Σελίδες

30/3/14

"Πριν εκείνη με γνωρίσει", Julian Barnes


Είμαι πια σχετικά εξοικειωμένη με την γραφή του Τζούλιαν Μπαρνς, έχω απολαύσει το «Ένα κάποιο τέλος» και τον «Παπαγάλο του Φλωμπέρ», έχω γκρινιάξει για το «Άρθουρ και Τζορτζ», έχω συγκινηθεί με «Τα τρία επίπεδα της ζωής». Το «Πριν εκείνη με γνωρίσει» έχει πολλά από τα καλά στοιχεία του∙ την ρέουσα γραφή, τους ενδιαφέροντες χαρακτήρες, την τόλμη να πει μερικά πράγματα με το όνομά τους, την παιγνιώδη αθυροστομία, το χιούμορ και την ελαφράδα του. Από την άλλη, η ιστορία είναι εξαιρετικά αδύναμη και φτάνει στο τέλος να είναι εντελώς μη πιστευτή.

Ένας καθηγητής ιστορίας, ο Γκράχαμ Χέντρικ, είναι παντρεμένος με μια 32χρονη, την Ανν, που δουλεύει σε μια εταιρία μόδας. Όλα στον γάμο τους φαίνονται να πηγαίνουν καλά, η Ανν του ταιριάζει και οι στιγμές τους είναι εξαιρετικές- και επειδή είχε την δεκαπεντάχρονη εμπειρία ενός μη ευτυχισμένου γάμου με την πρώτη του γυναίκα, την Μπάρμπαρα- το εκτιμά ιδιαίτερα. Μέχρι που βλέπει μια παλιά ταινία στο σινεμά από τότε που η γυναίκα του έπαιζε δεύτερα ρολάκια κι ήταν μια ανερχόμενη ηθοποιός. Η ιδέα πως τον έχει «απατήσει» επί της οθόνης, αλλά και στη ζωή με τους συμπρωταγωνιστές της αρχίζει να τον στοιχειώνει, να αλλάζει την καθημερινότητά τους. Κι ας έχουν συμβεί όλες αυτές οι «απίστίες» πριν καν εκείνη τον γνωρίσει.

Το θέμα της ερωτικής ζήλιας, κυρίαρχο, φτάνει στα όρια του, εξαντλείται σχεδόν από τον Μπαρνς, ενώ παράλληλα θέματα δεν προκύπτουν. Είναι μια μονοδιάστατη καταγραφή της εμμονής του ήρωα με τους πρώην της γυναίκας του, μια ιστορία καθαρής αυτοκαταστροφής που μοιάζει κάπως ανούσια και ρηχή. Ένα βιβλίο από αυτά που διαβάζει κανείς ευχάριστα ως ένα σημείο, αλλά φτάνει κουρασμένος στο τέλος, να αναρωτιέται αν είχε κανένα νόημα που το τελείωσε.


«Πριν εκείνη με γνωρίσει», Τζούλιαν Μπαρνς, μετ. Θωμάς Σκάσσης, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 271  

28/3/14

500.000 views μετά...




Αύριο είναι τα γενέθλια του Διαβάζοντας. Αισίως κλείνει τα πέντε χρόνια και περπατά στο έκτο της λειτουργίας του. 579 αναρτήσεις και πάνω από 500.000 επισκέψεις μετά, έχω ακόμα όρεξη να το ανανεώνω συχνά, να απαντώ σε mail και inbox, να ακούω συμβουλές για βιβλία, να δίνω συμβουλές για βιβλία, να αλληλεπιδρώ με όλους τους τρόπους με τους βιβλιόφιλους που μπαίνουν στο ιστολόγιο για να πάρουν μια ιδέα για τα επόμενά τους διαβάσματα, να δουν αν συμφωνούμε για αυτά που έχουν ήδη διαβάσει ή για να κάνουν απλά χάζι.

Μέσα σε αυτά τα χρόνια έγιναν κοσμοϊστορικές αλλαγές στη ζωή μου. Δηλαδή μη φανταστείτε, απλά, καθημερινά πράγματα. Όταν το ξεκίνησα ήμουν μια κοπέλα 29 χρονών που διάβαζε και δούλευε πολύ ως φαρμακοποιός. Τώρα είμαι μια γυναίκα 35 χρονών παντρεμένη με δυο παιδιά, έχω εκδώσει ένα βιβλίο, έχω ανοίξει ένα βιβλιοπωλείο αλλά τα βασικά δεν άλλαξαν : διαβάζω και δουλεύω πολύ (στο βιβλιοπωλείο αλλά πρέπει να γυρίσω και στο φαρμακείο, πώς να το κάνουμε τώρα). 

Έχω πολλά για τα οποία πρέπει να ευγνωμονώ το blogging και για αυτό δεν πρόκειται έτσι εύκολα να το απαρνηθώ. Για αρχή έβαλε τα διαβάσματα μου σε μια σειρά, με γλίτωσε από τη σαβούρα, από τον σωρό- τώρα πια όλο και πιο σπάνια αγοράζω βιβλία από το οπισθόφυλλο, ξέρω τι θέλω να διαβάσω και πότε. Από την άλλη είναι συχνά η ψυχοθεραπεία μου, το προσωπικό μου ημερολόγιο, η διέξοδος από την καθημερινότητα. Έχω ένα κακό κι ένα καλό. Είμαι εύκολη στην πρώτη επαφή, δύσκολη στην δεύτερη∙ το πρώτο τείχος δεν υπάρχει, το δεύτερο είναι σχεδόν αδιαπέραστο. Μπορώ να λέω πολλά με πολλούς αλλά λίγα με πολύ λίγους. Αυτόν τον κόμπο τον λύνει το blogging και το γράψιμο, με αφήνουν να εκδηλωθώ και να απλωθώ.

Δεν θέλω καθόλου να μπω στην διαμάχη ανάμεσα στα απλά κείμενα του «βιβλιοblogging» και τα σύνθετα της «κριτικής». Ο καθένας έχει τον χώρο και τον χρόνο του, τον τρόπο του να βλέπει τα πράγματα. Ούτε σε κουβέντες για το αν πρέπει ή όχι να έχω σαφή πολιτική στάση μέσα από αυτό το blog. Έχω, είναι συχνά φανερή, άλλοτε όταν δεν θέλω παραμένει μόνο για μένα. Κι αν αρχίσω να παίρνω πολύ στα σοβαρά τον εαυτό μου, μπορείτε πάντα και να με μπατσίσετε.

Υ.Γ 42 Συνεχίζω να μην απολαμβάνω τα ανώνυμα mails που με αποκαλούν άσχετη, βλάχα και διάφορα άλλα, αλλά τι να κάνουμε.
Υ.Γ. 42-2 Υπολογίζω πως θα συνεχίζω να σας πρήζω για καιρό. Συντονιστείτε.      

25/3/14

"Λοιμός", Ανδρέας Φραγκιάς,



Κείμενο λιτό, χωρίς περιττές περιγραφές και λεπτομέρειες, μια δυστοπία εφιαλτική, μεταμοντέρνα, με αφήγηση κατακερματισμένη, μια μαρτυρία για αυτό που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος στον άνθρωπο όταν μπει στον ρόλο του βασανιστή ή του θύματος.

«Κι ως πότε θα μείνουμε έτσι;» - «Άρχισες κιόλας να βαριέσαι; Εδώ θα ζήσεις χρόνια ολόκληρα…». Ένας, που ήταν ανυπόμονος, σηκωνόταν πήγαινε ως την άκρη, ξανακοιτούσε στο υπόστεγο, μάζευε πετραδάκια και τα πετούσε πιο πέρα. Ο άλλος αγνάντευε έκθαμβος όλο απορία τούτο τον κόσμο. «Μας ξέχασαν.»
-«Κι αν μας αφήσουν εδώ όλη νύχτα;»
-«Αυτό δεν γίνεται, είναι τόσος κόσμος, η πολιτεία έχει τους νόμους της. Κι αν ξενυχτήσουμε θα το προβλέπει ο κανονισμός».

Οι κρατούμενοι στον «Λοιμό» του Ανδρέα Φραγκιά δεν ξέρουν πως έφτασαν εκεί –ένας θυμάται, αλλά δεν έχει και πολλή σημασία. Μόνη έννοια τους να βγάλουν την επόμενη μέρα, [«Η αλήθεια είναι ότι όλα του είναι αδιάφορα, και τα πιο σπουδαία ξεχνιούνται το άλλο πρωί. Δεν υπάρχει χρόνος, ούτε ο πόνος και η αγωνία για τα περιστατικά που έζησες] , να αναμετρηθούν με τα καταναγκαστικά έργα που θα φτιάξουν μια γέφυρα εκεί που δεν είχε χαράδρα, να μαζέψουν αρκετές μύγες γιατί τα όργανα του καθεστώτος τους τις μετρούν και τις καταγράφουν, να ακούσουν την παραληρηματική φωνή από τα μεγάφωνα, έπειτα να ξαπλώσουν τρεις τρεις στον υγρό τάφο που έχουν για κρεβάτι και να βγάλουν την νύχτα. Την νύχτα γίνονται οι επιδρομές.

Οι άνθρωποι δεν έχουν πια όνομα, προσδιορίζονται από το χρώμα του σκούφου τους, από μια και μόνη απόχρωση του χαρακτήρα τους (ο περιδεής, ο αφηρημένος, ο επιεικής, ο κάτωχρος). «Γιατί κάθε τόπος πρέπει όχι μόνο να έχει, αλλά και να φτιάχνει τους δικούς του τρελούς».  Ψάχνουν να επιβιώσουν, αλλά ταυτόχρονα αυτό είναι και υποχρέωσή τους- η αυτοκτονία απαγορεύεται αυστηρώς. Προσπαθούν να βρουν τους χαφιέδες, να αντέξουν τα βασανιστήρια του σώματος. Τα ψυχικά είναι τα χειρότερα. Ο πιο αξιοθρήνητος ανάμεσά τους ο «εκκρεμής», αυτός που πάντα βλέπει τους άλλους να τιμωρούνται αλλά για κάποιον λόγο η δική του κόλαση δεν έρχεται- κι ας χρωστάει εκατομμύρια μύγες, κι ας μην έχει μετανοήσει, κι ας έχει δει άλλους να διαλύονται για πολύ πιο ασήμαντα από τα δικά του παραπτώματα. Ούτε οι βασανιστές έχουν ονόματα βέβαια, φαίνεται μάλιστα συχνά σα να είναι νεοφώτιστοί. Βασανίζουν γιατί έτσι τους λένε, όπως ο καθένας μπορεί.

«Και πόσο θαρρείς πως θα κρατήσεις; Μια, δυο, πέντε, στις χίλιες, στις δυο χιλιάδες, κάποτε θα σπάσεις κι εσύ όπως και τόσοι άλλοι. Και τότε θα είναι χειρότερα. Μάταια φίλε μου επιμένεις. Το έχασες κι αυτή τη φορά το παιχνίδι.. Είσαι από κόκκαλα, από νεύρα, γιατί να σακατευτείς; Θα πεθάνεις εδώ στα κρυφά και κανείς δεν θα πάρει χαμπάρι τη θυσία σου. Σ’ αρέσει; Μήπως θέλεις να παραστήσεις τον ήρωα; Ένας ηρωισμός στο σκοτάδι χάνει τη σημασία του. Οι ήρωες έχουν πάντα κάποια δημοσιότητα, αλλιώς είναι κοινά θύματα… Κανένας δεν τους μέτρησε. Γιατί; Δίνεις μια μάχη με το τίποτα, στον αέρα…στο σκοτάδι…»


Η ιστορία δεν είναι γραμμική, δεν θα μπορούσε να είναι. Η αφήγηση δεν είναι μαρτυρία για τα χρόνια του Φραγκιά στην Μακρόνησο- θα μπορούσε, μα δεν είναι. Παραμένει ανώνυμη και άχρονη και για αυτό διαχρονική. Ανατριχιαστικά επίκαιρη για το τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος αν του δώσεις την εξουσία, εξοργιστικά επεξηγηματική για τόσες χαμένες ζωές∙ και τελικά οριστικά μυθιστορηματική, φτιαγμένη από όλα εκείνα τα υλικά που αναδεικνύουν την λογοτεχνία. 

"Λοιμός", Αντρέας Φραγκιάς, εκδ. Κέδρος, 1972, σελ.252


Υ.Γ. 42 Και το πιο σουρρεαλιστικό, όσο γράφω αυτή την ανάρτηση, από πάνω μας τρίζουν τα μαχητικά. Παρέλαση.

21/3/14

Παράτησα



Παράτησα τη μυρωδιά του να αιωρείται
πάνω μου
Υπήρχε σε αυτό το θρόισμα που ερχόταν από τα
μαλλιά μου
Κάτι το παρηγορητικό,
Το ανησυχητικό.
Μια τσιμπιά θανάτου
και αθανασίας


20/3/14

"Η Κλάρα στο μισοσκόταδο", José Carlos Somoza





Όπως θα έχετε καταλάβει, εγώ αστυνομικά δεν πολυδιαβάζω. Όταν χρειάζομαι ανάπαυλα ρέπω προς την επιστημονική φαντασία, κάποτε και προς μια καλογραμμένη φάρσα. Αυτό, καθώς και οι 600 σελίδες της, με μπλόκαραν να πιάσω την «Κλάρα» του Σομόθα νωρίτερα κι ας φώναζε η φίλη μου η Αγγελική Μποζίκη πως χάνω. Τώρα που το τόλμησα, δηλώνω καταγοητευμένη.

Το βιβλίο ξεκινά με έναν φόνο. Μια νεαρή κοπέλα βρίσκεται τεμαχισμένη και την έκοψαν κομμάτια όσο ήταν ακόμα ζωντανή. Αλλά δεν πρόκειται για μια οποιαδήποτε έφηβη, η Άνεκ Χόλλεκ ήταν ένας πανάκριβος πίνακας, το «Ξεπαρθένεμα» του μεγαλοφυούς Βαν Τυς. Η ημερομηνία είναι το 2006 και η τάση στην τέχνη είναι μια, Υπερδραματισμός. Οι ζωγράφοι δεν μεγαλουργούν πάνω σε άψυχους καμβάδες, μα σε ανθρώπινα σώματα ειδικά κατεργασμένα, γυμνά, άτριχα, ασταρωμένα και στιλβωμένα σε όλες τις οπές τους, μαθημένα να μπαίνουν σε Ακινησία για ώρες, να παίρνουν χάπια για να μην πεινούν, διψούν, ουρούν, έχουν περίοδο και χαλούν τον πίνακα. Η υπηρεσία Ασφαλείας του παντοδύναμου ιδρύματος Βαν Τυς θορυβείται. Αποκρύπτουν το γεγονός, φυσικά. Αλλά πρόκειται για έναν πίνακα εκατομμυρίων, κάποιος έχει βάλει τους καμβάδες στο μάτι. Η αυστηρή, σχεδόν απάνθρωπη υπεύθυνη δεσποινίς Γουντ είναι αποφασισμένη να μην επιτρέψει τίποτα να βλάψει ξανά τα έργα του Δασκάλου. Και ο υφιστάμενος της πενηντάρης Μπος, κρυφά ερωτευμένος μαζί της, θα την βοηθήσει.

Η Κλάρα είναι ένας νεαρός καμβάς γύρω στα 25, πανέμορφη, πολύ περήφανη που μπορεί να είναι πίνακας και να βγάζει τόσα χρήματα, σίγουρη πως δεν θα καταλήξει διακοσμητικό. Τα διακοσμητικά είναι άντρες και γυναίκες που δεν έχουν την στόφα να γίνουν καμβάδες, μπορούν όμως να γίνουν Λαμπατέρ, Πολυθρόνες, Τραπεζάκια, κτλ. Προς το παρόν είναι παράνομα, αλλά φυσικά όλοι οι πλούσιοι και ισχυροί διακοσμούν το σπίτι τους μόνο με αυτά. Όταν το Ίδρυμα θα πλησιάσει την Κλάρα για να την ζωγραφίσει ο ίδιος ο Βαν Τυς για την επόμενη συλλογή του, θα ξεκινήσει και η ιστορία.

Η αστυνομική πλοκή- σαν ψυχολογικό θρίλερ και λιγότερο ένα κλασικό whodunit- είναι μόνο η αφορμή για να μπορέσει ο συγγραφέας να ξεδιπλώσει την ικανότητά του στην αφήγηση, να ολοκληρώσει το εκπληκτικό αρχικό εύρημα της χρήσης ανθρώπων για καμβάδες ή Τασάκια. Αν και στην πραγματικότητα η διαδραστική τέχνη με ανθρώπινα κορμιά υφίσταται, στο μυθιστόρημα είναι πια η μόνη τέχνη και φτάνει σε όρια απάνθρωπα. Ο Σομόθα μας μιλά για την Τέχνη έτσι όπως διαμορφώθηκε η αξία της στους αιώνες, να είναι δηλαδή ένας πίνακας σημαντικότερος από την ανθρώπινη ζωή. Για την μανία  για καταναλωτισμό που μπορεί να σε καταντήσει να γυρίζεις σπίτι να φας το μοναχικό φαΐ σου ακουμπώντας τον πισινό σου σε ένα γυμνό αντρικό κάθισμα που εκτελεί γυμναστική άσκηση και είναι να σαν να μην υπάρχει. Οι ισχυροί κάθονται πάνω στον στιλβωμένο γλουτό ενός εφήβου χωρίς να ρίξουν μια δεύτερη σκέψη.

