Σελίδες

26/12/09

To Παλιοκόριτσο



Τι όμορφο και εξαιρετικό συναίσθημα όταν ξαναγυρνάς σε ένα συγγραφέα που πολύ αγαπάς κι αυτός σε ανταμείβει με όλους τους τρόπους. Έτσι νιώθω τώρα, μόλις τελείωσα το "Παλιοκόριτσο" του Λιόσα, σαν όλα όσα διάβαζα από το ένα του βιβλίο ως το άλλο να μην έχουν καμία σημασία, να ωχριούν μπρος σε ένα συγγραφέα γεννημένο μόνο γι' αυτό.

Στο "Παλιοκόριτσο" ο Λιόσα δεν έχει στιγμές λογοτεχνικού οίστρου σαν την "Πόλη και τα σκυλιά", ούτε παραδίδει ένα υπόδειγμα μοντερνισμού σαν το "Πράσινο σπίτι", δείχνει όμως για άλλη μια φορά ότι μπορεί να πει και να χειριστεί μια πολυεπίπεδη ιστορία άψογα χωρίς να μένει παραπονεμένος κανένας χαρακτήρας.

Κεντρικός ήρωας είναι ο Ρικάρντο, Περουβιανός που έχει ένα μόνο όνειρο, να "ζήσει τη ζωή του στο Παρίσι". Από τα παιδικά του χρόνια στο Περού ερωτεύεται μια κοπέλα που εμφανίζεται ξαφνικά στη γειτονιά του σα Χιλιανή κι εξαφανίζεται εξίσου ξαφνικά όταν αποκαλύπτεται πως είναι απλά μια φτωχή Περουβιανή που ήθελε με αυτό το ψέμα να καλύψει την ταπεινή καταγωγή της.

Η γυναίκα αυτή, ο ορισμός της φαμ φατάλ, θα τον βρίσκει αναπάντεχα σε όλες τις περιόδους της ζωής του- που κατάφερε τελικά να την περάσει στο Παρίσι...- από τα νιάτα μέχρι τα γεράματά τους, θα του γίνει βραχνάς, ο μόνος πραγματικός έρωτας κι ολοένα θα τον αφήνει για κάποιον άλλο πλουσιότερο και ισχυρότερο. Πριν καταλήξει πάλι στην αγκαλιά του.

Το βιβλίο διερευνά τα όρια του ανθρώπου και του έρωτα, τη σημασία ή τη ματαιότητα της ανθρώπινης ζωής, και το κάνει με το γνωστό τρόπο του Λιόσα, χωρίς σε καμία στιγμή να κάνει κήρυγμα ή να ξεφεύγει από την μυθοπλασία. Γιατί το να γράφεις για τα σημαντικά δεν απαιτεί βαθυστόχαστες αναλύσεις, μονάχα το ταλέντο να πεις καλά μια ιστορία που δεν συνέβη ποτέ παρά μόνο στη φαντασία σου

23/12/09

Σαμπάνια με γύρο


Ο Παρασκευάς ποτέ δε θεώρησε χρέος μερικά νοίκια ή κάποια καθυστερημένα κοινόχρηστα. Κι όμως το χαρτί της εφορίας, που τον χρέωνε 2822 ευρώ για απλήρωτες κλήσεις του πεθαμένου πατέρα του που δεν ήξερε να οδηγεί για ένα αμάξι που δεν είχε ποτέ, τού στάθηκε στο λαιμό. Ο γέρος ήθελε πάντα να είναι εντάξει με τους λογαριασμούς του.


Φυσικά το να ξεπληρώσει ήταν αδύνατο με τα 500 μαύρα ευρώ το μήνα που του έδινε το αφεντικό για τη βραδινή βάρδια στο φούρνο. Και σα να μην έφτανε όλο αυτό, η κολλητή του η Ελπίδα ( τις φορές που το είχαν "κάνει" ήταν κάπως άχαρο...) που ξέρει να στρίβει τα καλύτερα "τσιγάρα" του φορτώνει μια ιστορία με έναν καθηγητή, μια γκόμενα και μια ασφαλιστική. Στην ιστορία πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει ένας άρρωστος σκύλος, ο Φραπέ, που τον μάζεψε ο Παρασκευάς από τα Εξάρχεια καθώς τους κυνηγούσαν κάτι μπάτσοι και ο τελειότερος μπακλαβάς που έφτιαξε άνθρωπος ποτέ. Α, και ο Μίξερ, ο καλύτερος άνθρωπος για να φτιάξει "Σαμπάνια με γύρο".


Η νουβέλα του Παρασκευά Ακαμάτη, του οποίου το μυθιστόρημα "Παραισθησιογόνα Σουβλάκια" μεταφράστηκε αμέσως στα αρχαία ελληνικά, τα αραβικά και τα σουαχίλι, κρύβει κάτω από το παιγνιώδες παρουσιαστικό της, σφιχτή δομή, εξαιρετική πλοκή, μια ιδέα χιούμορ(μικρή), α και την ανάγκη να αναπροσδιορίσει κανείς την ζωή του από όλες τις απόψεις.

"Σαμπάνια με γύρο", Παρασκευάς Ακαμάτης, εκδ. Ωκεανίδα, 2009, σελ.181 

22/12/09

Ο Δημήτρης Σωτάκης στον Vita Mi Barouak

Δείτε την εξαιρετική συνέντευξη του Δημήτρη Σωτάκη στο

http://barouak.blogspot.com/2009/12/barouaknet.html

Μερικοί άνθρωποι λένε τόσα πολλά από αυτά που σκέφτεσαι χωρίς να τους έχεις γνωρίσει ποτέ.

20/12/09

Η μνήμη της πολαρόιντ


Βιβλίο καλών προθέσεων, «Η μνήμη της πολαρόιντ» της Μαρλένας Πολιτοπούλου, έχει μια αρκετά βάσιμη αστυνομική πλοκή και ενδιαφέροντες πρωταγωνιστές. Ο βασικός ήρωας ανακαλύπτει στα χαρτιά του πεθαμένου πατέρα του, πρώην αστυνομικού, μια ανεξιχνίαστη υπόθεση φόνου και νιώθει πως η εξιχνίασή της θα τον φέρει πιο κοντά του. Έτσι, ξεκινά μια προσπάθεια να ανασυνθέσει το τί συνέβη που τον οδηγεί βήμα βήμα σε παλιές ξεχασμένες υποθέσεις της κατοχής και του Εμφυλίου. Καινούρια πρόσωπα κάνουν συνεχώς την εμφάνισή τους που τελικά θα τον βοηθήσουν να φτάσει στη λύση του μυστηρίου.

Το μυθιστόρημα δεν είναι κακό, αν και κάποιες στιγμές τείνει να γίνει λίγο αφελές. Το μοναδικό ψεγάδι, η πληθώρα των «ανακρινόμενων» και των υπόπτων, σε βαθμό που όταν αποκαλύπτεται ο δολοφόνος να μη θυμάμαι τίποτα πια για αυτόν και να χρειαστεί να γυρίσω πίσω για να καταλάβω για ποιόν πρόκειται. Παρ’ όλα αυτά η γεύση που μου έμεινε στο στόμα δεν ήταν στυφή.

16/12/09

"Η Κλεψύδρα", Danilo Kiš


Η «Κλεψύδρα» του Ντανίλο Κις είναι το τρίτο και τελευταίο βιβλίο της αυτοβιογραφικής τριλογίας του συγγραφέα, τα «Πρώιμα βάσανα» και το «Κήπος, στάχτες» είναι τα προηγούμενα. Λέγεται πως πρόκειται για το αριστούργημά του.

Το βιβλίο περιέχει τις σημειώσεις ενός τρελού, του εβραίου, συνταξιούχου σιδηροδρομικού υπάλληλου, Ε.Σ. (Έντουαρντ Σαμ) που ποικίλουν από τα πραγματικά επεισόδια του παρελθόντος και του παρόντος του ως κρίσεις τρέλας και εντελώς φανταστικές ιστορίες. Παρακολουθούμε με συχνά ασύνδετα μεταξύ του κείμενα την πορεία του λίγους μήνες πριν τον στείλουν δια ασήμαντο αφορμή στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο πόνο και οργή, μα ταυτόχρονα και μικροεπεισόδια της καθημερινότητας. Τελικά η ιστορία είναι συγκινητική κι ας μη μας αφήνει ο συγγραφέας ούτε μια στιγμή να ξεχάσουμε πως ο αφηγητής και πρωταγωνιστής του είναι ένα άτομο αναξιόπιστο, ένας άντρας με πιστοποιητικό από τρελάδικο.

Το μυθιστόρημα είναι κλασικό δείγμα μεταμοντερνισμού με δυσκολίες στην πρώτη ανάγνωση, ειδικά αν αυτή είναι η πρώτη επαφή με το έργο του συγγραφέα. Ο Ντανίλο Κις είναι σέρβος, εβραϊκής καταγωγής – η οικογένειά του υπέστη τον κατατρεγμό των Εβραίων κατά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο (ο πατέρας του έχασε τη ζωή του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ενώ ο ίδιος και η μητέρα του σώθηκαν εξόριστοι, χάρη στην ορθόδοξη καταγωγή της μάνας) – και φυσικά επιστρατεύει τις τραγικές μνήμες του παρελθόντος για να γράψει, αλλά δε μένει εκεί. Είναι ίσως από τους λίγους Βαλκάνιους συγγραφείς που κατόρθωσε να ακολουθήσει την τέχνη των καιρών του, τα έργα του δεν είναι μόνο ιστορικά ντοκουμέντα, είναι λογοτεχνία.


"Κλεψύδρα", Ντανίλο Κις, μετ. Μαρία Κεσίνη, εκδ. Κέδρος, 2009, σελ. 345

13/12/09

Blogging

Σήμερα μου βγαίνει μια απροσδόκητη αίσθηση απολογισμού. Όταν ξεκίνησα αυτό το blog ήμουν πραγματικά αδαής. Εντάξει παρακολουθούσα κάποια βιβλιοφιλικά ιστολόγια (το librofilo, το golem, το Βιβλιοκαφέ, το Ημερολόγιο Ανάγνωσης) αλλά στην πράξη δεν είχα καμία μα καμία συναίσθηση τού τι μπορεί να κάνει κάποιον να θέλει να γράφει για το βιβλίο ούτε και την ίδια την διαδικασία της επικοινωνίας στο διαδίκτυο.

Και τώρα; Κοντά στους οκτώ μήνες μετά, το μπλογκ είναι σε τέτοιο βαθμό κομμάτι μέρος της ζωής μου που δεν αντιστέκομαι σχεδόν ποτέ, πάντα ρίχνω μια ματιά μες στη μέρα. Πολλές φορές προτιμώ να γράψω μια ανάρτηση από το να συνεχίσω τα άλλα μου γραψίματα, το ιστολόγιο έχει γίνει κάπως σα φίλος μου. Και δεν εννοώ την ανθρώπινή του διάσταση της ανταλλαγής απόψεων με άλλους ανθρώπους, που είναι έτσι κι αλλιώς εξαιρετικά σημαντική. Εννοώ πως το ίδιο το μπλογκ μού κρατά συντροφιά. Ξαναδιαβάζω πράγματα που έχω γράψει, που έχουν γράψει άλλοι, βρίσκομαι σε συνεχή εγρήγορση. Μου δίνει το ρυθμό και στο διάβασμα και στο γράψιμο.

Κι όλα αυτά με ένα επιπλέον μπόνους, εγώ που στην προσωπική μου ζωή δεν ξέρω κανέναν που να διαβάζει συστηματικά, μαθαίνω να συνδιαλέγομαι με άλλους με το ίδιο πάθος. Έχω το θάρρος την γνώμης μου, τις προτιμήσεις και τις αποστροφές μου. Με λίγα λόγια μεγαλώνω κι ωριμάζω. Εκτίθεμαι.

11/12/09

Για μιαν Ελένη

«Αυτό ήταν μόνο η αρχή». Η βραχνή φωνή δεν τού θύμισε τίποτα. Ο αστυνόμος Φλέσσας έκλεισε το τηλέφωνο, άνοιξε το πορτατίφ. Η ώρα ήταν τέσσερις τα ξημερώματα κι η μικρή δίπλα του γύρισε πλευρό ενοχλημένη.
«Ποιός ήταν αγάπη μου;».
«Λάθος», της απάντησε. «Έκαναν λάθος». Η Μαρία, μάλλον έτσι ήταν το όνομα της, γύρισε πλευρό και αποκοιμήθηκε. Ο αστυνόμος έκλεισε το φως, χώθηκε βαθιά κάτω από τα σκεπάσματα, έμεινε ξάγρυπνος.

«Φλέσσας, στο γραφείο μου». Ο προϊστάμενος, Φρόνιμο, τον έλεγαν, τον φώναξε.
«Τη γνωρίζεις αυτή;» Μια γυναίκα, δεμένη, φιμωμένη, το πτώμα της ήταν εξοντωτικό θέαμα. «Την έγδαραν;», ρώτησε κι ο προϊστάμενος έγνεψε καταφατικά.
«Έπειτα κατέστρεψαν το πρόσωπο, έβγαλαν τα μάτια, τα δόντια. Λείπουν ακόμα και τα ακροδάχτυλα. Επαγγελματική δουλειά»
«Ποιά είναι;»
Ο άντρας απέναντί του άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στον χώρο για κάποιες στιγμές. «Η ταυτότητα που βρέθηκε πάνω της λέει πως είναι η γυναίκα σου…»

Το φως έπεφτε στο πρόσωπό του ανελέητο. Ο Φρόνιμος κράτησε για λίγο μακριά το πορτατίφ και τον ρώτησε «Είχατε χωρίσει λοιπόν με την Ελένη. Πόσον καιρό;» Του είπε πάλι για τη διάστασή τους εδώ και έξι μήνες, για τη νοσηρή της στάση, τις γεμάτες ένταση σκηνές ανάμεσά τους. Για το βραδινό τηλεφώνημα και την αίσθηση πως κάποιος τον παρακολουθούσε. «Πού τα πουλάς αυτά, ρε Απόστολε; Για την Ελένη μιλάμε. Το προβατάκι που είχες δίπλα σου όλα αυτά τα χρόνια, σε κοιτούσε κι έσταζε μέλι.»

Μετά την ανάκριση τον άφησαν ελεύθερο, του πήραν όμως το όπλο και τον καταδίκασαν στην αδράνει αφού τον προειδοποίησαν να μη φύγει από την πόλη. Ο Απόστολος Φλέσσας αστυνόμος ήδη στα σαράντα του, έξυπνος άνθρωπος, αποχώρησε από το γραφείο με το κεφάλι ψηλά, με την καρδιά στα πόδια. Έκλαψε για μια γυναίκα που δεν ήταν πια δική του, αλλά δεν είχε σταματήσει να τη νοιάζεται.

«Στο είπα. Αυτό ήταν μονάχα η αρχή…» Η βραχνή φωνή τον κάλεσε κοντά της γύρω στα μεσάνυχτα αυτή τη φορά. «Ποιά είσαι;» Ο αστυνόμος δεν κατόρθωσε να εντοπίσει από πού ερχόταν το σήμα, μα κατάφερε να μαγνητοφωνήσει το τηλεφώνημα. Το κατέθεσε στον Φρόνιμο το επόμενο πρωί. «Αυτό είναι προϊόν υποκλοπής», του είπε εκείνος με παγωμένο το βλέμμα. «Θα σε προσέχω, Φλέσσα» τον προειδοποίησε.

