαριά τραυματισμένος από ένα πολεμικό πλοίο. Όταν σαν από θαύμα συνέρχεται δεν θυμάται ποιος είναι, ούτε από πού και κυρίως δεν θυμάται πώς να μιλήσει. Δεν έχει γλώσσα. Ο Φινλανδικής καταγωγής γιατρός του πλοίου συνάγει από τα αρχικά στο αμπέχονο και μια ετικέτα στα ρούχα του τραυματία πως είναι ο Σάμπο Καργιαλάινεν, Φινλανδός ναύτης. Μόλις ανταποκρίνεται επαρκώς τον στέλνει σε ένα νοσοκομείο στο Ελσίνκι για να ξαναβρεί την λαλιά του. 

Εκεί ο άντρας δυσκολεύεται πολύ, ιδρυματοποιείται, μαραζώνει, τελικά διαλύεται. Μαθαίνει κουτσά στραβά τα Φινλανδικά, αλλά σε καμία στιγμή δεν νιώθει πως ανήκει . Η ταυτότητά του είναι άλλη, δεν ξέρει ποια, αλλά δεν είναι αυτή. 

Μόλις με σταματούσε κάποιος στο δρόμο, ακόμα και για να μου ζητήσει ότι πιο κοινότοπο, η καθησυχαστική μου ανωνυμία διαλυόταν. Όταν μιλούσα, αποκαλυπτόταν πως ήμουν ξένος. Γιατί η φωνή μου, σαν ραγισμένο κρύσταλλο, έβγαζε ψεύτικους ήχους. Η γλώσσα δεν ξεπηδούσε από μέσα μου αυθόρμητα. Έπρεπε να φτιάξω με το μυαλό μου κάθε λέξη πριν την ξεστομίσω, ψάχνοντας με κόπο την σωστή πνοή, την κατάλληλη πίεση των χειλιών, ψηλαφώντας με τη γλώσσα τον ουρανίσκο για να βρω εκείνο το μοναδικό σημείο που θα γεννούσε τον ήχο που χρειαζόμουν κι ύστερα να τον μετατρέψω στη σωστή πτώση προτού τον αφήσω να βγει. Η κοιλότητα του στόματός μου, που μου φαινόταν τόσο μικρή, ξαφνικά γινόταν τεράστια. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως όλα παίζοντας σε απειροελάχιστα χιλιοστά, πως ένα τμήμα του πολύ τεντωμένου μυ θα μπορούσε να τινάξει στον αέρα μια ολόκληρη έννοια, ότι μια ανάσα μεγαλύτερη ή μικρότερη θα ήταν αρκετή για να με περάσουν για κάτοικο της Εσθονίας ή της Ίνγκρια ή για να κόψω ανελέητα το νήμα του νοήματος.

Τα θέματα της γλώσσα, της πατρίδας, της συντροφικότητας, της αγριότητας του πολέμου θίγονται σε βάθος. Η ταυτότητα είναι ένα θέμα που απασχολεί την λογοτεχνία σχεδόν από τότε που εφήυρε τον εαυτό της. Το ποιοι είμαστε και γιατί είμαστε αυτοί που είμαστε, κι αν αυτό μπορεί να αλλάξει, αν αλλάζει από ό,τι τραυματικό μας συμβαίνει, αν υπάρχει η δυνατότητα να είμαστε κάτι άλλο από ό,τι στο παρελθόν. Ειδικά για μένα που συχνά πυκνά ξεστομίζω το βαρύγδουπο «η μόνη μου πατρίδα είναι η γλώσσα», το βιβλίο είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ακόμα και σαν απλό πείραμα. Αυτό το θέμα- το τι καθορίζει πως προσδιορίζεσαι και ποιος είσαι- και ο θάνατος- που επίσης θίγεται εδώ- είναι άλυτα ζήτηματα, που υποψιάζομαι πως θα αφορούν την ανθρωπότητα και κατ’ επέκταση την Τέχνη ως το τέλος. 

Εν κατακλείδι, η «Νέα Φινλανδική γραμματική είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και σε κάποιες στιγμές πρωτότυπη. Εκεί κατά τη μέση του μυθιστορήματος ο αναγνώστης μπορεί να δυσανασχετήσει ελαφρώς: οι λεπτομέρειες της φινλανδικής γλώσσας κουράζουν. Όμως το τέλος, λαμπρό και άξιο ενός τέτοιου βιβλίο, τον αποζημιώνει.



                                                                                     Κατερίνα Μαλακατέ




«Νέα φινλανδική γραμματική», Diego Marani, μετ. Δήμητρα Δότση, εκδ. Αιώρα, 2015, σελ. 226

21/12/15

"Οι αραχτοί", Michele Serra



Σκέφτομαι πόσο εύκολο ήταν να σε αγαπήσω όταν ήσουν μικρός. Πόσο δύσκολο είναι να συνεχίσω να το κάνω τώρα που είμαστε ίσοι και όμοιοι στο ύψος, η φωνή σου μοιάζει με τη δική μου και επομένως διεκδικεί του ίδιους τόνους, την ίδια ένταση, ο όγκος του κορμιού μας είναι ο ίδιος. 