Ένα σχόλιο πολύ δηκτικό για την κοινωνία μας και ταυτόχρονα μια εκπληκτική ιστορία είναι λοιπόν «Η Κλάρα στο μισοσκόταδο» του Σομόθα, ένα μυθιστόρημα από αυτά που δικαιώνουν την αίσθηση πως από παρα-λογοτεχνία η αστυνομική λογοτεχνία είναι πια στους μεταμοντέρνους καιρούς μας στην κορυφή της λογοτεχνίας αξιώσεων.

"Η Κλάρα στο μισοσκόταδο", Χοσέ Κάρλος Σομόθα, μετ.Χριστίνα Θεοδωροπούλου, εκδ. Πατάκη, 2005, σελ. 607


18/3/14

"Το Χάδι", Αλέξανδρος Στεφανίδης





Γραμμένο με σχεδόν χειρουργική ακρίβεια, « Το Χάδι» του Αλέξανδρου Στεφανίδη, περιγράφει με λιτότητα και σαφήνεια την εμπειρία του ως παιδί στο Ορφανοτροφείο. Στις 62 σελίδες του περικλείονται 12 διηγήματα- στιγμιότυπα από τη ζωή του στο ίδρυμα- κι αυτό που τα κάνει σπαρακτικά είναι η παντελής έλλειψη συναισθήματος της αφηγηματικής φωνής.

«Πήραν το λεωφορείο πρωί πρωί. Έφτασαν έξω από τη μεταλλική καγκελόπορτα με την ευανάγνωστη μπρούτζινη πινακίδα. Μόνο που δεν έγραφε πουθενά την λέξη «σχολείο» παρά μόνον το όνομα του χώρου και από κάτω –με μεγαλύτερα γράμματα- «Ορφανοτροφείο Αρρένων». Δεν έδωσε σημασία. Κάποιο παιδί έσυρε την πόρτα και προχώρησαν. Η μάνα του τον κρατούσε σταθερά από το χέρι».

Είναι ένα βιβλίο λύτρωση για τον αναγνώστη- πιθανολογώ και για τον συγγραφέα του∙ μια αποστασιοποιημένη καταγραφή του πόνου. Γραμμένο στο τρίτο πρόσωπο κι ας μιλά για κάτι τόσο προσωπικό, δεν αφήνει πουθενά αδικαιολόγητες αιχμές, κυλά κινηματογραφικά, σχεδόν μπορείς να δεις την ιστορία καρέ καρέ. Κι όταν έρχεται κανείς με τέτοιο τρόπο κατάματα με την αλήθεια, δεν μπορεί παρά να υποκλιθεί.

"Το Χάδι", Αλέξανδρος Στεφανίδης, εκδ. Άγρα, 2013, σελ.62




16/3/14

"Γλυκά για διαβητικούς", του Μαραμπού




Δεν είμαι διαβητικός. Ούτε καν έχω υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα μου. Οπότε μπορώ να τρώω ό,τι γλυκά θέλω. Θέλεις ένα σοκολατάκι χωρίς ζάχαρη, με ρώτησε η γιαγιά μου τις προάλλες. Ναι αμέ, απάντησα χωρίς δισταγμό. Δεν είναι πολύ γλυκό, πρόσθεσε αμέσως, με μια υποψία φροντίδας στη φωνή της. Το ίδιο ίσως μου έλεγε και πολλά χρόνια πριν, για να τονίσει ότι η περιορισμένη γλυκύτητα των κερασμάτων της δεν αποτελούσε κίνδυνο για τα δόντια μου. 

Διαθέτω μια εγγενή επιθυμία για γλυκό, που ικανοποιώ με κάθε ευκαιρία. Ανάμεσα σε ένα προφιτερόλ και μια πίτσα, επιλέγω το πρώτο! Τρώω όμως και γλυκά για διαβητικούς, παρόλο που δεν φτιάχτηκαν για μένα, δεν μου προσφέρουν τα οφέλη που θα πρόσφεραν σε έναν διαβητικό, γιατί εγώ δεν είμαι διαβητικός. Ίσως, όμως, να γίνω.


Τα ίδια σκέφτομαι κάθε φορά που διαβάζω βιβλία σαν αυτό του Μάριο Βάργκας Λιόσα με τίτλο Επιστολές σ' ένα νέο συγγραφέα. Η πρώτη γνωριμία έγινε – πώς άλλιως! – με τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε και τα Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή και συνεχίστηκε ποικιλοτρόπως, μέχρι να καταλήξει προσφάτως στο κείμενο του Λιόσα. Αυτό που με εντυπωσιάζει πάντα σε τέτοια βιβλία είναι η ικανότητά τους να εξαντλούν όλα τα αποθέματα διδακτισμού τους, στα πολύ στενά όρια του τίτλου τους! Αντιθέτως, βιβλία με τίτλους “Πώς να γράψετε ένα μυθιστόρημα”, “Η ποίηση σε δέκα απλά βήματα”, “Γράψε το επόμενο μπεστ-σέλερ” έχουν ήδη δηλητηριάσει το περιεχόμενό τους ως το οπισθόφυλλο.

Αν μη τι άλλο, είναι συναρπαστικό να μαθαίνεις πώς ο κάθε συγγραφέας αντιλαμβάνεται την τέχνη του, τι εργαλεία χρησιμοποιεί, ποια βιβλία έχει ως οδηγούς στην συγγραφική του πορεία – δεν είναι λογοτεχνία, είναι σαν λογοτεχνία, όπως και τα γλυκά για διαβητικούς. Θα γλυκαθείς όπως και να' χει! Μια παρομοίωση που αρέσκομαι να χρησιμοποιώ συχνά και έχει εφαρμογή εδώ (όπως και σε πολλές πτυχές της ζωής), είναι το σκάκι. Φανταστείτε μία παρτίδα μεταξύ δύο σπουδαίων σκακιστών. Τα αρχάρια βλέμματα που την παρακολουθούν συνήθως αιχμαλωτίζονται από τις αιχμαλωσίες των κομματιών, τις απειλές ενάντια στο βασιλιά ή τις μεγαλοπρεπείς κινήσεις της βασίλισσας. Κάποιοι πιο υποψιασμένοι, ίσως καγχάζουν μαζί με τους αδαείς αλλά δεν υποτιμούν, τις αλλόκοτες και δυσκοίλιες κινήσεις των ίππων. Υπάρχουν εκείνοι που εκτιμούν την ομορφιά μιας θέσης, την αναγκαιότητα μιας θυσίας, την ευλυγισία ενός τακτικού ελιγμού. Οι σκακιστές όμως σκέφτονται κάτι διαφορετικό που δεν μπορούν να μαντέψουν οι θεατές. Ανάλογα με την αντιληπτική του ικανότητα, ο καθένας απολαμβάνει την ομορφιά μιας σκακιστικής παρτίδας, όταν όμως πρέπει να την ενορχηστρώσει, μοιραία θυσιάζει ένα μέρος της ομορφιάς που θα απολάμβανε, αν απλώς την παρακολουθούσε.

Ο Λιόσα εντοπίζει την προέλευση της πρώιμης προδιάθεσής μας να επινοούμε πλάσματα και ιστορίες, που αποτελούν το σημείο εκκίνησης των συγγραφέων, στην επαναστατικότητα. Είμαι πεπεισμένος ότι όποιος αφήνεται να στοχάζεται διαφορετικές ζωές από εκείνη που ζει στην πραγματικότητα εκδηλώνει με αυτόν τον έμμεσο τρόπο την απόρριψη και την κριτική του στάση προς τη ζωή όπως είναι, προς τον πραγματικό κόσμο, και την επιθυμία του να τον αντικαταστήσει με εκείνους που κατασκευάζει με τη φαντασία και τις επιθυμίες του. Γιατί ν' αφιερώσει τον χρόνο του σε κάτι τόσο φευγαλέο και χιμαιρικό – στη δημιουργία μιας φανταστικής πραγματικότητας – όποιος είναι εσωτερικά ευχαριστημένος με την πραγματική πραγματικότητα, με τη ζωή έτσι όπως τη ζει; Όμως το διακύβευμα μιας τέτοιας επαναστατικότητας είναι ήδη πολύ μεγάλο. Το παιχνίδι της λογοτεχνίας δεν είναι αθώο. Προϊόν εσωτερικής δυσαρέσκειας για την πραγματική ζωή, η μυθοπλασία αποτελεί με τη σειρά της πηγή ενόχλησης και δυσαρέσκειας. Γιατί όποιος μέσα από την ανάγνωση ζει έναν μεγάλο μύθο επιστρέφει στην πραγματική ζωή με την ευαισθησία του απέναντι στα όρια και τις ατέλειές της πολύ πιο οξυμένη, καθώς έχει μάθει από την μεγαλειώδη εκείνη φαντασία ότι ο πραγματικός κόσμος, η ζωή που ζει, είναι απείρως μετριότερη από τη ζωή που επινοούν οι μυθιστοριογράφοι. 

