Σελίδες

31/12/17

Βαθμολογώντας τα βιβλία που διάβασα το 2017




Φέτος ήταν η πρώτη χρονιά που δεν έγραψα εδώ για όλα τα λογοτεχνικά βιβλία που διάβασα. Μου έκανε καλό η διακοπή, η απαλλαγή από την υποχρέωση. Όμως τώρα ο απολογισμός της χρονιάς μοιάζει περίεργος, δεν είμαι σίγουρη πως θέλω να βαθμολογήσω βιβλία για τα οποία δεν έχω γράψει, ο βαθμός θα είναι άδικος. Ούτε όμως θέλω να τα αφήσω τελείως εκτός. Οπότε θα συμβιβαστώ, θα τα βάλω στη λίστα, αλλά δεν θα δώσω βαθμό. Εξάλλου για κάποια από αυτά σίγουρα θα γράψω στο μέλλον. 



H χρονιά μου ήταν μάλλον φτωχή σε αριθμούς, όμως κάποια από τα βιβλία που διάβασα ήταν εκπληκτικά. "Ο Στόουνερ", Το "Καραβοφάναρο σε μαύρο νερό", "Η Ρεαλιστική Τριλογία", το "Illska", "Ο Γατόπαρδος", το "Δεν γίνονται αυτά εδώ", "Ο Μάστορας", "Οι Κονδυλοφόροι", "Οι τυφλοί", "Ο Αλλόκοτος Ελληνισμός", το "Αλεπού, αλεπού τι ώρα είναι;", το "Εκουατόρια"  είναι βιβλία που θα μείνουν στη μνήμη μου, που θα τα κουβαλάω για καιρό. Ευτύχησα επίσης με τα δύο βιβλία που ξαναδιάβασα, την "Άννα Καρένινα" και το "Middlesex".
 
Το διάβασμα είναι ένδειξη ευτυχίας. Το 2017 δεν ήταν ιδιαίτερα αβρό μαζί μου από άποψη υγείας. Όμως με πλούτισε σε άλλους τομείς, με έκανε να σκεφτώ τις προτεραιότητές μου, να αναλογιστώ τη δύναμή μου. Το 2017 έγραψα και διάβασα καλά. 

Υ.Γ. 42 Όπου βλέπετε χρωματισμένο μπλε τον τίτλο του βιβλίου, μπορείτε να πατήσετε και να διαβάσετε την αντίστοιχη ανάρτηση για αυτό. 

Υ.Γ. 42-2  Ευχαριστώ όσους διάβασαν "Το Σχέδιο" και τους άρεσε και θέλησαν να μου στείλουν δυο κουβέντες. Αλλά και τους άλλους που δεν είπαν τίποτα. Κι αυτούς που το σιχάθηκαν· για τον χρόνο και τον κόπο τους. Και τους αναγνώστες του Διαβάζοντας. Για την ανοχή της γκρίνιας και της ακεφιάς μου τον τελευταίο καιρό. Τέλος ευχαριστώ τη μαμά μου και τον μπαμπά μου που με γέννησαν. 

Υ.Γ. 42-2-4 Όλο και κάποιο βιβλίο θα ξέχασα, ας με συγχωρέσει. 

  


29/12/17

"Το εικοσιτετράωρο ενός αναγνώστη", Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος




Όταν μπαίνεις στο ιδανικό βιβλιοπωλείο, ο υπάλληλος ή ο ιδιοκτήτης που θα σε δει δεν θα σε ρωτήσει αν χρειάζεσαι τη βοήθειά του ή αν ψάχνεις κάποιο συγκεκριμένο βιβλίο· σε γνωρίζει και μόνο θα σε χαιρετίσει ευγενικά και θα συνεχίσει τη δουλειά του, η οποία θα είναι να διαβάζει κάποιο βιβλίο ανοιχτό μπροστά του. Αν σε γνωρίζει λίγο καλύτερα, θα σου πει: "Ήρθε το δεύτερο μέρος από το Βυζάντιο έχει ρεπό του Πεντζίκη", μα δεν θα σου αποκαλύψει σε ποιον πάγκο βρίσκεται.

Στο ιδανικό βιβλιοπωλείο συναντάς τους φίλους σου και όρθιοι γύρω από τους πάγκους συζητάτε για τα βιβλία, όχι όμως για άλλα θέματα. Όταν δεν έχεις διάθεση για κουβέντες, δεν τους βρίσκεις εκεί και μόνο χαζεύεις τα βιβλία.  


Αγάπησα τον Χαράλαμπο Γιαννακόπουλο ένα βράδυ πριν πολλά χρόνια. Μόλις είχα συμπληρώσει το Ερωτηματολόγιο Αναγνωστικής Συμπεριφοράς στο Ημερολόγιο Ανάγνωσης- το πολύ αγαπημένο μπλογκ του- και με είχε βγάλει: βιβλιομανή. Έκτοτε παρακολουθούσα με λύσσα το Ημερολόγιο Ανάγνωσης κι έπειτα άρχισα να ανακαλύπτω και τα άλλα blogs. And the rest is history, που λένε και στην πόλη μου. 

Κάποτε ο Μπάμπης αποφάσισε να κατεβάσει το blog- ήταν για πολύ καιρό ανενεργό αλλά εγώ συνήθιζα να μπαίνω τα βράδια και να ξαναδιαβάζω τα κείμενά του για συντροφιά. Την πρώτη φορά που είδα εκείνη τη σκληρή οθόνη του Wordpress που έλεγε «Το blog που αναζητείτε δεν υπάρχει» ένιωσα προδομένη. 

Ο καιρός το έφερε και κάποια από τα κείμενα εκείνα, τα βιβλιοφιλικά μόνο, επανεμφανίστηκαν στο Bookstand. Μετά μας άφησε και το Bookstand. (Υπάρχουν τα αρχεία των κειμένων εδώ). Και μετά κάποια, μαζί με άλλα καινούργια εμφανίστηκαν στο site του amagi. Κι έπειτα αυτά τα κείμενα μαζεύτηκαν σε βιβλίο από τις εκδόσεις Πόλις. 

Με αυτά και μ’ αυτά «Το εικοσιτετράωρο ενός αναγνώστη» δεν έχει ούτε ένα κείμενο μέσα που κάπως κάπου κάποτε να μην το έχω διαβάσει. Και με κάποιο μαγικό τρόπο μοιάζει οι πορείες μας με τον Μπάμπη όλο να συγκλίνουν, κι ας ξεκίνησα εγώ μια φανατική αναγνώστρια του. Στον Μπάμπη ανακοινώσαμε πρώτα από όλους πως θα κάνουμε το Booktalks. Μόνο αφού πήραμε την ευχή του, αποφασίσαμε να το υλοποιήσουμε. 

Το εικοσιτετράωρο ενός αναγνώστη είναι ένα μαγικό βιβλίο. Δεν ξέρω κανέναν συστηματικό αναγνώστη που δεν θα νιώσει οικεία, που δεν θα αισθανθεί έστω πως τέτοιος αναγνώστης θα ήθελε κάποτε να γίνει. Η σχέση του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου με τα βιβλία είναι αυτή ενός ιδανικού εραστή με την πιο υπέροχη ερωμένη. Περιγράφει με ακρίβεια πώς η ζωή μας καταδυναστεύεται από τα βιβλία, πώς τα βιβλία ορίζουν τον κόσμο μας, πώς όλο αυτό ομορφαίνει τη ζωή μας. 

Στο τέλος, επετειακά απάντησα ξανά στο Ερωτηματολόγιο. 


και με ξαναέβγαλε Βιβλιομανή. 



