26/3/11

"1.000.000 στιγμές", Μιχάλης Φουντουκλής


Με καλές αλλά και κακές στιγμές το πρωτόλειο του Μιχάλη Φουντουκλή, «1.000.000 στιγμές» μας συστήνει μια κλασική φοιτητοπαρέα, τον Πέτρο, τον Τόλη, τον Αλέξη και τα 3Φ(Φαίη, Φανή, Φένια). Όποιος έχει βρεθεί σε παρόμοια φοιτητοκατάσταση πιθανώς να αναγνωρίσει σε κάποιους από τους ήρωες τον εαυτό ή τον κολλητό του. Πέρα από αυτό όμως, το βιβλίο είχε αρκετές αμηχανίες και δυσκολίες, άλλοτε κυλούσε κι άλλοτε σκάλωνε τόσο η πλοκή όσο και η αφήγηση. Φαντάζομαι πως αυτό, μαζί με κάποια ορθογραφικά, είναι από τις παιδικές ασθένειες των νεαρών συγγραφέων και εκδοτών.

23/3/11

"God is dead", Ron Currie


"God is dead", τόσο απλά, λοιπόν, ο Θεός παίρνει τη μορφή μιας γυναίκας στο Νταρφουρ και κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών πεθαίνει. Σκυλιά τρώνε το πτώμα του και αποκτούν κάτι από τις ιδιότητές του, αρνούνται όμως τη θεότητα. Δέκα νεαροί φίλοι αποφασίζουν να διαπράξουν μαζική αυτοκτονία, γιατί ο κόσμος δεν είναι πια αυτός που ήταν. Ελλείψει άλλου θεού, οι γονείς θεοποιούν τα παιδιά τους, ο κόσμος ακόμα αλληλοσκοτώνεται αλλά αντί να το κάνει για τις θρησκείες το κάνει για συγκρουόμενες θεωρίες ψυχολογίας(!). Α, κι η οικογένεια ένος από αυτούς τους κλασικούς μαζικούς φονιάδες - που δεν παύουν να υπάρχουν, εννοείται-κατηγορείται για θρησκόληπτη και δεν μπορεί να αντέξει το βάρος τέτοιας προσβολής.

Ο Θεός πέθαινει μα ο κόσμος συνεχίζει να γυρίζει. Η ζωή βρίσκεται στην ανθρώπινη φύση κι όποιος δεν μπορεί τη σκέψη ενός πεθαμένου θεού πεθαίνει, οι άλλοι επιβιώνουν. Ο Ron Currie γράφει ένα βιβλίο ξεκαρδιστικό, ανθρώπινο, σαν σπονδυλωτό μυθιστόρημα, όπου διάφοροι κόσμοι και διάφοροι άνθρωποι ενώνονται με μια και μόνο ιδέα: ο Θεός είναι νεκρός.


"God is dead", Ron Currie, Viking Adult, 2007, pg.182

17/3/11

"Divisadero", Michael Ondaatje



Μια μάλλον αδιάφορη και ουδέτερη αίσθηση μου άφησε το "Divisadero" του Μάικλ Οντάατζε. Η πλοκή ακολουθεί την ιστορία δυο αδελφών που μεγάλωσαν μαζί με τον πατέρα τους σε ένα αγρόκτημα, η μια, η Άννα, είναι αληθινή του κόρη, την άλλη την Κλερ, την πήρε μαζί του από το μαιευτήριο, όταν πέθανε πάνω στη γέννα η γυναίκα του. Μαζί τους μεγαλώνει κι ένα αγόρι, ο Κουπ, που είδε τους γονιούς του να σκοτώνονται. Αναπότρεπτα μια από τις δυο, η αληθινή κόρη, ερωτεύεται το αγόρι, ο πατέρας τους πιάνει, και μετά από μια τραυματική σκηνή όπου ο πατέρας κοντεύει να σκοτώσει το αγόρι και η κόρη του επιτίθεται, οι δρόμοι όλων τους χωρίζουν. Η Άννα γίνεται ερευνήτρια και μελετά τη ζωή ενός συγγραφέα του Λισιέν Σεγκουρά, η Κλερ μια γυναίκα με σταθερή δουλειά, ο Κουπ επαγγελματίας χαρτοπαίκτης. Η ιστορία των τριών εναλλάσσεται με κομμάτια από τη βιογραφία του Σεγκουρά και καμία πλοκή δεν ολοκληρώνεται στα αλήθεια, ούτε τίποτα παίρνει οριστική μορφή ή τέλος.