Η μικρότερη σε έκταση επιστολή του βιβλίου είναι εκείνη που τιτλοφορείται “Η δύναμη της πειθούς”, όμως εξαιτίας της επανειλημμένης επισήμανσης σε όλο το υπόλοιπο κείμενο, πείθεσαι και συ ο ίδιος ότι τελικά είναι το πιο απαραίτητο κομμάτι της μυθιστορηματικής τέχνης. Για να προικίσεις ένα μυθιστόρημα με δύναμη πειθούς, είναι απαραίτητο ν' αφηγηθείς την ιστορία με τρόπο που να επωφελείται στο μέγιστο από τα εσωτερικά βιώματα στην ιστορία και τα πρόσωπα και να κατορθώσεις να μεταδώσεις στον αναγνώστη μια ψευδαίσθηση για την αυτονομία του σε σχέση με τον πραγματικό κόσμο στον οποίο βρίσκεται αυτός που την διαβάζει. Η δύναμη της πειθούς ενός μυθιστορήματος είναι μεγαλύτερη όσο πιο ανεξάρτητο και κυρίαρχο μας φαίνεται, όταν ό, τι συμβαίνει σ' αυτό μας δίνει την αίσθηση πως συμβαίνει σε σχέση με εσωτερικούς μηχανισμούς του μύθου και όχι εξαιτίας της αυθαίρετης επιβολής μιας εξωτερικής βούλησης. Όταν ένα μυθιστόρημα μας δίνει την εντύπωση της αυτάρκειας, της χειραφέτησης από την πραγματική πραγματικότητα, της συγκράτησης όλων όσα χρειάζεται για να υπάρξει, έχει επιτύχει την μέγιστη δυνατότητα πειθούς. Τότε κατορθώνει να μαγέψει τους αναγνώστες και να τους κάνει να πιστέψουν αυτό που τους εξιστορεί, κάτι που τα καλά, τα μεγάλα μυθιστορήματα δεν φαίνεται να μας το εξιστορούν, επειδή χάρη στην πειστικότητα που διαθέτουν μας κάνουν μάλλον να το ζούμε, να το μοιραζόμαστε.

Το μεγαλύτερο μέρος των επιστολών, καταλαμβάνει μια λεπτομερής ανάλυση των τεχνικών ενός μυθιστοριογράφου – ύφος, αφηγητές, χώρος, χρόνος, επίπεδο της πραγματικότητας, μετακινήσεις και ποιοτικά άλματα,  κρυφά στοιχεία, κ.α. – τα οποία σου διαφεύγουν υποσυνείδητα κατά τη διάρκεια μιας ανάγνωσης και συχνά πυκνά, δυσκολεύεσαι να εντοπίσεις με σιγουριά ένα μέρος αυτών. Για να αποτελειώσω την παρομοίωση με το σκάκι, είναι σαν ένας μέτρ του σκακιού να σου αποκαλύπτει τα μυστικά του, λίγο πολύ κοινά ανάμεσα στους σπουδαίους σκακιστές, αλλά ταυτόχρονα, και εντελώς μοναδικά που λειτουργούν μόνο στα δικά του χέρια. 

Η μυθοπλασία είναι ένα ψέμα που αποκρύπτει μια βαθιά αλήθεια, υποστηρίζει ο Λιόσα. Το γραπτό μέρος κάθε μυθιστορήματος είναι ένα μόνο τμήμα ή απόσπασμά της ιστορίας που αφηγείται: η πλήρως ανεπτυγμένη μορφή, με τη συσσώρευση όλων ανεξαιρέτως των υλικών – σκέψεων, χειρονομιών, αντικειμένων, πολιτισμικών συνισταμένων, ιστορικών, ψυχολογικών, ιδεολογικών υλικών κ.λπ. που προϋποθέτει και περιέχει ολόκληρη η ιστορία – καλύπτει ένα υλικό απείρως πιο ευρύ από το ρητό υλικό του κειμένου, και κανένας μυθιστοριογράφος, ούτε ο πιο πληθωρικός και αφειδής και με τη μικρότερη αίσθηση αφηγηματικής οικονομίας, δε θα ήταν σε θέση να επεκταθεί, να μακρηγορήσει τόσο στο κείμενό του. Λέτε να είναι αυτή; 

                                                                                                                        Μαραμπού



"Επιστολές σε έναν νέο συγγραφέα", Μάριο Βάργκας Λιόσα, μετ.Μαργαρίτα Μπονάτσου, εκδ. Καστανιώτη, 2006, σελ.196


Υ.Γ 42 Αυτό το κείμενο δεν θα μπορούσα να το έχω γράψει εγώ. Είμαι διαβητική ινσουλινοεξαρτώμενη και ανάμεσα σε ένα σουβλάκι και μια σοκολατίνα θα διάλεγα πάντα το σουβλάκι!

Υ.Γ.42-2 Αυτό το κείμενο θα μπορούσα να το έχω γράψει εγώ. Γιατί το συγκεκριμένο βιβλίο του Λιόσα είναι για μένα μια συνεχής ανάγκη, όλο ξαναγυρίζω και διαβάζω κομμάτια του.



13/3/14

Παράτα το κι εσύ. Μπορείς.

Για χρόνια υπήρξα φετιχίστρια, μια κυρία από αυτές που θα θαύμαζε ο θεός της Ψυχανάγκας. Στα βιβλία μου δεν σημείωνα, τα βιβλία μου δεν τα παρατούσα. Στα βιβλία μου δεν υπογράμμιζα, τα βιβλία μου αγαπούσα. Με απλά λόγια, αν ξεκινούσα ένα τούβλο 1000 σελίδων έπρεπε να το τελειώσω, ό,τι και να γινόταν (όρα Οδυσσέας).

Η ιδέα πως τα πράγματα μπορεί να μην μείνουν για πάντα έτσι, μου μπήκε κάπου δεκεπέντε χρόνια πριν. Διάβαζα Έκο. Απανωτά. Ενθουσιάστηκα με το όνομα του Ρόδου, τελείωσα με κάποιο κόπο το Εκκρεμές του Φουκώ. Και ήμουν στα μισά του νησιού της προηγούμενης μέρας. Βαριόμουν. Το δήλωνα στον μπαμπά μου. Το αφηγούμουν σε όποιον ήθελε να το ακούσει- σχεδόν κανείς. Το τελείωσα.

 Έπειτα κι ενώ ο σπόρος της εγκατάλειψης είχε μπει ήδη μέσα μου, το ξέχασα. Δέκα χρόνια πριν συναντήθηκα με τον Γκύντερ Γκρας. «Ένα ευρύ πεδίο». Κοιταχτήκαμε. Άρχισα να διαβάζω. Δεν μπορούσα. Δεν με μπορούσε, δεν ήθελα. Ο βήμα είχε γίνει. Επιτέλους άφησα βιβλίο στη μέση.
  
Έκτοτε έχω αφήσει χωρίς τύψεις βιβλία μέτρια και αδιάφορα. Και παγκόσμια αριστουργήματα. Την πρώτη φορά που διάβασα το μαγικό βουνό το παράτησα στα μισά του δεύτερου τόμου. Την δεύτερη ήθελα να είχε κι άλλο. Πριν μια εβδομάδα βρέθηκα σε μια παρέα να υποστηρίζω – εγώ μια καφκικιά- πως ο Μαν είναι αν μη τι άλλο ισάξιος τους Κάφκα. Λίγο να με ζόριζες θα ομολογούσα. Τον θεωρώ μεγαλύτερο από τον Κάφκα.
  
Το να παρατάς ένα βιβλίο μέτριο έχει μια ηδονή περίπου σαν του ατυχούς φλερτ. Έχεις την αίσθηση της αποτυχίας, αλλά είναι μια επιδερμική μονάχα στεναχώρια. Το να παρατάς ένα παγκόσμιο αριστούργημα εγείρει πιο πολλά ερωτηματικά. Μπας και δεν είμαι επαρκής αναγνώστης, μήπως απλά φταιει η στιγμή, ίσως πάλι να έδινα μια ευκαιρία ακόμα. Σα να χωρίζεις από σχέση. 

Με τον καιρό έγινα υπομονετική. Δεν παρατώ στη σελίδα 30, αλλά εκεί στην 130 ξέρω πια τι θέλω. Άλλοτε φτάνω και στην 530 (βλ. Ενάντια στην μέρα) . Κυρίως γιατί ένα βιβλίο που με απωθεί με βγάζει γενικά εκτός αναγνωστικού ρυθμού. Δεν χάνω μόνο χρόνο όσο το πηγαινοφέρνω από καναπέ σε κρεβάτι, δυσκολεύομαι να πιάσω και το επόμενο. Μου φαίνεται πως δεν ξέρω την ρουτίνα μου, πως δεν υπάρχει χρόνος μες στη μέρα για διάβασμα.

