Σελίδες

26/8/20

"Πόσο αγαπάμε την Γκλέντα", Julio Cortázar

 




Κάθε φορά που διαβάζω Κορτάσαρ επιβεβαιώνεται μέσα μου η πεποίθηση, χρόνια εδραιωμένη, ήδη από τότε που πρωτοδιάβασα το Αξολότλ, πως σε έναν ιδανικό κόσμο θα ήθελα να γράφω όπως εκείνος. Κι ας μην έγραφα ποτέ ένα αριστούργημα σαν το Κουτσό, θα μου αρκούσε το πανηγύρι των ιδεών στα διηγήματά του, ένας κόσμος φαντασμαγορικός και ταυτόχρονα ψιθυριστός. Ο Κορτάσαρ τα βλέπει και τα εκτιμά όλα, την παραμικρή λεπτομέρεια αλλά συνήθως δεν κάνει τίποτα για αυτό, ούτε οι ήρωες του. Ναι, μιλάμε για τόσο κουλ τύπο. 

Στα διηγήματα του Κορτάσαρ η φαντασία μπλέκεται με την πραγματικότητα με τρόπο αυθεντικό, τόσο που έχεις την αίσθηση πως το καθένα από αυτά είναι ολόκληρο μυθιστόρημα, το θυμάσαι για χρόνια. Αυτά που περιλαμβάνονται στο «Πόσο αγαπάμε την Γκλέντα», με κορυφαίο και χαρακτηριστικότερο το ομώνυμο, είναι τα προτελευταία του, και για αυτό είναι όλα ώριμα και διασκεδαστικά. Η συγγραφική του δεινότητα απλώνεται και καταλαμβάνει το κείμενο --τότε πια και τον τηλεφωνικό κατάλογο να έγραφε ο Κορτάσαρ, θα το έκανε καλά. Αλλά αυτός είναι κι εδώ, στα ύστερα, ένας χείμαρρος ιστοριών, ένας άνθρωπος γεννημένος να γράφει. 

Κι αν στην Γκλέντα οι οπαδοί της θέλουν να βγάλουν κάθε σκιά από την υστεροφημία της, κι έτσι της στερούνε το παρόν της, κι αν σημασία έχει ο τρόπος που κοιτάς κι όχι τι κοιτάς, κι αν ο λόγος του συγγραφέα σε αυτά τα διηγήματα μοιάζει πιο πολύ πολιτικός από όσο ψυχολογικός ή κοινωνικός, η γραφή δεν χάνει τη σπιρτάδα της. Τη συλλογή διηγημάτων την καταβροχθίζεις άνετα σε ένα απόγευμα, όμως εγώ την άφησα για καιρό στο κομοδίνο μου, διαβάζοντας ένα ένα διήγημα, κάποια περισσότερες φορές ίσα ίσα για την απόλαυση. Άλλες υστερόβουλα, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω τι κάνει το κάθε διήγημα σπουδαίο και φυσικά αποτυγχάνοντας οικτρά. 

Γιατί το μυστικό είναι ένα και το λέει ο ίδιος:

"Όταν έρχεται η ώρα, μου βγαίνει φυσικό να γράφω σαν κάποιος να μου υπαγόρευε· για αυτό και κάπου κάπου επιβάλλω αυστηρούς κανόνες στον εαυτό μου, δίκην παραλλαγών ενός πράγματος που μάλλον θα κατέληγε μονότονο. Σ' αυτό το αφήγημα, η δοκιμασία δεν ήταν άλλη από την προσαρμογή μιας εισέτι ανύπαρκτης αφήγησης στο καλούπι της Μουσικής Προσφοράς του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ" 



                            Κατερίνα Μαλακατέ 



"Πόσο αγαπάμε τη Γκλέντα", Χούλιο Κορτάσαρ, μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ.Opera, 2018, σ.170


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου