Το να γράψει κανείς κατά παραγγελία είναι άτιμο πράγμα, εμπεριέχει τους εξης κινδύνους, να γράψει μια συμβατική ιστορία χιλιοειπωμένη με τον ίδιο τρόπο ή να γράψει ένα αριστούργημα. Όπως δηλαδή κάθε φορά που βάζει κάποιος μολύβι στο χαρτί ή ακριβέστερα πληκτρολόγιο σε λειτουργία. Μεγάλωσα με την ιδέα πως η έμπνευση είναι μια ιδέα που σου έρχεται μέσα στη νύχτα ξαφνικά, ως αναλαμπή και σηκώνεσαι να την σημειώσεις σε ένα μικρό σημειωματάριο- μάλλον έβλεπα πολλές αμερικάνικες ταινίες. Η ιδέα σου έρχεται μαζί με την πρώτη φράση στην άδεια κόλλα, και πολλές φορές μετά από αυτή. Άλλοτε πάλι, η ιδέα δεν έρχεται ποτέ και το κείμενο συνεχίζει να είναι…χμ καλό. Η έμπνευση δεν είναι κομμάτι της μιας στιγμής είναι αποτέλεσμα δουλειάς και τριβής. Μόνο στη διαδικασία της γραφής έρχεται αυτή η ιερή ώρα που όλα μπαίνουν στη θέση τους, η φράση ή η σκέψη κλειδί που τα θεμελιώνει όλα.
Όταν κανείς γράφει ποιήση αρκεί μια τέτοια στιγμή στο χρόνο που έπειτα θα βελτιωθεί και θα δουλευτεί κι αυτή βέβαια. Όταν γράφει πεζό χρειάζονται πολλές τέτοιες στιγμές αθανασίας. Όχι για κανένα αριστούργημα, απλά για ένα βιβλίο που βγάζει νόημα όταν κλείνεις την τελευταία του σελίδα, όπου το κάθε καρφί χρησμεύει για να κρεμαστεί κι ο τελευταίος ήρωας. Νιώθω τον τελευταίο καιρό διαβάζοντας ξανά κείμενα τόσο δικά μου, όσο και άλλων πως αυτό λείπει, η συνοχή, η ροή των ιδεών. Με άλλα λόγια επειδή το μυθιστόρημα απαιτεί πολλές από τις στιγμές μας κάποιες από αυτές είναι κακές και εμποδίζουν τις υπόλοιπες.
Έχω γράψει πια αρκετά κείμενα με συγκεκριμένο θέμα, είτε για κάποιο διαγωνισμό ή στη διάρκεια κάποιου σεμιναρίου. Συμπεραίνω λοιπόν πως δεν ξέρεις ποιά μέρα θα είναι καλή, και ο περιορισμός του θέματος δεν είναι πάντα για κακό. Ούτε βέβαια για καλό. Βρίσκομαι ξανά σε αυτή τη θέση και η άδεια κόλλα με περιγελά. Πιθανολογώ πως μπορεί να ξυπνήσω κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα και να σημειώσω μια εξαιρετική ιδέα στο παιδικό μου σηειωματάριο. Από την άλλη χαρτί δίπλα στο κομοδίνο μου δεν κρατάω πια.