Η μικρούλα, που ίσως να τη λέγανε Μαρία, την κοπάνισε το βράδυ του τρίτου τηλεφωνήματος. «Εις αύριο τα σπουδαία», του είπε η φωνή. Ο Απόστολος έμεινε να παρακολουθεί την Μαρία καθώς μάζευε μεθοδικά τα λιγοστά υπάρχοντά της, εξαφάνιζε τα ίχνη της από τη ζωή του, γινόταν καπνός. Άναψε τσιγάρο, το δωμάτιο γρήγορα ντουμάνιασε. Βγήκε έξω για ένα ποτό.

Στο μπαρ με την δυνατή μουσική και τους λιγοστούς θαμώνες παρήγγειλε το συνηθισμένο, βότκα λεμόνι. Σε λίγο ο χώρος γύριζε εφιαλτικά, τα χρώματα στα καθίσματα και στους τοίχους, ενώνονταν κι έπειτα χώριζαν ξανά σε έναν ατέρμονο χορό. Ελένη… Την αγαπούσε ακόμα τη γυναίκα του. «Χωρίζουμε», της είχε πει. Τώρα θα της έλεγε «Μείνε, Ελένη. Σ’ αγαπάω ακόμα. Σε χρειάζομαι.» Δεν πρόφτασε. Η Ελένη ήταν ήδη τέσσερις μέρες πεθαμένη.

Το τηλεφώνημα που τον καλούσε στο αστυνομικό τμήμα ήρθε το επόμενο πρωί. 'Εφτασε κατά τις εννιά, αξύριστος, ακόμα μεθυσμένος. Ο Φρόνιμος τον κοίταξε με λύπηση, σχεδόν με οίκτο «Για επαγγελματίας με απογοήτευσες. Σε έκαψε η βαλλιστική. Μα με το υπηρεσιακό;» Οι συνάδελφοι τού πέρασαν χειροπέδες με συνοπτικές διαδικασίες, τον οδήγησαν στο κρατητήριο, έπειτα στον ανακριτή, τον Εισαγγελέα, στη φυλακή.

Ήταν ήδη έξι μήνες προφυλακισμένος. Στο επισκεπτήριο δεν ερχόταν κανείς για κείνον, αλλά κατέβαινε από περιέργεια αρρωστημένη σχεδόν. Μια γυναίκα, ψηλή, ξανθιά αεράτη του τράβηξε την προσοχή. Τυλιγμένη στο στενό της φόρεμα, με το αγγελικό πρόσωπο να μοιάζει ψεύτικο σχεδόν. Ζήλεψε τον τυχερό που ανέμενε την επίσκεψη. Εκείνη στάθηκε μπροστά του. «Ο αστυνόμος Φλέσσας;», τον ρώτησε με μια βαθιά βραχνή φωνή που τον γέμισε ανησυχία. Μετά η φωνή της πήρε την κανονική της χροιά «Να σας συστηθώ», του είπε. «Ελένη;», ψέλλισε. Εκείνη του είπε για τα φρικτά χρόνια τους μαζί, για τις απιστίες και την αλαζονεία του. Για τη θεία δίκη. Για τις πλαστικές στο σώμα και το πρόσωπο. Για την αναστύλωση στην ψυχή της. Για το τέλος άφησε τις συστάσεις. «Ελένη Φρονίμου» και τού έδωσε το χέρι.

8/12/09

"Φίλοι και εραστές", Θοδωρής Καλλιφατίδης


Πολυγραφότατος ο Θοδωρής Καλλιφατίδης, Έλληνας μετανάστης στη Σουηδία, εδώ μας δίνει ένα τρυφερό, ερωτικό μυθιστόρημα, με τις χάρες και τα μειονεκτήματά του.
Στα υπέρ του βιβλίου, ο ρέων λόγος που το κάνει ευκολοδιάβαστο, η πολυπλοκότητα του κεντρικού χαρακτήρα που δίνει μια πιο φιλοσοφημένη νότα σε όλα όσα γράφονται. Στα κατά, μια τάση για κοινοτυπία, μια αίσθηση πως κάποτε δεν αρκεί η πλοκή, είναι μονάχα μια πρόφαση για να μας πει ο συγγραφέας αυτό που έχει στο νου του σε άλλα πεδία. Και μια πραγματική απογοήτευση, η τελευταία φράση – «Η πραγματική εξορία είναι να ζεις χωρίς αγάπη» – είναι τόσο χιλιοειπωμένη που αδικεί πραγματικά όλο το μυθιστόρημα.

Ο κεντρικός ήρωας, Γκέοργκ, ένας μεσήλικας αποτυχημένος ποιητής, διευθυντής του Εργατικού Οργανισμού Παιδείας της Σουηδίας και για αυτό συχνός ομιλητής τόσο για θέματα λογοτεχνίας, όσο και για πολιτικά, είναι ένας ολοκληρωμένος χαρακτήρας. Τον παρακολουθούμε σε μια ευαίσθητη φάση της ζωή του, κοντά στα πενήντα, όπου η γυναίκα του Μάργια αποφασίζει να πεθάνει. Κι όταν εκείνη χάνεται, αρχίζει μια εσωτερική αναζήτηση του Γκέοργκ, κατά την οποία συνειδητοποιεί πως δεν ήταν ο μεγάλος έρωτας της Μάργιας. Ένα γράμμα στη ντουλάπα περιπλέκει ακόμα περισσότερο την αίσθησή του πως την εγκλώβισε σε ένα γάμο ζεστασιάς, αλλά όχι πάθους.

Οι χαρακτήρες που τον πλαισιώνουν, ο καλύτερος του φίλος Μίλαν που είναι Τσέχος, οι υπάλληλοι στο κέντρο, η καινούργια του κοπέλα από τη Ρουμανία, είναι όλοι μετανάστες και εξαιρετικά ενδιαφέροντες. Από τις συζητήσεις των ηρώων προκύπτει η ομορφιά του βιβλίου, όπου απόψεις για τη σοσαλιαδημοκρατία, μπλέκονται με αυτές για τη λογοτεχνία, τη μετανάστευση, την εξορία και φτάνουν ως τον Οβίδιο.

Για το τέλος άφησα δυο σκέψεις για τον τίτλο. Μάλλον συνηθισμένος και άτονος, «Φίλοι και εραστές», δεν προϊδεάζει για τις αρετές αυτού του αξιόλογου μυθιστορήματος.
*Η κριτική δημοσιεύεται στο δεύτερο τεύχος της Bookmarks που κυκλοφορεί.

http://issuu.com/e-bookmarks/docs/bookmarks02-web?mode=a_p

"Φίλοι και εραστές", Θοδωρής Καλλιφατίδης, εκδ. Γαβριηλίδης, 2009, σελ. 311

5/12/09

Ιστορία σαν παραμύθι


Το εξαιρετικό, ταξιδιάρικο βιβλίο του Αλεσσάντρο Μπαρίκκο «Ιστορία σαν παραμύθι» δεν θα μπορούσε να έχει πιο ταιριαστό τίτλο. Με εκπληκτική μαεστρία ο συγγραφέας μας διηγείται την ιστορία του Ούλτιμο, ενός παιδιού που γεννήθηκε με τη χρυσαφένια αύρα του θανάτου και για αυτό είχε αστέρι. Ο πατέρας του τρελαμένος στις αρχές του αιώνα με τα αυτοκίνητα, πουλά τις αγελάδες του για να ανοίξει γκαράζ στη μέση του πουθενά. Αμάξια δεν κυκλοφορούν και όλα πηγαίνουν στραβά μέχρι να βρεθεί στο διάβα του ένας κόμης παθιασμένος με τους αγώνες ταχύτητας.

Το βιβλίο ακολουθεί τον Ούλτιμο μέχρι το τέλος της ζωής του, οι αφηγητές εναλλάσσονται, γίνονται μέρος της ιστορίας του. Ο άντρας αυτός έχει ένα όνειρο. Που σχετίζεται με το ό,τι έζησε με τον πατέρα του, που αφορά τα αμάξια, αλλά τελικά μιλά για το δικό του πάθος.

Ευκολοδιάβαστο, χωρίς μεγαλόστομες φιλοσοφίες αλλά με γλυκιά την αίσθηση πως έχει όλο και περισσότερα να πει, το βιβλίο του Ιταλού συγγραφέα είναι μοντέρνο μα ταυτόχρονα ειλικρινές, αγαπησιάρικο, όμορφο.

3/12/09

Ποίηση

Η πονεμένη ιστορία της ποίησης, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό είναι η εξής : πολλοί γράφουν, λίγοι διαβάζουν. Κι αυτό έχει να κάνει ίσως με τους καιρούς μας, που δεν αφήνουν να εξελιχθεί το διαφορετικό, το αφήνουν να χαθεί στην άβυσσο της μετριότητας. Θα ομολογήσω την ενοχή μου, είναι χρόνια πια που δεν ψάχνομαι, που στην ουσία διαβάζω τα βιβλιαράκια που είναι ήδη στα ράφια μου, δεν αγοράζω καινούρια ποίηση. Άρα είμαι μέρος του προβλήματος, μένω σε αυτά που αγαπώ.

Είναι και κάποια χρόνια που δε γράφω ποίηση. Αλλά αυτό δεν έπρεπε κανονικά να έχει σημασία. Στην πράξη έχει. Ίσως η αγάπη μου να μην ήταν ανιδιοτελής. Δεν διαβάζω καν στην διογκούμενη κοιλιά μου ποίηση, ούτε βάζω να ακούει Μπαχ, αλλά τέλως πάντων. Η εξαιρετικότητα είναι που μου λείπει. Πώς θα ξεχωρίσει κάτι, πώς θα ξεχωρίσω εγώ κάτι. Γιατί διαβάζω ακόμα Καρούζο και Σεφέρη και Έλιοτ, όλοι τους από χρόνια πεθαμένοι; Δεν μπαίνω στον κόπο για κάτι άλλο.

Και με τη λογοτεχνία; Με αυτή τα πράγματα αν και επίσης χαοτικά παραμένουν ως είχαν. Διάβαζα και διαβάζω πολύ. Και φοβάμαι, πως η ποίηση πια αργοπεθαίνει.

1/12/09

I have this urgent need to fly

I have this urgent need to fly. Έχω την ανάγκη να πετάξω μακριά, κάπου που δεν θα είμαι μόνη αλλά δεν θα είμαι μαζί. Αλλόκοτος συνδυασμός. I have this apocalyptic relationship with myself. Υπάρχει μια αίσθηση βιβλικής καταστροφής ή αναγέννησης γύρω μου. Κι εγώ σπανίως πιστεύω σε πράγματα τόσο κοσμογονικά.

Αυτό είναι το μέγα μου ελάττωμα. Σπάω δεσμά που δεν υπήρχαν ποτέ. Αποδομούμαι. Οι σταθερές χάθηκαν γιατί ποτέ δεν υπήρχαν.

This is the challenge of the challenged. Πάντα κάτι μέσα μου ήτανε λειψό. Σαν αναπηρία. Σα βαριά ασθένεια που δεν μου αποκάλυπτε κανείς. Αυτό δεν έχει αιτία. Ίσως όμως έχει προορισμό, σε ό,τι αγγίζω, με ό,τι καταπιάνομαι. Οι άλλοι γύρω μου είναι κι αυτοί μισοί. Κι όσοι το καταλαβαίνουν κι όσοι δεν το νιώθουν. Πιότερο οι τελευταίοι.

The last of my words will never exist. Ο λέξεις θα πάψουν μονάχα μαζί μου. Θα τις πάρω συντροφιά. Οι λέξεις που δεν ανταπαντώνται. Κι αυτός που γράφει, αυτός που δεν περιμένει απόκριση. Εγωιστικό. Που δεν έχει ανάγκη την απάντηση. Ακόμα εγωιστικότερο.

Θέλω να πετάξω μακριά. Εκεί που θα είμαι και δεν θα είμαι μαζί. Το ίδιο κι εδώ. Αλλά το μακριά αλλού. Στον πυθμένα.

29/11/09

"Το τέλος του χρόνου καθυστέρησε", Φίλιππος Δρακονταειδής



«Το τέλος του χρόνου καθυστέρησε» είναι το δεύτερο βιβλίο της σειράς «μια αστυνομική ιστορία κάθε μήνα» του συγγραφέα Γιώργου Νομισέν, (ψευδώνυμο του Έλληνα Ζορζ Σιμενόν που απλά έτυχε να σπουδάσει φιλολογία στον Πανεπιστήμιο του Μονπελιέ). Ο Φίλιππος Δρακονταειδής βρήκε τα χειρόγραφα, όπως συνήθως γίνεται, σε ένα μπαούλο στη σοφίτα και ανέλαβε να τα αντιγράψει. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων αναφέρεται πως ούτε το μπαούλο, ούτε τα χειρόγραφα προέβαλλαν καμία αντίσταση.
Στο βιβλίο, που αποτελεί συνέχεια της πλοκής του προηγούμενου «Ο δολοφόνος διαφεύγει», μαθαίνουμε πια ποιός σκότωσε τη Στελίνα. Δέκα χρόνια μετά ο αφηγητής ασχολείται ακόμα με τον ανεξιχνίαστο φόνο της πραγματικής του αγάπης Στελίνας και με τη συνδρομή ήδη γνωστών του προσώπων, του αστυνόμου Μήτσου Χαντάκη, γνωστού ως Πουαρός, του επιθεωρητή Μαιγκρέ, των τριών Ντυπόν και της Σύλβιας των ειδικών δυνάμεων, αλλά και κάποιων καινούριων όπως ο Μαθιός Χαρίλαος, φτάνει επιτέλους στη λύση του μυστηρίου. Κι εδώ προς μεγάλη του έκπληξη παίζει σημαντικό ρόλο η οικογένεια της αγαπημένης του.
Ο συγγραφέας είναι εξαιρετικός, μας δίνει λίστα προσώπων, πρωταγωνιστών και κομπάρσων, καθώς και το σκηνικό και τη μουσική επένδυση της ιστορίας. Ο αντιγραφέας Φίλιππος Δρακονταειδής δεν είναι πρωτοεμφανιζόμενος, το αντίθετο μάλιστα, έχει μακρά πορεία στα λογοτεχνικά πράγματα. Τούτη η σειρά όμως έχει την έμπνευση και τη σκανταλιά εφήβου, το στιλ πραγματικού μάστορα. Δεν εντάσσεται πλήρως στην αστυνομική λογοτεχνία το βιβλιαράκι (20.000 λέξεις όλες κι όλες, που στο τέλος θέλεις κι άλλες), μάλλον στη λογοτεχνία ύφους. Μια παρατήρηση μονάχα, ο αντιγραφεύς αναφέρει πως τρεις ώρες αρκούν για την ανάγνωση του πονήματος, εμένα μου πήρε σαφώς λιγότερες.
Κι άλλη μια, οι επόμενες ιστορίες της σειράς «Με μια λαμπάδα», «Τότε οι κρεμάστρες ήταν ξύλινες» και «Έρευνα μετά φόνου», παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της κριτικού δεν ευρέθησαν. Η πορεία της εκδόσεώς τους, μάλλον, αποτελεί αστυνομικό μυστήριο.


