Στα ίδια μέρη θα ξαναβρεθούμε, τα χέρια θα περάσουμε στους ώμους, παλιά τραγούδια για να θυμηθούμε, ονόματα και βλέμματα και δρόμους. Έτσι είναι όπως τα λέει ο ποιητής! Η λογοτεχνία εδραιώνει ισχυρές φιλίες. Όσες σελίδες και αν διαβάσουμε, χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια, μόνο τρόπο να κοιτάμε. Και για μένα, αυτή η αλλαγή θέασης έγινε μέσα από τα βιβλία του Τόμας Πύντσον: μέσα από δρόμους παράνοιας, απορημένα βλέμματα, αστεία ονόματα και τραγουδάκια της κακιάς ώρας! Και έναν Λόγο που και ο ίδιος ο Θεός μόνο να μπεμπεκίσει μπορεί!
Είσαι φέρελπις συγγραφέας και σου κατεβαίνει στο κεφάλι να γράψεις το V., να είναι αυτό η πρώτη σου λογοτεχνική προσπάθεια. Πλάκα μας κάνεις; Πολλοί κριτικοί κατηγορούν τους πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς για αμετροέπεια, ότι προσπαθούν να στριμώξουν όσα περισσότερα μπορούν στο πρώτο τους βιβλίο, λες και φοβούνται ότι δε θα ξαναγράψουν άλλο. Ο Τόμας Πύντσον σκέφτηκε να πρωτοτυπήσει, δεν προσποιήθηκε ότι μπορεί να πει τα πάντα, αλλά είπε πράγματι, ή καλύτερα έγραψε, τα πάντα, με την μεγαλύτερη δυνατή αρτιότητα, έτσι ώστε οι αποσβολωμένοι κριτικοί να αναγκαστούν να απωλέσουν το μόνο “ενοχοποιητικό” χαρτί που είχαν στα χέρια τους!
Λατρεύω τα πρωτόλεια των μεγάλων συγγραφέων, είναι γεμάτα παρορμητικότητα, ενίοτε δισταγμούς, τεχνική ανεπάρκεια, γοητευτικές ατέλειες. Διαθέτουν επίσης και μια αναζωογονητική ελευθερία. Όπως σημειώνει και ο πάντα διορατικός Ίταλο Καλβίνο στο επίμετρο που έγραψε για το πρωτόλειό του, “Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές”,
«... το πρώτο βιβλίο θα ήταν καλύτερα να μην το έγραφε κανείς. Όσο δεν έχεις γράψει το πρώτο σου βιβλίο, έχεις την ελευθερία να αρχίσεις˙ ελευθερία που μπορείς να χρησιμοποιήσεις μόνο μια φορά στη ζωή σου: το πρώτο βιβλίο ήδη σε καθορίζει, ενώ στην πραγματικότητα εσύ είσαι πολύ μακριά από το να καθοριστείς˙ κι αυτόν τον καθορισμό είσαι αναγκασμένος να τον κουβαλάς μαζί σου σε όλη σου τη ζωή, και να προσπαθείς να τον επιβεβαιώσεις ή να τον εμβαθύνεις ή να τον διορθώσεις ή να τον διαψεύσεις, αλλά χωρίς να μπορείς να τον αγνοήσεις». Από τις παραπάνω επιλογές, ο Πύντσον, όπως και πολλοί σπουδαίοι συγγραφείς (συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του Καλβίνο), επιλέγει να τον εμβαθύνει! Βέβαια, το πρωτόλειο του ενός μπορεί να είναι το αριστούργημα του άλλου και αντιστρόφως. Ωστόσο, ασχέτως ποιότητας, έχει μεγάλο ενδιαφέρον να τα διαβάζεις και να προσπαθείς να τα ερμηνεύσεις.