Ένα διαφορετικό βιβλίο από αυτά που μας έχουν συνηθίσει στη εξαιρετική νέα σειρά τους ξένης λογοτενίας οι Εκδόσεις Ίκαρος είναι «Οι Αραχτοί» του Μικέλε Σέρα. Ο Σέρα είναι δημοσιογράφος με σατυρική εκπομπή στην τηλεόραση στην γειτονική χώρα κι έγραψε ένα βιβλίο με πολύ προσεγμένη γραφή, που ακροπατεί στα όρια του κωμικού, αλλά βγάζει και πίκρα και γλύκα. Βασικό του θέμα η μάχη των γενεών. Το πόσο ακατανόητα είναι τα παιδιά για τους γονείς, και τούμπαλιν. Το πόσο διαφορετικός είναι ο τρόπος που μεγαλώνει και συμπεριφέρεται κάθε ηλικία. 

Ήσουν αραγμένος στον καναπέ, μέσα σε ένα χιλιοτσαλακωμένο κουβάρι από μαξιλάρια γεμάτα ψίχουλα. Καταγράφω με επιστημονικό ζήλο χωρίς καμία φιοριτούρα. Πάνω στην κοιλιά σου είχες τον αναμμένο υπολογιστή. Με το δεξί χέρι έγραφες κάτι στο smartphone σου. Το αριστερό, μισοαδρανές, κρατούσε από τη μία ακρη, με δυο δάχτυλα,ένα σκισμένο βιβλίο χημείας, αποφεύγοντας να βυθιστεί στο ζοφερό μεσοδιάστημα ανάμεσα στη ράχη του καναπέ και στα μαξιλάρια, εκεί όπου κάποτε βρήκα ένα ωμό λουκάνικο, μια από τις αγαπημένες σου τροφές. Η τηλεόραση είναι ανοιχτή στη διαπασών, σε μια αμερικάνικη σειρά όπου δύο παχύσαρκα αδέλφια, με υποτυπώδες λεξιλόγιο, εξηγούσαν πως καθαρίζεις μια μονοκατοικία από τα ποντίκια. Στ’ αυτιά σου είχες τα ακουστικά, συνεδεδεμένα με το ipod, καταχωνιασμένο σε κάποια χαράδρα του καναπέ. Επομένως ήταν πολύ πιθανό να άκουγες μουσική. 

Αφηγητής ο Μπρένο Αλτσχάιμερ, ο πενηντάρης πατέρας ενός δεκαοκτάχρνου που δυσκολεύεται να τον κατανοήσει, ωρες ώρες ακόμα και να τον συμπαθήσει. Ο γιος παραμένει πεισματικά ανώνυμος, είναι χωμένος στο smartphone και το i-pod του, στον υπολογιστή και την παιχνιδοκονσόλα του, ξυπνάει μεσημέρι, δεν σηκώνεται από το κρεβάτι, τρώει αηδίες. Και κυρίως αρνείται να πάει με τον πατέρα του εκδρομή για περπάτημα. 

Αν έρθεις μαζί μου στη Νάσκα, θα σε πληρώσω. Ένα συγκεκριμένο ποσό ανά χιλιόμετρο ή ανα ώρα πεζοπορίας, θα τα βρούμε, δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Πόσα λεφτά χρειάζεσαι πάνω κάτω για να έρθεις μαζί μου στην Νάσκα; Μετρητά; Επιταγή; Ή μηπως έμβασμα; 

Γραμμένο σε τρία διαφορετικά κομμάτια- στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση του πατέρα παρεμβάλλονται ο Πόλεμος Νέων-Ηλικιωμένων, και οι εκκλήσεις του πατέρα για την εκδρομή- είναι συγκινητικό. Ένα βιβλίο μιλά για έναν πατέρα μη παραιτημένο, που νοιάζεται κι ας μην μπορεί να κατανοήσει γιατί αυτός στα πενήντα του έχει περισσότερη όρεξη για δουλειά από ο,τι ο γιος του στα δεκαοκτώ. Έναν πατέρα που όσο κι αν διακωμωδεί τα πράγματα, τα σκέφτεται και τα διυλίζει, τα βάζει στις πραγματικές τους διαστάσεις. Είναι ένα δίκαιο βιβλίο που αναγνωρίζει πως ο,τι και να γίνει οι Νέοι θα νικήσουν, αναπόδραστα, νομοτελειάκα και ελπιδοφόρα. 

Το κείμενο είναι καλοζυγιασμένο, μεταφρασμένο εξαιρετικά, και έχεις την αίσθηση πως δεν λείπει μήτε περισσεύει ούτε μια λέξη. Με λίγα λόγια, αν και η επιλογή του για αυτή την σειρά θα έμοιαζε στην αρχή τολμηρή, ήταν επιτυχημένη. 



                                                                                            Κατερίνα Μαλακατέ

«Οι αραχτοί», Μικέλε Σέρα, μετ. Δήμητρα Δότση, Ίκαρος, 2015, σελ. 117













Υ.Γ. 42 Η φωτογραφία στην αρχή του ποστ είναι της Τσαμπίκας Χατζηνικόλα




20/12/15

Κλήρωση! Και εκπομπή! Στις 6μ.μ. www.amagi.gr




Κλήρωση! Και εκπομπή! Α, και κλήρωση!

2 αντίτυπα "Πόλη στις φλόγες", Garth Risk Hallberg, μετ. Γ. Κυριαζής, προσφορά από τις Εκδόσεις Κέδρος - Kedros Publishers

3 αντίτυπα "Οι περιπέτειες του Ώγκι Μαρτς", Saul Bellow, μετ. Μ. Μακρόπουλος, προσφορά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη

Για να λάβετε μέρος στην κλήρωση πατήστε "Μου αρέσει" και κοινοποιήστε ή σχολιάστε το ποστ στο φβ ή σχολιάστε κάτω από αυτή την ανάρτηση. 