"Το τέλος του χρόνου καθυστέρησε", Φίλιππος Δρακονταειδής, εκδ. Μεταίχμιο, 2008, σελ. 138 

26/11/09

Μετά το σεισμό


Η αγάπη για κάποιους συγγραφείς δεν είναι μόνο εμμονή, στηρίζεται και σε εντελώς αντικειμενικά κριτήρια. Κι αν το αυτό που με ώθησε να διαβάσω τη συλλογή διηγημάτων «Μετά το σεισμό» του Χαρούκι Μουρακάμι ήταν το όνομά του στο εξώφυλλο –ποτέ δεν ήμουν καλή αναγνώστρια διηγημάτων – το βιβλίο με αντάμειψε με έναν σωρό τρόπους.

Τα διηγήματα της συλλογής έχουν έναν κοινό άξονα, οι ήρωες τους με τρόπο συχνά μακρινό και αόριστο είναι συνδεδεμένοι με το σεισμό σε μια περιοχή της Ιαπωνίας, το Κόμπε. Ο πραγματικός συνεκτικός κρίκος όμως είναι η ίδια η γραφή του Μουρακάμι. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με το εξωπραγματικό, μαγικό στοιχείο που διαπερνά όλα του τα έργα. Εξάλλου εδώ η υπέρβαση της πραγματικότητας είναι ίσως λιγότερο παρούσα από ότι σε κάθε άλλο του αφήγημα. Είναι κυρίως η καθαρότητα με την οποία νοήματα βαθιά και έντονα περνούν στον αναγνώστη χωρίς να κουράζουν, σχεδόν δίχως να τα καταλάβεις.

Μια γυναίκα παρατά τον φαινομενικά τέλειο γάμο της, γιατί ο άντρας της είναι «άδειος». Μετά το σεισμό. Μια άλλη αρέσκεται να βλέπει τις φωτιές που ανάβει στην παραλία ένας μεσήλικος ζωγράφος που φοβάται τα ψυγεία. Ένας άντρας βρίσκει επιτέλους τη γυναίκα της ζωής του που ήταν πάντα εκεί και σαν αποκορύφωμα, ένας εισπράκτορας καθυστερούμενων δανείων, άσχημος, ανιαρός και μόνος, σώζει με τη βοήθεια του γιγάντιου Βατράχου το Τόκιο από το σεισμό που ετοιμάζει το τεράστιο Σκουλήκι.

Τα διηγήματα για μένα σχεδόν ποτέ, με την εξαίρεση του Μπόρχες ίσως, δεν έχουν την πολυπλοκότητα ενός μυθιστορήματος. Έτσι οι ιστορίες στο «Μετά το σεισμό» δεν φτάνουν φυσικά το «Κουρδιστό πουλί» ή το «Νορβηγικό δάσος». Αλλά με τη λιτότητα και την καθαρότητά τους κατορθώνουν να ταξιδέψουν τον αναγνώστη, να τον κάνουν να λυπηθεί όταν οι λέξεις τελειώνουν, να θέλει κι άλλο. Κι αυτό μόνο μια Ιαπωνική ψυχή με αυθεντικό λογοτεχνικό ταλέντο, μπλεγμένη στο Δυτικό κόσμο, μπορεί να το κάνει.

* Η κριτική δημοσιεύεται στο τεύχος της Bookmarks που κυκλοφορεί.
http://issuu.com/e-bookmarks/docs/bookmarks01-web

25/11/09

Bookmarks




Σήμερα κυκλοφορεί η Bookmarks, το πρώτο εβδομαδιαίο freepress για το βιβλίο. Δεν το έπιασα ακόμα στα χεράκια μου, αλλά η ηλεκτρονική μορφή που είδα μου άρεσε πολύ. Ελπίζω όλα να πάνε καλά.... (Όχι, όχι, για την διαφήμιση δεν πληρώνομαι, ούτε και για τις κριτικές, γαμώτο....)

Υ.Γ. 1 Στο τεύχος τούτο ο δαίμων χτύπησε..... εμένα. Η κριτική για το βιβλίο του Φ. Δρακονταειδή "Το τέλος του χρόνου καθυστέρησε" είναι δική μου και όχι του Γ. Αντάμη.

Υ.Γ.2 Το δικό μου αγαπημένο κομμάτι είναι ήδη το ημερολόγιο του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου. Το διαβάζω και το ξαναδιαβάζω. Όπως και το μπλογκ του, δηλαδή....

19/11/09

Όπλο μετά μουσικής


Στο μυθιστόρημα με τον μάλλον άτονο ελληνικό τίτλο «Όπλο μετά μουσικής» (το αγγλικό «Gun, with occasional music» είναι σαφώς σαρκαστικότερο…)ο Τζόναθαν Λέθεμ αποδεικνύει πως η αστυνομική λογοτεχνία και ταυτόχρονα η επιστημονική φαντασία μπορεί να αποτελέσουν βάση για εξαιρετικά βιβλία.

Ήρωας του βιβλίου ο ιδιωτικός εξεταστής Μέτκαλφ που αναλαμβάνει μια υπόθεση φόνου. Το σκηνικό έρχεται από το μέλλον, όπου «εξελιγμένα» ζώα κάνουν ανθρώπινες δουλειές, δεν υπάρχουν πια παιδιά, αλλά εξελιγμένοι μωροκέφαλοι, και τα ναρκωτικά είναι νόμιμα με τον καθένα να φτιάχνει το χαρμάνι του. Σε αυτόν τον κόσμο, κουμάντο κάνει το Γραφείο, που ελέγχει τους πόντους στο κάρμα σου, κανονίζει αν υπάρχεις ή δεν υπάρχεις, φροντίζει να αποβλακώνει με ντραγκς τον πληθυσμό. Ο ήρωας, κυνικός, εθισμένος, ρεαλιστής και μια ιδέα ιδεαλιστής, παλεύει μια τελικά προσωπική μάχη, στην αρχή για να γλιτώσει έναν νεαρό που φαίνεται αθώος από τον «πάγο» και μετά για να βρει την αλήθεια. Το τέλος του βιβλίου μας αποδεικνύει πως η αλήθεια δεν φέρνει πάντα την ευτυχία, πως υπάρχουν αστυνομικά όπου η δικαιοσύνη είναι σχετική και πως το χάπι έντ δεν είναι απαραίτητο.

Πρόκειται για ένα ευκολοδιάβαστο βιβλίο, με σαφείς κοινωνικές αναφορές, όπως όλες οι δυστοπίες, έξυπνη ψυχογράφηση των ηρώων και μοντέρνα γραφή. Κι αν σκεφτείς πως αποτελεί το πρωτόλειο του συγγραφέα (στα Αγγλικά εκδόθηκε το 1994) ε, τότε μπορεί και να ζηλέψεις.

17/11/09

Ένθετου και free press γωνία



Εν μέσω οικονομικής κρίσης, ή και σε ένα βαθμό με αφορμή αυτή, είδα τα ένθετα των εφημερίδων για το βιβλίο να συρρικνώνονται, να αλλάζουν, να γίνονται σχεδόν θέμα ενός ανθρώπου. Μπορεί να είναι μόνο η ιδέα μου, αλλά έχω την αίσθηση πως ο έντυπος τύπος μας παράτησε. Συζητώντας μάλιστα με ένα φίλο στις αρχές του χρόνου που είχε μόνιμη θέση σε ένα από αυτά τα ένθετα, μου είπε πως σχεδόν τον ανάγκασαν να φύγει. Κι σε ένα άλλο έντυπο, του μείωσαν την αμοιβή στο μισό.

Έτσι ίσως να δικαιολογείται το χάλι των ένθετων για το βιβλίο. Πια πολύ σπάνια θα αγοράσω μεσοβδόμαδα εφημερίδα για το ένθετο. Άντε να του ρίξω μια ματιά σε ηλεκτρονική μορφή. Και στις Κυριακάτικες που αγοράζω έτσι κι αλλιώς, απλά τα φυλλομετρώ. Ένα πεντάλεπτο και τέρμα.

Δε συμπαθώ πάντοτε τη διαδικασία της κριτικής βιβλίου, είμαι για κάποιους σκεπτική ως προς το βαθμό διαπλοκής τους στην αγορά και διαφήμιση κάποιων τίτλων. Αλλά τώρα, μου λείπει. Ακούω για το καινούριο free press για το βιβλίο (το Book press) και στην κατάστασή μου δεν μπορώ να πάω στην Αθήνα για να το βρω και ζηλεύω. «Διαπλέκομαι» κάπως στο δεύτερο free press που θα βγει τώρα στις 25 Νοέμβρη (Bookmarks). Και σκέφτομαι, αν τόσος κόσμος ενδιαφέρεται για το βιβλίο, αν κάποιοι είναι διατεθειμένοι να επενδύσουν χρόνο και χρήμα για ένα free press, γιατί οι εφημερίδες κάναν πίσω;

13/11/09

Απραξία

Τέσσερις μήνες τώρα το μεγάλο μου γραπτό υποφέρει. Πότε με το πρόσχημα ενός μεγάλου διηγήματος που έγραψα ενδιάμεσα, πότε με την εγκυμοσύνη, τα πρωινά μου ξυπνήματα αναλώνονται σε «χτενίσματα» των δυο πρώτων μερών, σε ξαναγραψίματα, σε διαβάσματα και αναρτήσεις για αυτό το blog. Τέσσερις μήνες τώρα, μπορεί και περισσότερο, αναβάλλω το τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου. Κι ως τώρα πίστευα πως αυτό είναι κακό.

Τις τελευταίες δυο τρεις μέρες ο άτακτος μπέμπης μέσα στην κοιλιά μου δε με αφήνει να κοιμηθώ – ή θα κλωτσάει ή θα πονάει. Και σε αυτές τις άυπνες νύχτες μου, που συνήθως απασχολούμαι με διάβασμα ή σκέψεις μωρουδιακές, βρήκα επιτέλους το τέλος μου. Δεν ήταν μια απλή διαδικασία. Πήρε το χρόνο της, μέσα μου οι ήρωες, αυτοί οι χάρτινοι, τα έρμαια που σας έλεγα σε άλλο ποστ, πήραν πνοή. Όλοι τους. Εντελώς περίεργα, πέρα από τη βιογραφία τους και τις κοινωνικοπολιτικές τους απόψεις, που θεωρητικά τις ήξερα πια, (τούτο το βιβλίο το γράφω με διακοπές και πολλά drafts τουλάχιστον 3 χρόνια) τώρα ξέρω και τις αντιδράσεις τους.

Έχω λοιπόν το τέλος μου, άγραφο ακόμα γιατί πάλι δεν τολμώ. Συνήθως δεν είμαι από αυτούς που τρομάζουν μπροστά στην άδεια σελίδα, τώρα διστάζω και η εμπειρία των τελευταίων μηνών με κάνει να μη βιαστώ. Σε αυτό φοβάμαι μόνο μια παγίδα, είναι εύκολο να αναβάλλεις. Πρέπει να ξέρεις πότε κινδυνεύεις να χάσεις την επαφή και πότε απλά οι σκέψεις θέλουν ακόμα ωρίμανση για να γίνουν λέξεις. Ένα με παρηγορεί. Τούτο το διάστημα που δεν προχωρούσε το βιβλιαράκι μου, έγραψα διηγήματα, κάποια στα όρια της νουβέλας, έγραψα κριτικές, ποστ, ημερολόγια, μέχρι και καινούρια ποιήματα. Ίσως όλα αυτά να ήταν ο αντιπερισπασμός, η ανάγκη μου να νιώθω πως το έχω ακόμα και μπορώ να ολοκληρώσω κάτι.

Θα περιμένω λοιπόν, δε θα εκβιάσω το τέλος. Κι ελπίζω αύριο να ξυπνήσω κι όλα αυτά που είναι τώρα μέσα στο κεφάλι μου, σχεδόν τακτοποιημένα κατά ενότητες και δομημένα, να γίνουν το πολυπόθητο τελευταίο, τρίτο μέρος.

11/11/09

Η καρδιά της Μαργαρίτας


"Η καρδιά της Μαργαρίτας" δεν είναι τόσο ανοιχτή όσο θα έπρεπε. Ή τόσο κλειστή όσο νομίζει ο αφηγητής και πρωταγωνιστής αυτού του μυθιστορήματος. Μια αυθεντική ιστορία αγάπης, ιδωμένη από την αντρική ματιά, και μια εσωτερική πάλη ταυτόχρονα, του ήρωα του βιβλίου να βρει στα σαράντα του την ταυτότητά του. Να συμφιλιωθεί με τα θέλω του, με τον πατέρα του, με την αλλαγή καριέρας, με όλα αυτά που κάποτε είχαν νόημα και τώρα ίσως να έχουν ίσως και να μην έχουν πια.

Ο αφηγητής, σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ, αποφασίζει να γράψει ένα βιβλίο και να γίνει συγγραφέας στηριζόμενος στα πρόσωπα γύρω του, την παντρεμένη ερωμένη του, τον παραγωγό του, τον αγαπημένο του συγγραφέα. Η πλοκή του είναι σχεδόν εξωφρενικά αληθοφανής. Αυτό είναι και το μεγάλο ατού του βιβλίου, η αμεσότητά του. Διαβάζεται εύκολα, χωρίς να του λείπει το βάθος και το πάθος. Και κρατά συνεχώς το ενδιαφέρον.

"Η καρδιά της Μαργαρίτας", Βασίλης Αλεξάκης, εκδ. Εξάντας, 1999, σελ. 387 

5/11/09

Για να μη βουλιάξω και να μην παρανοήσω

Η τέχνη του λόγου με απασχολεί σχεδόν σε όλη μου τη ζωή. Μικρή προσπαθούσα να εντοπίσω πειστήρια πως αυτό ήταν γονιδιακό. Ενθουσιάστηκα όταν βρήκα κάτι μουτζουρωμένες σελίδες με ποιήματα στην αποθήκη, αλλά αποδείχτηκε πως δεν ήταν του πατέρα μου, ήταν του καλύτερου του φίλου. ( Για τους κακεντρεχείς διευκρινίζω πως μοιάζω στον πατέρα μου εξαιρετικά). Οι γονείς μου δεν έχουν κανένα συγγραφικό τάλαντο, όμως εγώ γράφω κι αυτό δεν είναι συνειδητή απόφαση. Το πρώτο μου ποίημα το έγραψα στα έντεκα, δεν ήξερα καν πού πατάω και πού βρίσκομαι.

Η γραφή, το ταλέντο, το βιβλίο, οι λέξεις, όλα ανάκατα με απασχολούν κάθε μέρα, σα να μη μπορώ να ανασάνω χωρίς αυτά. Ταυτόχρονα η αίσθηση πως από τα γραπτά μου κάτι λείπει με οδηγεί κι αυτή. Κάποτε σκέφτομαι μήπως είναι η ουσιαστική αγάπη μου για τη λογοτεχνία που με κάνει να φαντάζομαι την αγάπη μου για τη συγγραφή. Άλλοτε, τις μέρες που η ψυχοθεραπεία (ορα γράψιμο) πήγε καλά, είμαι βέβαιη. Αυτός είναι ο προορισμός μου.

Δεν πιστεύω στη μοίρα, αλλά πιστεύω στην τυχαιότητα. Αυτό που μου συμβαίνει είναι ίσως γενετικώς προκαθορισμένο, χωρίς απαραίτητα να απαντάται με σαφήνεια και στους γονείς μου. Ο συγκεκριμένος συνδυασμός γονιδίων έτυχε να καταλήξει έτσι. Και δεν ξέρω αν πρέπει ή αν είμαι χαρούμενη για αυτό. Απλά η εκτόνωση στο χαρτί είναι για μένα η δικλείδα ασφαλείας. Για να μη βουλιάξω και να μην παρανοήσω.