                                                                                           Κατερίνα Μαλακατέ



«Το εικοσιτετράωρο ενός Αναγνώστη», Ηδονές και πάθη της Ανάγνωσης, Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, εκδ. Πόλις, 2017, σελ. 251 





25/12/17

"Οι Καλοί", Hannah Kent



Λένε πως οι καλοί συγγραφείς γράφουν και ξαναγράφουν την ίδια ιστορία, πως δεν μπορούν να ξεφύγουν από το ύφος ή τις εμμονές τους. Η Χάνα Κέντ είναι αναμφίβολα καλή συγγραφέας- και μόνον το πρωτόλειό της, τα «Έθιμα ταφής», θα αρκούσαν για να της αποδοθεί αυτός ο χαρακτηρισμός. Με το δεύτερο, τους «Καλούς», απλά το επιβεβαιώνει. Με σιγουριά όμως δεν το απογειώνει. Γιατί μένει προσκολλημένη στον τρόπο και το θέμα.

«Οι Καλοί» μοιάζουν πολύ με τα «Έθιμα ταφής» κι ας αλλάζουμε τόπο και χρόνο. Διαδραματίζονται στην Ιρλανδία, το 1825 και το 1826, σε ένα χωριό της Κοιλάδας, λίγο πριν τον μεγάλο λιμό. Οι άνθρωποι είναι πολύ φτωχοί, ζουν με το γάλα μιας κατσίκας ή μιας γελάδας και πατάτες. Είναι αμόρφωτοι, δεν έχουν πρόσβαση στον γιατρό και συνήθως τους καθοδηγεί ο παπάς. Κεντρική ηρωίδα είναι η Νόρα Χίλι, μια γυναίκα που μένει χήρα και αναγκάζεται να φροντίζει το παράλυτο εγγόνι της, γιατί η κόρη της έχει πεθάνει λίγο καιρό πριν. Ο μικρός Μίχολ έχει ανεξήγητα οπισθοχωρήσει σε ανάπτυξη. Κάποτε ήταν ένα κανονικό δίχρονο παιδάκι, στα τέσσερά του όμως δεν μιλάει, δεν περπατάει, δεν καταλαβαίνει κι όλο γρυλίζει. Για να τον φροντίσει η χήρα Χίλι αναγκάζεται να προσλάβει μια παραδουλεύτρα, τη δεκαεξάχρονη Μαίρη. Η χήρα ντρέπεται φοβερά για την κατάσταση του εγγονού της και δεν τον δείχνει στον κόσμο. Το χωριό μαστίζεται από κακοτυχία και οι χωριανοί αρχίζουν να πιστεύουν πως φταίει το σακάτικο παιδί, πως είναι νεραϊδοπαρμένο, πως το πήραν οι Καλοί κι άφησαν ένα τελώνιο στη θέση του.

Οι Νεράιδες – οι «Καλοί»- της Ιρλανδίας είναι πνεύματα μοχθηρά, που παίρνουν τους καλούς ανθρώπους και στη θέση τους αφήνουν ζαβά δαιμόνια, που δημιουργούν αρρώστιες και βάσανα. Οι άνθρωποι του χωριού πιστεύουν ακράδαντα σε αυτούς. Βοηθάει κι η παρουσία της γριάς Νανς Ρόουτς, που θεωρούν πως έχει τη «γνώση» και τη χρησιμοποιούν για μαμή και «γιάτρισσα». Όταν η Νανς θα βεβαιώσει πως ο εγγονός της Χίλι είναι τελώνιο, θα μπουν τα θεμέλια για την καταστροφή. 

Η Χάνα Κεντ ξέρει με σιγουριά να φτιάχνει ατμόσφαιρα, να περιγράφει καταστάσεις. Νιώθεις σαν να είσαι εκεί, σαν να ζεις μαζί τους, με τις σβουνιές, τα κάτουρα, το βούτυρο και τα ξωτικά. Επίσης είναι φανερό πως έχει κάνει φοβερή έρευνα και πως στα πραγματολογικά δεν της παραβγαίνει κανείς. Της αρέσουν οι ζοφερές περιγραφές, οι μακάβριες καταστάσεις, να ασχολείται με το θάνατο και τη μοίρα. Αυτά τα σκηνικά τα στήνει εξαιρετικά. 

Όμως σε αυτό το βιβλίο απέτυχε σε κάτι πολύ βασικό, η ιστορία της δεν ρέει, οι ήρωες πνίγονται, μοιάζουν χάρτινοι και σχηματικοί. Μόνο ένας χαρακτήρας ξεφεύγει κάπως από τα τετριμμένα, η μικρή παραδουλεύτρα Μαίρη, οι υπόλοιποι είναι εκεί για να επιτελέσουν έναν σκοπό, να εκτελέσουν τον ρόλο τους σαν μαριονέτες. Λείπει το στοιχείο της έκπληξης, λείπει η πλοκή, λείπει και με κάποιο τρόπο το βάθος. Παρ’ όλα αυτά, « Οι Καλοί» δεν είναι είναι ένα κακό δεύτερο βήμα. Είναι απλά λιγότερο σημαντικό και ενδιαφέρον από τα εντυπωσιακά «Έθιμα ταφής». Πιθανολογώ πως αν δεν ήταν τόσο μεγάλες οι προσδοκίες μου, δεν θα ένιωθα απογοήτευση, θα έλεγα μέσα μου, «α, ένα καλό μυθιστόρημα» και θα προχωρούσα παρακάτω. 

    
                                                                                 Κατερίνα Μαλακατέ



«Οι Καλοί», Χάνα Κεντ, μετ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Ίκαρος, 2017, σελ. 486












Υ.Γ. Θαύμασα ειλικρινά τη μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου, η γλώσσα είναι τέτοια που σε αναγκάζει να ψάξεις το πρωτότυπο, να δεις πώς το είπε ο συγγραφέας. Θεωρώ πως οι λύσεις που βρήκε ήταν οι πιο ενδεδειγμένες. 

22/12/17

«Ο Μάστορας», Bernard Malamud




Παρ’ όλο που ο Bernard Malamud θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους Αμερικανούς- εβραϊκής καταγωγής- συγγραφείς του 20ου αιώνα, εγώ δεν είχα διαβάσει κανένα του βιβλίο ως τώρα. Ξεκίνησα την ανάγνωση του Μάστορα με υψηλές προσδοκίες και δεν διαψεύστηκα. Πρόκειται για δείγμα υψηλής λογοτεχνίας, για μυθιστόρημα που προχωρά στο βάθος των πραγμάτων και μπορεί να αλλάξει τη φιλοσοφία αυτού που το διαβάζει, να τον επηρεάσει. 

Κεντρικός ήρωας ο Γιακόβ Μποκ, ένας Εβραίος γεννημένος στα στελτ, πάμφτωχος, που μόλις τον έχει αφήσει η γυναίκα του και για αυτό αποφασίζει να μεταναστεύσει στο Κίεβο. Όταν φτάνει εκεί βρίσκει δουλειά στο πλινθοποιείο ενός μέλους των «Μαύρων Εκατονταρχιών» - σκληρή αντισημιτική οργάνωση της τσαρικής Ρωσίας των αρχών του αιώνα- και εγκαθίσταται σε μια γειτονιά που απαγορεύεται να μένουν Εβραίοι χωρίς άδεια, δηλώνοντας ψεύτικο όνομα. Ο Γιακόβ είναι ένας απολίτικος και μάλλον άθρησκος άνθρωπος, αμόρφωτος, που του αρέσει όμως να διαβάζει και να φτιάχνει πράγματα με τα χέρια του. Για κακή του τύχη την εποχή που μένει με πλαστό όνομα στο πλινθοποιείο δολοφονείται βάναυσα ένα αγοράκι. Οι κάτοικοι της περιοχής θεωρούν πως το έκαναν τελετουργικά οι Εβραίοι για να πάρουν το αίμα του αγοριού και να το πιουν, ο Γιακόβ κατηγορείται πως το έκανε αυτός και όλη η Εβραϊκή κοινότητα απειλείται με πογκρόμ. Ο Γιακόβ περνά δυο χρόνια στη φυλακή, στην απομόνωση, χωρίς καν να του απαγγέλλεται κατηγορητήριο. 