Τα παρατώ τα βιβλία δίχως τύψεις. Τα αφήνω εκεί ξανά στην στάκα με τα αδιάβαστα αν υπάρχει ελπίδα να τα ξαναπιάσω. Τα δίνω αν ξέρω πως ο ασθενής ψυχομαχά. Σπανίως νιώθω θλίψη για καιρό. Έχει και μια τελευταία πινελιά όλο αυτό. Παρατώ σημαίνει επιβάλλομαι. Είναι δύναμη να μπορείς να φεύγεις όταν κάτι δεν σου κάνει πια. 

11/3/14

"Το τέλος μιας τέλειας μέρας", Δημήτρης Τερζής



Δεν μου συμβαίνει συχνά να νιώθω τόση συγγένεια με νέο έλληνα συγγραφέα όπως αυτή που αισθάνθηκα διαβάζοντας τα διηγήματά του Δημήτρη Τερζή στη συλλογή "Το τέλος μιας τέλειας μέρας". Κάθε μια από τις μικρές ιστορίες θα μπορούσα να την έχω γράψει εγώ, με αφορούσε άμεσα. Μάλιστα μου μπήκε ήδη στο μυαλό να αντιστρέψω μια και δεν ντρέπομαι να πω πως θα το προσπαθήσω.

Στο προκείμενο λοιπόν, ο Δημήτρης Τερζής έχει ικανότητα στην μικρή φόρμα, ξέρει να γράφει σφιχτοδεμένα, να δίνει ένα στιγμιότυπο, μια μπουκιά από την ιστορία, άλλοτε εκεί ακριβώς πάνω στην κορύφωση που φέρνει την κάθαρση κι άλλες φορές σα να σταματά απλά ένα καρέ στην κάμερα. Οι ήρωες του έχουν ζωντάνια και πλαστικότητα, και τα προβλήματά τους- άλλα υπαρκτά, τα περισσότερα μέσα στο κεφάλι τους- σε κάνουν να ταυτιστείς. Ίσως γιατί προτιμά κατά κανόνα τις γυναίκες ηρωίδες.

Έντονα σεξουαλικά τα περισσότερα, μιλούν για κείνες τις σχέσεις και τις ζωές που ματαιώθηκαν, για την κρίση, την ανεργία, την οικογένεια, την μονογαμία, την αρρώστια, τα ψυχοφάρμακα, τον θάνατο. Τελειώνοντας την κάθε μια ανάγνωση σκεφτόμουν πώς μπορεί κάποιος να πιάσει με τόση ενάργεια τον σφυγμό των πραγμάτων που με απασχολούν τα τελευταία χρόνια. Πιθανώς γιατί είμαστε κοντά στην ηλικία. Μπορεί πάλι με αυτήν την φράση απλά να αδικώ τον συγγραφέα.

Ξεχώρισα 2-3 ιστορίες, αν και στην πραγματικότητα θα μπορούσα να μιλήσω και για τις 33.

Στην "Ελευθερία", μια κοπέλα κάπως αλαφροίσκιωτη και μάλλον επιληπτική, την παντρεύουν με προξενιό με έναν τύπο που δεν έχει φράγκο. Τρία παιδιά αργότερα και με τις κοινωνικές υπηρεσίες να κοιτούν την βρωμιά από το τζάμι, η Ελευθερία θα διαλέξει τη λύση.

Στην "Ανάσα" ένα ζευγάρι πίνει και κάνει ατελείωτο σεξ ως το πρωί. Μια φορά το χρόνο μόνο.

Στο "La vie en rose" η Έρση βυθίζεται στη σεξουαλική φαντασίωση. Γιατί τα 112 κιλά της δεν επιτρέπουν την πραγματικότητα.

Και στο "Η τελευταία μέρα", μια κοπέλα παίρνει ραδιενέργο ιώδιο και πρέπει για 3 μέρες να μείνει στην απομόνωση. Αυτή και η σκέψη του καρκίνου.

Η γραφή του Δημήτρη Τερζή είναι λιτή, χωρίς περικοκλάδες, φτάνει συχνά στην ωμότητα. Όμως εκεί κρύβεται η δύναμή της, η αίσθηση παρηγοριάς που αφήνει, η μικρή ελπίδα που γεννιέται μέσα από την απώλεια. Κι όπως συνηθίζω να γράφω εδώ, αν αυτό είναι το πρωτόλειο, τότε περιμένω ακόμα περισσότερα στο μέλλον. 

"Το τέλος μιας τέλειας μέρας", Δημήτρης Τερζής, εκδ. Ιβίσκος, 2013, σελ. 183

9/3/14

Εσχάτως




Εσχάτως άρχισα να γράφω ξανά. Παρατημένα περίπου ένα χρόνο τα κείμενά μου, τα διάβαζα που και που στην τυπωμένη τους εκδοχή για να μην ξεχάσω την πλοκή. Ταυτοχρόνως επανήλθα στη δουλειά. Πια πηγαίνω στο βιβλιοπωλείο με συγκεκριμένο ωράριο. Ευλογία.

Εσχάτως ξεκίνησα ξανά να ξυπνάω λίγο πιο νωρίς για να προσθέσω 200 λέξεις σε ένα μυθιστόρημα που άρχισε ως ιδέα το 2011. Ναι, τόσο μακρινά. Και που δεν αριθμεί πάνω από 25.000 ακόμα. Αλλά στο τέλος ελπίζω να τις εκατοστήσει. Γράφω δύσκολα, σβήνω εύκολα, ξαναγράφω από την αρχή δύσκολα, ξανακόβω με μεγάλη ευκολία. Δεν ρέουν οι λέξεις στο πληκτρολόγιο, δεν έχω πάντοτε τη δυνατότητα ρυθμού. Ίσως γιατί δεν με συντροφεύουν μουσικές. Γράφω στη σιωπή.

Αυτή η σιωπή με οδηγεί στη γραφή. Η αδυναμία να εκφράσω αυτό που νιώθω λεκτικά. Η ανικανότητα να πω μια ιστορία προσωπική που με αφορά. Είμαι κατά κανόνα καλός ακροατής. Δυσκολεύομαι να ρίξω τα τείχη. Να μιλήσω κι εγώ.

Εσχάτως ξεκίνησα να δουλεύω τα πρωινά. Κοιμάμαι λιγότερο, οδηγώ τον εαυτό μου στη ρήξη και στην φθορά. Αναγεννιέμαι. Η έλλειψη ρυθμού, η απόλυτη ταύτιση με την καθημερινότητα με εξοντώνει. Απιστώ.

Η γραφή είναι η μεγαλύτερη απιστία. Με όρους ερωτικούς και σεξουαλικούς και κοινωνικούς και πολιτικούς, το γράψιμο είναι ανένταχτο σε οποιαδήποτε μορφή μονογαμίας. Το διάβασμα είναι εντός του συστήματος, έστω και στις παρυφές του, η συγγραφή εκτός.

Είμαι καλή ακροάτρια των ιστοριών των άλλων. Ένας φίλος μου είπε πως είναι ίδιον εκείνων που διαβάζουν από μικροί. Θα έπρεπε να είναι η βασική ιδιότητα των συγγραφέων. Οι ιστορίες των άλλων έχουν πάντοτε μια ελπίδα να γίνουν και δικές μου.


7/3/14

"Καθεδρικός ναός", Raymond Carver



Ξεκινώ να διαβάσω Ρέιμοντ Κάρβερ με ένα κράτημα. Για αρχή συζητάμε για διηγήματα, που τα τελευταία χρόνια αγαπώ όλο και περισσότερο, αλλά δεν παύουν να είναι δύσκολο ανάγνωσμα. Έπειτα καταλαβαίνω πως πρόκειται για μια γραφή καθαρά Αμερικάνικη, φοβάμαι μήπως δεν με αφορά.

Τα κολλήματά μου είναι παντελώς αδικαιολόγητα, το αντιλαμβάνομαι από τις πρώτες φράσεις. Ο Κάρβερ δεν θεωρείται τυχαία ένας από τους σπουδαιότερους διηγηματογράφους της εποχής μας. Η γραφή είναι λιτή, σχεδόν χειρουργική. Μου αρέσει. Οι ήρωες όλοι μίζερα ανθρωπάκια της διπλανής πόρτας, με αυτό μπορώ να ταυτιστώ. Και μέσα από αυτήν την αποτρόπαια αφήγηση της καθημερινότητας, κάπου κάπου ξεπηδούν δυο φράσεις κάθαρσης εντελώς λυρικές. Σαν το τελευταίο ξέσπασμα.