Για να μας ακούσετε με τον Angeliki Boziki να μιλάμε για τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς (μας) και τι σκοπεύουμε να διαβάσουμε στις γιορτές, πατήστε www.amagi.gr στις 6.μ.μ. σήμερα.

‪#‎klirosi‬ ‪#‎giveaway‬ ‪#‎books‬ ‪#‎Kedros‬ ‪#‎kastaniotis‬ ‪#‎diavazontas‬

Ακούστε την εκπομπή της περασμένης Κυριακής με καλεσμένη την πολύ καλή μεταφράστρια από τα Ιταλικά Δήμητρα Δότση εδώ:

17/12/15

Φριχτά εξώφυλλα, ατυχώς μεταφρασμένοι τίλοι- Part II


Και μετά από την φοβερή παγκόσμια επιτυχία που είχε το Φριχτά εξώφυλλα Part I, είπα να σας δώσω και μερικά συμπληρωματικά:



Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν ως Μικρός Πρίγκηπας. Χωρίς την μπέρτα.



Η μαμά μου βούτηξε το βιβλίο λόγω τίτλου και εξωφύλλου. Και μαντέψτε, δεν ήτανε ροζ. Απογοήτευση.




Φαντάζομαι πως ακόμα κι όταν η Μανρό πήρε το Νόμπελ δεν κατάλαβαν πως δεν γράφει Άρλεκιν.


Ε, εδώ βλέπουμε την "Τετράδα" 


"Λευκός θόρυβος", ή λευκό εξώφυλλο; Σύγχυ(ι)ση.





Ναι, πρόκειται για το ίδιο βιβλίο.



Όποιος μαντέψει πως ο Powers είναι από τους σημαντικότερους συγγραφείς του αιώνα μας, παίρνει βραβείο. Διαβάζει ένα εξαιρετικό βιβλίο.


 Μείναν όλα ίδια. Όλα. Όλα; 


Και για το τέλος άφησα το καλύτερο, τον αδιαφιλονίκητο νικητή αυτής της σειράς:







16/12/15

"Οι Εγκλωβισμένοι", Δημήτρης Οικονόμου



Ένα βιβλίο για τις ανθρώπινες σχέσεις, την μοναξιά, την ματαίωση ονείρων και ζωών γράφει ο Δημήτρης Οικονόμου. Κάπως υποτονικό στην αρχή και ακουμπώντας οριακά στο μελό, το βιβλίο από την μέση και μετά απογειώνεται, βρίσκοντας ρυθμό. Οι χαρακτήρες είναι συνεπείς, ο συγγραφέας εμβαθύνει σε καθέναν από αυτούς και τους ακολουθεί με σθένος ως το τέλος. Ειδικά τον κύριο Βασίλη, τον κεντρικό ήρωα του, είναι σαν να τον βλέπουμε μπροστά μας σε όλες τις καθημερινές ασχολίες του.

Φόντο του μυθιστορήματος είναι η κρίση, όμως θα μπορούσε κάλλιστα να έχει γραφτεί και χωρίς αυτήν. Η κρίση υπάρχει μέσα στο έργο, γιατί εστιάζει στο σήμερα και θα ήταν αδύνατο κανείς να την αγνοήσει αν τοποθετήσει τους ήρωες του στην πόλη. Πρωταγωνιστής ο κύριος Βασίλης, ένας άνθρωπος γύρω στα πενήντα, βαθιά μοναχικός, πληγωμένος από τα παιδικά του χρόνια ακόμα, που διατηρεί ένα φωτοτυπάδικο στο κέντρο. Τα πρωινά συνομιλεί με την Θάλεια, το πιο παλιό του φωτοτυπικό, έχει έναν υπάλληλο τον Άκη κι έναν σκύλο part-time τον Κάλο. Το απόγευμα κάνει μαθήματα στον Καμάλ, δεκαπεντάχρονο μεταναστάκι που στα δεκαπέντε του προσπαθεί να δουλέψει και να βγάλει το σχολείο. 

Μια μέρα με βροχή η κυρία Μαίρη θα σκοντάψει έξω από το μαγαζί του και θα γνωριστούν. Πατημένα τα πενήντα εκείνη, τρία χρόνια παρατημένη από τον σύζυγο, χωρίς παιδιά. Μεταξύ τους θα ανάψει μια σπίθα. Αλλά τι σπίθα θα είναι αυτή, είναι συζητήσιμο. Στην αρχή πιστεύουμε πως είναι έρωτας, μελωμένος και αγκυλωμένος από την ηλικία. Αλλά αργότερα συνειδητοποιούμε οτι είναι κάτι άλλο. Πιο πεισιθάνατο.

Οι ήρωες του Δημήτρη Οικονόμου είναι άνθρωποι που βλέπουν την ζωή τους να περνά, χωρίς να εκπληρώνουν στόχους, χωρίς καν να βάζουν καινούριους. Η Μαίρη μέσα στην εγκατάλειψη, το σπίτι της βρωμερό και παρατημένο, η δουλειά της ανούσια, της τρώει όλη μέρα. Ο Βασίλης λίγο καλύτερα, αλλά χρεωμένος παντού και αδυνατώντας πια να ζήσει από το μαγαζί του. Ένας άνθρωπος που έχει να δώσει συναίσθημα αλλά βρίσκεται πολύ μόνος σε μια ηλικία που θα μπορούσε να είναι της άνθησής του. Ο μόνος που φαίνεται να ξεφεύγει κάπως είναι το νέο αίμα, ο Καμάλ, το προσφυγάκι.