Το μυθιστόρημα, που στηρίζεται σε πραγματική ιστορία, δείχνει με πολύ γλαφυρό τρόπο την διαφθορά και την απανθρωπιά του συστήματος, που δεν υπολογίζει το άτομο που βρέθηκε στα δίχτυα του και απλά χρειάζεται ένα εξιλαστήριο θύμα. Το μίσος και ο αντισημιτισμός κινητοποιούν τα πλήθη, ο Γιακόβ βρίσκεται μπλεγμένος σε μια κατάσταση τελείως καφκική και το μόνο που του μένει να κάνει είναι υπομονή. Πόση υπομονή να κάνεις στην απομόνωση της φυλακής, πεινασμένος, άρρωστος και συνεχώς εξευτελιζόμενος; Ο ήρωας του Μάλαμουντ είναι ένα απολίτικο ον στην αρχή, που όμως ενδιαφέρεται ενεργά για την έννοια της ατομικής ελευθερίας- διαβάζει Σπινόζα, αρνείται τη θρησκεία. Στο τέλος αυτής της περιπέτειας είναι σαφώς ένα πολιτικό ον, είναι ένας άντρας που συνειδητοποιεί πόσο βαθιά η πολιτική επηρεάζει τη ζωή του θέλει δεν θέλει. 

Ο Γιακόβ Μποκ διατρανώνει την αθωότητά του, όσα βασανιστήρια κι αν περνά, όσο κι αν τον εκβιάζουν, όσο κι αν κουρελιάζεται. Ψάχνει μέσα από όλο τον παραλογισμό να βρει την ταυτότητά του: είναι Εβραίος, πιστεύει στον θεό, αγαπάει τη γυναίκα του, αγαπάει το γένος του, τον νοιάζει αν θα γίνει πογκρόμ, τον νοιάζει που δεν έχει τίποτα να κάνει, μπορεί «να φτιάξει» τον κόσμο; Είναι ένα άτομο σε απόγνωση βυθισμένο σε μια πολιτική θύελλα. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον πώς ο Μπέρναρντ Μάλαμουντ διαλέγει τα χαρακτηριστικά του ήρωα του- ξεφεύγοντας από την αληθινή ιστορία- για να μπορέσει να δώσει βάθος και ένταση στα γραφόμενα. Το μυθιστόρημα μοιάζει κάποιες στιγμές απάλευτο, είναι αδύνατο ο ανθρώπινος νους να κατανοήσει τόση φρίκη. Όμως ακριβώς αυτό είναι που το κάνει σπουδαίο και σημαντικό, σταθμό στη λογοτεχνία. 

Ο Μπέρναρντ Μάλαμουντ ήταν ολιγογράφος, έχει γράψει οκτώ μυθιστορήματα και πενήντα πέντε διηγήματα σε όλη του τη ζωή. Στα ελληνικά κυκλοφορεί μόνο ένα ακόμα μυθιστόρημά του: «Η τελευταία χάρη». Με σιγουριά θα αναζητήσω και τα υπόλοιπα βιβλία του- έστω στα Αγγλικά- στο μέλλον.



                                                                        Κατερίνα Μαλακατέ



«Ο Μάστορας», Bernard Malamud, μετ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Καστανιώτη, 2017, σελ.416

20/12/17

Το Διαβάζοντας στην ΕΡΤ2

        





Δείτε εδώ το απόσπασμα Νέες Τάσεις της εκπομπής Το Βιβλίο – κανόνες πλοήγησης στο πέλαγος του βιβλίου, που προβλήθηκε στην ΕΡΤ2 την Κυριακή, 17-12-17. Ο Νέστορας Πουλάκος παίρνει συνέντευξη από 4 bloggers. Ανάμεσά τους κι εγώ:





11/12/17

"Οι σκλάβοι της μοναξιάς", Patrick Hamilton





Οι σκλάβοι της μοναξιάς του Πάτρικ Χάμιλτον είναι ένα ξεχασμένο βιβλίο, ο ίδιος ο συγγραφέας -που στην εποχή του έκανε αίσθηση με το θεατρικό Rope κι έγινε πάμπλουτος από αυτό- είναι κι αυτός λησμονημένος. Η Ντόρις Λέσινγκ στην εισαγωγή της ελληνικής έκδοσης ισχυρίζεται πως αυτό συμβαίνει γιατί οι ήρωες του προέρχονται από ένα Λονδίνο που δεν υπάρχει πια. Εγώ δεν πιστεύω πως υπάρχει δικαιολογία, οι συγγραφείς πέφτουν στη λήθη ή γίνονται κλασικοί γιατί έτσι είναι να γίνει.

Μετά από αυτή την εισαγωγή θα περίμενε κανείς πως θεωρώ τους Σκλάβους της μοναξιάς ένα αδιάφορο μυθιστόρημα· κάθε άλλο. Το θεωρώ ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα φέτος, ταυτίστηκα σε σημεία με την ηρωίδα του, τη δεσποινίδα Ρόουτς, σε τέτοιο βαθμό που ένιωθα να πονάω όταν πονούσε, και να λυσσάω όταν λυσσούσε, κι έπιασα τον εαυτό μου να το ευχαριστιέται όταν παίρνει εκδίκηση. Σπανίως οι κατατρεγμένοι χαρακτήρες μού προκαλούν τέτοιας έντασης συναισθήματα, όμως ετούτη η αγγλίδα δεσποινίδα του πολέμου το κατάφερε.

Η μις Ρόουτς- ποτέ σχεδόν ο συγγραφέας δεν αναφέρει το μικρό της όνομα, Ένιντ, γιατί η ηρωίδα μας το σιχαίνεται- είναι μια τριανταεννιάχρονη γραμματέας σε εκδοτικό οίκο στο Λονδίνο, που εν μέσω του πολέμου έχει μετακομίσει σε μια πανσιόν σε μια γειτονική πόλη, γιατί φοβάται τους βομβαρδισμούς. Κάθε μέρα κάνει το ταξίδι προς το Λονδίνο για τη δουλειά της, ενώ στην πανσιόν, που θυμίζει περισσότερο οικοτροφείο, πρέπει να ανεχτεί στα γεύματα τον θορυβώδη, σωβινιστή, ανόητο μπούλη κ. Θουέιτς, που της επιτίθεται συνεχώς. Είναι μια λεπτή και μάλλον άχρωμη γυναίκα που έχει εγκαταλείψει τις ελπίδες να παντρευτεί. Τότε εμφανίζεται ένας Αμερικάνος Υπολοχαγός που την προσέχει και εμμέσως της προτείνει γάμο. Όλα παίρνουν άσχημη τροπή όταν στην πανσιόν μετακομίζει η Γερμανίδα Βίκυ. Στην αρχή η δεσποινίδα Ρόουτς τη θεωρεί φίλη της και την υπερασπίζεται, μέχρι που συνειδητοποιεί πως έτρεφε ένα φίδι στον κόρφο της.

Ο συγγραφέας φέρεται με απίστευτο σεβασμό και αγάπη στην ηρωίδα του, κάποτε κάποτε με ένα λεπτό, αγγλικό χιούμορ ειρωνεύεται τις καταστάσεις αλλά ποτέ δεν χλευάζει. Η δεσποινίδα Ρόουτς καταλήγει να είναι το λεκτικό θύμα του κ. Θουέιτς αλλά και της φίλης της Βίκυς. Ό,τι και να κάνει, εκείνη βγαίνει χαμένη και παρεξηγημένη. Θυμάται πως πάντα έτσι ήταν, ακόμα και στο σχολείο, ή στα χρόνια που ήταν διευθύντρια εκείνη σε ένα οικοτροφείο, τότε που τη φώναζαν Κατσαρίδα. 