Ο Πύντσον μέσα στο “ανώριμο” έργο καταλήγει να γράφει ένα έργο της πιο μεστής συγγραφικής του ωριμότητας! Αν είναι έτσι τα πρωτόλεια έργα των συγγραφέων, καλύτερα να περάσουμε μια θηλιά στο λαιμό μας! Ευτυχώς όμως, για όλους τους επίδοξους συγγραφείς, δεν είναι έτσι, ο Πύντσον είναι μια εξαίρεση. Μια εξαίρεση που μας θυμίζει ότι υπάρχουν και μερικοί ελάχιστοι συγγραφείς που δεν γίνονται, γεννιούνται. Στο V. δεν υπάρχουν οι τόσο πολλές εκρήξεις χιούμορ που συναντούμε στα υπόλοιπα βιβλία του (φυσικά, δεν λείπουν εντελώς), δεν υπάρχουν ούτε οι (άλλοτε σε αφθονία) εξαιρετικές μεταφορές της γλώσσας που σε αφήναν με το στόμα ανοιχτό, το βιβλίο όμως διαθέτει μια υπνωτιστική διάθεση (εμπλουτισμένη με μυστήριο και σασπένς) και μια συγγραφική σιγουριά που μόνο ένας 26χρονος μπορεί να μεταδώσει... τι λέω, Θεέ μου, και δεν χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο!! Το βιβλίο, αν το κρίνεις από λογοτεχνικής απόψεως μοιάζει θεόπνευστο, αν λάβεις υπόψη και την ηλικία του συγγραφέα του, μοιάζει ολότελα σατανικό!
Ήδη από το πρώτο αυτό βιβλίο, φαίνονται όλα τα μοτίβα που θα ακολουθήσει και θα εξελίξει και στα υπόλοιπα. Ως αντιστάθμισμα στην πολυπλοκότητα των βιβλίων του, σου προσφέρει μία θαυμάσια αφηγηματική γλώσσα, πολύ γέλιο, τροφή για σκέψη και ένα πραγματολογικό δίκτυο αναφορών να έχεις να γκουγκλίζεις έως το θάνατό σου! Πολλοί αναγνώστες χάνονται μέσα στα τόσα ονόματα και θεωρούν αυτήν την παρέλαση ονομάτων μία εκκεντρικότητα του συγγραφέα, μια εύκολη λύση όταν τα βρίσκει σκούρα να αρχίσει να ξεφορτώνεται τους χαρακτήρες. Όμως εκεί κρύβεται όλη η μαγεία – πόσοι από μας δεν έχουν ξεφορτωθεί διάφορους χαρακτήρες στην πορεία της ζωής τους; Ή δεν τους ξαναβρήκαν μπροστά τους όταν πίστεψαν ότι τους είχαν ξεφορτωθεί για πάντα; Ο Πύντσον επιλέγει συνειδητά να μην εμβαθύνει στους χαρακτήρες (όποιοι και αν είναι αυτοί) και έτσι ο αναγνώστης δεν νιώθει καμία ταύτιση. Με τι να ταυτιστώ, αναρωτιέται, με τον ιερέα που προσηλυτίζει τους αρουραίους των υπονόμων, με την ποντικίνα που ονειρεύεται να γίνει μοναχή, με τον κυνηγό αλιγατόρων; Μέσα από αυτά τα σπαράγματα χαρακτήρων όμως, ο Πύντσον οικοδομεί ένα σύμπαν συμπαγές και ενοποιητικό, όπου όλοι βρίσκονται σε κοινή μοίρα, ανθρώπινες φωνές που συγκροτούν έναν κόσμο πολύ οικείο, που παρανοεί, ελπίζει, παλεύει, παραιτείται, αγωνιά, αγαπάει, μισεί, ζει και πεθαίνει. Μετά τις αναγνώσεις των βιβλίων του, βγαίνεις στο κόσμο και αναπηδάς από έκπληξη με την ταύτιση των χάρτινων χαρακτήρων και των ανθρώπων που περπατούν δίπλα σου. Μια διαδρομή με το λεωφορείο μπορεί να αποδειχθεί πρωτόγνωρη εμπειρία!