4/11/09

"Αυτόχειρες Παρθένοι", Jeffrey Eugenides


Κάπως καθυστερημένα είναι η αλήθεια – το βιβλίο είναι το πρώτο του Τζέφρυ Ευγενίδη και φυσικά έχει γίνει ταινία από τη Σοφία Κόπολα – διάβασα το «Αυτόχειρες Παρθένοι». Το βιβλίο έχει μια διαφορετική αύρα, που ίσως να οφείλεται στη χρήση του πρώτου πληθυντικού από τον αφηγητή, πράγμα σπάνιο για μυθιστόρημα. Έτσι, πέρα από την ίδια την ιστορία μπαίνουμε και στο παιχνίδι της αναζήτησης του προσώπου που μιλά μέσα σε αυτόν το πληθυντικό.

Η πλοκή αφορά τις πέντε κόρες της οικογένειας Λίσμπον, με τις αυστηρές καθολικές καταβολές και τον καθηγητή πατέρα. Όλα αρχίζουν όταν η πιο απόμακρη από τα κορίτσια, η Σεσιλιά, επιχειρεί να αυτοκτονήσει. Αποτυγχάνει, αλλά λίγο αργότερα τα καταφέρνει εν μέσω ενός οικογενειακού πάρτι για να το «ξεπεράσει».

Από κει και μπρος η οικογένεια γίνεται αντικείμενο σχολιασμού από τη γειτονιά, και τα αγόρια αυτού του μυστηριώδους «εμείς» που αφηγείται παθαίνουν εμμονή μαζί τους. Χωρίς να μπορούν κατ’ ανάγκη να τις ξεχωρίσουν, είναι γοητευμένα. Η κάθε μια κοπέλα προσπαθεί να ξεπεράσει αυτό που συνέβη. Ώσπου με αφορμή το παραστράτημα μιας, η μάνα αποφασίζει να τις κλείσει στο σπίτι, να τις αποσύρει από το σχολείο και να αφήσει τα πάντα γύρω τους να αποσυντεθούν.

Το βιβλίο έχει πολύ γοητευτικά στοιχεία, χωρίς να δρέπει δάφνες λογοτεχνικότητας ή πρωτοπορίας, έχει τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν μια καλή αφήγηση: ιστορία για να πει, συγκροτημένο τρόπο ιστόρησης και συγχρονισμό τέτοιο που να κρατά το ενδιαφέρον, αν και το τέλος είναι ήδη από τον τίτλο γνωστό.

"Αυτόχειρες Παρθένοι", Jeffrey Eugenides, μετ. Έφη Καλλιφατίδη, εκδ. Libro, 2005, σελ. 225

28/10/09

Το Παρτάλι



Ο μύθος λέει πως υπάρχουν δυο ειδών βιβλία, αυτά που ο συγγραφέας ξεκινά ορμώμενος από μια ιστορία, κι αυτά που κατά κύριο λόγο στηρίζονται σε μια εξαιρετική προσωπικότητα. "Το Παρτάλι" του Θεόδωρου Γρηγοριάδη ανήκει φανερά στη δεύτερη κατηγορία.

Είναι η ιστορία ενός άντρα που ντύνεται με φορέματα χωρίς να είναι ακριβώς τραβεστί, που μπλέκεται στη ζωή του φοιτητόκοσμου της Θεσσαλονίκης, ασκεί επιρροή σε δυο τουλάχιστον ευεπηρέαστα αγόρια της Φιλοσοφικής. Οι δυο φοιτητές εντυπωσιάζονται με την καλτ παρουσία του Παρταλιού, ψάχνουν ντοκουμέντα για την παρουσία και τη ζωή του, γράφουν και ανεβάζουν έργα για αυτό, κάποιες στιγμές αφιερώνουν τη ζωή τους στην παρουσία του. Έτσι, ανακαλύπτουν πως τον έντυναν έτσι από μικρό, για να αποφύγει το στρατό και τον πόλεμο με τους Βούλγαρους σε μια εποχή που τίποτα στη Μακεδονία δεν ήταν ξεκάθαρο ακόμα. Αλλά βρίσκουν κι άλλα σημαντικά που τους οδηγούν σε άλλους δρόμους.

Το βιβλίο σίγουρα δεν είναι κακό. Κάποιες στιγμές πλατειάζει, μα το κυριότερο πρόβλημα είναι η ακαθόριστη αίσθηση πως κάτι λείπει. Ενώ πραγματεύεται μια πραγματικά ενδιαφέρουσα περίπτωση, δεν απογειώνεται.

25/10/09

Η χαρά της σχολικής βιβλιοθήκης

Τα μαθητικά μου χρόνια είναι μακράν τα χειρότερα της ζωής μου. Είναι κι αυτά που με έκαναν αυτό που είμαι, έτσι που σε έναν βαθμό πρέπει να τα ευγνωμονώ. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία που πιθανώς κάποια στιγμή να θελήσω να μοιραστώ. Τώρα θα σας πω για το μόνο καλό της σχολικής μου ζωής και της εφηβείας μου. Για καλή μου τύχη οι γονείς μου με έστειλαν σε ένα σχολείο ιδιωτικό. Τα μαθήματα ήταν το ίδιο καλού ή κακού επιπέδου όπως σε όλα τα σχολεία, εξαρτάται αυτό από την προσωπική όρεξη και προσπάθεια του κάθε καθηγητή και τίποτε άλλο, οι αθλητικές εγκαταστάσεις μου έλεγαν πάντα λίγα πράγματα. Όμως, αυτό που κρυβόταν στον τελευταίο όροφο του άσχημου βιομηχανικού κτιρίου διαμόρφωσε αυτό που είμαι τώρα. Μια τεράστια σχολική βιβλιοθήκη, ίσως η μεγαλύτερη του είδους της στην Ελλάδα και η ακόρεστη δίψα μου να την εξαντλήσω.

Ήμουν μεθοδική. Άρχιζα ένα ένα τα ράφια και δεν σταματούσα αν δεν το τελείωνα. Έτσι έχω διαβάσει στην εφηβεία μου σχεδόν τα άπαντα της γενιάς του 30, έναν απίστευτο αριθμό βιβλίων από τους μεγάλους Ρώσους, μεγάλα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ό,τι βάλει ο νους σας, ό,τι έπεφτε στα χέρια μου. Νομίζω πως θα έχω από τις μεγαλύτερες καρτέλες δανεισμού στην ιστορία του σχολείου. Φυσικά δεν την εξάντλησα ποτέ, κι αυτό ήταν το μαράζι μου, ο καημός μου (όχι ότι είναι εφικτό με τόσες χιλιάδες τίτλους, αλλά λέμε) . Δυο φορές έκανα έκκληση ως απόφοιτη να με αφήσουν να τη χρησιμοποιώ, δυο φορές απέτυχα.

Πέρα όμως από τη λογοτεχνική φύση των διαβασμάτων μου, που στο κάτω κάτω είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας και άλλους μπορεί να μην τους αφορά, μέσα της υπήρχε ένας αναρίθμητος πλούτος «πηγών» που έμαθα να τις χρησιμοποιώ, να τις εντάσσω σε μια εργασία, να τις παραθέτω στο τέλος της σα βιβλιογραφία. Κι αυτό το έμαθα όταν ήμουν 14. Όταν πια ήμουν 24, έκανα μεταπτυχιακό στη Φαρμακευτική. Κι εκεί στην ανύπαρκτη βιβλιοθήκη της σχολής, στις μπερδεμένες και ανοργάνωτες βιβλιοθήκες επιστημονικών περιοδικών του Δημόκριτου και του Ε.Ι.Ε, ανακάλυψα κάτι παραπάνω από το πόσο λειτουργικό ήταν το σύστημα με τις καρτέλες της σχολικής βιβλιοθήκης. Είδα ανθρώπους στα 30 τους, διδακτορικούς υποψηφίους, να μη μπορούν να χρησιμοποιήσουν αυτό που τους δίνεται. Να μη μπορούν να βρουν ένα ράφι, να ταξινομήσουν την βιβλιογραφία τους, να καταλάβουν το χρήσιμο από το άχρηστο, να χάνονται στον πλούτο του διαδικτύου. Και λυπήθηκα. Γιατί εγώ αυτό το έμαθα στα 14. Στα 34 είναι δυσκολότερο να μάθεις έναν γέρο σκύλο νέα κόλπα.

21/10/09

Το χρυσόψαρο



Θα ομολογήσω το αμάρτημά μου, αγόρασα «Το χρυσόψαρο» του Ζ-Μ.Γκ. Λε Κλεζιό μονάχα γιατί κάτω από τον τίτλο έλεγε Νόμπελ λογοτεχνίας. Δεν έχω ειδικά τον τελευταίο καιρό σε καμία εκτίμηση το θεσμό, αλλά ήθελα να έχω άποψη. Χωρίς να μπορώ να κρίνω το συνολικό έργο του συγγραφέα από ένα βιβλίο, δεν θα προβώ σε κατηγορίες για το Νόμπελ, όπως είναι η αρχική μου παρόρμηση. Θα κρίνω μόνο το εν λόγω βιβλίο.

Στο χρυσόψαρο παρακολουθούμε την ιστορία μιας νεαρής Μαροκινής από τα παιδικά της χρόνια, τότε που την έκλεψαν από τη φυλή και την οικογένειά της και την πούλησαν σε μια γρια κυρία που έγινε κάτι ανάμεσα σε αφεντικό και γιαγιά της. Οι περιπέτειες της μικρής μαυρούλας αρχίζουν πραγματικά όταν η κυρία πεθαίνει και το παιδί βρίσκεται στους δρόμους. Μπλέκεται με πόρνες, με υπόκοσμο, καταφέρνει να περάσει λαθραία στη Γαλλία, γνωρίζει κόσμο που της συμπαραστέκεται, μετά από κόπους βάσανα και καημούς και απόπειρες βιασμών, ενηλικιώνεται στην Αμερική.

Το βιβλίο δεν είναι άσχημο, αλλά ούτε και τίποτε το ιδιαίτερο. Δεν διεκδικεί σίγουρα λογοτεχνικές δάφνες, είναι μάλλον άτεχνο, γιατί εκτός από την κεντρική ηρωίδα, όλοι οι άλλοι έρχονται και παρέρχονται. Και σε αρκετά σημεία δείχνει πως ο συγγραφέας δεν έχει εντρυφήσει πραγματικά στη ζωή ενός λαθρομετανάστη.

Εν ολίγοις, βαρέθηκα.

13/10/09

O άγιος ζιγκολό



Ο Πασκάλ Μπρυκνέρ ήταν στην εφηβεία μου από τους αγαπημένους συγγραφείς. Τόσο «Τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα», όσο και περισσότερο «Το θείο βρέφος» μου άρεσαν πολύ. Ο τρόπος του, όσο ανόσιο κι αν ακούγεται, μου θύμιζε κάτι από Κούντερα. Δεν ξέρω να σας πω γιατί αγόρασα τον «Άγιο ζιγκολό», πιθανότατα να ήθελα κάτι ευκολοδιάβαστο και ερωτικό.

Αυτό είναι σίγουρα μέρος της γραφής του Μπρυκνέρ. Ο ήρωας του, παντρεμένος από τα είκοσι με την τέλεια γυναίκα, οργανωμένος στην αρτιότερη παρέα συμμαθητών και συμφοιτητών, με δυο όμορφα παιδιά και μια πολλά υποσχόμενη θέση στο διπλωματικό σώμα, γίνεται τριάντα. Και τότε, ένα τυχαίο περιστατικό του διδάσκει την χαρά της αντρικής πορνείας. Δεν γίνεται αρσενική πόρνη για τα χρήματα, γίνεται γιατί αγαπά να χαρίζει χαρά σε όλες αυτές τις γυναίκες που θεωρούνται από τους άλλους απωθητικές. Για κάποια χρόνια ζει ευτυχής ανάμεσα στην οικογένειά του, μια νεαρή ερωμένη και τις πελάτισσές του. Έπειτα αρχίζει η πτώση.

Το βιβλίο έχει χαριτωμένη πλοκή, που κάποτε βαθαίνει και άλλοτε είναι ρηχή περίπου σαν αμερικάνικη ταινία. Ο Μπρυκνέρ είναι καλός συγγραφέας. Ακόμα κι όταν δεν φτάνει στον πυρήνα της διαστροφής, μάς δίνει κάποιες κρυφές ματιές στα πάθη και τις εμμονές των ανθρώπων και φτιάχνει έναν απολαυστικό για να τον διαβάσεις κόσμο. Η ένστασή μου είναι πως τούτο τον κόσμο τον έχουμε διαβάσει ξανά και ξανά από το συγκεκριμένο συγγραφέα.

11/10/09

Στην αρχή αυτού του ιστολογίου είχα υποσχεθεί πως δεν θα το μετατρέψω σε εξομολογητικό ημερολόγιο. Κι όμως, σήμερα, θα πατήσω την υπόσχεσή μου. Θα πιαστώ από την ανάγκη μιας φίλης για να σας πω μια ιστορία. «Θέλω να ξαναγίνω κόρη. Θέλω να δώσω στα γονικά μου τη χαρά να με γευτούν σαν παιδί, να τους δώσω τα σ’ αγαπώ που τους στέρησα». Κι αυτά τα λόγια προέρχονται από μια γυναίκα ολοκληρωμένη, όχι καμιά παιδούλα. Την καταλαβαίνω, μα δεν μπορώ πλήρως να ταυτιστώ. Γιατί εγώ δεν έπαψα ποτέ να είμαι κόρη.

Είμαι 31 ετών, παντρεμένη και έγκυος. Δεν ζω μαζί με τους γονείς μου από τα 25 μου. Κι όμως ποτέ δεν απογαλακτίστηκα, ποτέ δεν έπαψα να λέω τα σ’ αγαπώ και τα σε μισώ μου. Η μητέρα μου είναι ένας δυνατός πανίσχυρος άνθρωπος, εγώ δεν πάω πίσω. Αν ανοίξουμε κι οι δυο τα χέρια σε όλο τους το μήκος, θα ξεσηκωθεί μια καταιγίδα με αστραπές και κεραυνούς. Με τη μάνα μου δε συμφωνούμε σε πολλά, έχουμε διαφορετική κοσμοθεωρία. Την καταιγίδα συνήθως την αποφεύγουμε την τελευταία στιγμή, κάποτε ξεσπά και καθαρίζει τον ορίζοντα. Την επόμενη μέρα.

Λοιπόν, πέρα από το γεγονός πως είμαστε μαζί τουλάχιστον ένα 8ωρο τη μέρα γιατί εγώ η μπεμπέκα με τα μεγάλα όνειρα και τα πολλά ταλέντα αποφάσισα να πάρω την οικογενειακή επιχείρηση αντί να ανοίξω τα φτερά, συγγνώμη τα χέρια, που λέγαμε προηγουμένως σε όλος τους το εύρος, οι γονείς μου εξακολουθούν να αποτελούν μέρος των σκέψεων μου ακόμα κι όταν δεν τους βλέπω. Ανησυχώ σαν ξαναμμένη κλώσσα αν δεν πάρουν τηλέφωνο μήπως έπαθαν τίποτα. Αν ζούσαμε μαζί θα τους περίμενα με μια ζακετούλα ριγμένη στους ώμους τα βράδια που ξενυχτούν για να τους κατσαδιάσω που γύρισαν σπίτι μετά την προκαθορισμένη ώρα.

