22/5/13

Ο δημιουργός υπερήρωας




      Το αν ένα βιβλίο ανήκει στον αναγνώστη ή στο συγγραφέα του με απασχολεί συχνά τελευταία. Διαπιστώνω με τρόμο πως θέλω να κάνω αυτό που κορόιδευα, να υπερασπιστώ τα γραπτά μου, να εξηγήσω την τάδε λεπτομέρεια, να αντικρούσω τη δείνα κατηγορία, να δώσω στους ήρωες μου τα μαλλιά και το πρόσωπο που ονειρεύτηκα∙ κι αυτό θέλω να το περάσω στους άλλους με λόγια. Δε γίνεται. Αν ο αναγνώστης φτιάχνει μιαν εικόνα στο μυαλό του είναι μονάχα αυτή που φαντάστηκε όσο διάβαζε το κείμενο, τα υπόλοιπα είναι απλά κουβέντες για να περνά η ώρα.

      Τα βιβλία δε χρειάζονται υπεράσπιση, ούτε από αυτόν που τα έγραψε, ούτε από αυτόν που τα λάτρεψε – είναι υπάρξεις ξέχωρες από το δημιουργό τους, σαν απόγονοι που διατηρούν κάποια χαρακτηριστικά, αλλά πάντα μπλεγμένα και στρεβλωμένα. Έχουν διαφορετικές σχέσεις με τον κάθε αναγνώστη∙ κάποτε διαπιστώνω πως αυτό που έγραψα κι ήταν μια ποταπή έκφραση χωρίς πολλή σκέψη, δίνει τροφή για κάτι μεγαλειώδες στο μυαλό ενός άλλου. Κι άλλοτε αγαπημένες φράσεις περνούν απαρατήρητες, προσπερνώνται σαν κάτι τετριμμένο. Είναι ο λόγος που μισώ τα αποσπάσματα, δείχνουν μια βιασύνη να προδικάσεις τι θα άρεσε και στον επόμενο.

      Κι όταν διαβάζω κείμενα άλλων αυτή η αίσθηση είναι εντονότερη. Δεν πιστεύω στον συγγραφέα-υπερασπιστή του έργου του με την κόκκινη κάπα του υπερήρωα. Ό,τι κατάλαβα, κατάλαβα, ό,τι ένιωσα, ένιωσα, δε θα αλλάξει, ούτε θα βελτιωθεί αν υπάρξουν ύστερες διευκρινίσεις. Από την άλλη, κανείς επηρεάζεται πολύ περισσότερο από αυτά που έχει ακούσει πριν, από ό,τι κι αν διαβάσει μετά. Είναι η δύναμη της κριτικής, σε προϊδεάζει, μερικές φορές πατά στον εγωισμό σου, κολακεύει τα θέλω σου, ένα «δύσκολο» βιβλίο δε μπορεί παρά να σου αρέσει κι εσένα. Ούτε αυτό μου αρέσει.

     Για μένα το μοναδικό που έχει σημασία είναι η σχέση βιβλίου-αναγνώστη κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης. Το τι θα βγει από αυτό το δεσμό εξαρτάται φυσικά από το ποιος είναι ο αναγνώστης -τι έχει διαβάσει, τι έχει ζήσει- και το τι είναι το βιβλίο. Όμως κάποιες φορές, σε πείσμα της λογικής, των εμπειριών, του γούστου, αυτό που προκύπτει είναι απλά έρωτας.

*Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο διαδικτυακό λογοτεχνικό περιοδικό Bookstand στις 19-2-2013 

2 σχόλια:

  1. Έχω παρατηρήσει εδώ και καιρό ότι δυσκολεύομαι αφόρητα να μιλήσω περί βιβλίων (με εξαίρεση ένα-δυο άτομα). Αρχίζω να ψελλίζω κάτι γελοίες κουβέντες... "εεε... μιλάει για έναν που ξυπνά ένα πρωί ως κατσαρίδα.." ή "...πρόκειται για ένα μαγικό πορτρέτο όπου γερνάει η φιγούρα που απεικονίζεται μέσα του και όχι ο κάτοχός του"! Μου είναι ευκολότερο να μιλήσω για μια ταινία ή για μια παράσταση αλλά, για βιβλία σχεδόν αδύνατο.

    Πολλοί από το περίγυρό μου που ξέρουν ότι διαβάζω βιβλία με ρωτούν σε ανύποπτο χρόνο για να ανοίξει η κουβέντα, "Τι διαβάζεις αυτήν την εποχή;" "Λέγεται 'Ενάντια στη μέρα' ενός Αμερικανού, το έχεις ακουστά;" "Όχι δεν το ξέρω! Τι λέει; Καλό;" Ή αν αναφέρω ονόματα περισσότερο γνωστά όπως Κάφκα, Ντοστογιέφσκι, Γουλφ, μου απαντούν με συγκρατημένο οίκτο για την κατάστασή μου... "Α, εσύ διαβάζεις δύσκολη λογοτεχνία!" Με συγχωρείτε αλλά η λογοτεχνία είναι δύσκολη, είτε λιγότερο δύσκολη είτε περισσότερο δύσκολη, ποτέ εύκολη, αν κάποια κείμενα πλέον φαντάζουν εύκολα πρέπει να αναλογιστούμε και την εποχή που γράφτηκαν καθώς και τον "προηγμένο" αναγνώστη.