Το βιβλίο έχει κάποια γοητευτικά στοιχεία αλλά στο τέλος με άφησε ανικανοποίητη. Κρίμα, γιατί παρά τον μελό του χαρακτήρα, ο "Άγγλος ασθενής", του ίδιου συγγραφέα με είχε ενθουσιάσει.





12/3/11

Περί "χτενίσματος"

Λοιπόν έχω ένα θέμα και πολύ θα με βόλευε να μου δώσετε μια λύση. Ενώ απολαμβάνω τη διαδικασία του γράψε σβήσε όταν γράφω ένα μεγάλο κείμενο, όταν τελικά τελειώσει βαριέμαι να το χτενίσω ξανά. Έχω όλη την καλή πρόθεση αλλά πάντα κάτι άλλο επείγει να κάνω και το αφήνω πίσω, ξεκινώ καινούργια μέτωπα, με καινούργια κείμενα, απορροφούμαι με ένα βιβλίο που διαβάζω, με λίγα λόγια αποσυντονίζομαι.

Η αλήθεια είναι πως το χτένισμα ενός μυθιστορήματος απαιτεί χρόνο που εγώ δεν έχω, από την άλλη και η συγγραφή του επίσης. Άρα εγώ φταίω, αρνούμαι να κάνω την επιμέλεια του κειμένου, σαν καμιά μεγάλη ντίβα που κάποιος άλλος θα το κάνει για κείνη. Και δεν είναι πως πρόκειται για κείμενα που δεν μου αρέσουν ή δεν αγαπώ. Σα να έχω διάσπαση προσοχής, οτιδήποτε απαιτεί να στρωθώ πάνω από ώρα για να το κάνω, με δυσκολεύει. Όλο με τρώει μια καινούργια ιδέα και δεν θέλω πια να ασχοληθώ με την παλιά. Κι όμως πρέπει. Αν θέλω κάποτε να είμαι περήφανη για τα γραπτά μου, ή αν έστω θέλω κάποια στιγμή να εκδοθούν.

9/3/11

"Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν", Lionel Shriver



Ειλικρινά δεν ξέρω αν θα "Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν" ή πρέπει να αφήσω το βιβλίο να κατασταλάξει μέσα μου. Είναι στιγμές που το θεωρώ υπερβολικό και γελοίο, γραμμένο από μια γυναίκα που απλά δεν είναι μάνα. Από την άλλη, η αλήθεια του, η αλήθεια του να είσαι μητέρα ενός από τους εφήβους που Σκοτώνουν στα Σχολεία, είναι ακόμα πιο τρομακτική από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Ίβα Κατσαντουριάν για το γιο της.

Σε επιστολές προς τον σύζυγο της η μάνα μας περιγράφει πως ποτέ δεν ήθελε να γίνει μητέρα, πως μόλις γεννήθηκε ο μικρός απέρριψε το στήθος της και ούρλιαζε για το υπόλοιπο έτος, πως τελικά έγινε ένα απαθές πλάσμα που επίτηδες έμαθε τον εαυτό του να μην του αρέσει τίποτα για να μην είναι τρωτός. Μας περιγράφει δηλαδή ένα παιδί γεννημένο δολοφόνο και μια γυναίκα που κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αλλά και μετά συμπεριφέρεται ακριβώς όπως πρέπει για να διαμορφώσει έναν αμετανόητο δολοφόνο που αντλεί ευχαρίστηση από το σούσουρο γύρω από το όνομά του και νιώθει Κάποιος επειδή σκότωσε. Όλοι οι χαρακτήρες είναι ακραίοι, είναι όμως τόσο ακραία και η πράξη, τόσο αδιανόητη και απάνθρωπη, που έχεις ανάγκη να δεις με μεγαλύτερη συγκατάβαση τον Κέβιν. Δεν γίνεται. Ο Κέβιν είναι το τέρας που είναι και η μάνα που δεν τον ήθελε και δεν τον αγάπησε ποτέ τον κατηγορεί για πράγματα απλά, όπως ότι μικρός δεν ήθελε να βγάλει την πάνα του ή της μουτζούρωσε το γραφείο, μέχρι για τερατώδη, πως έκαψε με οξύ την αδελφή του κι έχασε το μάτι της ή πως έσπασε τα φρένα του γειτονόπουλου.

Το βιβλίο δημιούργησε μεγάλη αίσθηση, είναι ευκολοδιάβαστο, συνταρακτικό. Αλλά δεν ξέρω αν μπορεί να είναι και αυθεντικό.