Εντούτοις, η πολυπλοκότητα των βιβλίων του είναι όντως πολύπλοκη, δε θα το αρνηθούμε! Δίνουν την εντύπωση ενός παζλ, λείπουν κομμάτια. Περισσότερο μου θυμίζουν ένα παιχνίδι που παίζαμε μικροί στις οθόνες αφής (τις παλιές, με τα κέρματα!) όπου εμφανιζόταν μια μπερδεμένη φωτογραφία χωρισμένη σε τετράγωνα και εσύ μετακινώντας τα κομμάτια πάνω κάτω δεξιά αριστερά, προσπαθούσες να συναρμολογήσεις την εικόνα. Αυτή η αίσθηση είναι πολύ έντονη στα βιβλία του, στην αρχή δεν ξέρεις τι εικόνα βλέπεις, δεν έχεις ιδέα, μόνο προσπαθείς να απομνημονεύσεις τα ονόματα και να βρεις μερικές συνδέσεις αργότερα. Στην πορεία όταν καταφέρνεις να βγάλεις ένα νόημα νιώθεις ενθουσιασμένος! Μέχρι τότε όμως, ο Πύντσον φροντίζει να σε κρατά σε ένταση με την φαντασία του, με το χιούμορ του και τον όμορφο λόγο του. Αργότερα θα εμφανιστεί νέα θολή εικόνα (όταν ρίξεις άλλο κέρμα) και θα αρχίσει πάλι το παιχνίδι, ίσως να σου θυμίζει την προηγούμενη ίσως και όχι, δεν πρέπει να σε απασχολεί αυτό. Μην ψάχνεις την μεγάλη εικόνα όταν τελειώσεις το μυθιστόρημα, γιατί μάλλον θα απογοητευτείς. Μην ψάχνεις τον προορισμο γιατί δεν υπάρχει, αν ξεκινάς με τον προορισμό στο μυαλό σου, σίγουρα θα χαθείς στα μισά του δρόμου. Το βέβαιο είναι οτι τα βιβλία του Πύντσον είναι πολλαπλώς πολύπλοκα και δομημένα με έναν κώδικα και μια αρχιτεκτονική που έχει βαθύνοια και τελειότητα και δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό από αναγνώστες που θέλουν να μένουν στην επιφάνεια των γεγονότων του βιβλίου.
Είναι σαν να ζεις μες στο καλειδοσκόπιο ενός παράφρονα. Αυτή είναι μια φράση κάπως φαντεζί, ακατανόητη και περιπαικτική. Όποιος μπορεί όμως να στοχαστεί πάνω σε αυτή την φράση, θα έχει πλησιάσει τον πυρήνα των βιβλίων του Πύντσον. Επειδή ο ενθουσιασμός που εκφράζω προς αυτόν (δεν παίρνω ποσοστά, αλήθεια λέω!), ενδέχεται να έχει παρασύρει πόλλους αναγνώστες να αγοράσουν τα βιβλία του και τώρα να τους έχει αναγκάσει να βγουν στον δρόμο με μια σφεντόνα στο χέρι και ακροβολισμένοι να περιμένουν πότε θα πετάξω από μπροστά τους, θα κάνω μια ύστατη προσπάθεια να σώσω το τομάρι μου! Για κάθε επίδοξο αναγνώστη του Πύντσον, προτείνω να διαβάσει την παραπάνω φράση ως μια αντικειμενική αλήθεια: θα άντεχε να ζει (έστω και για τον έναν μήνα που θα διαρκέσει η ανάγνωση) μες στο καλειδοσκόπιο ενός παράφρονα;
Μια άλλη σπουδαία φράση από το V. είναι η εξής:
Ποιος είμαι εγώ για να γνωρίζω τα κίνητρά μου; Καλά, θα πείτε, 600+ σελίδες αναγννωστικού αχταρμά για δυο φρασούλες! Ναι για δυο “φρασούλες”, εκ των οποίων η πρώτη εκφράζει την λογοτεχνική ιδιοφυία του συγγραφέα και η δεύτερη, την βαθύτατη ανθρώπινη ουσία του αναγνώστη! Δεν αρκεί κάποιος να σου απομονώσει τις δυο φρασούλες, πρέπει να παιδευτείς για να τις κατακτήσεις, γι' αυτό άλλωστε διαβάζουμε λογοτεχνία. Η μετάφραση είναι υποδειγματική και ανήκει στον Προκόπη Προκοπίδη, ο Πύντσον έχει προκόψει μεταφραστικά και αυτό είναι κάτι ευτυχές για τους Έλληνες αναγνώστες. Για μένα ο Τόμας Πύντσον είναι ο πιο ευφυής συγγραφέας από όλους τους ζωντανούς που έχω κατά νου και από πολλούς πεθαμένους επίσης. Έπιασε με άνεση τον παλμό του 20ου αιώνα και θα μείνει κλασικός τουλάχιστον για καμιά 200αριά χρόνια ακόμα. Ένας αναγνώστης της εποχής του Τολστόι που διάβαζε εκείνη την εποχή Τολστόι, δεν είχε στο μυαλό του ότι διάβαζε έναν κλασικό του μέλλοντος. Και εδώ που τα λέμε δε θα είχε και καμιά σημασία αν το μάθαινε. Όπως δεν σημαίνει τίποτα για μένα που διαβάζω Πύντσον τώρα που ακόμα ζει. Όμως, όσοι πιστεύετε ότι έχει μια ρομαντική χροιά η αβάσιμη αυτή υποψία, να νομίζεις δηλαδή ότι “ανακάλυψες” έναν μελλοντικό κλασικό πριν αυτός εδραιωθεί ως τέτοιος, τότε, προσπαθήστε να διαβάσετε Πύντσον, είναι μια συνωμοσιολογική παραδοξότητα που και εκείνος σίγουρα θα απολάμβανε!
Για το τέλος, το καίριο απόσπασμα που συμπνυκνώνει καθένα από τα βιβλία του, σαν επιμύθιο μιας γοητευτικής αφήγησης και επινίκειο μιας σπουδαίας γλώσσας, που αποδεικνύει ότι ο Πύντσον δεν είναι μόνο αυτό, αλλά είναι κυρίως αυτό, μια εκκωφαντική εκδήλωση παρηγοριάς.
[...] Μια ακατοίκητη πόλη είναι διαφορετική. Διαφορετική απ' ό,τι θα μπορούσε να δει ένας «φυσιολογικός» παρατηρητής που περιπλανιέται στο σκοτάδι – το οποιοδήποτε σκοτάδι. Αποτελεί κοινό αμάρτημα όσων δεν έχουν πραγματικές ψυχές, όσων δεν έχουν φαντασία, να μην αρκούνται σ' αυτό που έχουν. Η ψυχαναγκαστική τους τάση να συναθροίζονται, ο παθολογικός τους φόβος μήπως μείνουν μόνοι, εκτείνεται πέρα από το κατώφλι του ύπνου˙ κι έτσι, όταν στρίβουν στη γωνία – όπως είμαστε όλοι μας αναγκασμένοι να κάνουμε, όπως το κάναμε στο παρελθόν και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε στο μέλλον, κάποιοι συχνότερα από τους υπόλοιπους – συνειδητοποιούν πως βρίσκονται στο δρόμο... Ξέρεις ποιο δρόμο εννοώ, παιδί μου. Το δρόμο του 20ου αιώνα, το δρόμο που σε κάποια μακρινή στροφή του μας περιμένει – έτσι ελπίζουμε – μια αίσθηση οικειότητας και ασφάλειας. Χωρίς τίποτε να μας το εγγυάται. Βρισκόμαστε στη λανθασμένη άκρη του δρόμου, για λόγους που τους ξέρουν καλύτερα όσοι μας τοποθέτησαν εκεί. Αν μας τοποθέτησαν κάποιοι. Είναι πάντως ένας δρόμος που πρέπει να τον περπατήσουμε.
Μαραμπού
"V", Thomas Pynchon, μετ. Προκόπης Προκοπίδης, εκδ. Χατζηνικολή, 2007, σελ.664