Η λυκοφιλία των δύο γυναικών, με τη Βίκυ να μπλέκεται και να παίρνει τη ζωή, τον αγαπημένο και τους φίλους της δεσποινίδος Ρόουτς, είναι πολύ χαρακτηριστική. Εγώ τουλάχιστον στα νιάτα μου την έχω ζήσει σε όλο της το μεγαλείο μια φορά. Και το συναίσθημα που σου αφήνει: του παραγκωνισμού, της γελοιότητας, του βαθύτατου μίσους για αυτή τη γυναίκα που σου πήρε τη ζωή και τώρα σε κοροϊδεύει κι από πάνω, εκφράζεται από τον άντρα Πάτρικ Χάμιλτον με μεγάλη ακρίβεια. Πράγμα που μάλλον σημαίνει ότι κάνουν κι οι άντρες μεταξύ τους, απλά με άλλες αποχρώσεις. 

Η δεσποινίδα Ρόουτς εκδικήθηκε για όλες μας. Αυτό είναι ίσως και το πιο αδύναμο κομμάτι του βιβλίου, πως υπάρχει άμεση και σταθερή νίκη. Καταλαβαίνω τον συγγραφέα, μάλλον ήθελε κάτι τέτοιο για τον εαυτό του. Όμως στη ζωή σπανίως παίρνουμε αυτό που επιθυμούμε. Σπανίως καταφέρνουμε να εκδικηθούμε όταν πρέπει. Στο φόντο όλων αυτών ο Πόλεμος. Ένας πόλεμος σιγανός, που μόνο στο τέλος κάνει την εμφάνισή του, όμως είναι πανταχού παρόν, επηρεάζει ύπουλα την καθημερινότητα, αδειάζει τα μαγαζιά, αλλάζει τους ανθρώπους. Και η μονοτονία κι η πλήξη, ανθρώπων που δεν ταιριάζουν αλλά βρέθηκαν τυχαία να συναγελάζονται και να ζουν κάτω από την ίδια στέγη. Και το πώς, η προσωπική μας φούσκα, η εγγύτητα στα γεγονότα, μας κάνει να δηλητηριάζουμε τη ζωή μας από καταστάσεις που άλλοτε ούτε θα τους χαριζαμε μια δεύτερη σκέψη.  

Οι σκλάβοι της μοναξιάς δεν είναι ένα αντιπολεμικό μυθιστόρημα. Είναι ένα μυθιστόρημα για τους ανθρώπους, για τις σχέσεις και τις συγκυρίες. Είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί ξανά και να βγει από την αφάνεια. Εγώ πάντως τώρα που ανακάλυψα τον Πάτρικ Χάμιλτον θα τον ακολουθήσω, νιώθω παρόμοια χαρά, όπως τότε την πρώτη φορά που διάβασα Γκράχαμ Γκρην. 


                                                                            Κατερίνα Μαλακατέ



«Οι σκλάβοι της μοναξιάς», Patrick Hamilton, μετ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Στερέωμα, 2017, σελ. 346

6/12/17

"Ανατομία κόρης", Μαρία Φακίνου



Τον τελευταίο καιρό είμαι κάπως καχύποπτη με τα λιανά βιβλιαράκια με μικρά έως πολύ μικρά αφηγήματα-διηγήματα που βγαίνουν αφειδώς από Έλληνες συγγραφείς. Κι αυτό γιατί έχω συχνά την αίσθηση πως βρέθηκε μια εύκολη λύση για να μην γράφουν κάτι μεγαλύτερο και πιθανώς σπουδαιότερο. Η «Ανατομία κόρης», πάντως, της Μαρίας Φακίνου δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Είναι ένα κείμενο που έχει λόγο ύπαρξης, που προέρχεται από εκείνη την αφηγηματική δεξαμενή, από εκείνο τον τόπο που πηγάζουν όλα τα έργα τέχνης. Αλλά ας αφήσω το κείμενο να τα πει καλύτερα:

Από νωρίς άφησα τα πράγματα να με διαλέξουν. Οι άνθρωποι, οι σκέψεις, οι συνθήκες. Υπήρχε, ωστόσο, μέσα μου ένας σκοτεινός τόπος που με τα χρόνια βάθαινε, ένας εσωτερικός μικρόκοσμος δαιδαλώδης, που δεν ήξερα ότι έτρεφα, μόνο με γέμιζε με μια απροσδιόριστη ανησυχία, και στο τέλος θα βρισκόμουν να γνωρίζω τον παραμικρό του παράδρομο, στενό και αδιέξοδο. Θα κατέφευγα σε αυτόν κάθε φορά που το έξω απειλούσε το μέσα.

Πρωταγωνίστρια και αφηγήτρια της μικρής αποσπασματικής νουβέλας είναι μια κοπέλα, από τότε που ήταν παιδί, ως περίπου τα 25 χρόνια της. Ο φακός της Μαρίας Φακίνου εστιάζει κάποτε σε μικρές ακρότητες της καθημερινότητας, κι άλλοτε σε σπουδαίες, γιγάντιες στιγμές. Μιλάει ευθαρσώς για τη ζωή, και το θάνατο, τον πόνο της ενηλικίωσης, το βάρος της οικογένειας, τη σχέση με τη μητέρα- πρωτίστως-, με τον πατέρα, τον αδελφό, τις φίλες, τους άντρες. Μοιάζει η πρωτοπρόσωπη αφήγηση να είναι βαθιά αυτοβιογραφική, αν και προφανώς κάτι τέτοιο δεν ενισχύει. Η ψευδαίσθηση πάντως αυτή οδηγεί στην ταύτιση- πιθανώς να βοηθάει πως είμαι γυναίκα πολύ κοντά στην ηλικία της Φακίνου αλλά και της ηρωίδας. 

Μάτια φωτογραφική μηχανή: Καλοκαίρι στον Κήπο της Εδέμ. Η μαμά λιάζεται σε μια καρέκλα με ξεθωριασμένο πανί. Ξάφνου τη βλέπω να ξεκαρδίζεται σ’ ένα γάργαρο γέλιο. Φέρνει τα γόνατα κοντά στο πρόσωπο για να προστατευτεί. Ο μπαμπάς τη σημαδεύει με το ανοιχτό λάστιχο του ποτίσματος. Ο μπαμπάς ψιχαλίζει τη μαμά. 

Απόλαυσα την «Ανατομία κόρης». Πολλά κομμάτια τα διάβασα και τα ξαναδιάβασα, είναι ένα διαμαντάκι εξαιρετικά καλοδουλεμένο, με γλώσσα απλή, με ρυθμό· που δεν του λείπει ούτε του περισσεύει τίποτα. Η συγγραφέας χειρίστηκε το θέμα της- τη διαμόρφωση της γυναικείας ταυτότητας στα παιδικά και εφηβικά χρόνια- με αγάπη αλλά και σκληρότητα, το είδε από κοντά αλλά και από μακριά, το παίδεψε και το δυσκόλεψε και τελικά πήρε τον αναγνώστη μαζί της.

Το βιβλίο είναι μικρό, τα κείμενα θα μπορούσαν να σταθούν το καθένα σαν ένα μικρό διήγημα, όμως ολοκληρώνοντάς το δεν μένει το αίσθημα της αποσπασματικότητας, αλλά της ολοκλήρωσης. Η μικρή φόρμα κρύβει παγίδες, μπορεί να οδηγήσει σε βαθιά χασμουρητά, σε βιβλία βίαια λησμονημένα λίγες μόνο μέρες μετά την ανάγνωση. Όταν όμως η προσπάθεια είναι επιτυχημένη, τότε αφήνει την καλύτερη επίγευση στο στόμα.