Η αγάπη μου πηγάζει από το σεβασμό στη δύναμη της μάνας και στην εξαιρετική προσωπικότητα του πατέρα. Από την ανάγκη μου από πολύ μικρή να είμαι εκεί για ό,τι και να τους συμβεί, να κουβαλάω τις κακοτοπιές εγώ στην πλάτη μου. Αλλά όχι μόνο από αυτό. Με τα χρόνια ένα είδους οίκτου έχει αναπτυχθεί, όσο άσχημο κι αν ακούγεται. Για τα χρόνια τους που χάθηκαν στη δουλειά, για τις ανεπαίσθητες αλλαγές πάνω τους που βλέπω αλλά δε μιλάω, για δυο ανθρώπους έντονους και δυναμικούς που τους καταβρόχθισε ο χρόνος. Κι ας είμαι άδικη απέναντί τους, είναι νέοι και ενεργοί. Κι ας είμαι ευγνώμων που τσακίστηκαν για να μην τσακιστώ.

Κι όμως τσακίζομαι. Έχω ένα πλάσμα μέσα στην κοιλιά μου που σε λίγους μήνες θα με φωνάζει μάνα. Άραγε, σε 20 χρόνια θα με βλέπει έτσι; Το πιθανότερο ναι, αν όλα πάνε κατ’ ευχή δηλαδή και το μεγαλώσω σωστά. Είναι η μοίρα μας να μένουμε παιδιά, είναι η ανάγκη μου σα μοναχόπαιδο να είμαι η μητέρα των γονιών μου, να τους προστατεύω; Δεν ξέρω. Αλλά εγώ που έχω δικό μου σπιτικό με τις δικές του έγνοιες χρόνια τώρα, κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ τις δικές τους αναμασώ μες στο κεφάλι μου.
Υ.Γ. Σας χρωστώ την πραγματική ανάρτηση για το βιβλίο που μόλις τελείωσα. Θα επανέλθω συντόμως, μη φοβου....

4/10/09

Λέξεις ειπωμένες

Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου είναι λέξεις ειπωμένες. Ακόμα και στη μη συγγραφική μου καθημερινότητα, αυτή με τη δουλειά και τις δουλείες του σπιτιού και την εξωφρενική παρουσία της τηλεόρασης, στη μοναξιά μου έστω, οι λέξεις, πάνω από τις σιωπές, κυριαρχούν. Ο σύντροφός μου είναι από αυτούς τους αμίλητους βούδες που αγαπούν να ακούν μάλλον (τι ευτυχία κι αυτό) αλλά εγώ μέσα στα βιβλία μου και τα γραψίματά μου είναι ένας θορυβώδης άνθρωπος. Μεγάλωσα έτσι. Πέρα από τις γραπτές λέξεις, αγαπώ και τις προφορικές, να δίνω παράσταση ή να κρύβομαι στη γωνιά μου. Κάποτε και τα δυο ταυτόχρονα.

Η ελλιπής μου παρουσία στη σιωπή είναι αυτό που συχνά κάνει κακόγουστα τα κείμενά μου. Η ανάγκη να τα ξέρω όλα και για όλα και να συμμετέχω. Ζηλεύω τον άνθρωπό μου στη γωνία που δεν κάνει εκκωφαντικό θόρυβο, εγώ ακόμα κι εκεί είμαι παρούσα. Σχεδόν τραβηχτικά υποκριτική. Η σιωπή με αποσπά ελάχιστες φορές, όταν διαβάζω ποίηση ή γράφω κάποια κομμάτια. Τις υπόλοιπες με αποφεύγει. Αυτό είναι η ψυχική μου ανισορροπία, και το προσωπικό στοίχημα. Αν βρω τις σιωπές μου κι εγώ θα γίνω καλύτερη και τα γραπτά μου.

30/9/09

"Στάχτες", Σέργιος Γκάκας



Το μυθιστόρημα του Σέργιου Γκάκα «Στάχτες» ξεκινά αργά, στις πρώτες εκατό σελίδες σχεδόν μπαίνεις στον πειρασμό να το παρατήσεις. Εκεί γνωρίζουμε το έγκλημα –τον εμπρησμό μιας μονοκατοικίας με γκαζάκια που κατέληξε στον θάνατο τριών ανθρώπων και τον βαρύ τραυματισμό μιας ηθοποιού – τον αδέκαστο κοκαϊνομανή αστυνόμο που συγκλονίζεται γιατί ανάμεσα στα θύματα είναι και η γυναίκα που αγάπησε περισσότερο στη ζωή του – η ηθοποιός - κι έναν τελειωμένο αλκοολικό δικηγόρο, ιδιοκτήτη της μονοκατοικίας και πιθανώς τελευταίου εραστή της γυναίκας αυτής.

Και μετά τις εκατό βαρετές σελίδες έρχεται η έκπληξη. Η πλοκή γίνεται καταιγιστική, το ενδιαφέρον κορυφώνεται στα σωστά σημεία, το βιβλίο ρουφιέται σε μια μονάχα ανάγνωση. Οι χαρακτήρες εξελίσσονται και μεγαλώνουν, όλα μπαίνουν στη θέση τους, σα να πήραν ξαφνικά φωτιά

Η υπόθεση είναι ένα «κλασικό» αστυνομικό, ο τελικός αίτιος δεν είναι καμιά μεγάλη έκπληξη στην τελική ανάλυση. Αλλά ώσπου να φτάσουμε στη λύση – και μετά τη σελίδα 100, μην ξεχνιόμαστε – το βιβλίο είναι απολαυστικό.

"Στάχτες", Σέργιος Γκάκας, εκδ. Καστανιώτη, 2008, σελ. 369

24/9/09

Μωρίς


Ένα- δυστυχώς ακόμα και σήμερα- δύσκολο θέμα πραγματεύεται το βιβλίο του Ε.Μ. Φόρστερ που γράφτηκε το 1914 αλλά δε δημοσιεύτηκε πριν το θάνατό του. Στο «Μωρίς» ο συγγραφέας με την αδιαμφισβήτητη πένα αναλύει το θέμα της ομοφυλοφιλίας με όρους απλούς και ανθρώπινους. Όπως δηλαδή θα έγραφε για κάθε έφηβο και νεαρό άντρα που ψάχνει την ταυτότητά του.

Το βιβλίο ακολουθεί τον Μωρίς από την αρχή της εφηβείας, μπερδεμένο σε πολλά επίπεδα να ανακαλύπτει τελικά τον έρωτα και να ωριμάζει με έναν άντρα. Κι όταν αυτός τον προδίδει, εκείνος είναι χαμένος, όπως θα ήταν ο καθένας μας όταν χάνει ένα μεγάλο έρωτα.

Πέρα από το βασικό θέμα, εδώ θίγονται ουσιαστικά κι άλλα ζητήματα, όπως η απελευθέρωση από τις συμβατικότητες της κοινωνίας, από την «μοίρα», έτσι όπως την έχουν προδιαγράψει οι γονείς και η κοινωνική θέση, η ηθική υπόσταση ενός ανθρώπου που μαθαίνει να ευχαριστεί τελικά τον εαυτό του κι όχι τη σύμβαση των γύρω του.

19/9/09

Η μοναξιά της ασφάλτου

Το καινούργιο βιβλίο του Δημήτρη Μαμαλούκα, «Η μοναξιά της ασφάλτου», είναι ένα αστυνομικό με στοιχεία νουάρ, γραμμένο με τον ευέλικτο τρόπο των στιγμιότυπων από διαφορετική οπτική γωνία κάθε φορά. Στην αρχή φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους ιστορίες μας βάζουν στο κλίμα της βρόμικης πόλης που κάθε τόσο τυλίγεται στην άσπρη ομίχλη που την κάνει να παραλύει. Αυτό το "Βρομερό Άσπρο" είναι το δικό μου αγαπημένο εύρημα σε όλο το βιβλίο.

Προχωρώντας η σύνδεση μεταξύ των χαρακτήρων φαίνεται εντονότερη. Παρά τον τίτλο και την εμφανώς μεγάλη αγάπη του συγγραφέα για τα αυτοκίνητα, αυτά δεν παρεμβαίνουν άμεσα στην πλοκή, μονάχα προσθέτουν μαζί με τα μουσικά κομμάτια κάτι από το νουάρ. Οι χαρακτήρες είναι αυτοί που θα περίμενε κανείς στο εν λόγω είδος, ο σκάρτος αστυνομικός, ο τρελός δολοφόνος, το θύμα, το θύμα που γίνεται θύτης. Το στοιχείο του σασπένς ως ένα βαθμό είναι ενεργό. Ο συγγραφέας έχει καλές ιδέες που δε σε κάνουν να βαριέσαι.

Από την άλλη πλευρά όμως νιώθω πως αυτό είναι ένα βιβλίο αδούλευτο. Οι αρχικές σελίδες είναι μάλλον γραμμένες με βιασύνη και οι χαρακτήρες σχηματικοί. Τόσο ο διεφθαρμένος μπάτσος, όσο και ο ιδιότροπος κατά συρροή δολοφόνος δεν έχουν τίποτα καινούργιο να πουν, αναπαράγουν και μάλιστα με περιγραφικό τρόπο και όχι κατ’ ανάγκη με τις πράξεις τους, ένα πολύ γνωστό πρότυπο.

Η αστυνομική λογοτεχνία στην Ελλάδα είναι ένα είδος που υποφέρει, για αυτό χαιρετίζω οποιαδήποτε προσπάθεια καλών προθέσεων. Και φυσικά ένα βιβλίο σαν κι αυτό που καταφέρνει να με κρατά ένα ολόκληρο πρωινό για να το τελειώσω έχει μέσα μου διαφορετική αξία, από τα άλλα που τα τραβάω μέρες από τον καναπέ στο κομοδίνο κι όμως δεν τελειώνουν. Όμως λίγο δούλεμα και παίδεμα ακόμα θα το έκανε πολύ καλύτερο.

14/9/09

Η ευχή και η κατάρα online


Με τους ανθρώπους που διαβάζεις πάνω κάτω τα ίδια βιβλία, το έχω παρατηρήσει πως υπάρχει πάντα μια σύνδεση παραπάνω. Κι ας μην τους ξέρεις, κι ας μην τους μάθεις πραγματικά ποτέ. Το διαπιστώνω τώρα με το blog, το facebook, καταλαβαίνω πως μπορεί να μην έχω γνωριστεί με κάποιους από σας, αλλά νιώθω κοντά.

Αυτό είναι περίεργο συναίσθημα. Και μάλλον δεν αφορά μόνο τα βιβλία. Ως τώρα πίστευα πως οι γνωριμίες online είναι απατηλές, σε αφήνουν στο σκοτάδι για το πραγματικό ποιόν των ανθρώπων. Τώρα αναθεωρώ. Μέσω του facebook ήμουν για κάποιον καιρό σε μια εφαρμογή που σε άφηνε να εκφράζεις τη γνώμη σου επί παντός επιστητού, από την πολιτική, τη θρησκεία, την κοσμοθεωρία σου για τη ζωή, μέχρι τη…μαλακία. Κι εκεί «γνωρίστηκα» με ανθρώπους που ιδέες μας κάπως μοιάζανε, όχι όλες κι όχι για όλα, μα με τους περισσότερους μια διαδικτυακή κουβέντα παραπάνω την είχα πει.

Τι έγινε όταν βρέθηκα με κάποιους από αυτούς; Δεν ένιωσα αμηχανία (και μπορώ να γίνω πολύ ντροπαλή αν θέλω), δεν ένιωσα τίποτα άλλο παρά ζεστασιά και χαρά, δεν χτύπησε καμπανάκι η έμφυτη αγοραφοβία μου, τέλως πάντων. Αισθάνθηκα περίπου όπως όταν συναντώ την παρέα μου από το Πανεπιστήμιο που βρισκόμαστε πια σπάνια όλοι μαζί, αλλά περνάμε καλά γιατί ξέρουμε ο ένας τον άλλο και βγαίνουμε για καφέ ανά δυάδες.

Εντελώς αφύσικο. Και νιώθω πως το ίδιο θα πάθω αν συναντήσω κάποιους από σας με τους οποίους μιλάω για βιβλία πιο συστηματικά, που ανοίγομαι, θέλω δε θέλω, γιατί νιώθω οικεία. Τόσο απλά. Αυτή είναι η χαρά και η λύπη της νέας διαδικτυακής εποχής μάλλον. Η ευχή και η κατάρα της.

10/9/09

Το πορτρέτο


Σπανίως βαριέμαι με τα βιβλία, τούτο εδώ με έκανε πάντως να το βαρεθώ ως την τελευταία του σελίδα που τη διάβασα σχεδόν μαστιγώνοντάς με. Ο Pierre Assouline δίνει το λόγο στο πορτρέτο μιας κυρίας της αριστοκρατίας, της Μπέτυ Ρότσιλντ, που μας αφηγείται την ιστορία της οικογένειάς της πριν και μετά το θάνατό της. Βλέπετε το πορτρέτο έχει απορροφήσει την κυρία μετά θάνατον κι έτσι συνεχίζει να ζει περιπέτειες. Η αλαζονεία και το τουπέ της Γαλλικής αριστοκρατίας του 19ου αιώνα αποδίδονται καλά, έστω κι αν προέρχονται από μια Εβραία μη Γαλλίδα. Αλλά η ιστορία της Γαλλικής αριστοκρατίας με την περιγραφή πινάκων, χαλιών και χοροεσπερίδων δεν αποτελεί λογοτεχνικό βιβλίο.

Και όταν έρχονται οι Γερμανοί, "το πορτρέτο" τα κάνει ακόμα πιο μούσκεμα. Μας αφηγείται τη Γερμανική κατοχή και βιαιότητα, λες και πρόκειται για φιλολογικό ατόπημα. Εδώ εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν, το πορτρέτο χτενίζεται.

Η επιθετικότητά μου προφανώς δεν έχει να κάνει μόνο με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ο ιστορικός τέχνης κι ο ερευνητής πρέπει να παραμένει αυτό. Διαφορετικά αν θέλει να γράψει λογοτεχνικό βιβλίο πρέπει να έχει κάτι περισσότερο να πει από αυτό που διάβασε στις πηγές του. Γιατί ένα ομιλούν πορτρέτο δε φέρνει τη λογοτεχνική άνοιξη.

"Το πορτρέτο", Πιέρ Ασουλίν, μετ. Μαρία Γαβαλά, εκδ. Πόλις, 2009, σελ.320  

4/9/09

"Ο δαιμονιστής", Αύγουστος Κορτώ


Σήμερα θα σας μιλήσω για ένα βιβλίο καλών προθέσεων και ουσιαστικού ταλέντου. Αλλά και για την κατάρα της ελληνικής λογοτεχνίας τα ταλέντα να επαναπαύονται στις δάφνες τους και να μην εξελίσσονται. Κάπως σαν του ποδοσφαιριστές από τις Ακαδημίες του Παναθηναϊκού.

Ο "δαιμονιστής" του Α. Κορτώ αξιοποιεί μια ωραία ιδέα. Το βιβλίο είναι γραμμένο πρωτοπρόσωπα και σε βάζει στον κόσμο ενός αρχαίου δαίμονα που δηλώνει από την αρχή το ποιόν του. Είναι καταραμένος να ανταλλάσσει κορμί με όποιον κάνει έρωτα. Ως εδώ τα πάντα είναι όμορφα και πρωτότυπα.