Ομολογουμένως κάποιες σελίδες να μπορούσαν να λείπουν. Όμως το βιβλίο έχει θετικό πρόσημο. Είναι ένα γλυκόπικρο μυθιστόρημα, που σε χώνει στις ζωές των ηρώων αλλά τελικά σε αφήνει με την ελπίδα, πως αν στηριχτείς στους γύρω σου, όλο και κάτι θα γίνει. Υπάρχει μέσα του βαθιά ο σπόρος της πίστης στην ανθρώπινη φύση.




                                                                                    Κατερίνα Μαλακατέ



"Οι Εγκλωβισμένοι", Δημήτρης Οικονόμου, εκδ. Ίκαρος, 2015, σελ. 226

15/12/15

"Φίλιπ Ροθ : Αμερικάνικο ειδύλλιο", γράφει η Μάρω Κακαβέλα



Η επιλογή λοιπόν της λέσχης ήταν ο Φίλιπ Ροθ και δη το «Αμερικάνικο Ειδύλλιο». Με τον κύριο αυτόν είχα φλερτάρει πολλές φορές μιας που συναντιόμασταν πλειστάκις σε γνωστό βιβλιοπωλείο του κέντρου, αλλά πάντα προλάβαινε κάποιος άλλος ή κάποια άλλη και η σχέση μας δεν προχωρούσε, έμενε πάντα στην επιφάνεια. Αλλά τώρα που τα παιδιά από τη λέσχη τον πρότειναν με τις καλύτερες συστάσεις, είπα να εμβαθύνω κι εγώ. 

Η βδομάδα της γνωριμίας μας ήταν από μόνη της εξαιρετικά απαιτητική και δύσκολη, όλο έλεγα θα κάτσω να ηρεμήσω και να ξεκινήσω τον Ροθ κι όλο κάτι μου έπεφτε στο κεφάλι και το μόνο που ήθελα ήταν να κοιτάω αποβλακωμένη την τηλεόραση και να μην σκέφτομαι τίποτα. Το έβαλα πείσμα όμως. Τον άνοιξα κι εκεί άρχισαν τα δύσκολα.

Μακροπερίοδος λόγος, λίγο δαιδαλώδης στο νόημα, μερικές φορές γύριζα πίσω στην αρχή της πρότασης, γιατί έχανα το νόημα. Είπα, Μάρω, δεν είσαι συγκεντρωμένη, μην τολμήσεις και τον παρατήσεις. Συνέχισα λοιπόν.

Και μετά ήρθε το μπέιζμπολ. Που καθόλου μα καθόλου δεν μ’ ενδιαφέρει. Και φυσικά ήταν και το πρώτο πρόσωπο του αφηγητή. Και όλη αυτή η εβραϊκότητα του Ροθ. Που στην αρχή με ξένισε, κι ύστερα συνειδητοποίησα ότι είναι επί τούτου τόσο εμφανής. Ούτε ο Σίνγκερ, ούτε ο Οζ, που είναι κατεξοχήν συγγραφείς που ασχολούνται με τον λαό τους δεν με είχαν ξενίσει τόσο. Εκεί κατάλαβα ότι ο Ροθ στο πετάει στα μούτρα αυτό το γεγονός. Εσκεμμένα, ηθελημένα και επίτηδες, κι όποιος αντέξει. Και τέλος ό ήρωας του ο «Σουηδός». Ούτε μια στιγμή δεν ταυτίστηκα με το δράμα του. Δεν μπόρεσα να ανακαλύψω την Αμερική μέσα από την ιστορία του. Το μόνο πράγμα που μου ερχόταν στο μυαλό ξανά και ξανά ήταν ότι αυτός ο τύπος ήταν ένας μέγας ηλίθιος που δεν έβλεπε τα προφανή. 

Όπως ήταν φυσικό, ήθελα να το παρατήσω από την σελίδα 40. Παρόλα αυτά και για χάρη των παιδιών της λέσχης, έδωσα στη σχέση μου με τον Ροθ μια ακόμα ευκαιρία. Τελείωσα το πρώτο μέρος. Έφτασα μέχρι τη σελίδα 156 νομίζω. Μετά σήκωσα τα χέρια ψηλά, έβαλα το «Αμερικάνικο Ειδύλλιο» στο ράφι με τη σύγχρονη αμερικάνικη λογοτεχνία, του γύρισα και επέστρεψα στα άλλα διαβάσματά μου. 

Δεν έχω αποπειραθεί να τον προσεγγίσω στη γλώσσα του, αλλά αυτό που διάβασα σε μετάφραση με τρόμαξε. Μπορεί να φταίει και (σε άπταιστα ελληνικά) το timing. Η γενικότερη συγκυρία. Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι ήταν κι αυτή μια ακόμα αποτυχημένη σχέση, ανάμεσα στις τόσες άλλες. 

Συγνώμη Φίλιπ. Ίσως στο μέλλον να το ξαναδούμε το θεματάκι μας. 


Αθήνα, 14/12/2015
Μάρω Κακαβέλα.

Υ.Γ. 42 Η δική μου γνώμη για το Αμερικάνικο Ειδύλλιο την άλλη εβδομάδα. 