Ειλικρινά δεν ξέρω ποιο να πρωτοξεχωρίσω.

Στα «Φτερά» ένα ζευγάρι επισκέπτεται ένα άλλο. Δεν γνωρίζονται πολύ καλά, αλλά η συνάντηση με το μωρό και το παγώνι των οικοδεσποτών θα είναι το κομβικό σημείο που θα αλλάξει τον γάμο τους για πάντα.

Στη «Συντήρηση» ένα αντρόγυνο εντελώς αποξενωμένο- μετά βίας γυρνά εκείνος τα μάτια του από την τηλεόραση ή το βιβλίο του και κατοικοεδρεύει στον καναπέ από τότε που έμεινε άνεργος- θα ζήσει την απόλυτη καταστροφή. Θα χαλάσει το ψυγείο τους.

Στο «Μια μικρή παρηγοριά» ένα ζευγάρι χάνει το παιδί του. Η αφηγηματική φωνή είναι τόσο ουδέτερη σε σχέση με τον θάνατο που κόβει την ανάσα.

Στον «Πυρετό» ένας άντρας προσπαθεί να ξεπεράσει το γεγονός πως η γυναίκα του τον άφησε. Πέφτει με φόρα πάνω στα παιδιά του.

Στον «Καθεδρικό ναό» ένας τυφλός φιλοξενείται στο σπίτι μιας καλής του φίλης. Ο άντρας της, στην αρχή γεμάτος προκατασκευασμένες απόψεις για τους τυφλούς, σιγά σιγά θα τον συμπαθήσει

Τα θέματα των διηγημάτων είναι απλά και καθημερινά. Κυριαρχούν ο γάμος και οι βαλτωμένες σχέσεις ως ένδειξη του βαθύτατου συντηρητισμού της Αμερικάνικης κοινωνίας, ο καταναλωτισμός ως στάση ζωής και προσπάθεια να καλύψει τα κενά μας, το ποτό, η απιστία, η αφόρητη ρουτίνα. Μπόρεσα να ταυτιστώ με κάθε δύσμοιρη νοικοκυρούλα από αυτές που λίγα χρόνια μες στον γάμο τους είδαν τα όνειρα ματαιωμένα, το πάθος χαμένο κάπου στις γωνίες, ανάμεσα στα μωρά και το σιδέρωμα.Και να καταλάβω την απόγνωση αυτού που υπάρχει μέσα στο ποτό, που προσδιορίζεται μόνο μέσα από τα κλισέ. Να πάρω μαζί με τον ήρωα του ομώνυμου «Καθεδρικού ναού» το χέρι του τυφλού άντρα και να κάμψω τις προκαταλήψεις μου μαζί του. 

Όταν τέτοια κείμενα στεγνώνουν από μελοδραματικές κορώνες, μένει η ίδια η ζωή να σε κοιτά κατάματα. Κι αυτό είναι η δύναμη του Κάρβερ, η λύτρωση  και τελικά η μεγαλοφυΐα του. 

"Καθεδρικός ναός", Ρέιμοντ Κάρβερ, μετ. Γιάννης Τζώρτζης, εκδ. Μεταίχμιο, 2009, σελ. 242

5/3/14

"Θεωρία Καλβίνο", του Μαραμπού


  • Τι έχουμε μετά;
  • Θεωρία Καλβίνο.
  • Πάμε κυλικείο για καφέ;
  • Αμ δε! Αυτό το μάθημα δεν το χάνω με τίποτα.

Αν είχα την ευκαιρία να εκπληρώσω ένα ματαιωμένο όνειρο, αυτό θα ήταν να παρακολουθήσω τις διαλέξεις αγαπημένων συγγραφέων μου, του Ίταλο Καλβίνο, του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, ίσως ακόμα και του Όσκαρ Ουάιλντ για την μόδα και τον σωστό συνδυασμό των ρούχων! Θα καθόμουν στην τελευταία σειρά των καθισμάτων, φαινομενικά αδιάφορος για όσα επρόκειτο να ακούσω, αλλά με μια εσωτερική έξαψη να παφλάζει στα βραχώδη όρη του εγκεφάλου μου.

Ο Καλβίνο θα στεκόταν στο πλάι της έδρας, προσηνής και ήρεμος, κρατώντας ένα χειρόγραφο προσχέδιο της διάλεξης, που θα έμοιαζε σαν τον χάρτη ενός κρυμμένου θησαυρού, για την αναζήτηση του οποίου θα χρειαζόταν την αμέριστη βοήθεια των ακροατών του. Κάντε ησυχία σας παρακαλώ, θα μουρμούριζα από μέσα μου και θα προσηλωνόμουν σαν το βλέμμα της γάτας πάνω στο παιχνίδι της.

Αυτή η τελετουργία όμως χρειάστηκε πολλή δουλειά και εσωτερική πάλη για να εδραιωθεί, τυποποιηθεί και ίσως κληρονομηθεί σε μελλοντικούς χρόνους. Θυμάμαι, στο πρόσφατο παρελθόν, το μάθημα της σχολής που είχε καταντήσει βραχνάς για τους φοιτητές ήταν η λογοτεχνία. Είχε πάντα αθρόα προσέλευση γιατί η καθηγήτρια φρόντιζε να μας απειλεί για το δυσάρεστο αποτέλεσμα που θα είχε στην βαθμολογία μας, η απουσία μας από τις θεωρίες. Πρώτο κίνητρο για να αγαπήσει κάποιος την λογοτεχνία!

Το μάθημα μοιραζόταν σε τέσσερα εξάμηνα. Μία ελληνική, δύο παγκόσμιες και μια για παιδιά. Η λογοτεχνία για παιδιά, λόγω της ιδιαιτερότητάς της θεωρούνταν η πιο δύσκολη και αρκούσε η αναφορά της και μόνο, για να μας κάνει να γουρλώνουμε τρομαγμένοι τα μάτια σαν εξάχρονα! Η καθηγήτρια ήταν συνεχώς μουτρωμένη και αυτό με ξένιζε κάπως, γιατί  ήξερα ή έστω υποψιαζόμουν ότι, οι άνθρωποι που διαβάζουν βιβλία είναι περισσότερο ανεκτικοί, ήρεμοι και πρόσχαροι. Έλεγε συνεχώς πόσο αγαπούσε την λογοτεχνία, όμως στο πρόσωπό της, δεν αποτυπώθηκε ούτε μια φορά αυτή η δήλωση. Αντιθέτως, πάνω στο πρόσωπό της διέκρινες εκφράσεις όπως, “Τι να μου πείτε και σεις για λογοτεχνία!”, “Εμένα που με βλέπετε, έχω σπουδάσει γαλλική φιλολογία στην Σορβόνη”, “Γνώρισα τον Καμύ από κοντά!”

Ωστόσο, αυτήν την “αγάπη”της για την λογοτεχνία προσπάθησε να την μεταδώσει και σε μας. Συχνά, μας έλεγε ότι, στόχος της είναι όλοι οι μαθητές να αγαπήσουν την λογοτεχνία και να συνεχίσουν να διαβάζουν και μετά το τέλος της σχολής. Ο τρόπος για να το πετύχει αυτό, ήταν να μας προτείνει τέσσερα βιβλία από τα οποία θα έπρεπε να διαβάσουμε τα δύο και στην εξεταστική να απαντήσουμε σε δυο ερωτήσεις που ήταν έτσι διατυπωμένες ώστε να αποδεικνύουν ότι όντως τα διαβάσαμε και δεν βρήκαμε απαντήσεις από το διαδίκτυο ή ρωτώντας άλλους που τα είχαν διαβάσει. Επιπλέον, έπρεπε να διαβάσουμε και ένα τρίτο, για το οποίο θα γράφαμε εργασία σχετικά με το θέμα του, το ύφος γραφής και τις εντυπώσεις που μας άφησε.

Η κατοπινή ένστασή μου έγκειται στο γεγονός ότι δεν μπορείς να αναγκάζεις ανθρώπους που η συντριπτική πλειοψηφία τους, δεν είναι καθόλου εξοικειωμένη με την ανάγνωση, να διαβάζουν τρία βιβλία σε τόσο λίγο χρόνο. Και αν υποθέσουμε ότι τρία βιβλία στη διάρκεια ενός εξαμήνου δεν είναι κάτι φοβερό (σε ανώτατη σχολή φοιτούσαμε, τέλος πάντων!), η επιλογή αυτών υπήρξε μαρτύριο από τα λίγα. Η καθηγήτρια-“τα έχω διαβάσει όλα”, είχε φτιάξει μια λίστα με τα περισσότερα αριστουργήματα της Ευρωπαϊκής και Αμερικάνικης λογοτεχνίας και άφηνε εμάς τους άσχετους, να φάμε από το δέντρο της γνώσης χωρίς να μας προειδοποιεί για τις ολέθριες συνέπειες. Κάπου κάπου πεταγόταν κάποιος και ρωτούσε “είναι πολύ δύσκολο το βιβλίο που διάλεξα, κυρία;” και εκείνη απαντούσε, “Δε θα έλεγα ότι είναι πολύ δύσκολο, απλώς είναι κάπως απαιτητικό”. Οι συστηματικοί αναγνώστες γνωρίζουν πολύ καλά, τι διαβαθμίσεις έχει η λέξη “απαιτητικό” για κάποιον που διαβάζει χρόνια και για κάποιον που διαβάζει πρώτη φορά.