                                                                              Κατερίνα Μαλακατέ



"Ανατομία κόρης", Μαρία Φακίνου, εκδ. Αντίποδες, 2017, σελ.73












Ακούστε τη συνέντευξη της Μαρίας Φακίνου στο Διαβάζοντας@amagi εδώ: 


3/12/17

Εκατοστό ραδιοφωνικό Διαβάζοντας@amagi




Κλήρωση! Και εκπομπή! Μαζί μας σήμερα στο ραδιοφωνικό Διαβάζοντας@amagi o συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας Νίκος Ξένιος

Κληρώνουμε 2 αντίτυπα "Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία", ευγενική προσφορά από τις Εκδόσεις Κριτική. Για να λάβετε μέρος στην κλήρωση πατήστε "Μου αρέσει" και κοινοποιήστε ή/ και σχολιάστε αυτό το ποστ στο φβ. Εναλλακτικά αφήστε ένα σχόλιο εδώ από κάτω. Οι νικητές θα ανακοινωθούν γύρω στις 7:50μ.μ. on air. 

Μη χάσετε την 100η εκπομπή Διαβάζοντας, σήμερα 6-8μ.μ. πάντα στον www.amagi.gr.


Τις προηγούμενες 99 εκπομπές μπορείτε να τις ακούσετε εδώ: 

Κι αν δεν είστε ακόμα στο γκρουπ της εκπομπής εσείς χάνετε:







29/11/17

"Γυναίκα από μελάνι", Juan Gómez Bárcena



Πήρα τη "Γυναίκα από Μελάνι" του Χουάν Γκόμεθ Μπάρθενα ένα βράδυ αργά από τον πάγκο του βιβλιοπωλείου (μου) χωρίς να ξέρω τίποτα για το βιβλίο ή τον συγγραφέα. Με τράβηξε το εξώφυλλο και το βιβλιοφιλικό οπισθόφυλλο αλλά και το γεγονός πως δεν είχα ακούσει τίποτα για αυτό. Τον τελευταίο καιρό μου φαίνεται πως διαβάζουμε όλοι τα ίδια βιβλία. 

Δυο νεαροί ποιητές στη Λίμα του Περού το 1904, ο Χοσέ και ο Κάρλος, αποφασίζουν να αρχίσουν με αλληλογραφία με το ίνδαλμά τους, τον ποιητή Χουάν Ραμόν Χιμένεθ. Όταν βλέπουν πως αυτός δεν τους απαντά, εφευρίσκουν μια όμορφη δεσποσύνη, τη Χεορχίνα, που αλληλογραφεί με τον ποιητή και ω, του θαύματος αυτός ανταποκρίνεται. 

Έτσι ξεκινά ένα μέτα-λογοτεχνικό παιχνίδι, αφού ο Κάρλος και ο Χοσέ γράφουν ένα μυθιστόρημα με αφετηρία τα γράμματα που ανταλλάσσει η φανταστική Χεορχίνα με τον Χουάν Ραμόν, ενώ εμείς διαβάζουμε ένα άλλο μυθιστόρημα που αφηγείται τα κατορθώματά τους, ενώ αυτοί γράφουν τα πλαστά γράμματα της Χεορχίνα προς τον ποιητή. Θεωρητικά πρόκειται για μια «αληθινή ιστορία», που τη χρησιμοποιεί Μπάρθενα για να εκκινήσει να γράψει τη δική του. Το ενδιαφέρον είναι πως ο συγγραφέας απευθύνεται συχνά στον αναγνώστη, χωρίς αυτό να καταντά μελό ή κιτς. Του κλείνει το μάτι, σα να γράφουν το μυθιστόρημα μαζί. Τελικά δεν ξέρεις ποιο ακριβώς από τα τρία κείμενα διαβάζεις.

Μέσα σε αυτό το λογοτεχνικό παιχνίδι, ο Μπάρθενα δεν ξεχνά τους δύο κεντρικούς του ήρωες- τον Χοσέ και τον Κάρλος- που σιγά σιγά αποκτούν ο καθένας διαφορετική σχέση με τη φανταστική Χεορχίνα. Ο Χοσέ, γόνος της αριστοκρατίας, που χάνει σιγά σιγά τα χρήματα αλλά όχι την αίγλη της, βλέπει το εγχείρημά τους καθαρά χρησιμοθηρικά, θέλει να βάλει τον γνωστό ποιητή να γράψει ένα ποίημα για τη Χεορχίνα κι έπειτα να κοκορευτούν για αυτό τους το κατόρθωμα στον κλειστό λογοτεχνικό χώρο της Λίμα. Ο Κάρλος, γόνος πρόσφατα πλούσιας οικογένειας, ερωτεύεται το πλάσμα της φαντασίας τους, θέλει για τη Χεορχίνα όλα τα ηθικά χαρίσματα. Ταυτόχρονα ο συγγραφέας σχολιάζει την κοινωνία του Περού στις αρχές του περασμένου αιώνα, την κοινωνική αδικία και ανισότητα, τη σημασία της θέσης και των χρημάτων. Αλλά και τη διαδικασία της ενηλικίωσης και της αναζήτησης της ταυτότητας των δύο κεντρικών του χαρακτήρων.

Η «γυναίκα από Μελάνι» είναι ένα ευχάριστο μυθιστόρημα. Δεν κομίζει γλαύκα στα λιμνάζοντα λογοτεχνικά νερά, ούτε φιλοδοξεί να χαρακτηριστεί αριστούργημα. Ο Χουάν Γκόμεθ Μπάρθενα όμως βάζει με τέτοια βιβλία σοβαρή υποψηφιότητα να είναι από τους Ισπανούς συγγραφείς που θα αναζητώ στο μέλλον. 



                                                                                          Κατερίνα Μαλακατέ


«Γυναίκα από Μελάνι», Χουάν-Γκόμεθ Μπάρθενα, μετ. Βασιλική Κνήτου, εκδ. Καστανιώτης, 2017, σελ. 336







Υ.Γ. 42 Ακόμα γελάω με την καταγραφή του ονοματεπώνυμου του συγγραφέα στη βιβλιονέτ:


23/11/17

"Το ημερολόγιο ενός εξωγήινου", Νίκος Παναγιωτόπουλος



Είχα καιρό να νιώσω όπως ένιωσα κλείνοντας και τις τελευταίες σελίδες του «Ημερολόγιου ενός εξωγήινου» του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Το συναίσθημα, κάτι ανάμεσα σε χαρά και λύπη, κάτι εντελώς γλυκόπικρο και εν τέλει αναζωογονητικό, με έκανε να πιστέψω στη δύναμη των βιβλίων ξανά· στην πανάρχαια γοητεία των ιστοριών και της αφήγησης. 

«Ο Ζίγκι απ’ τον Μάρφαν»(εκδ. Πόλις) είναι γραμμένος το 1998, η αναθεωρημένη έκδοσή του, «Το ημερολόγιο ενός εξωγήινου» (εκδ. Μεταίχμιο), κυκλοφόρησε το 2017. Είκοσι πριν, που ήμουν κι εγώ σχεδόν παιδί ακόμα, δεν με είχε επηρεάσει έτσι. Τώρα ένιωσα πως σε αυτό το βιβλίο περικλείεται μια αλήθεια εντελώς παιδική, που πρέπει να διαβάσουν όλοι οι «βαριά» ενήλικες. 

Ο Ζίγκι είναι ένα δωδεκάχρονο αγόρι, που προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο. Μέσα από τα ημερολόγιά του καταγράφει τι γίνεται στο σχολείο, με τους φίλους του, τον έρωτα, τι γίνεται στο σπίτι, που παίρνουν διαζύγιο οι γονείς του, τι γίνεται με την ασθένειά του, μια σπάνια καρδιοπάθεια που δεν του επιτρέπει να τρέχει και να λαχανιάζει, και τι γίνεται με τη θεωρία του πως είναι εξωγήινος, και πως μια μέρα θα έρθει ένα διαστημόπλοιο από τον πλανήτη του, τον Μάρφαν, να το πάρει. Θα μπορούσε να πει κανείς πως πρόκειται για ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, αν το χιούμορ μπορεί να είναι τόσο μπλακ. 

