«Ατυχώς ωστόσο δεν είμαι συγγραφέας, κυρία Ζεπαρντιέ, είμαι ζωγράφος. Η ιστορία σας ειπωμένη πριν από έναν αιώνα σε έναν άνθρωπο σαν τον Ντάνιελ Ντεφόε, ίσως κατασκεύαζε έναν υπέρτερο Ροβινσώνα, απαλλαγμένο μάλιστα από την ιμπεριαλιστική προπαγάνδα του αγγλικού στέμματος. Όμως εγώ είμαι ζωγράφος, πράγμα που σημαίνει ότι οφείλω να επιλέξω μία και μόνο μία στιγμή μέσα στην ιστορία»
Αυτά λέει ο νεαρός Τεοντόρ Ζερικώ στην επιζήσασα του διάσημου ναυαγίου της Μέδουσας κυρία Ζεπαρντιέ, όσο εκείνη του αφηγείται λεπτομέρειες της καταστροφής, κι αυτός φτιάχνει συνεχώς σχεδιάσματα, προσπαθώντας να ανακαλύψει ποιο στιγμιότυπο της φρίκης τον εκφράζει.
Το μυθιστόρημα του Μιχάλη Μοδινού «Η σχεδία» διαδραματίζεται τον 18ο αιώνα. Την εποχή συνταράσσει το σκάνδαλο του ναυαγίου της Μέδουσας, που δεν έχει μόνο ανθρωπιστικές αλλά και πολιτικές προεκτάσεις. Η Μέδουσα, μαζί με άλλα πλοία, είχε ξεκινήσει για να μεταφέρει μια αποστολή Γάλλων αξιωματούχων στη Σενεγάλη, όπου θα αναλάμβαναν την διακυβέρνηση του μέρους. Η φρεγάτα ήταν τελευταίας τεχνολογίας, εξαιρετικά πολυτελής αλλά παραδόθηκε στα χέρια ενός ανάξιου καπετάνιου, που μόνο εφόδιο είχε τη σχέση του με τη βασιλιά. Ο καπετάνιος θέλησε να κάνει επίδειξη της δύναμης του πλοίου, άφησε τα συνοδά πλοία πίσω και τελικά η φρεγάτα παρέκκλινε από την πορεία της και ναυάγησε σε μια σύρτη. Οι σωστικές λέμβοι δεν έφτασαν για όλους. Εκεί επιβιβάστηκε η αριστοκρατία. Για τους υπόλοιπους φτιάχτηκε μια τεράστια αυτοσχέδια σχεδία, σχεδόν 20*7 μέτρα και πάνω της στοιβάχτηκαν, όρθιοι, 157 ναυαγοί. Στην αρχή οι σωστικές λέμβοι έσερναν τη σχεδία, αλλά πολύ σύντομα τα παλαμάρια κόπηκαν, κι έτσι οι ναυαγοί έμειναν έρμαια, δίχως όργανα, δίχως κουπιά, με ελάχιστες προμήθειες. Στις πρώτες τέσσερις μέρες οι ανταρσίες, το κύμα, η λιποψυχία είχαν ήδη αφανίσει το μεγαλύτερο μέρος των επιβαινόντων στη σχεδία. Οι υπόλοιποι άρχισαν να τρέφονται με τα πτώματά τους. Την ένατη μέρα οι βαριά τραυματίες που θα κατανάλωναν προμήθειες χωρίς αντίκρισμα σπρώχτηκαν στο νερό, θυσιάστηκαν για να ζήσουν οι σχετικά υγιείς. Τελικά πάνω στη σχεδία επιβίωσαν για άλλες τέσσερις μέρες δεκαπέντε άνθρωποι, μέχρι να τους περιμαζέψει το συνοδό πλοίο Άργος. Πέντε πέθαναν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής, από το πολύ φαγητό.
Ο νεαρός Ζερικώ εντυπωσιάστηκε από το ναυάγιο, άρχισε να συλλέγει μαρτυρίες, να διαβάζει κείμενα, να μαζεύει από νεκροτομεία ανθρώπινα πτώματα και μέλη, επί δεκαοκτώ μήνες κλείστηκε στο ατελιέ του με ξυρισμένο το κεφάλι για να μην βγαίνει, ζωγράφισε μανιωδώς προσχέδια, και τελικά κατέληξε να φτιάξει έναν τεράστιο καμβά με τη Σχεδία. Το έργο του δεν προκάλεσε την βασιλεία άμεσα, γιατί έμοιαζε να είναι άχρονο.
Ο Μοδινός εισάγει σε όλη αυτή την ιστορία την μυθιστορηματική φιγούρα της κυρίας Ζεπαρντιέ που πουλά την αφήγηση της στον Ζερικώ και τον παρακολουθεί όσο οραματίζεται τον πίνακα. Τον συγγραφέα τον αφορά και και η ανθρώπινη δυστυχία, η ιστορική καταγραφή, η πολιτική της εποχής. Όμως το κεντρικό του θέμα είναι άλλο. Είναι η ίδια η στιγμή- οι μάλλον οι στιγμές- της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Είναι ο πίνακας και ο ζωγράφος, και η διαδικασία ως εκεί. "Η Σχεδία" δεν είναι άλλη μια εξιστόρηση της συγκεκριμένης φρίκης, έχει σημασία όχι μόνο ως ιστορία κανιβαλισμού, αλλά και ως ιστορία τέχνης.
Το μυθιστόρημα διαβάζεται απνευστί, παραπέμπει ευθέως στο 5ο κεφάλαιο των 10 ½ κεφαλαίων της Ιστορίας του κόσμου του Μπαρνς- εξάλλου το δηλώνει ρητά στο τέλος. Όμως μοιάζει και δεν μοιάζει με αυτό. Στέκει αυθύπαρκτο, ερεθιστικό, σχεδόν εθιστικό μέχρι να τελειώσει. Διάβασα πρώτη φορά Μοδινό φέτος. Δικό μου το λάθος, γιατί πρόκειται σίγουρα για έναν από τους πιο ενδιαφέροντες συγγραφείς του καιρού μας. Η "Εκουατόρια" πριν κάποιους μήνες με ενθουσίασε. "Η Σχεδία", που μόλις τελείωσα, επέτεινε τον ενθουσιασμό μου. Σειρά έχουν και τα υπόλοιπα.
Κατερίνα Μαλακατέ
"Η Σχεδία", Μιχάλης Μοδινός, εκδ. Καστανιώτη, 2010, σελ.190