14/12/15

"Μπαλαντέρ. Μια ερωτική εξτραβαγκάντσα", Μαρία Γιαγιάννου





Ερωτική εξτραβαγκάντσα είναι ο υπότιτλος του "Μπαλαντέρ", του νέου βιβλίο της Μαρίας Γιαγιάννου, που είναι δύσκολο να καταταγεί σε έναν μόνον είδος: φλερτάρει με το δοκίμιο, έχει κομμάτια μυθοπλασίας, ίσως και άλλα που θα μπορούσαν να διαβαστούν όπως η ποίηση, δυνατά για να ρουφήξεις όλο το συναίσθημα.

Οι αγωνίες του αίματος τσαφ καθώς το αίμα τσουφ διανύει τον υπερσιβηρικό άξονα του κυκλοφορικού τσαφ με τέτοια  τσουφ ταχύτητα που σχεδόν ακούγεται. Τσαφ τα πρόσωπα τσουφ παίρνουν ένα βαθυροζ τσαφ χρώμα και οι αρτηρίες τσουφ, οι φλέβες τσαφ, τα τριχοειδή αγγεία τσαφ τσουφ, η καρδιά, αρχίζουν το τραγούδι μέσα στο βαγόνι της σιωπής αλλά εμείς είμαστε αποφασισμένοι να μην χορέψουμε προς τα έξω, όχι ακόμα, όχι πριν χορτάσουμε τον χορό των σπλάχνων.

Το βιβλίο είναι μια γιορτή για τον έρωτα, σωματικό, σεξουαλικό και πνευματικό, αλλά μια γιορτή συντεταγμένη και τακτική. Όχι συρραφή κειμένων, που αργότερα κάποιος σκέφτηκε να τα κάνει ενότητα και δυσκολεύτηκε να βρει ενιαίο θέμα, γράφτηκε επί τούτου με δομή και σκέψη. Το μαρτυρούν και τα κεφάλαια:
Γλωσσολογία,
Ονοματολογία,
Παθοφυσιολογία,
Μουσικολογία,
Μυθοπλασία Μέρος Α,
Βυζαντινισμός,
Οφθαλμολαγνεία,
Μπαγιατολογία,
Ταπερολογία,
Επιστολογραφία,
Μυθοπλασία Μέρος Β,
Θεολογία,
Φυλολογία,
Εμπειρισμός,
Πολιτειολογία,
Μυθοπλασία Μέρος Γ,
Σημειολογία.

Στην έλξη του μαγνήτη, στέρνο απέναντι σε στέρνο κινδυνεύουν να ανατιναχθούν. Τα εσωτερικά μου όργανα υφίστανται μια σταδιακή μετατόπιση προς τα εμπρός, προς το μέρος σου· μα εγώ εδώ, σταθερή στο κέλυφος μου, αντιστέκομαι προς τα πίσω, έτσι που ρισκάρω μια ανεπανόρθωτη λόρδωση.[]

Η συγγραφέας πιάνει τα πράγματα από την αρχή, από κείνη την πρώτη στιγμή που και το παραμικρό άγγιγμα μετράει, την μέση, με την έκρηξη της σεξουαλικής ορμής, ως το τέλος, την Κατατονία της Ευτυχίας και το μπαγιάτεμα. Η ικανότητα της Γιαγιάννου για λεξιπλασία είναι εκρηκτική και δίνει στο βιβλίο τις απαραίτητες ανάσες, ίσως και μιαν αίσθηση κομψότητας και ακαδημαϊσμού.

[] Λες κάποτε η παραγωγή να πάψει; Όλα αυτά να γεράσουν; Λες να γεράσουμε; Μπα. Να ξεφουσκώσουμε; Αποκλείεται. Να στεγνώσουμε και να συρρικνωθούμε; Αδύνατον. Να γίνουμε δυο ξεχωριστά κριτσίνια σε μια λιγδιασμένη σακουλίτσα; Ή ακόμα καλύτερα σε δύο λιγδιασμένες σακουλίτσες;[]

[]Στην πολιτεία του Αγέρωτα κυβερνά το σώμα των Δύο Εραστών και το πολίτευμα είναι η Κατατονία της Ευτυχίας, το οποίο βασίζεται στην κοινή κοσμοθεωρία των κατοίκων , που έχει στον πυρήνα της την άγνοια της λέξης Έρως. []

Ο Έρωτας ζωοποιός- χωρίς να είναι κανείς ερωτευμένος έστω με κάτι δεν είναι ευτυχής- αλλά ταυτόχρονα απτός και πραγματικός, είναι το ζήτημα. Ο Έρωτας πέρα από την απλή σεξουαλικότητα, αυτός που πατά σε αυτή αλλά δεν είναι χυδαίος. Ο Έρωτας κάτω από το ροζουλί του σύννεφο, χωρίς μελούρα. Ο Έρωτας στο τρίπτυχο του Οκτάβιου Παζ: σπίθα-σεξουαλικότητα, κόκκινη φλόγα-ερωτισμός, γαλάζια φλόγα-πνευματικός έρωτας. Σε αυτή την ιδέα- του Παζ- στηρίζει η Γιαγιάννου εξάλλου κι ένα προηγούμενο έργο της: το δοκίμιο της για τον έρωτα στα μεταμοντέρνα εικαστικά έργα στο συλλογικό "Μεταμοντέρνος Έρως". Ο Έρωτας όταν τελικά φτάνεις σε αυτή την φάση που λιώνεις μέσα στον άλλο και στην σχέση, που γίνεσαι κατατονικός από την ευτυχία. Τότε που πια δεν ξέρεις την λέξη έρωτας γιατί ό,τι κι αν πριν είχες φανταστεί για αυτήν, ό,τι κι αν σε είχαν πείσει πως σημαίνει, εσύ το απαρνήθηκες για να ζήσεις το πραγματικό, αυτό που συνέβη σε σένα.