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος κατάφερε να μπει στην ψυχή ενός δωδεκάχρονου με απαράμιλλη μαστοριά. Ο αφηγητής του – πολύ επικίνδυνη ιστορία να διαλέξεις παιδί αφηγητή και μάλιστα στο μεταίχμιο της προεφηβείας- είναι ένα απίστευτο παιδί, ένα αγόρι που βλέπει τον κόσμο με την αθωότητα και την πονηριά της ηλικίας τους. Αλλά πάνω από όλα είναι ένα παιδί. Αυτό είναι το βασικό, αυτό είναι που δίνει τον τόνο και το συναίσθημα. 

Ο Αλαντίν λέει πως όλα όσα κάνουν οι άνθρωποι είναι δικαιολογίες για να μην ψάχνουν. Γι’ αυτό βιάζονται τόσο να βρουν το τέλειο ταίρι τους με τον «κεραυνοβόλο έρωτα», γι’ αυτό ψάχνουν να βρουν γρήγορα μια δουλειά και την κάνουν σε όλη τους τη ζωή, γι’ αυτό χτίζουν σπίτια αντί να ταξιδεύουν, για αυτό κάνουν παιδιά και τα φροντίζουν, υποτίθεται, τόσο πολύ (για να έχουν μια δικαιολογία για να μη βγαίνουν και πάρα πολύ από το σπίτι τους), γι’ αυτό αγοράζουν γρήγορα αυτοκίνητα (για να μην χάνουν χρόνο να πηγαίνουν απ’ το σπίτι στη δουλειά τους), γι’ αυτό τέλος πάντων βρίσκουν έναν θεό και τον πιστεύουν. Για να μην ψάχνουν άλλο. 

Η επιλογή της ημερολογιακής καταγραφής και έτσι του πρώτου ενικού προσώπου δουλεύει εξαιρετικά στην αφήγηση, ενώ η τρέλα και ο παραλογισμός του κόσμου μας, δίνονται με μια απίστευτη καθαρότητα, λόγω του αφηγητή-παιδιού. Οι ανάσες γέλιου- τα παρατσούκλια που βρίσκει ο μικρός για όλους, ας πούμε- αλλά και η μουσική, αλαφραίνουν κάπως την ατμόσφαιρα, αλλά δεν επηρεάζουν το συναισθηματικό φορτίο του μυθιστορήματος. «Το ημερολόγιο ενός εξωγήινου» είναι ένα επίπονο βιβλίο για κάθε γονιό, οι περιγραφές του Ζίγκι για αυτό που συμβαίνει στο σπίτι του χτυπάνε ευαίσθητες χορδές, ανοίγουν πόρτες, για να δεις τι συμβαίνει γύρω σου. Σε προσγειώνουν ανώμαλα όχι στον Μάρφαν αλλά στη Γη. 

Με ρώτησαν δυο τρεις φορές αναγνώστες, αν το βιβλίο του Παναγιωτόπουλου είναι «εφηβικό» ή απευθύνεται σε παιδιά. Η απάντηση είναι πως απευθύνεται σε μεγάλους, τόσο μεγάλους-μεγάλους που να μπορούν να σοκαριστούν όταν επιτέλους θυμηθούν πώς είναι να είσαι παιδί-εξωγήινος. 



                                                                     Κατερίνα Μαλακατέ


"Το ημερολόγιο ενός εξωγήινου", Νίκος Παναγιωτόπουλος, εκδ. Μεταίχμιο, 2017, σελ. 365








Υ.Γ. 42 Ούτε επιστημονική φαντασία είναι ο Ζίγκι.





21/11/17

«Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας», Χρυσόστομος Τσαπραΐλης






Στα μονοπάτια του δάσους ανάμεσα στη Βλάχα και το Νεραϊδοχώρι Τρικάλων λένε πως τη νύχτα καμιά φορά βγαίνει ένας γέρος και σκάβει με ένα μαύρο φτυάρι, τόσο αποκρουστικό που μοιάζει με αυτό που θάβουν οι γονείς τα παιδιά τους. 
Τον γέροντα τον τρέμουν οι διαβάτες και κουρνιάζουν ευθύς μέσα στα πουρνάρια άμα τον δουν, γιατί είναι αυτός που σκοτώνει κάθε μέρα τον ήλιο, και τον θάβει μέσα στα σπλάχνα του δάσους, καρφώνοντάς τον σαν σκαλοπάτι πάνω σ' έναν κορμό που μεγαλώνει προς τα κάτω, ένα δεντρί που φτάνει μέχρι τα πέρα δώματα του Κάτω κόσμου. 
Εκεί, πάνω στον κορμό, βρίσκονται καρφωμένοι όλοι οι ήλιοι, από τον χθεσινό ως τον πρώτο ήλιο που έδυσε ποτέ.


Για αρχή, ας ξεκαθαρίσουμε κάτι. Οι «Παγανιστικές δοξασίες της Θεσσαλικής επαρχίας» δεν είναι ένα λαογραφικό βιβλίο, δεν πρόκειται για μια επιστημονική ή έστω συστηματική εργασία συλλογής δοξασιών, πρόκειται για μυθοπλασία. Ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης αντλώντας από τις παιδικές του μνήμες, την ατμόσφαιρα του τόπου και τη θητεία του στη λογοτεχνία τρόμου – ως αναγνώστης και συγγραφέας- συνθέτει μια ενδιαφέρουσα συλλογή διηγημάτων, με κεντρικό άξονα τον τόπο και τον τρόμο. Με άλλα λόγια γράφει αυτό που στο δικό μου χωριό λέμε Folk Horror, αλλά κανένας δεν τολμά να το πει, γιατί θα τρόμαζε τους αναγνώστες. 

Το μέρος προσφέρεται, τόσο τα βουνά, τα Άγραφα αλλά κι ο Όλυμπος, όσο και ο ατελείωτος κάμπος, βουτηγμένος στην ανία και την ομίχλη. Βοηθάει και το κλίμα, ακραίες θερμοκρασίες, τόσο το καλοκαίρι όσο και το χειμώνα, αίσθηση μοναξιάς και μαγείας. Ο συυγραφέας ενδιαφέρεται πολύ για τη Θεσσαλία, για αυτό το διηγήματά του αλλάζουν τρόπο ανάλογα στο μέρος που αναφέρονται, τα κεφάλαια του βιβλίου εξάλλου είναι τα εξής: Βλαχοχώρια, Καραγκουνοχώρια, Δρακοχώρια, οι πόλεις του Κάμπου.

Τα διηγήματα ανήκουν στην κατηγορία του flash fiction. O συγγραφέας τους τα έγραψε αρχικά ως ποστ της ομώνυμης σελίδα στο Facebook που είναι εξαιρετικά δημοφιλής. Ένα μόνο διήγημα είναι μεγαλύτερο και γραμμένο επί τούτου, το τελευταίο, που αφήνει και αρκετές ελπίδες για μεγαλύτερα κείμενα τρόμου.  Η γραφή του είναι μπαρόκ, με στοιχεία που θυμίζουν ώρες ώρες  Λάβκραφτ, ενώ ο ρυθμός φαίνεται βαρύς, αλλά βασισμένος στη μουσική. Ομολογώ πως δεν κατάφερνα να διαβάσω πάνω από 4-5 ιστορίες τη φορά, μετά όλο αυτό με καταπλάκωνε. Στο διαδίκτυο οι ιστορίες λειτουργούν καλύτερα γιατί δεν είναι όλες μαζεμένες. Κάθε βράδυ όμως ήθελα να ξαναπιάσω το βιβλίο, να τελειώσω τις δοξασίες, να διαβάσω μια ακόμα. 

Δεν ξέρω ποιο είναι το επόμενο βήμα μετά από ένα βιβλίο όπως οι Παγανιστικές δοξασίες. Η έκδοση από τους Αντίποδες είναι εξαιρετικά προσεγμένη, ο συνδυασμός τράβηξε πολύ κόσμο, το βιβλίο βρίσκεται ήδη στην 3η έκδοση. Εύχομαι το επόμενο βήμα να είναι ένα χορταστικό μυθιστόρημα τρόμου. Αν και οι "Παγανιστικές δοξασίες της Αυσταλιανής επαρχίας" δεν θα με ενοχλούσαν στα αλήθεια. 