7/3/11

ΒΙΒΛΙΟΠΡΟΤΑΣΕΙΣ: "Καθώς ψυχορραγώ", William Faulkner



Υποθέτω πως είναι πολλά αυτά που θα μπορούσε να πει κανείς για τον Φώκνερ, πως είναι ο σπουδαιότερος λογοτέχνης του προηγούμενου αιώνα, πως καθόρισε και ακόμα καθορίζει το σύγχρονο μυθιστόρημα, πως τα έργα του είναι όλα συνταρακτικά, μεγάλα αριστουργήματα. Όλα θα ήταν αλήθεια, αλλά και ψέματα.

Το “As I lay dying” είχε την τύχη να μεταφραστεί από τον Μένη Κουμανταρέα κι έτσι κατέληξε με τον εξαιρετικό ελληνικό τίτλο «Καθώς ψυχορραγώ». Η υπόλοιπη μετάφραση δεν είναι το ίδιο εμπνευσμένη, αλλά θεωρώ πως είναι έντιμη, είναι τόσο δύσκολο να μεταφράσεις την ιδιωματική, ιδιότυπη γλώσσα του Γουίλιαμ Φώκνερ. Πάντως η εμπειρία της ανάγνωσης του πρωτοτύπου παραμένει μοναδική.

Το έργο περιγράφει την κατασκευή του φέρετρου της νεκρής μητέρας από τον πατέρα και τα πέντε παιδιά του και τη μεταφορά της σορού στην άλλη άκρη της επαρχίας. Μας μιλούν διαδοχικά 15 αφηγητές και μέσα στην ροή της αφήγησης και στην άποψη του καθενός για τον άλλο αλλά και την ιστορία ξετυλίγεται η πλοκή. Από αυτές τις απλοϊκές σχεδόν, πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις προκύπτει μια ολόκληρη τοιχογραφία ανθρώπων της αγροτικής Αμερικής, που ο καθένας για τους προσωπικούς του λόγους θέλει να γίνει η τελετουργία της ταφής όπως πρόσταξε η μάνα. Η αθλιότητα, η μιζέρια της ανθρώπινης φύσης σε χτυπάνε εκεί που πονάει και η γελοιότητα ή και όχι της κατάστασης είναι αυτό που ανυψώνει το βιβλίο, σχεδόν το απογειώνει.

Το μυθιστόρημα το έχω διαβάσει πολλές φορές, είναι μικρό και παρ’ όλες τις ιδιοτροπίες του σχεδόν εθιστικό. Για μένα είναι αριστούργημα, όπως και το «Η Βουή και η Μανία». Δεν ισχύει κάτι τέτοιο για το «Φως τον Αύγουστο» που ποτέ δεν κατάφερα να τελειώσω.

2/3/11

"Ο Τριστάνο πεθαίνει. Μια ζωή", Antonio Tabucci

 
 
 
Ένα ονειρικό βιβλίο, που κόντεψα να παρατήσω στη σελίδα 45 είναι το μυθιστόρημα του Αντόνιο Ταμπούκι, «Ο Τριστάνο πεθαίνει. Μια ζωή». Αφηγητής ο ίδιος ο Τριστάνο, που μιλά για τον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο σε έναν φανταστικό(;) συγγραφέα που έχει ήδη γράψει για την ηρωική ζωή του. Στην αρχή ακούμε μόνο σπαράγματα, ο αφηγητής στο νεκροκρέβατο μιλά για τον Τριστάνο, με αποσπασματικές εικόνες και ολίγη από φιλοσοφία. Μετά μπαίνουμε στη ροή του μύθου, κι έτσι το παιχνίδι αφηγητή-ήρωα που μιλά για τον εαυτό του πεθαίνοντας στον συγγραφέα του είναι εξαιρετικά γοητευτικό.

Ο Τριστάνο είναι εκείνος ο ιταλός στρατιώτης που γυρίζει το όπλο στο Γερμανό σύμμαχο όταν τον βλέπει να σκοτώνει αναίτια ένα παιδί και μια γριούλα κι έπειτα παίρνει τα βουνά. Γνωρίζει μια Ελληνίδα, τη Δάφνη, τον απόλυτο και παντοτινό του έρωτα, μια Αμερικανίδα, τη Μαίρυλιν, που τη λέει Ροζαμούντα και πάει μαζί της στην Ισπανία, αντί να ψάξει τη Δάφνη του. Οι ημικρανίες, ένα παιδί που δεν είναι αλλά είναι δικό του και αυτοανατινάσσεται, η προδοσία, όλα μπαίνουν και βγαίνουν από την ιστορία, έχουν και δεν έχουν σημασία στο κρεβάτι του θανάτου.

Με λίγα λόγια, ένα βιβλίο ροής, που πρέπει να το αφήσεις να σε βάλει στον κόσμο του, να μην το βάλεις κάτω όταν αρνηθεί να σου αποκαλύψει τα μυστικά του. Κι αυτό θα σε αποζημιώσει.