Η αλήθεια είναι πως το θέμα της Γιαγιάννου είναι ανεξάντλητο και σχεδόν μη προσεγγίσιμο· ένα από τα σπουδαιότερα μοτίβα της τέχνης. Και σε τέτοια κατακερματισμένα και αποδομημένα έργα, όπου μπορείς να ταυτιστείς με ένα κομμάτι και να απομακρυνθείς από ένα άλλο, είναι σπάνιο να νιώσεις στο τέλος πληρότητα. Εκείνη το καταφέρνει κι είναι από τα μεγαλύτερα προσόντα του βιβλίου. Αυτό ίσως που το κάνει λογοτεχνία.


                                                                                            Κατερίνα Μαλακατέ



"Μπαλαντέρ. Μια ερωτική εξτραβαγκάντσα", Μαρία Γιαγιάννου, εκδ. Μελάνι, 2015, σελ. 78













Ακούστε την συνέντευξή της στο Διαβάζοντας της περασμένης Κυριακής στον www.amagi.gr:

13/12/15

Στις 6.μ.μ. μαζί μας η μεταφράστρια Δήμητρα Δότση στον www.amagi.gr





Σήμερα στις 6μ.μ. μαζί μας στην ραδιοφωνική εκπομπή Διαβάζοντας@amagi η πολύ αξιόλογη μεταφράστρια λογοτεχνίας από τα Ιταλικά Demetra Dotsi.
Κληρώνουμε:
2 αντίτυπα "Αραχτοί", Michelle Serra, ευγενική προσφορά από τιςΕκδόσεις Ίκαρος - Ikaros Publishing
2 αντίτυπα "Νέα φιλανδική γραμματική", Diego Marani, ευγενική προσφορά από τις Εκδόσεις Αιώρα.
2 αντίτυπα "Βασιλιάς Ληρ", Ουίλιαμ Σαίξπηρ, ευγενική προσφορά από τιςΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ - PATAKIS PUBLICATIONS
2 αντίτυπα "Με τα μάτια του άλλου", Πάολα Καπριόλο, ευγενική προσφορά από τις Εκδόσεις Καλέντη
Για να λάβετε μέρος στην κλήρωση πατήστε "Μου αρέσει" και κοινοποιήστε ή σχολιάστε το ποστ στο group της εκπομπής στο φβ. Άλλως αφήστε ένα σχόλιο κάτω από αυτή την ανάρτηση. 
Στις 6μ.μ. πάντα live στον www.amagi.gr

Η εκπομπή της προηγούμενης Κυριακής με καλεσμένη την Μαρία Γιαγιάννου και την ερωτική της εξτραβαγκάντσα "Μπαλαντέρ" είναι εδώ:


Όλες οι παλιές μας εκπομπές μαζεμένες εδώ:
https://www.mixcloud.com/katerinamalakate/


10/12/15

"Λογοτεχνικές βαριάντες" του Μαραμπού



Το σκάκι είναι δομικό στοιχείο της λογοτεχνίας. Είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά (κυρίως έτσι!) εμφανίζεται στην λογοτεχνία και γοητεύει τους αναγνώστες. Πολλές φορές μάλιστα η ίδια η γλωσσική κατασκευή ενός έργου θυμίζει σκακιστική παρτίδα. Σκάκι και λογοτεχνία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα και θα απαιτούνταν πολλές μελέτες για να εξαντλήσουν το θέμα – δυστυχώς, το μόνο που έχω κατά νου στα ελληνικά είναι ένα τοσοδούλι βιβλιαράκι “Σκάκι και λογοτεχνία” που ξεπετάει με μάλλον φτωχές και ανεπαρκείς αναφορές ένα τόσο σημαντικό θέμα. Εντόνως πιο ενδιαφέρουσα (αν και με διαφορετικό θέμα) είναι η μελέτη της Μέριλυν Γιάλομ “Η γέννηση της βασίλισσας του σκακιού” που μέσω ιστορικών αναφορών και παράλληλα με την ανάπτυξη του παιχνιδιού, αναδεικνύει την σταδιακή άνοδο και οριστική πρωτοκαθεδρία της βασίλισσας ως το ισχυρότερο πιόνι στο σκάκι. 

Το καλύτερο που έχετε να κάνετε λοιπόν είναι να ανακαλύψετε μόνοι σας τα λογοτεχνικά βιβλία που έχουν ως θέμα το σκάκι: Σκακιστική νουβέλα, Η άμυνα του Λούζιν, Η βαριάντα του Λίνεμπουργκ, Οχτώ, Ρουά Ματ. Σίγουρα υπάρχουν και πολλά άλλα (όπως το βιβλίο του Ουναμούνο, που ανυπομονώ να διαβάσω στην νέα του μετάφραση) όμως σήμερα θα αρκεστούμε σ' αυτά και κυρίως θα επικεντρωθούμε σε ένα που μου έδωσε και την ιδέα του κειμένου. Βαριάντα ονομάζουμε στο σκάκι μία παραλλαγή των κινήσεων σε μία ήδη γνωστή και αντιμετωπίσιμη αλληλουχία κινήσεων – κάποιος μαίτρ αποφασίζει να εισάγει μια νέα κίνηση σε ένα συγκεκριμένο στυλ παιχνιδιού και έτσι να προκαλέσει σύγχυση ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης της νέας κατάστασης. Αυτό πάντα μου θύμιζε το συγγραφικό ύφος μεγάλων συγγραφέων, που ενώ η συγγραφή ενός κειμένου διέπεται (ως έναν βαθμό) από κανόνες, κάποια στιγμή εισάγεται κάτι νέο και οδηγεί το φινάλε του βιβλίου και όλη την μετέπειτα πορεία της λογοτεχνίας σε άλλο επίπεδο! 