                                                                                   Κατερίνα Μαλακατέ


«Παγανιστικές δοξασίες της Θεσσαλικής επαρχίας», Χρυσόστομος Τσαπραΐλης, εκδ. Αντίποδες, σελ. 153, 2017 









Ακούστε την συνέντευξη του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη στο Διαβάζοντας εδώ:




19/11/17

Ραδιοφωνική συνέντευξη της Τόνιας Κοβαλένκο







Κλήρωση! Και εκπομπή. Στο ραδιοφωνικό Διαβάζοντας@amagi μαζί μας σήμερα η σπουδαία μεταφράστρια και ποιήτρια Tonia Kovalenko.

Κληρώνουμε:
1 αντίτυπο "Αυτό που σου ανήκει", Γκαρθ Γκρίνγουελ
1 αντίτυπο "Αντίδοτο στη μοναξιά", Γιγιέν Λι
και τα δύο σε μετάφραση Τόνιας Κοβαλένκο, ευγενική προσφορά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη καθώς και
2 αντίτυπα της ποιητικής συλλογής "Μαύρο προς μπλε" της Τόνιας Κοβαλένκο, ευγενική προσφορά από το Βιβλιοπωλείο Gutenberg


Για να λάβετε μέρος στην κλήρωση πατήστε "Μου αρέσει" και κοινοποιήστε ή/και σχολιάστε το ποστ  στο γκρουπ της εκπομπής στο φβ ή να αφήσετε απλά ένα σχόλιο εδώ από κάτω. Η κλήρωση θα γίνει κατά τις 7:50μ.μ. on air. 


Μη μας χάσετε, σήμερα 6-8μ.μ. πάντα στον www.amagi.gr.


17/11/17

Το χρυσό κατοστάρι



Αναρωτιέμαι μερικές φορές για αυτόν τον τόσο μικρό κύκλο των βιβλιόφιλων, για το πώς τόσο λίγοι άνθρωποι στηρίζουμε αυτή την αγορά βιβλίων, που δεν συρρικνώνεται, κάθε άλλο, κάθε χρόνο τα βιβλία που βγαίνουν – μεταφράσεις και πρωτότυπα- ολοένα γίνονται περισσότερα, καινούργιοι οίκοι ανοίγουν, μικροί αλλά βιώσιμοι. Αν και τα βιβλιοπωλεία κλείνουν σωρηδόν, το ένα μετά το άλλο. 

Αναρωτιέμαι πόσα βιβλία μπορούμε να διαβάσουμε, με ποια κριτήρια βγαίνουν όλοι αυτοί οι τίτλοι, τι σκοπιμότητα έχουν. Εγώ είμαι μάλλον συστηματική αναγνώστρια, όμως δεν μπορώ να ανταποκριθώ στην πρόσφατη παραγωγή, πάρα πολλά βιβλία που θα ήθελα να διαβάσω τελικά δεν τα προλαβαίνω, κι έπειτα έρχεται μια χιονοστιβάδα από νέα βιβλία. Και μένω συνεχώς ανικανοποίητη. 

Ώρες ώρες νιώθω πως αυτή η ατελείωτη παραγωγή με κάνει να μη μπορώ να ανασάνω, δεν μου δίνει χρόνο να διαβάσω κανένα παλιότερο αριστούργημα (ένα στα δέκα βιβλία που διαβάζεις πρέπει να είναι κλασικό, λέει ο χρυσός κανόνας του Ναυτίλου). Από την άλλη, όποτε επιχειρώ να απαγκιστρωθώ, να μην είμαι ενημερωμένη, να μην κρατάω ατελείωτες λίστες, είτε στο μυαλό είτε στα τεφτέρια μου, νιώθω λειψή, πως κάτι χάνω, πως εκεί μέσα θα μπορούσε να κρύβεται εκείνο το βιβλίο που θα αλλάξει τον κόσμο μου.

Αναλώνομαι. Μερικές φορές καταναλώνω. Άλλες φορές μπαίνω στο παιχνίδι, ακολουθώ τα γούστα των άλλων, λέω «μπας και, δεν κατάλαβα καλά, μήπως πρόκειται για αριστούργημα κι εγώ δεν έχω τα απαραίτητα εφόδια». Με πιέζουν όλες αυτές οι πάντα θετικές κριτικές, ένα κομψοτέχνημα από δω, μια αριστουργηματική αφήγηση από κει, ο Ολλανδός Προυστ, ο Ρώσος Τζόυς, ο Έλληνας Φώκνερ. Με εκνευρίζουν τα λόγια χωρίς αντίκρισμα. 

Δεν μιλάω καν για την Ελληνική παραγωγή. Εκεί τα πράγματα έχουν ξεφύγει. Αλλά για εκεί, με κάποιον τρόπο έχω ακόμα ένστικτο. Είναι και εμφανής ο τρόπος που βγήκε το κάθε βιβλίο, ξέρεις ποιο είναι αυτοέκδοση, ποιο όχι. 

Με πιέζει η ροή της πληροφορίας, το ατελείωτο αυτό γαϊτανάκι. Κι έπειτα, τα βιβλία, αφού βγουν διθυραμβικά στους πάγκους ως αριστουργηματικά και στις βιτρίνες, και πουλήσουν, ό,τι πουλήσουν το πρώτο εξάμηνο, αποσύρονται σα γέροι συνταξιούχοι, μας γυρίζουν τις ράχες, εξαντλούνται, πολτοποιούνται, ξεχνιούνται. Μα τα βιβλία δεν είναι ραπανάκια να σαπίσουν. Τα βιβλία δεν είναι φάρμακα να είναι σε έλλειψη και να πάρεις το γενόσημο, τα βιβλία δεν είναι προϊόν άμεσης ανάγκης, ούτε ευπαθές. Τα βιβλία θα έπρεπε να είναι δρομείς μεγάλων αποστάσεων και αντοχής. Αλλά προφανώς όλοι ποντάρουν στο χρυσό κατοστάρι.








                                                                 Κατερίνα Μαλακατέ


16/11/17

"Ragtime", E.L. Doctorow




Αγαπώ πολύ τον Ε.Λ. Ντοκτορόου, μου αρέσει ο τρόπος που μπερδεύει αληθινά και μυθοπλαστικά γεγονότα στα μυθιστορήματά του, που πιάνεται από ένα συμβάν και φτιάχνει μια ψευδοιστορία. Στο Ραγκτάιμ αυτή η τακτική φτάνει στα άκρα, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί πάρα πολλές πραγματικές φιγούρες, ανάκατες με μη πραγματικές, στήνει ένα σύμπαν στην Αμερική στις αρχές του προηγούμενου αιώνα που μοιάζει τόσο πληθωρικό, τόσο εντυπωσιακό· ώρες ώρες δεν μπορείς να το κατανοήσεις. 

Στο Ραγκτάιμ πρωταγωνιστεί μια λευκή οικογένεια, και αφηγητής μας είναι ο γιος, οι υπόλοιποι είναι απλά η Μητέρα, ο Πατέρας, ο Μικρός αδελφός. Γύρω τους στήνεται ένα γαϊτανάκι πραγματικών γεγονότων, και πραγματικών ιστορικών προσώπων. Κυριαρχεί ο Χάρι Χουντίνι, που πρέπει να ενθουσιάζει τον συγγραφέα, αλλά γνωρίζουμε και τον Χένρι Φορντ, την αναρχική Έμμα Γκόλνταμ, τον Φρόιντ, τον Ρόμπερτ Πίρι, την socialite και καλλονή της εποχής Έβελιν Νέσμπιτ . Πάνω από 25 ήρωες περνάνε από τις σελίδες του μυθιστορήματος. Πιο ενδιαφέρουσες οι ιστορίες με τον Χουντίνι, και αυτή του άπορου Τάτεχ, Εβραίου εργάτη που έχει μια πανέμορφη κόρη και τελικά καταφέρνει να φτιάξει τη ζωή του μέσω του κινηματογράφου. Αλλά και η τελική, αυτή με πρωταγωνιστή έναν μαύρο πιανίστα του Ραγκτάιμ, που τα βάζει με το Πυροσβεστικό σώμα όταν τον προσβάλλουν και επαναστατεί χάνοντας τα πάντα. 