Κι έπειτα; Κι έπειτα το βιβλίο "εγαμήθη", που θα έλεγε (μάλλον) κι ο ίδιος ο συγγραφέας. Ακολουθεί ένας σωρός από στιγμιότυπα συνουσίας (αλλιώς το λένε αυτό, αλλά είμαι κοριτσάκι) που είναι απλώς αυτά, τίποτα άλλο. Ένας ήρωας που τραβά το ζόρι της αιωνιότητας χωρίς καμία σταθερά, αναλώνεται αντί να εξελίσσεται. Κρίμα.

Το βιβλίο δεν πείραξε την σεμνοτυφία μου, κάθε άλλο. Καλές σεξουαλικές σκηνές σε βιβλία μερικές φορές είναι δυνατότερες και από τις αντίστοιχες στον κινηματογράφο. ( Δεν ξεχνώ την "έκσταση"- έτσι το λένε αυτό τώρα- που μου δημιούργησε στην εφηβεία μου η "Λούλα" του Β. Ραφτόπουλου.) Αυτό που με λύπησε είναι η ευκολία. Ο Κορτώ έχει σαφέστατα συγγραφικό ταλέντο, αλλά δεν έστρωσε τον κώλο του κάτω να βρει δέκα καλές ιδέες για να συνεχίσει να έχει πλοκή, βάθος και ένταση το μυθιστόρημα.

Θα είμαι ειλικρινής, ο "δαιμονιστής" είναι ευχάριστος και ευκολοδιάβαστος. Λίγες σελίδες που μπορούν να διαβαστούν απνευστί χωρίς να κουράσουν καθόλου. Αυτό είναι το τάλαντο. Αλλά δεν φτάνει. Ή μάλλον φτάνει για την Ελλάδα. Αλλά γιατί ένα τέτοιο δώρο να το χαραμίσεις στην ευκολία του ελληνικού εκδοτικού κόσμου και να μην ανοίξεις τα φτερά σου. Όταν μπορείς να είσαι αετός.


"Ο δαιμονιστής", Αύγουστος Κορτώ , εκδ. Καστανιώτη, 2007, 327

30/8/09

Τα λάθη μου

Αντιλαμβάνομαι τώρα, μετά από μια παύση σχεδόν δυο μηνών σε αυτά που γράφω, κάποια από τα σημεία που αποδυναμώνουν τα μυθιστορήματά μου. Η δημιουργία ενός διηγήματος είναι μια κάπως ευκολότερη ιστορία, γιατί πέρα από την αρχική καλή ιδέα, απαιτεί μια στοιχειώδη εξέλιξη του χαρακτήρα και συνήθως μια αναπάντεχη στροφή στο τέλος. Το μυθιστόρημα όμως είναι για δρομείς μεγάλων αποστάσεων κι όχι για μικρά, μικρά σπριντ.

Το βασικό μου λάθος είναι η ανικανότητα να αγαπήσω όλους τους χαρακτήρες μου. Έτσι, αυτός που σκέφτομαι, που γίνεται μέρος μου, εξελίσσεται και παίρνει ζωή ενώ οι γύρω του παραμένουν χάρτινοι, σχεδόν ένα με το φόντο. Στο προηγούμενο μου έργο δε, πιστεύω πως δε συνέβαινε καν αυτό. Ήταν μια ωραία ιστορία, καλοειπωμένη, αλλά ο χαρακτήρας ήταν έρμαιο της πλοκής χωρίς να έχει δική του προσωπικότητα που να μπορεί να επιβληθεί στα γεγονότα.

Ένα ακόμα προβληματικό κομμάτι είναι πως πιέζομαι να γράψω ακόμα κι όταν δε νιώθω έτοιμη γι’ αυτό. Είμαι τεμπέλα από φύση και εργασιομανής από θέση και το θέμα αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι. Η καθημερινή μου εργασία απορροφά μεγάλο μέρος από το χρόνο μου- κάποιες μέρες κοντά στις έντεκα ώρες- και πολλή από την ενέργεια μου. Είναι μια δουλειά που απαιτεί πνευματική εγρήγορση και σωματική καταπόνηση ταυτόχρονα. Κι έπειτα με περιμένει στο σπίτι ό,τι περιμένει μια χαρωπή νοικοκυρά. Άρα για γράψιμο μένει ελάχιστος χρόνος. Για την ακρίβεια μια ώρα τα πρωινά που την κλέβω από τον ύπνο μου. Όταν λοιπόν έχεις σηκωθεί κι η ώρα είναι 7, θέλεις δε θέλεις θα γράψεις. Γιατί λυπάσαι τον χαμένο ύπνο σου, αν μη τι άλλο. Κι αυτό δεν είναι το καλύτερο από πλευράς εμπνεύσεως.

Πολλά από τα άγρυπνα βράδια μου τα περνάω σκεπτόμενη τους ήρωες μου. Αλλά όχι όλους. Πολλά από τα πρωινά μου τα περνάω κοιτώντας την οθόνη του υπολογιστή με αγωνία. Και τώρα που η ζωή μου αναμένεται να αλλάξει περισσότερο, θα είναι ακόμα δυσκολότερο. Αλλά έστω και μια στιγμή έξαψης από μια εξαιρετική ιδέα, αξίζει τον κόπο.

Γι’ αυτό ίσως θα έπρεπε κάποια πρωινά να αφήνω τον εαυτό μου να χουζουρεύει. Ειδικά τώρα που ο ύπνος θα είναι πολύτιμος, σιγά σιγά.

24/8/09

"Σφαγείο Νο5", Kurt Vonnegut


Υπό κανονικές συνθήκες βαριέμαι λιγάκι να διαβάσω κείμενα για τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι ένα πολεμοχαρές κομμάτι της Ιστορίας που έχει αναλυθεί και αναλωθεί σε εκατοντάδες λογοτεχνικά έργα. Κι αν και καταλαβαίνω την ανάγκη του λογοτέχνη που έζησε ένα τόσο συνταρακτικό σημείο της Παγκόσμιας ιστορίας να εκφραστεί, εγώ πια σχεδόν αδιαφορώ.

Στο «Σφαγείο Νο5» του Κερτ Βόνεγκατ, όμως, η αίσθηση μου ήταν τελείως διαφορετική. Το βιβλίο αναφέρεται στον βομβαρδισμό της Δρέσδης, και σε έναν Αμερικανό στρατιώτη που βρέθηκε εκεί. Εστιάζει όμως στον εξευτελισμό του πολέμου, στην ανυπαρξία ηρωικότητας, στην βλακεία και τον παραλογισμό του χωρίς ίχνος περηφάνιας. Στα υπόλοιπα βιβλία, αν και «αντιπολεμικά», τα πολεμοχαρή αρσενικά που τα γράφουν έχουν πάντα έναν κόκκο κρυφής χαράς που μετείχαν και επέζησαν. Εδώ αυτή η αίσθηση καταστρέφεται, μένει μονάχα η δυνατότητα του ήρωα να μεταφέρεται στον χρόνο για να μην πονά, να μη θυμάται και στην τελική να μη ζει.

Και κάπου εδώ μπλέκονται και οι εξωγήινοι….. Συγκεκριμένα οι κάτοικοι του πλανήτη Τραλφάμαντορ που από καιρό σε καιρό επιδεικνύουν τον ήρωα μας στο ζωολογικό τους κήπο. Τίποτα πιο εξαιρετικό, από μια πραγματική τραγωδία με ένα εξωπραγματικό στοιχείο. Το είδος μου.

"Σφαγείο Νο5", Κερτ Βόνεγκατ, μετ. Φίλιππος Χρυσόπουλος, εκδ. Καστανίωτη, 2008, σελ.228

15/8/09

"Ένας τάφος για τον Μπόρις Νταβίντοβιτς", Danilo Kiš


Το βιβλίο του Ντανίλο Κις, «Ένας τάφος για τον Μπόρις Νταβίντοβιτς», το διάβασα υποψιασμένη. Είχα στο μυαλό μου ένα σωρό κριτικές, από ανθρώπους που εκτιμώ και μη, όλες θετικές. Ίσως για αυτό η πρώτη μου εντύπωση να ήταν χλιαρή.

Το βιβλίο αποτελείται από 7 διαφορετικές ιστορίες, για να καταλήξει στο διήγημα για το θάνατο του Μπόρις Νταβίντοβιτς Νόβσκι. Τα κεφάλαια αυτά ακολουθούν όλα το ίδιο μοτίβο- δράση, βασανισμός και εκτέλεση. Και το κοινό δεν είναι ούτε τα πιστεύω, ούτε ο βασανιστής, ούτε και το ποιόν του εκτελεσθέντος (αν και οι περισσότερες από αυτές αναφέρονται στην εποχή του Στάλιν). Είναι η υποκρισία. Και η δύναμη. Και η δυνατότητα να κατηγορήσεις και να σκοτώσεις. Στην τελική η ιστορία του Μπορίς Νταβίντοβιτς Νόβσκι στα 1930 και η ιστορία του Μπαρούχ Νταβίντ Νόιμαν στα 1330 είναι η ίδια ιστορία. Με άλλον ισχυρό, άλλες πλαστές κατηγορίες, άλλη πραγματική δράση, αλλά τον ίδιο κύκλο και την ίδια κατάληξη. Ο ίδιος ο συγγραφέας στο σημείωμά του αναφέρει τη ρήση του Μπόρχες. «Ο κόσμος καταστρέφεται περιοδικά από τη φλόγα που του έδωσε ζωή κι έπειτα ξαναγεννιέται για να ζήσει την ίδια ιστορία».

Και μιας και το αναφέραμε, ας έρθουμε στον Μπόρχες. Ο χαρακτηρισμός του Κις ως «ο Ευρωπαίος Μπόρχες» δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως ένα ακόμα τερτίπι των κριτικών. Καταλαβαίνω πως στη λιτή φόρμα των διηγημάτων αυτών υπάρχει ένας σπόρος, μα δεν υπάρχει η τρέλα και το μεγαλείο. Εδώ μιλάμε για ένα Σέρβο συγγραφέα, που κουβαλά τις μνήμες του παρελθόντος του, που εξαιρετικά αφηγείται αυτό που ανθρώπινα τον καίει, αλλά δεν είναι Μπόρχες.

Αν διάβαζα το βιβλίο δίχως τις κριτικές στην πλάτη μου και τους διθυράμβους πιθανότατα να έμπαινα πιο γρήγορα στο πνεύμα. Και να εντυπωσιαζόμουν περισσότερο.

"Ένας τάφος για τον Μπόρις Νταβίντοβιτς", Danilo Kiš, μετ. Μαρία Κεσίνη, εκδ. Κέδρος, 2009, σελ. 168

4/8/09

Το σπίτι της σιωπής


Το βιβλίο του Ορχάν Παμούκ «Το σπίτι της σιωπής» δεν ήταν από τα αδιάβαστα της βιβλιοθήκης μου, το πήρα σε μια κρίση ενθουσιασμού στο αεροδρόμιο και δεν το μετάνιωσα. Ο συγγραφέας έχει μοναδική αφηγηματική δεινότητα, και χωρίς να λέει μια πρωτότυπη ιστορία, κρατά συνεχώς το ενδιαφέρον.

Στην Τουρκία που εκσυγχρονίζεται, μένουν πράγματα αναλλοίωτα στο χρόνο. Σαν μια παλαιολιθική γιαγιά που μένει σε ένα σχεδόν ερειπωμένο σπίτι με υπηρέτη ένα νάνο που τον μισεί και τη μισεί. Μια γυναίκα που δεν μπορεί να αγαπήσει κανέναν, ούτε τον εαυτό της, που δε βρίσκει έστω λίγη χαρά όταν τα τρία ενήλικα εγγόνια της την επισκέπτονται. Τα εγγόνια, ένας καθηγητής ιστορίας, χοντρός και μέθυσος που τον έχει παρατήσει η γυναίκα του, μια νεαρή γυναίκα που διαβάζει την κομμουνιστική εφημερίδα και ένας ανόητος νεαρός που ονειρεύεται να πάει να σπουδάσει στην Αμερική με τα λεφτά που θα πάρει αν η γιαγιά δώσει το σπίτι αντιπαροχή, προσπαθούν να νικήσουν τους δικούς τους δαίμονες. Στην ζωή τους μπαίνει και ο ανιψιός του νάνου, ένας νέος που έχει προσχωρήσει στους εθνικιστές και τελικά θα έχει κακά ξεμπερδέματα.

Το κουβάρι του παρελθόντος και του παρόντος μπλέκονται αρμονικά, η θρησκόληπτη Τουρκία που δε βλέπει πέρα από τη μύτη της ( με την μορφή της γιαγιάς) συγκρούεται με το καινούριο που έρχεται, τη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου και την έννοια της επιστήμης ( με τη μορφή του ξεχασμένου παππού) και τα παλιά αμαρτήματα έρχονται και κάθονται στο σβέρκο του παρόντος, χωρίς κανείς να μπορεί να τα αποτινάξει.

Άλλο βιβλίο του συγγραφέα δεν έχω διαβάσει, και η αλήθεια είναι πως τον τελευταίο καιρό προτιμώ βιβλία που έχουν ένα στοιχείο μαγικό ή φουτουριστικό. Μα αυτό αξίζει να το διαβάσει κανείς κι ας είναι μια καθαρή ηθογραφία.

27/7/09

"Mr Mee", Andrew Crumey


Ευπειθώς αναφέρω πως επιτέλους διάβασα κάτι…. Στις διακοπές, που συνήθως καταβροχθίζω βιβλία, μετά βίας τέλειωσα ένα. Αλλά ας είναι, καλύτερα από το ολότελα. Στη δουλειά μας, λοιπόν. Το Mr Mee του Andrew Crumey είναι ένα εξαιρετικό δείγμα πως η Αγγλική παραγωγή βιβλίων και συγγραφέων καλά κρατεί. Το έτερο βιβλίο του που έχω διαβάσει (το Μόμπιους Ντικ) μου φάνηκε χλιαρό. Μα τούτο εδώ είναι πραγματικό διαμάντι. «Αυτό είναι ένα βιβλίο που αξίζει να καθιερώσει τον συγγραφέα του», λέει στην κριτική του εξωφύλλου ο Jonathan Coe και δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω.

Η πλοκή χωρίζεται σε τρεις διαφορετικές ιστορίες. Η πρώτη αφορά τον υπέργηρο Mr Mee που κλεισμένος για χρόνια στο σπίτι του με την συντροφιά χιλιάδων βιβλίων ανακαλύπτει στην τρυφερή ηλικία των 88 την χαρά του διαδικτύου, του σεξ κι ένα σωρό άλλων θαυμαστών πραγμάτων. Η δεύτερη έναν ερευνητή της λογοτεχνίας και καθηγητή πανεπιστημίου που νομίζει πως είναι ερωτευμένος με μια φοιτήτρια του και ταυτόχρονα ασχολείται με τον Ρουσσώ. Η τρίτη εξελίσσεται την άνοιξη του 1761 κι αναφέρεται σε δυο τυχοδιώκτες που γνώρισε ο Ρουσσώ….

Και πώς ενώνονται όλα αυτά και φτιάχνουν μια εξαιρετική ιστορία; Η κόλλα εδώ δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ίδια η λογοτεχνία ( την ιστορία της οποίας ο συγγραφέας κατέχει καλά) και η μαστοριά, που κάνουν τον αναγνώστη όχι μόνο να μη βαρεθεί, αλλά να ζητά στο τέλος κι άλλο.