    Υπάρχει και άλλη όψη. Ο καθένας μας είναι δυνάμει αναγνώστης. Όμως, όταν συνομιλώ με κάποιον και πάνω στην κουβέντα αναφέρω ότι ένας εκ των αγαπημένων μου συγγραφέων είναι ο Κάφκα, εκείνος μου αντιπαραβάλλει ως δικό του αγαπημένο το Κοέλιο, τότε δημιουργείται ένα χάσμα. Θέλω να πω ότι τα βιβλία σε κάνουν ελιτιστή. Το πάθος μου για την ανάγνωση με κάνει να αναμετράμαι συνεχώς με τις αναγνωστικές μου κατακτήσεις. Νιώθω ανώτερος έναντι άλλων και κυνηγώ να προλάβω άλλους ανώτερους από μένα. Υπάρχει κάτι ρατσιστικό σε αυτό; Σε μια περίοδο ποινικοποίησης σκέψεων ως ρατσιστικές, πολλά μπορώ να ακούσω. Ο ρατσισμός πηγάζει από το μίσος και από την ηλιθιότητα. Είμαι ρατσιστής επειδή δεν θέλω να εξισώνομαι με απαίδευτους και ηλίθιους ανθρώπους; Γελοία πράγματα! Ρατσισμός είναι να πετάς τα σκουπίδια σου όπου να' ναι, να μην παραχωρείς τη θέση στο λεωφορείο σε μια έγκυο ή έναν ηλικιωμένο, να περνάς το φανάρι με κόκκινο, να καταναλώνεις αλλά να μην παράγεις τίποτε. Το διάβασμα σού ανοίγει το μυαλό, ένας Κάφκα όμως που περιγράφει την αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου, όχι ένας πονηρόβλακας Κοέλιο που σε προτρέπει μόνο να πιστεύεις, γράφοντας όλα τα υπόλοιπα στα αρχίδια σου, γιατί λέει, το σύμπαν θα συνωμοτήσει προς όφελός σου!

    Για να το ελαφρύνω κάπως, χθες ήμουν στο βιβλιοπωλείο και μπαίνει μέσα μια μεσήλικη γυναίκα μαζί με την κόρη της. Λέει η μητέρα: "Μήπως έχετε 'Τα δάκρυα του Θεού', έμαθα ότι πρόκειται για σπουδαίο βιβλίο. Δε θυμάμαι ποιος το έγραψε". "Ναι το έχουμε, είναι το καινούριο της Χρυσηίδας Δημουλίδου!" "Α ωραία!Σπουδαία συγγραφέας!" Σε κείνο το σημείο τέλειωσε η μάνα, 20 δευτερόλεπτα δουλειά. Η κόρη έψαχνε κάτι διαφορετικό. Σε κάποια φάση, λέει η μητέρα, "Πρόσεχε να διαλέξεις κάτι καλό αυτή τη φορά, όχι σαν αυτό εδώ που το παράτησες στις πρώτες σελίδες". Εγώ εκεί καιγόμουν από περιέργεια να κρυφοκοιτάξω το βιβλίο για να διαμορφώσω μια αμυδρή εικόνα για τα γούστα της κόρης. Γυρίζω διακριτικά και βλέπω ότι αναφέρεται στο "Έρωτας στα χρόνια της χολέρας". Μετά από λίγη ώρα ψάξιμο και ύστερα από μια παρότρυνση ενός άλλου πελάτη, αφού παραδέχθηκε και η ίδια ότι κάπου είχε ακούσει να γίνεται λόγος για αυτό, κατέληξε να αγοράσει την "Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι". Αν μη τι άλλο, η κόρη έκανε μια φιλότιμη προσπάθεια.

    Δεν είναι όλα τα βιβλία άξια ανάγνωσης. Με τους ηλίθιους ανθρώπους, εγώ προσωπικά δεν τα βγάζω πέρα. Εύχομαι μόνο με αληθινό αίσθημα αγάπης, να προσέχουν πολύ τι ετοιμάζονται να διαβάσουν. Αλλά δεν μπορώ ούτε και θέλω να τους επιβάλλω τι να διαβάσουν. Σε κείνη την περίπτωση, ναι, θα ήμουν ρατσιστής.

    Υ.Γ. Συγγνώμη για το κάπως ατημέλητο σχόλιο, ήταν πολλά περισσότερα αυτά που ήθελα να γράψω.




    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σε καταλαβαίνω απόλυτα, εγώ μισομουγκαίνομαι ακόμα κι όταν βγαίνω με ανθρώπους που αποδεδειγμένα διαβάζουν. Με τους άλλους δεν ανοίγω καν κουβέντα, νιώθω σαν εξωτικό πτηνό, μετά με πιάνει και μια περηφάνια από μέσα μου, όλα μαζεμένα που με κάνουν να νιώθω άβολα.

      Η κόρη νομίζω πως έκανε καλή προσπάθεια... Που να δεις εμένα και τη μάνα μου να ψωνίζουμε βιβλία, εκείνη Ανν-Νικόλ Μανιάτη και Μαντά, εγώ τα γνωστά... Θέαμα γινόμαστε.

      Και το δικό μου ασυνάρτητο βγήκε, αν και κρατιέμαι από χθες για να σου απαντήσω σε κάποια στιγμή που θα είχα πραγματικά ώρα κι όχι ανάμεσα σε οκτακόσια άλλα πράγματα... Μάλλον φταίει το θέμα.

      Διαγραφή