Φυσικά όλες οι βαριάντες δεν είναι εξ ορισμού πετυχημένες, το αντίθετο θα έλεγα. Όταν διάβασα το οπισθόφυλλο και ξεφύλλισα μερικές σελίδες του πρόσφατου βιβλίου “Ρουά ματ” στο βιβλιοπωλείο, θέμα του οποίου είναι το ολοκαύτωμα και το σκάκι και η σκακιστική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ ενός ναζιστή και ενός εβραίου, αναπήδησα από έκπληξη, “Ουπς! Αυτό μου θυμίζει πολύ έντονα ένα άλλο βιβλίο που είχα διαβάσει. Τι λέω, θυμίζει, ξεπατικούρα μου μοιάζει!!” Έτσι λοιπόν, έφυγα από το βιβλιοπωλείο με τη “Βαριάντα του Λίνεμπουργκ” του Πάολο Μαουρένσιγκ (το οποίο είχα απολαύσει παλιότερα και το είχα χαρίσει, και αφού το απόλαυσα ξανά με ανανεωμένο ενδιαφέρον ενδεχομένως να το χαρίσω και πάλι). Η ιστορία του εν συντομία έχει ως εξής: το βιβλίο ξεκινάει με έναν νεκρό, τον Ντίτερ Φρις, ένα φιλήσυχο πια επιχειρηματία με πάθος για το σκάκι, που κρύβει ένα ναζιστικό παρελθόν και μια ανθρώπινη παρτίδα που έμεινε μισοτελειωμένη να περιμένει το οριστικό της φινάλε. 


[...] Η επιλογή των καταδικασμένων (το τίμημα του παιχνιδιού) θα γινόταν χρησιμοποιώντας έναν κατάλογο σχετικά υγιών φυλακισμένων, ώστε ο θάνατος να μην ερχόταν ως λύτρωση. Αυτή η λίστα θα παρέμενε ανενεργή για τις ισοπαλίες. Κάθε δική του νίκη θα καθόριζε το θάνατο ενός αριθμού φυλακισμένων που θα αυξανόταν κάθε φορά, όπως είχε ήδη συμβεί στις πρώτες παρτίδες, με γεωμετρική πρόοδο. Κάθε ήττα του θα μου επέτρεπε να σβήσω από τον κατάλογο, στον ίδιο αριθμό, τα ονόματα όσων, καθώς θα αποκλείονταν από το παιχνίδι, θα γλίτωναν (αλλά για πόσο ακόμη;)

[...] Ένα όμως είναι βέβαιο: όλη η δύναμη της φαντασίας μου καταναλώθηκε την ίδια περίοδο. Αν ποτέ ο νους μου μπόρεσε να επινοήσει κάτι το πρωτότυπο, αν μπόρεσε να δημιουργήσει κάτι, έγινε τότε. Μολονότι εκείνη η αναμέτρηση αξίζει αναμφίβολα μια θέση ανάμεσα στις ανθρώπινες φρικαλεότητες, δεν πρέπει να περάσει στην ιστορία του σκακιού· και ο λάτρης που θα έκανε σήμερα τις ίδιες κινήσεις, δε θα υποψιαζόταν ποτέ ότι δυο άνθρωποι δεν έπαιξαν ούτε τα χρήματα ούτε τη φήμη τους, αλλά τη ζωή άλλων ανθρώπων.

[...] Η ερώτηση που κάνω συχνά στον εαυτό μου είναι η εξής: γλίτωσα ζωές; Το να επιχειρήσεις όμως έναν παρόμοιο απολογισμό είναι ανώφελο, όταν αναφέρεσαι σ' ένα μέρος όπου οι ζωντανοί εμφανιζόνταν σαν τα φαντάσματα των πεθαμένων. 


Δεν μοιάζει εκπληκτικά με το οπισθόφυλλο του “Ρουά ματ”;; Τι κολλάς στο οπισθόφυλλο, θα μου πείτε, έχεις διαβάσει το βιβλίο και μιλάς; Όχι δεν το έχω διαβάσει (σίγουρα θα το κάνω στο μέλλον) αλλά μπορώ να το υποθέσω με σχετική ακρίβεια γιατί γνωρίζω το στυλ του παιχνιδιού μέσα στο οποίο κάνει την εμφάνισή της η βαριάντα! Βέβαια δεν μπορώ να γνωρίζω την εξέλιξη της βαριάντας αν δεν την δω να ξεδιπλώνεται, μπορώ ωστόσο να μιλήσω με σιγουριά για την Βαριάντα του Λίνεμπουργκ που την απόλαυσα δις. Θεωρώ πως είναι ένα μικρό κομψοτέχνημα, μια σύντομη ιστορία εκδίκησης με όπλο το σκάκι. Λιτή και απλή αφήγηση που δεν χάνει τον χρόνο της σε φλυαρίες, κρατάει σταθερά το τέμπο και αυξάνει σταδιακά την ένταση προς ένα δυναμικό φινάλε – όσοι γνωρίζουν από σκάκι, θα αντιληφθούν στην ιστορία την προσομοίωση μιας σκακιστικής παρτίδας, με μια εξαίρεση ωστόσο, ήδη από την πρώτη σελίδα μαθαίνουμε ότι ο αντίπαλος βασιλιάς πέφτει νεκρός και άρα η παρτίδα έχει κερδηθεί, για ποιον όμως, αυτό μένει να το μάθουμε συνεχίζοντας την ανάγνωση. Το βιβλίο ξεκινά με ένα δυναμικό άνοιγμα, προχωρά σε περιπλοκές στο μέσο της παρτίδας και καταλήγεις στο τέλος να γεύεσαι την νίκη ή την ήττα (γιατί όταν το σκάκι υπεισέρχεται στην λογοτεχνία η αμφισημία είναι δεδομένη!). Προσωπικά, πιστεύω ότι αυτό το βιβλιαράκι έχει πιο μεγάλη δυναμική από την Σκακιστική νουβέλα του Τσβάιχ. 