"Mr Mee", Andrew Crumey, ed, Picador, 2000, pg. 344

11/7/09

Κάθε τι στην ώρα του

Το διάβασμα και πολύ περισσότερο το γράψιμο είναι περίεργη διαδικασία. Απαιτεί μια διάθεση που δεν την έχω προσδιορίσει ακόμα, πιθανότατα γιατί δεν υπάρχει κανόνας. Και δε μιλάω μόνο για διαφορετικά άτομα που διαβάζουν σε διαφορετικές στιγμές τους, αλλά και για τον ίδιο άνθρωπο. Το πότε διαβάζουμε είναι απροσδιόριστο.

Όπως θα παρατηρήσατε, τις τελευταίες μέρες δε διαβάζω. Στην προσωπική μου ζωή συμβαίνει κάτι το πάρα πολύ ευχάριστο, η περίοδος είναι όμορφη και γεμάτη συναισθηματικά. Και παρ’ όλη τη γενική ηρεμία και ευφορία, δε διαβάζω. Θα περίμενε κανείς το αντίθετο, μα δε μπορώ να στρωθώ. Σα να μην μπορώ να συγκεντρωθώ.

Σε γενικές γραμμές δεν είμαι από τους ανθρώπους που χρειάζονται να είναι σε κακή στιγμή για να γράψουν. Το αντίθετο θα έλεγα, τις ώρες της δυστυχίας δεν μπορώ να εκφραστώ, τα γραπτά μου είναι στα όρια του ακατάληπτου. Μονάχα αργότερα, στη νηνεμία, μπορώ να αναπαράγω το συναίσθημα. Τώρα ανακαλύπτω πως το ίδιο συμβαίνει και με την ευτυχία.

Δεν είναι πως δεν είχα τέτοιες στιγμές και παλιότερα, μα τότε διάβαζα. Τώρα είμαι τελείως αποδιοργανωμένη. Σχεδόν φοβισμένη πως η όρεξη δε θα μου έρθει ποτέ ξανά. Και είναι κρίμα, γιατί μέχρι τώρα γραφή κι ανάγνωση πήγαιναν χέρι χέρι με τις καλές μου φάσεις. Θα δείξει…..

6/7/09

Το φαινόμενο Ζοζέ Σαραμάγκου

Για όποιον δεν έχει ανοίξει ποτέ βιβλίο του Πορτογάλου συγγραφέα, μια δυσάρεστη έκπληξη τον περιμένει. Στην πρώτη σελίδα, πιθανώς και στη δεύτερη δεν εμφανίζεται τελεία, ίσως όχι και κόμματα. Σε όλο το βιβλίο τα χαρακτηριστικά εισαγωγικά των διαλόγων δεν κάνουν ούτε στιγμή την εμφάνισή τους. Η παντελής έλλειψη στίξης θα μπορούσε να αποθαρρύνει τον κάθε αναγνώστη. (η μαμά μου συνηθισμένη στα ελληνικά μπεστ σέλλερ σίγουρα θα το παρατούσε εκεί και τότε). Για αυτούς τους γενναίους όμως που δεν θα υποχωρήσουν στην πρώτη δυσκολία, ο συγγραφέας επιφυλάσσει ένα αναπάντεχο δωράκι. Γιατί τί άλλο από δώρο μπορεί να είναι μια ιστορία γραμμένη από έναν από τους ελάχιστους εν ζωή μεγάλους συγγραφείς τους καιρού μας.

Ο ίδιος ο Σαραμάγκου κοροϊδεύει τους κριτικούς του λέγοντας πως δεν έχει πάει σχολείο. Η αλήθεια είναι πως αναγκάστηκε να το παρατήσει μικρός για να δουλέψει, αλλά συντακτικό και στίξη διάολε μαθαίνουν τα παιδιά στo δημοτικό. Εξάλλου ο Σαραμάγκου πάντα διάβαζε, δούλεψε σα μεταφραστής και δημοσιογράφος. Δεν είναι λοιπόν αυτός ο λόγος του φαινομενικά ανοργάνωτου γραψίματός του. Μπορεί να ήταν στην αρχή η αφορμή, μα τώρα είναι σίγουρα ηθελημένο. Και μόλις το προσπεράσεις, καταλαβαίνεις το νόημα και τη γοητεία του, Επίσης αντιλαμβάνεσαι πως δε θα μπορούσε να το κάνει ο καθένας. (Προσπάθησε και ο Μάρκες στο Φθινόπωρο του πατριάρχη και…δεν…).

Για αυτό πάνω από όλα σέβομαι τον άνθρωπο που κάποιοι υποστηρίζουν πως έκανε περισσότερο κακό παρά καλό στην μοντέρνα λογοτεχνία. Όχι, ο Σαραμάγκου δεν είναι εύπεπτος όπως τον κατηγορούν οι «λογοτεχνικοί» κύκλοι. Ούτε αγράμματος όπως υποστηρίζουν όσοι δεν έχουν τα άντερα να διαβάσουν παρά τα ευπώλητα της εποχής. Είναι μια κατηγορία από μόνος του. Και εντελώς παράδοξα, τον τελευταίο καιρό είναι μια κατηγορία που πουλάει.

Βιβλία όπως το Περί Τυφλότητας, η Πέτρινη Σχεδία, το Ευαγγέλιο και η Χρονιά που πέθανε ο Ρικάρντο Ρέις, είναι αλληγορίες με τόσο έντονα λογοτεχνικά και πολιτικά μηνύματα που δεν μπορούν παρά να μείνουν στην Ιστορία.

1/7/09

Μαρία

Υπάρχει μια στιγμή που για το σύμπαν έχει σημασία αν υπάρχεις ή δεν υπάρχεις κι αυτή είναι η ώρα της γέννησης. Σε αυτή τη διαδικασία, το μωρό είναι αδιάφορο ακόμα, όλα αφορούν στη μητέρα. Η δική μου πέθανε στη γέννα. Αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκην κακό ή καλό, δε μου έδωσε βαριά κληρονομιά για το μέλλον. Δεν την ήξερα και δεν την ξέρω, όσο κι αν προσπαθούν να μου την επιβάλλουν. Οι φωτογραφίες δεν αρκούν, ούτε τα μοιρολόγια. Πόσο μάλλον οι κατηγορίες.

Μεγάλωσα με τον πατέρα μου, που έκανε, όπως δήλωνε συνέχεια ο ίδιος με καμάρι, ό,τι καλύτερο μπορούσε. Με λίγα λόγια, δούλευε σαν το σκυλί δέκα ώρες την ημέρα και ταυτόχρονα έπαιζε που και που μαζί μου, όταν ευκαιρούσε. Για τους πατεράδες, παραδόξως, αυτό είναι το καλύτερο που μπορούν και μάλιστα χωρίς να νιώθουν καμία τύψη. Μάλλον εκεί είναι που αισθάνθηκα την απουσία μάνας, ειδάλλως δεν σου λείπει αυτό που δε γνωρίζεις.

Ήμουν εφευρετικό παιδάκι κι έμαθα από νωρίς να καλύπτω τις ανάγκες μόνη μου. Δε μιλώ μόνο για τα διαδικαστικά, φτιάξε πρωινό, ζέστανε το φαΐ σου, κάνε μπάνιο. Άρχισα να φτιάχνω τα πράγματα όμορφα γύρω μου, να δημιουργώ τις κατάλληλες συνθήκες για τα αριστουργήματά μου. Να αγαπώ τον εαυτό μου και να μη χρειάζεται κανένας να το κάνει για χάρη μου.

Δεν φόρεσα ποτέ χαρούμενα ροζ φορεματάκια, αν και ο πατέρας λέει πως πως απλά δεν το θυμάμαι. Η αλήθεια είναι πως οι μνήμες μου ξεκινούν αργά, περίπου στα δώδεκα. Πριν από αυτό είναι σαν να μην υπήρχα ούτε εγώ, ούτε εκείνος. Αλλά πάλι δεν έχει καμιά φωτογραφία να το αποδείξει, στο σπίτι εγώ – μωρό, παιδί, έφηβη– είμαι ανύπαρκτη.

Θα ήμουν αχάριστη, εάν έλεγα πως η παιδική μου ηλικία ήταν δυστυχής. Μεγάλωσα χωρίς την καθοδήγηση της μάνας, μα είχα εκείνον και δεν μου έλειψε τίποτα. Ο πατέρας μου δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ. Έλεγε πως το έκανε για μένα, αλλά εγώ πιστεύω πως ήταν ακόμα ερωτευμένος με κείνη, αιώνια πιστός στη σκιά της, βαριόταν να μπει στον κόπο του ερωτικού παιχνιδιού. Με λίγα λόγια, ή η μάνα μου ήταν η γυναίκα της ζωής του ή ήταν ανέραστος. Το αποτέλεσμα πάντως είναι το ίδιο, σε αυτόν τον τομέα δε με βοήθησε καθόλου.

Δεν μπορώ, ούτε μπόρεσα ποτέ να αποδεχτώ πλήρως τη σεξουαλική πράξη ως κάτι φυσιολογικό. Είναι ίσως που ο πατέρας με έβαζε με το ζόρι τις Κυριακές να πηγαίνω μαζί με τη θεία Ευτέρπη στις Εκκλησίες και τα κηρύγματα. Η έξωση από τον μελλοντικό παράδεισο για το προγαμιαίο σεξ είναι κάπως σοκαριστική. Μα πολύ περισσότερο από τη ρομφαία του Θεού, φοβάμαι την ίδια τη γέννηση και το θάνατο. Ο θάνατος και η γέννηση είναι μπερδεμένα στο μυαλό μου, αξεδιάλυτα μεταξύ τους κι αυτό κάνει το σεξ περίεργη διαδικασία.

Η πρώτη μου εμπειρία ήταν όταν ήμουν μεγάλη πια, γύρω στα είκοσι. Δεν ήμουν ποτέ, ούτε και τώρα είμαι, θηλυκή. Δε με πλησίαζαν τα αρσενικά, αν κι εγώ είχα πολλές σκέψεις και συναισθήματα για κάποια από δαύτα. Δε βοηθούσε και το ύψος μου, οι περισσότεροι άντρες φοβούνται μια γυναίκα ψηλότερή τους. Πάντα είχα τα μαλλιά μου κοντά, όπως τώρα, και τα χαρακτηριστικά του προσώπου τραχιά, στιγματισμένα από την ακμή.

Αν ξαναγυρίσουμε στο σεξ πάντως, αν το καλοσκεφτείς είναι μια τρελή ταλαιπωρία, κι αν ο καλός Θεός δεν το είχε κάνει κάπως απολαυστικό, κανένας δε θα έμπαινε σε αυτή την κατάσταση οικειοθελώς. Ο πατέρας μου μαράζωνε όσο μεγάλωνα και δεν είχα γκόμενο, θεωρούσε τον εαυτό του υπεύθυνο για αυτήν την κατρακύλα. Με κοιτούσε και λογάριαζε να πει στην θεία Ευτέρπη να με πάει για ψώνια, να πάψω πια να φοράω τζιν και τι-σέρτ, αλλά συνέχεια το αμελούσε. Θρηνούσε ακόμα το χαμό της μάλλον.

Στις φωτογραφίες η μάνα μου είναι πάντα κομψή και παιχνιδιάρα, γεμάτη νάζι. Στις φωτογραφίες πριν την γέννηση μου, που υπάρχουν με τους τόνους σε διάφορα άλμπουμ στο εξοχικό, οι γονείς μου είναι ευτυχισμένοι. Ο πατέρας μου δεν έγινε ποτέ έτσι μαζί μου. Τον καταλαβαίνω, το παιδί δε μπορεί να υποκαταστήσει τη γυναίκα. Ακόμα ζηλεύω.

Ο θάνατος του με απελευθέρωσε από όλες τις ενοχές για αυτό που είμαι. «Τέρας, σκότωσες τη μάνα σου και ο πατέρας σου πήγε από τον καημό της», είπε η θεία Ευτέρπη. Κανείς δεν της έδωσε σημασία, ήμουν πια είκοσι έξι κι είχα αρχίσει κρυφά από κείνον την ορμονοθεραπεία.

Δεν έφταιξα εγώ που γεννήθηκα έτσι, αυτό δεν καταλάβαινε Έφταιξε εκείνος που δεν πήρε μιαν απόφαση κι ας την άλλαζα μετά. Με έλεγε Μαρία, γιατί έμοιαζα με κοριτσάκι και είχα όλα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του φύλου, αλλά πάντα μου άφηνε την εναλλακτική να είμαι ο Μάριος. Δεν ήθελα, του το είχα δηλώσει από την αρχή πως το μόνο που ήθελα ήταν να είμαι γυναίκα. Δε με άφηνε να πάρω τις ορμόνες, με ήθελε άφυλη.

Το ξέρω πως δε θα γεννήσω ποτέ, αυτό είναι ίσως μια κρυμμένη ευλογία. Το ξέρω πως τα χρωμοσώματά μου είναι Χ και Ψ, τύποις θα έπρεπε να είμαι άντρας. Αλλά δεν είμαι, αναισθησία στις ανδρικές ορμόνες, το λένε θαρρώ. Όταν έχεις αυτό που έχω, η αναπαραγωγή είναι αδύνατη. «Ξέρει ο Θεός που δίνει τα παιδιά», λέει η θεία Ευτέρπη. Μα πάντοτε ήμουνα γυναίκα και κανείς δε θα υποπτευόταν πως είχα όρχεις αντί για ωοθήκες μέσα στην κοιλία μου. Τους έβγαλα όταν ήμουν δεκατεσσάρων, τα άλλα μου όλα είναι θηλυκά.

Στην κηδεία του πατέρα φορούσα ένα κομψό, μαύρο φόρεμα, και οι ορμόνες είχαν επιτέλους χαλαρώσει την όψη μου. Κανέναν δεν ένοιαζε τί έλεγε η θεία Ευτέρπη, όλοι πάντοτε με λέγανε Μαρία. Κι αν ο πατέρας δε μπορούσε να το αποδεχτεί, αν ζητούσε το γιο που δεν του έκανε η μάνα, που του στέρησα εγώ με τη γέννηση και το θάνατο, δεν είχε καμία σημασία. Το μυστικό το είχε πάρει στον τάφο μαζί του. Ευτυχώς.

28/6/09

"Η Νόσος του Μοντάνο", Enrique Vila-Matas



Τη Νόσο του Μοντάνο τη διάβαζα αυτές τις μέρες παράλληλα με το Βιβλίο της Ανησυχίας του Πεσσόα. Όπως και το βιβλίο, η Νόσος δεν είναι αυθεντικό μυθιστόρημα. Αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Το πρώτο κομμάτι του βιβλίου καταλαμβάνει ένα μυθιστορηματικό τμήμα, όπου ο κριτικός λογοτεχνίας Ροσάριο Χιρόντο μας συστήνει τη νόσο του Μοντάνο, του γιου του, που δεν μπορεί να γράψει, αν και είναι συγγραφέας. Σε αυτό το κομμάτι η γυναίκα του Ρόσα είναι σκηνοθέτης και σιγά σιγά μας αποκαλύπτεται ότι κι ο ίδιος πάσχει από τη νόσο, που είναι πολύ ευρύτερη, είναι η ίδια η αρρώστια της λογοτεχνίας. Κι ο αφηγητής μας θέλει να γίνει η ενσάρκωση της λογοτεχνίας, να τη σώσει από τη λήθη και το θάνατο.