Η επιλογή των βιβλίων που προορίζονταν για εργασία, γινόταν εντελώς στην τύχη. Το μόνο κριτήριο επιλογής που διέθετες ήταν οι τίτλοι των βιβλίων  (και δευτερευόντως, τα ονόματα των συγγραφέων) και τώρα μου φαίνεται κάπως αστείο καθώς αναλογίζομαι πόσο λίγη σημασία δίνω πια στους τίτλους των βιβλίων. Τότε, περιεργαζόμουν την λίστα που είχα μπροστά μου και αγνοούσα επιμελώς τους τίτλους που έμοιαζαν βαρετοί και άνοστοι – Άδερφοί Καραμαζόφ, Μαντάμ Μποβαρύ, Το κόκκινο και το μαύρο, Η παναγία των Παρισίων, Το μαγικό βουνό, Πόλεμος και ειρήνη, Ο Βυσσινόκηπος. Στην ελληνική λογοτεχνία είχα επιλέξει το Λάθος του Αντώνη Σαμαράκη (το είχα διαβάσει μια φορά και χαιρόμουν που είχα την ευκαιρία να το ξαναδιαβάσω και να γράψω γι' αυτό), στην παγκόσμια λογοτεχνία ένα, επέλεξα τον Φάουστ του Γκαίτε (κάτι μου έκανε αυτό το βιβλίο, κυρίως γιατί ήταν του Γκαίτε που θεωρούνταν ένας σοφός σχεδόν μυθικών διαστάσεων. Εδώ, θέλω να επισημάνω μια παρανόηση που γινόταν με τον Φάουστ – ήταν τόσο σιαμαίος ο τίτλος του βιβλίου με τον συγγραφέα του, που πολλοί νόμιζαν, ανάμεσά τους και εγώ, ότι ο Φάουστ του Γκαίτε είναι ο τίτλος! Το ίδιο συνέβαινε, ίσως και περισσότερο, με τον Δάντη και την Κόλασή του. Μπορώ άνετα να φανταστώ έναν υποθετικό διάλογο: “Πρέπει να διαβάσεις την Κόλαση του Δάντη, πρόκειται για σπουδαίο βιβλίο!” “Ποιος το έχει γράψει;;” “Δε θυμάμαι τον συγγραφέα, γνωρίζω μόνο τον τίτλο! Ρώτα σε κάποιο βιβλιοπωλείο και θα σου πουν, όλοι το ξέρουν!”), στην παγκόσμια λογοτεχνία δύο, η επιλογή μου ήταν η Πανούκλα του Αλμπέρ Καμύ, αυτός ο τίτλος ήταν πολύ υποβλητικός για να τον προσπεράσω (όπως και το ίδιο το βιβλίο), ενώ τέλος, στην λογοτεχνία για παιδιά, καθώς είχαν περάσει μερικά εξάμηνα και ήμουν περισσότερο ενήμερος για τα θέματα της λογοτεχνίας, είχα διαλέξει τον Μικρό Πρίγκιπα.

Το θλιβερό στις παρουσιάσεις στην τάξη ήταν ότι η καθηγήτρια προσπαθούσε μετά μανίας να ανακαλύψει εκείνα τα παιδιά που δεν είχαν διαβάσει το βιβλίο που τους είχε ανατεθεί. Ο πληθυντικός που συνεχώς χρησιμοποιούσε, τόνιζε την πικρόχολη στάση της: “Νομίζω, δεσποινίς μου ότι, προσπαθήσατε να μας κοροϊδέψετε, δεν διαβάσατε το βιβλίο, είμαι σίγουρη γι' αυτό!” Φυσικά, υπήρχαν κραυγαλέες περιπτώσεις που το αποδείκνυαν αυτό, όμως υπήρχαν και παιδιά που πράγματι είχαν διαβάσει το βιβλίο και προσπαθούσαν, εν μέσω σουρεαλιστικών διαλόγων, να υπερασπιστούν το κόπο τους με πολύ κόπο, ενώ η καθηγήτρια ωρυόταν ότι έλεγαν ψέματα!

Το μόνο θετικό που αναγνωρίζω στην παλιά μου καθηγήτρια είναι το γεγονός ότι είχε την προνοητικότητα να αφαιρέσει από την ύλη του μαθήματος τον  τεράστιο Τζέημς Τζόυς! Ήταν μια κάκιστη καθηγήτρια που δεν αγαπούσε την λογοτεχνία περισσότερο από την εικόνα της, και η μετέπειτα ενασχόλησή μου με την λογοτεχνία, έφερε στην επιφάνεια πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Αν ασχολήθηκα τόσο συστηματικά με την λογοτεχνία, έγινε εξαιτίας τού πόσο κακή καθηγήτρια υπήρξε. Και αυτό ήταν ένα καλό μάθημα για μένα.

Ακούω την γλυκιά φωνή του Καλβίνο από την έδρα και σπάζω την ονειροφαντασία μου σαν σαπουνόφουσκα. Μιλάει για έννοιες που είναι συνυφασμένες με άλλα πράγματα που είναι έξω από τον κόσμο των βιβλίων... μιλάει για την ελαφρότητα (που μου θυμίζει πούπουλα), μιλάει για την ταχύτητα (που μου θυμίζει αυτοκίνητο), μιλάει για την ακρίβεια (που μου θυμίζει ρολόι χειρός), μιλάει για την οπτικότητα (που μου θυμίζει τηλεσκόπιο), μιλάει για την πολλαπλότητα (που μου θυμίζει μαθηματικά), μιλάει ακόμα για την αρχή και το τέλος (που μου θυμίζουν ζωή). Όλα είναι λογοτεχνία, λέει. Τον πιστεύω.


                                                                                                      Μαραμπού 


"Τα αμερικάνικα μαθήματα", Ίταλο Καλβίνο, μετ. Μαρία Σπυριδοπούλου, εκδ. Καστανιώτη, 2013, σελ. 192

3/3/14

Μα ποιος εκδίδει σε αυτό το π@λιόχαρτο;

Ετοιμάζω αυτόν τον καιρό μια παρουσίαση για τον Πολ Όστερ (στις 13/4 στο Revolt). Κατέβασα λοιπόν τα βιβλία του από τη βιβλιοθήκη μου για να ξεδιαλέξω για ποια θέλω να μιλήσω και συνειδητοποίησα αυτό:



Ο Όστερ ως τώρα δεν ευτύχησε στις μεταφράσεις του στα Ελληνικά και για αυτό έχω διαβάσει τα βιβλία του σε αγαπημένα paperbacks τα οποία αγόραζα χωρίς κανέναν ενδοιασμό, για την ακρίβεια με μια δόση λατρείας γιατί τα paperbacks και ειδικά τα Penguinάκια μου θυμίζουν τον μπαμπά μου, και μπλέκεται η μια αγάπη με την άλλη αξεδιάλυτα στο μυαλό μου.


Επίσης ξέρω πως όταν επιτέλους κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο του Όστερ σε αξιοπρεπή μετάφραση από το Μεταίχμιο έσπευσα να το πάρω για να  τον δω επιτέλους μεταφρασμένο όπως του αξίζει- δεν είχα διαβάσει τον "Αόρατο", ενώ τον είχα στα αγγλικά, περιμένοντας να βγει στα ελληνικά. Και όταν τον διάβασα, γκρίνιαξα. Για την ποιότητα του χαρτιού και το εξώφυλλο. Που είναι ίδια με τα πολυαγαπημένα μου paperbacks από όπου έχω διαβάσει τα περισσότερα βιβλία του Όστερ.

Στην Ελλάδα έχουμε μάθει στις καλαίσθητες εκδόσεις. Αγαπάμε το ωραίο χαρτί, τα ματ εξώφυλλα, μας αρέσει να μυρίζουμε τα βιβλία και να χαιδεύουμε τα βιβλία και να επιδεικνύουμε τα βιβλία. Μιλώντας πρόσφατα με μια παρέα βιβλιόφιλων άκουσα το εκπληκτικό για έναν νέο εκδότη «Ε, ναι, δεν εκδίδει τίποτα σοβαρό, όλο τα ίδια και τα ίδια, αλλά κοίτα τι όμορφα που είναι τα βιβλία του». Αυτό εμένα με ξεπερνάει. Φωνάζω κι εγώ για την κακή ποιότητα του χαρτιού, ενοχλούμαι που είναι κίτρινο, διάφανο και μυρίζει εφημερίδα, αλλά στην τελική ανάλυση αυτή  είναι μόνον η αισθητική προσέγγιση, δεν είναι το θέμα.