Ο λόγος που ξεκίνησα να γράφω αυτή την ανάρτηση είναι γιατί υποψιάζομαι ότι το Ρουά Ματ (σε μια μανιώδη προσπάθεια να προωθηθεί περισσότερο από τους εκδοτικούς προωθητήρες παρά από τους αναγνωστικούς) θα χαρακτηριστεί ασύλληπτα πρωτότυπο, εξαιρετική αλληγορία πάνω στο φλέγον ζήτημα της μνήμης του Ολοκαυτώματος κλπ. Ηρεμήστε παιδιά, έχουμε ήδη ανακαλύψει τον τροχό!! Σαφώς και κάθε βιβλίο προσπαθεί να κομίσει κάτι νέο, αλλά για να αντιληφθείς αν όντως είναι νέο ή μια επανάληψη του παλιού, πρέπει να κοιτάς όλη τη σκακιέρα και όχι μόνο τις σαγηνευτικές και εκμαυλιστικές κινήσεις της βασίλισσας! (Παρεμπιπτόντως, κριτική σε βιβλίο που δεν έχω διαβάσει πρώτη φορά κάνω, κάποιοι άλλοι το κάνουν συνεχώς!! Συγχωρήστε την απειρία μου!) Κρίνοντας το Ρουά Ματ από ένα γρήγορο ξεφύλλισμα το έκρινα φλύαρο όταν έχω ήδη διαβάσει ένα εξαιρετικό κείμενο με το ίδιο θέμα και με όσα λόγια αξίζει να ειπωθεί μια τέτοια ιστορία. Επίσης, η ονοματοδοσία των κεφαλαίων με σκακιστικές αναφορές (Ουγγρική άμυνα, Λετονικό Γκαμπί κτλ) έχει χρησιμοποιηθεί και στο Οχτώ και ποιος ξέρει πού άλλου. Φυσικά όλα δικαιώνονται την ώρα του παιχνιδιού και μόνο τότε! Και η Βαριάντα του Λίνεμπουργκ δεν κυνηγά τα πρωτεία της πρωτοτυπίας, έχει επηρεαστεί με τη σειρά της από Τσβάιχ και Ναμπόκοφ. Είναι όμως ένα βιβλίο που αγαπώ πολύ και θεωρώ πως είναι γραμμένο με μια εξαιρετική απλότητα μα και δυναμισμό που θα συναρπάσει τους λάτρεις ή μη του σκακιού. Η μετάφραση, αν και δεν σε απογοητεύει, νιώθεις ότι θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερη. Σας παραπέμπω σε ένα απολαυστικό άρθρο του Νίκου Σαραντάκου (θα συμφωνήσω ότι η σημείωση του μεταφραστή για την λέξη “βαριάντα” είναι παραπλανητική και μόλις την διαβάσει ένας που παίζει σκάκι μένει με την απορία, την ίδια ακριβώς με την οποία μένει και όποιος δεν ασχολείται με αυτό! Προσπάθησα να την αποδώσω με δικά μου λόγια. Επίσης, στο δικό μου αντίτυπο η σημείωση εμφανίζεται σωστά, “μπαλωμένο τσουράπι” και όχι “μπαλωμένο τσουράκι” όπως γράφει ο αρθρογράφος). 




Ο Γκάρυ Κασπάροφ έχει γράψει ένα θαυμάσιο βιβλίο με τίτλο “Οι μεγάλοι προκάτοχοί μου” (ειρήσθω εν παρόδω, πότε θα εκδοθούν οι υπόλοιποι τόμοι;;) στο οποίο ανατέμνει μέρος της ζωής τους αλλά κυρίως την πλούσια σκακιστική δράση, των παγκόσμιων πρωταθλητών πριν από αυτόν. Εκεί μέσα να δείτε βαριάντες που αναλύονται! Η λογοτεχνία έχει ακόμα μία (σημαντικότατη) σχέση με το σκάκι, όταν γραφτούν οι πρώτες λέξεις του βιβλίου όπως και στο σκάκι όταν παιχτούν οι πρώτες 2-3 κινήσεις, παρουσιάζονται εμπρός σου άπειρες δυνατότητες που όχι μόνο δεν μπορείς να μετρήσεις, αλλά ούτε καν να φανταστείς. Όμως, πριν παρασυρθείς από τις γοητευτικές βαριάντες που ίσως αποδειχθούν και καταστροφικές, πρέπει να έχεις αποκτήσει βαθιά γνώση των μεγάλων προκατόχων σου και να τους μελετάς πάντα έχοντας μεγάλο σεβασμό στην αξία τους και στην αληθινή πρωτοτυπία τους.


                                                                                                    Μαραμπού