Στο δεύτερο κομμάτι το βιβλίο μετατρέπεται σε ημερολόγιο. Ο αφηγητής μάς αποκαλύπτει πως δεν είναι κριτικός, αλλά συγγραφέας, πως ο γιος του είναι ανύπαρκτος κι η γυναίκα του εκδότης που βάλθηκε να εξολοθρεύσει τους ποιητές. Σε αυτό το κομμάτι εμπεριέχεται ένα λεξικό των πιο γνωστών ημερολογιογράφων συγγραφέων, η διαισθητική σχέση του αφηγητή μαζί τους, και μας αποκαλύπτεται η Νόσος σε όλο της το μεγαλείο. Η Νόσος του Μοντάνο δεν είναι τίποτα άλλο παρά η Ζωή μέσα από τη λογοτεχνία και στην τελική ανάλυση μόνο για αυτή.

Στο τρίτο μέρος, μέσα από μια διάλεξη του συγγραφέα όπου ακουμπούν πάλι μυθιστορηματικά κομμάτια, αυτή τη φορά για τη χαρά της υποκριτικής, ο αφηγητής αρχίζει να έχει πραγματικές στιγμές αναμνήσεων άλλων συγγραφέων, μπλέκεται τόσο στη νόσο, που το όνειρο του γίνεται πραγματικότητα. Δεν ενσαρκώνει τη Λογοτεχνία, ενσαρκώνει πια τη Νόσο της Ζωής και του Θανάτου της.

Το βιβλίο είναι εκπληκτικό, σε βάζει σε ένα λαβύρινθο, από όπου είναι δύσκολο να βγεις αλώβητος, ειδικά αν αναγνωρίζεις κάποια από τα σημάδια της Νόσου στον εαυτού σου. Και για μένα ήταν ακόμα περισσότερο επίπονο, όταν δεν ταυτιζόμουν. Όταν δηλαδή συνειδητοποιούσα πως ο Ροσάριο Χιρόντο ήταν ακόμα πιο άρρωστος από μένα. Νοσηρό; Ίσως η αίσθηση πως ζούμε μέσα από τη λογοτεχνία, δηλαδή ζούμε όχι μόνο σε αυτό που έγινε, αλλά και σε αυτό που θα μπορούσε να γίνει, να δίνει μια διάσταση μοναδικότητας. Έναν αδιόρατο σνομπισμό, μια περηφάνια πως είσαι άρρωστος. Κι η στιγμή που κάποιος πιο ασθενής εμφανίζεται να σπάει την τσιχλόφουσκα της ψευδαίσθησης.

"Η Νόσος του Μοντάνο", Enrique Vila-Matas, μετ. Γεωργία Ζακοπούλου, εκδ. Καστανιώτη, 2006, σελ. 353 

26/6/09

Το βιβλίο της ανησυχίας




Η περίπτωση του Φερνάντο Πεσσόα είναι ιδιάζουσα. Ο συγγραφέας και ποιητής που επινόησε για τον εαυτό του τόσα πρόσωπα, τόσους ετερώνυμους, που δεν κατάφερε εν ζωή να τυπώσει παρά ελάχιστα πράγματα από το έργο του, που όμως ακόμα και τώρα που τον ανακαλύπτουμε τόσα χρόνια μετά δείχνει να βοήθησε τη λογοτεχνία του εικοστού αιώνα να πάει μπροστά, έγραψε μονάχα ένα πεζό κείμενο. Για την ακρίβεια το βιβλίο υπογράφει ο ημι-ετερώνυμος του Μπερνάντο Σοάρες, κι ο Πεσσόα το έγραφε σχεδόν όλη του τη ζωή.

Το βιβλίο της ανησυχίας είναι κάτι ανάμεσα σε ημερολόγιο και αυτοβιογραφία, αλλά δεν είναι αυτό και δεν είναι ούτε το άλλο. Είναι πάντως ένα έργο που επηρεάζει βαθιά, που δε σε κάνει στιγμή να αναρωτιέσαι «εγώ γιατί το διαβάζω αυτό τώρα;»

Ο Μπερνάντο Σοάρες λέγεται πως είναι αυτός από τους ετερώνυμους του Πεσσόα που είναι πιο κοντά στην πραγματική του φύση. Αυτό δεν το ξέρω. Μπορώ όμως να σας πω στοιχεία από την ψευτοβιογραφία του και να αποφασίσετε μόνοι. Είναι ένας άντρας γύρω στα τριάντα, βοηθός λογιστή, μένει μόνος και στον ελεύθερο χρόνο του γράφει το ημερολόγιο του, και αποφασίζει να το εμπιστευτεί στον Πεσσόα. Είναι συνάμα ο ήρωας, ο αφηγητής και ο συγγραφέας του βιβλίου. Επίσης είναι ανύπαρκτος. Και γράφει ένα βιβλίο τόσο εκπληκτικό που αν το διαβάσεις αλλάζει όχι μόνο την πρόσκαιρη διάθεσή σου, μα και τον τρόπο που σκέφτεσαι τα πράγματα.

25/6/09

Ο αποχωρισμός

Στο δωμάτιο επικρατεί σκοτάδι, ανοίγω το φως και η μοναχική φιγούρα του λερού πιάτου, γεμάτου σάλτσες και ψίχουλα, με πληγώνει. Με βασανίζει αφόρητα. Αφημένο πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού. Παρατημένο και παράταιρο. Ποτέ άλλοτε δεν ήμουν ανεκτική σε τέτοιου είδους ακαταστασίες. Τώρα ανοίγω τα μάτια και η σκόνη που μαζεύεται πάνω στην εταζέρα, με πονά. Κοιτώ το φουτουριστικό φωτιστικό στον τοίχο, τις κουρτίνες που ανέμιζαν κάποτε, όταν σηκωνόταν αέρας.

Εδώ καθόμασταν με το Δημήτρη. Εγώ σε τούτη την καρέκλα, κι εκείνος στην μακρινή απέναντι μου. «Δεν είναι σωστό οι οικοδεσπότες να κάθονται πλάι πλάι», μου έλεγε. Το σερβίτσιο του φαγητού, το καλό μας, λάμπει μες στη βιτρίνα του σύνθετου, γυρνούν τα ράφια του εφιαλτικά, φωτιζόμενα από το εσωτερικό φως. Ξεδιπλώνομαι.

Μια γυναίκα, μέσα σε μιαν άλλη γυναίκα και γύρω της βουνά, κι έπειτα κι άλλες γυναίκες ξαπλωμένες, ηδονικά τανυζόμενες, ενοχλητικές φιγούρες πάνω στον απέναντι πίνακα. Τούτο τον πίνακα δεν τον διάλεξα εγώ. Εκείνος. Εγώ διάλεξα τη συλλογή από λουλούδια μέσα σε κείνο το βάζο, τον πίνακα με τα χρώματα που πήγαιναν με το καθιστικό.

Όλα γύρω μου ροζ. Επιλογή του διακοσμητή το ροζ και το γκρι, πάντοτε ενοχλούσε το Δημήτρη. Τον έμπλεκε σε περιπέτειες. Τούτο το σπίτι δε θυμίζει τίποτα από μένα. Μου έλεγε. Η μεγάλη τηλεόραση, πλάσμα, τελευταίας τεχνολογίας, σβηστή, μου δίνει στα νεύρα. Θα ήθελα να τη σπάσω, να μην υπάρχει πια, να μην μου θυμίζει εκείνον.

Μπαίνω στην κουζίνα. Με απορροφούν για λίγο τα στοιβαγμένα άπλυτα κουζινικά στο νεροχύτη, οι συσκευές, εντοιχισμένες και γυαλιστερές. Τί να το κάνω εγώ τούτο το τεσσάρι; Τα παιδιά μου από καιρό φευγάτα, με οικογένειες και αγκαλιές άλλες. Κι ο Δημήτρης. Αυτός επέλεξε τη φυγή. Ο άνανδρος.

Βγάζω με προσοχή τις μαύρες κάλτσες, τη φούστα, τη μπλούζα, μαύρες κι αυτές και τις απιθώνω στο κρεβάτι με το κόκκινο ντεσέν. Επιλογή του διακοσμητή. «Ούτε στην κρεβατοκάμαρά μας δεν μπορούμε να είμαστε εμείς», έλεγε ο Δημήτρης μου. Σαράντα μέρες πεθαμένος κι εγώ ακόμα να το συνηθίσω.

21/6/09

Ο Κεραυνός

Έξω έβρεχε καταρρακτωδώς. Είχαν ανοίξει οι κρουνοί του ουρανού, σαν τιμωρία και σαν κάθαρση και έραιναν τα πάντα με μιαν ατέρμονη ροή από νερό και αστραπές. Η Κάτια έπλενε τα πιάτα στην κουζίνα και κοιτούσε από το παράθυρο τη βροχή να ξεπλένει τους δρόμους, τα αυτοκίνητα, τα δέντρα. Συχνά πυκνά άστραφτε. Τα πεύκα στο απέναντι άλσος προσέλκυαν τους κεραυνούς. Η γυναίκα φοβήθηκε για την ίδια και για το σπίτι της. Για την μεγάλη περιπέτεια της ζωής που τώρα ξεκινούσε ξανά. Μόλις είχε μετακομίσει σε τούτο το διαμέρισμα. Θα έμενε μόνη. Να καθαρίσει τις σκέψεις της, να βρει το εαυτό της. Έτσι έλεγε σε όλους, έτσι έλεγε και στα μύχια της ψυχής της. «Όλα θα πάνε καλά».

Με αργές κινήσεις, πήγε από δωμάτιο σε δωμάτιο και έκλεισε τους διακόπτες των τηλεοράσεων, έκλεισε τα στόρια, να μη βλέπει τη βροχή, να μην ακούει τις βροντές, να μην έρχονται άσχημες σκέψεις και φόβοι να την προϋπαντήσουν. Μια γυναίκα μόνη πάντα είναι ευάλωτη στις καταιγίδες. Έπειτα ξαναγύρισε στο πλύσιμο των πιάτων, στο ακόμα ανοιχτό παράθυρο της κουζίνας και τις ανάκατες σκέψεις της.

Λένε πως το πλύσιμο των πιάτων είναι ψυχοθεραπευτικό. Πως καθαρίζει το μυαλό από τα υπολείμματα του ασυνειδήτου. Η βροχή, καταρρακτώδης, ορμητική, γεμάτη ένταση και ενέργεια πρωτόγνωρη, έδινε τροφή και ηλεκτρισμό στις σκέψεις της Κάτιας. Το μυαλό της αρχικά πιάστηκε από τα ζητήματα στη δουλειά, έπειτα στις εκκρεμότητες στο σπίτι. Σκέφτηκε με θυμό τα πλυμένα ρούχα που στράγγιζαν στο παρκέ του άδειου παιδικού δωματίου. «Δεν αξιώθηκα ένα παιδάκι», ξεκίνησε η διαδικασία της αυτολύπησης.

Αναπάντεχα, ένας κεραυνός φώτισε το απόμερο δρομάκι κάτω από το διαμέρισμα της. Στο φως του, η Κάτια είδε βαθιά μέσα στο άλσος, απέναντι από το σπίτι, μια γυναίκα. Της έμοιασε να μη φορά τα κατάλληλα ρούχα για βροχή. Σα να ήταν ντυμένη μοναχά με τη ρόμπα του σπιτιού της. Η γυναίκα αυτή δεν ήταν μόνη. Στο φως του επόμενου κεραυνού φάνηκε πως την έσερνε ένας άντρας από τα χέρια, την τραβολογούσε μέσα στη βροχή. Τη χτυπούσε αλύπητα. Το πρόσωπο της ήταν διεσταλμένο από τον πόνο και φάνηκε φρικιαστικό και άσχημο στη στιγμιαία λάμψη του κεραυνού.

Η Κάτια παράτησε τα πιάτα, έριξε πάνω της το αδιάβροχο που κρεμόταν στον καλόγερο δίπλα στην πόρτα, αλλά δεν ήταν το δικό της, και βγήκε τρέχοντας από το σπίτι. Η βροχή, καταλυτική και λυτρωτική, την πότισε αμέσως ως την τελευταία ίνα του κορμιού της. Έμεινε μια στιγμή να ανασάνει τη ζωογόνο δύναμη της. Έπειτα ένας κεραυνός την τάραξε με τον κρότο του και της έδειξε το δρόμο. Έτρεξε προς το ζευγάρι, που φαινόταν τώρα να παλεύει, ρίχτηκε πάνω σε αυτόν τον άντρα, που θέλησε να κακοποιήσει τη γυναίκα μέσα στην ζωντανή βροχή. Την τράβηξε από τα χέρια του, με μια επιδέξια κίνηση του έριξε μια κλωτσιά στα αχαμνά κι έπειτα κι άλλη κι άλλη, ώσπου ο άντρας σωριάστηκε αιμόφυρτος στο μαλακό γρασίδι. Την έσωσε.

Την πήρε σπίτι της. Τύλιξε το μωλωπισμένο κορμί της με μια κουβέρτα, έτριψε τα πονεμένα άκρα της με λίγη κολόνια, της έφτιαξε καφέ. Η γυναίκα τρομαγμένη, δε μιλούσε. Δεν είχε λόγια να την ευχαριστήσει, να της πει πόσο σημαντικό ήταν για αυτήν που κάποιος νοιάστηκε, που κάποιος έτρεξε μες στη βροχή για να τη σώσει. Ήπιε το ρόφημα αχόρταγα κι έπειτα κοιμήθηκε στο κρεβάτι που της έστρωσε η Κάτια. Με ζεστές κουβέρτες και παπλώματα που απαλύνουν τους πόνους.

Η Κάτια ξύπνησε μουδιασμένη το πρωί. Έξω το πρωινό έδειχνε καθαρό και όμορφο, μετά το χθεσινό ξέσπασμα του καιρού. Το κορμί της πονούσε ολόκληρο από τη χθεσινοβραδινή περιπέτεια. Άναψε το θερμοσίφωνα και περίμενε να ζεσταθεί το νερό, όσο να πιει τον καφέ της. Μπήκε στο μπάνιο με αργές τελετουργικές κινήσεις, γδύθηκε, εξέτασε στον καθρέφτη το κορμί της και τις ουλές στην ψυχή. Έπειτα άφησε ευεργετικό το νερό να κυλήσει επάνω της. Βγήκε και σκούπισε προσεκτικά το σώμα της. Είχαν ήδη αρχίσει να φαίνονται οι μελανιές. Τηλεφώνησε στην αστυνομία. «Χθες βράδυ. Στο άλσος. Προσπάθησαν να με βιάσουν. Αλλά εγώ του ξέφυγα. Αλλά εγώ σώθηκα»

Ήρθε ένας αστυνόμος, έπειτα, από το σπίτι της για να της βάλει τις χειροπέδες, να την πάει στο τμήμα, να τη ρωτήσει πώς τον σκότωσε. Στην αρχή τους είπε την ιστορία με το βιασμό. Ύστερα την ιστορία με την άλλη, την άγνωστη γυναίκα. Έπειτα ήρθε η αδελφή της. Κατέθεσε πως το θύμα ήταν ο πρώην της Κάτιας. Πως τη χτυπούσε. Πως μια μέρα σαν την χθεσινή, την είχε βγάλει στη βροχή και την έσπασε στο ξύλο. Την έστειλε στο νοσοκομείο. Κι έπειτα στο τρελάδικο. Για κάποιον καιρό.

Στο τέλος η Κάτια τους είπε πως έφταιγε ο κεραυνός. Αν δεν ήταν αυτός δε θα είχε δει ποτέ τον πρώην άντρα της να διασχίζει το αλσάκι έξω από το σπίτι, μέσα στη νύχτα και τη βροχή.