Όλοι αυτοί οι άνθρωποι αλλά και οι καταστάσεις δίνουν την εικόνα μιας μεταιχμιακής εποχής. Τα ανθρώπινα δικαιώματα δημιουργούν αναβρασμό, οι μαύροι, οι γυναίκες, είναι ακόμα σε μια κατάσταση οριακή: δεν είναι δούλοι, δεν είναι ακριβώς ισότιμοι με τον λευκό άντρα. Παράλληλα συμβαίνουν ένα σωρό φαντασμαγορικά πράγματα, η εκβιομηχάνιση των πάντων, φοβερές νεοτερικότητες, το αεροπλάνο, ο κινηματογράφος, απίστευτη αναταραχή, συνεχείς αλλαγές. Όλα προμηνύουν τον πανικό που θα ακολουθήσει.

Είναι σχεδόν ακατόρθωτο να μιλήσεις για το Ραγκτάιμ, πόσο μάλλον να το γράψεις. Ο συγγραφέας του έβαλε απίστευτη μαστοριά, έμπλεξε κόσμους ολόκληρους, έδωσε μια τοιχογραφία, χωρίς να αφήνει τον αναγνώστη ποτέ χωρίς πλοκή ή ενδιαφέρον. Ο Ντοκτορόου σε αυτό το μυθιστόρημα μοιάζει πιο πολύ σαν να φτιάχνει ταινία, ενθουσιάζεται από τις εικόνες, από την ατμόσφαιρα, από την άνεση. Ταυτόχρονα κατορθώνει να εστιάσει και στα μεγάλα ζητήματα της εποχής που θα επηρεάσουν τη ζωή του ανθρώπινου γένους από τότε και στο εξής. Και το να καταφέρει κανείς να κάνει και τα δύο αυτά μαζί, δεν είναι και μικρό επίτευγμα. 


                                                                        Κατερίνα Μαλακατέ


"Ραγκτάιμ", Ε. Λ. Ντοκτόροου, μετ. Γιώργος Μαθόπουλος, Γιάννης Γαλάτης, εκδ. Επιλογή, 1993, σελ. 349

9/11/17

"Independence Day", Richard Ford



Ξεκίνησα να διαβάζω την "Ημέρα Ανεξαρτησίας" του Ρίτσαρντ Φορντ στο kindle και σχεδόν αμέσως ήξερα πως έκανα λάθος επιλογή – όχι βιβλίου, μέσου. Ήμουν όμως μακριά από το σπίτι, σε εκδρομή κι έπρεπε να αρκεστώ σε αυτό που είχα. Την ανάγνωση την τελείωσα σε μια κόπια του μεταφρασμένου κειμένου στην ησυχία της οικίας μου.

Η «Ημέρα Ανεξαρτησίας» είναι το δεύτερο μέρος της τριλογίας – που έγινε σχετικά πρόσφατα τετραλογία- του Ρίτσαρντ Φορντ με κεντρικό ήρωα τον Φρανκ Μπάσκομπ. Η τετραλογία ξεκινά με τον «Αθλητικογράφο» (1986), συνεχίζει με την «Ημέρα Ανεξαρτησίας» (1995), τριτώνει με το «Η χώρα όπως είναι» (2006) και τελειώνει κοντά τριάντα χρόνια μετά με το "Let Me Be Frank with You" (2014).

Τα βιβλία εκδόθηκαν κάπως μπερδεμένα στην Ελλάδα, πρώτα από την ασημένια σειρά της Ωκεανίδας «Ο Αθλητικογράφος» το 1996, κι έπειτα «Η Χώρα όπως είναι» το 2010 από τις εκδόσεις Πατάκη. Τελικά η «Ημέρα Ανεξαρτησίας», το ενδιάμεσο βιβλίο, μεταφράστηκε το 2016, ενώ το τελευταίο βιβλίο της τετραλογίας παραμένει αμετάφραστο. Ο δε «Αθλητικογράφος» είναι φυσικά τόσα χρόνια μετά εξαντλημένος. Έτσι, ακόμα και οι πιο υποψιασμένοι αναγνώστες μπορούν να μπερδέψουν τη σειρά τους και να μην έχουν σαφή εικόνα. 



Η «Ημέρα Ανεξαρτησίας» βρίσκει τον Φρανκ στην «υπαρξιακή περίοδο της ζωής του, χωρισμένο από την πρώτη του γυναίκα Ανν, σε δεσμό με την ανεξάρτητη Σάλλυ. Έχει παρατήσει την αθλητική δημοσιογραφία, και το γράψιμο εν γένει, και κάνει τον κτηματομεσίτη. Στα σαράντα πέντε του προσπαθεί να προσδιορίσει τι θέλει, ποιος είναι, ποιος θέλει να είναι, τι είναι κανονικότητα, τι είναι νόρμα κι αν μπορεί να προσαρμοστεί σε αυτή. Όλη η δράση συμπυκνώνεται στο τριήμερο της Ημέρας Ανεξαρτησίας. Ο Φρανκ πρέπει να βρει σπίτι σε ένα δύστροπο μεσόκοπο ζευγάρι, να πληρωθεί το νοίκι από ένα ακίνητο και να πάει και διήμερο με τον δυσλειτουργικό γιο του Πολ, που δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει στις αρχές της εφηβείας του όλα αυτά που του έχουν συμβεί. 

Η πλοκή είναι ελάχιστη, οι σκηνές μακραίνουν, οι διάλογοι τραβάνε, αλλά μέσα από όλες αυτές τις άχρηστες φαινομενικά λεπτομέρειες ο συγγραφέας φτάνει κάποια στιγμή στο μεδούλι των καταστάσεων. Αρκούν μερικές φράσεις για να εξηγήσει τι συμβαίνει στο μυαλό του ήρωα του, για να μας κάνει να ταυτιστούμε και να αναλογιστούμε τη δική μας ζωή. Τον απασχολεί έντονα η πολιτική – ο Φρανκ είναι ακραιφνώς Δημοκρατικός- αλλά και το ποιος είναι ο σκοπός μας, τι είναι αυτό που ορίζει η κοινωνία και τι σχέση έχει με τα θέλω μας. Ο Φρανκ σε αυτό το βιβλίο προσπαθεί να ωριμάσει, να αναλάβει σοβαρά τον γονεϊκό του ρόλο, να αποδεχτεί τη σύμβαση και τη δέσμευση. Το αν τα καταφέρνει είναι μια άλλη ιστορία. 

Ο Ρίτσαρντ Φορντ είναι ένας συγγραφέας άκρως γοητευτικός. Πρέπει όμως να τον αφήσεις να σε παρασύρει στον τρόπο του, να μην τον κρίνεις με αυτά που έχεις ήδη στο μυαλό σου. Η γλώσσα του είναι προσεγμένη, με ροή και ρυθμό. Αλλά σίγουρα το βιβλίο δεν είναι page turner, πρέπει να του δώσεις τον χρόνο και τον χώρο του. Για αυτό ήταν κακή επιλογή ο e-reader που τις κοντά 500 σελίδες του τις μετέτρεψε σε 1000. Τέτοια βιβλία απαιτούν χαρτί, υπογραμμίσεις, τσακίσματα, τσάι, και ελεύθερο χρόνο να ονειροπολήσεις. 

  
                                                                        Κατερίνα Μαλακατέ


«Ημέρα Ανεξαρτησίας», Ρίτσαρντ Φορντ, μετ. Θωμάς Σκάσσης, εκδ. Πατάκη, 2016, σελ.699