Υπάρχουν νέοι εκδότες που βγάζουν πολύ αξιόλογα πράγματα, που μας επανασυστήνουν αυτά που πάντα θα έπρεπε να ξέραμε και το κάνουν με βιβλία εξαιρετικής αισθητικής. Εκεί υποκλίνομαι, αγαπώ, προπαγανδίζω (βλ. εκδ. Κίχλη για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας). Και φυσικά παραμένουν οι παλιοί που αντιστέκονται- που εκδίδουν βεβαίως μόνο στα στενά πλαίσια των ενδιαφερόντων τους- αλλά πάντα με ποιότητα περιεχομένου και περιτυλίγματος. Σε αυτούς βγάζω το καπέλο, δεν έχω τίποτα άλλο να πω κι εύχομαι πάντα να τα καταφέρνουν για να έχουμε κι εμείς όμορφα και ενδιαφέροντα πράγματα να διαβάζουμε.



Και τέλος έχουμε πια κι αυτούς που δεν αντιστέκονται. Που πιάσαν να τυπώνουν τα βιβλία τους σε υποκίτρινα ριζόχαρτα ["Αν τυπώσω σε ακόμα πιο κακή ποιότητα, θα το κάνω σε χαρτί τουαλέτας", μου είπε πριν κάνα χρόνο εντελώς δημοσίως στο facebook γνωστός εκδότης]. Αυτό, αν και είναι λυπηρό και δεν μειώνει την τιμή του βιβλίου όσο στα paperbackάκια μου, - πάντως την κατεβάζει- είναι εκδοτική πολιτική. Κι όσο το περιεχόμενο είναι αξιόλογο, κρατά τους εκδοτικούς οίκους βιώσιμους και ενεργούς, εγώ θα την σέβομαι. Δεν θα μου αρέσει, αλλά θα τη σέβομαι. 

Υ.Γ. 42 Για την ιστορία το Sunset Park στα αγγλικά έχει 8,76 στην Ελλάδα και είναι το τελευταίο βιβλίο του Όστερ, ενώ ο Αόρατος στην μετάφραση έχει 15,50 και είναι το προτελευταίο του.



Υ.Γ. 42-2 Δεν παίρνω το τελευταίο βιβλίο του Λιόσα γιατί είναι άθλιο το εξώφυλλό του. Προχθές συζητώντας με τον Γιάννη Ρουμπάκη συνειδητοποίησα πως αφήνοντας να με κατευθύνει η αισθητική και μόνον, εγώ χάνω.
   



2/3/14

"Η πόλη και η σιωπή", Κωνσταντίνος Τζαμιώτης





Σίγουρα διαφορετικό από τα άλλα του βιβλία με την μικρή έκταση και την σφιχτοδεμένη πλοκή «Η πόλη και η σιωπή» του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη σηματοδοτεί ίσως μια στροφή στο τρόπο που γράφει. Το καινούργιο του μυθιστόρημα είναι μια εντελώς πραγματική ιστορία, με πρωταγωνιστή βουτηγμένο στην κρίση και δευτεραγωνιστές που συνθέτουν την εικόνα της πόλης με γλαφυρότητα.

Ο Αργύρης, ένας νεόφτωχος πρώην βιοτέχνης κουμπιών που τώρα βιοπορίζεται ως ταξιτζής, είναι ένας δυνατός μυθιστορηματικός χαρακτήρας, ικανός να κρατήσει πάνω του ολόκληρη την ιστορία και να δικαιολογήσει ίσως τους κάποιους πλατειασμούς της αφήγησης. Πρόκειται για έναν άντρα γύρω στα πενήντα με οικογένεια και τρία παιδιά που δεν κατόρθωσε να αντιληφθεί το μέγεθος της κρίσης στην αρχή της, δανείστηκε για να κρατήσει την επιχείρηση ανοιχτή κι έπειτα όταν αναγκάστηκε να την κλείσει βρέθηκε με χρέη στους τοκογλύφους και άνεργος. Η οικογένειά του που είχε συνηθίσει σε ένα επίπεδο ζωής δυσκολεύτηκε πολύ να συνηθίσει στα νέα δεδομένα- όπως κι ο ίδιος. Η έφηβη κόρη του άλλαξε σχολείο και βρέθηκε από το ιδιωτικό στο δημόσιο έχοντας χάσει όλους της τους φίλους, τα μικρότερα δίδυμα συνηθισμένα να παίρνουν πάντα αυτό που ζητούσαν νιώσαν προδομένα όταν αυτό δεν μπορούσε πια να συμβεί, αλλά ήταν αυτά που προσαρμόστηκαν καλύτερα από όλους. Και η γυναίκα του – η πάντα όμορφη Βάσω- αναγκάστηκε να τυλίγει σουβλάκια ως αργά τη νύχτα. Α,  κι έχει να τον αφήσει να κοιμηθεί μαζί της πάνω από χρόνο.

Η περιπλάνηση του ταξιτζή Αργύρη στους δρόμους της Αττικής, οι δοκιμασίες του που θα αποκαλύψουν και θα ατσαλώσουν τον χαρακτήρα του όσο σκληρά κι αν τον χτυπά η μοίρα, ο τρόπος που διαχειρίζεται τον κόσμο γύρω του που γκρεμίζεται έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον γιατί μας αφορούν όλους. Κι όταν στο ταξί του θα βρεθεί ένα τσαντάκι με λεφτά, πολλά λεφτά, θα βρεθεί στο δίλλημα, θα τα κρατήσει για να ξελασπώσει ή θα τα γυρίσει στον φουκαρά που τα έχασε;

«Έπρεπε να σκεφτεί καθαρά. Ολόκληρη περιουσία κρατούσε στα χέρια του, αυτό δεν άλλαζε. Κάθε λεπτό απραξίας ίσως του στοίχιζε. Μα αντί να συμμορφωθεί και να δει τι θα κάνει, υπέκυψε στον πειρασμό, σαν να είχε κιόλας αποφασίσει. Σε μια πρωτόγνωρη για τα δικά του μέτρα κρίση μεγαλομανίας, ξόδεψε καμιά δεκαριά φορές το ποσό, αξιοποιώντας το με τους πιο αλλοπρόσαλλους και αντιφατικούς τρόπους, κι έπειτα αφού κατέληξε να οφείλει σ’ εκείνο το φανταστικό χρηματιστήριο επιθυμιών περισσότερα κι από όσα χρώσταγε στην πραγματικότητα, απόμεινε με την πικρή αίσθηση πως τριακόσιες σαράντα εννέα χιλιάδες ήταν ένα μάλλον μικρομεσαίο ποσό, που δεν αρκούσε για να τα διορθώσει όλα»

 Όλοι οι Έλληνες θα μπορούσαν να έχουν βρεθεί στη θέση του Αργύρη- ίσως και να είναι, σε ένα άλλοτε μεγάλο κι άλλοτε μικρό, βαθμό- όμως το πώς θα αντιδρούσε καθείς έχει να κάνει με το ποιος είναι. Ένα μυθιστόρημα για την χαμένη μας ταυτότητα είναι αυτό, για την ικανότητα του ανθρώπου να επιβιώνει και να ανακαλύπτει μέσα από την κακουχία και τη μιζέρια έννοιες ασύμβατες όπως η γενναιοδωρία, η αγάπη για τον συνάνθρωπο, η συναίσθηση της κοινωνικής ευθύνης, η ύπαρξη στα βασικά της σημεία. Σε οξείες καταστάσεις αυτή η ακούσια αναζήτηση του εαυτού είναι επώδυνη, κάποτε αιματηρή. Ο Αργύρης φτάνει κυριολεκτικά στα όρια του, τον κυνηγούν και τον κατηγορούν οι πάντες και τα πάντα, δεν πάει παρακάτω. Κι όμως ο συγγραφέας κατορθώνει να μας αφήσει μιαν μικρή ακρούλα ελπίδας∙ ένα αμυδρότατο φως πως στην τελική ανάλυση δεν χάθηκαν όλα.  

 «Η πόλη και η σιωπή», Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, εκδ. Καστανιώτης, 2013, σελ. 493

Y. Γ. 42 Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης θα παρουσιάσει την Τετάρτη 5/3/2014 στις 7μ.μ στο Booktalks http://www.facebook.com/booktalkscafe  το βιβλίο παρέα με τον no14me