29/3/20

11 χρόνια Διαβάζοντας



Αυτό το ιστολόγιο δημιουργήθηκε πριν 11 χρόνια, στις 29/3/09. Όλα άρχισαν με τούτη την ανάρτηση για τον Μάριο Βάργκας Λιόσα –αμφιβάλλω πως ήξερα τότε πως στις 28/3 έχει τα γενέθλιά του. Ήταν μια ανάρτηση δηλωτική προθέσεων: είμαι αναγνώστρια, διαβάζω ό,τι μου αρέσει, θα σας λέω για αυτό. Ως εκεί. 

Στα χρόνια που ακολούθησαν τα μπλογκς, οι μπλόγκερς, το διαδίκτυο άρχισαν να δέχονται βολές. Και μόνο η ιδέα πως γράφεις κείμενα από χόμπι, είσαι δηλαδή ένας ερασιτέχνης χωρίς εξαρτήσεις, αλλά ούτε και την απαραίτητη σκευή για να κάνεις λογοτεχνική κριτική, ήταν ικανή για να δημιουργήσει εντάσεις. Αν κανείς δεν διάβαζε τα μπλογκς, τότε κανείς δεν θα νοιαζόταν. Αλλά τα διάβαζε. Οι αναγνώστες έχουν την τάση να διαβάζουν τα πάντα, πόσο μάλλον στο διαδίκτυο που τα κείμενα –καλά, κακά, άθλια— κυριαρχούν. Ποτέ μου δεν θέλησα να μπω σε αυτή τη διαμάχη, στο δικό μου μυαλό είναι ξεκάθαρο: γράφω για το κέφι μου, αν αυτό αρέσει σε κάποιον ακολουθεί, αν όχι, απλά δεν ξαναμπαίνει. Είναι μια σύμβαση μεταξύ αναγνωστών. 

Από την άλλη, παράλληλα, όχι εντελώς άσχετα με το blog, γιγαντωνόταν μέσα μου η ανάγκη να εκδώσω τα άλλα μου γραπτά. Υπήρχε ήδη ένα ανέκδοτο, τελειωμένο μυθιστόρημα στα συρτάρια μου, και πολλά διηγήματα και ποιήματα, πολύ πριν το 2009. Οι δυο δραστηριότητες αν και συνδέονται, δεν προϋποθέτουν η μία την άλλη. Ίσως είμαι τόσο χτυπημένη αναγνώστρια γιατί γράφω. Ίσως γράφω γιατί υπήρξα πάντα τόσο χτυπημένη αναγνώστρια. Το blog είναι ένας τρόπος να μιλήσω για την ανάγνωση γράφοντας. Το «Κανείς δεν θέλει να πεθάνει» εκδόθηκε το 2013, «Το Σχέδιο» το 2016. Αν δεν είχαν σταματήσει τα πάντα, το «Χωρίς πρόσωπο» θα εκδιδόταν τέλη Απρίλη από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. 

Είμαι ένας άνθρωπος που γράφει. Είμαι ένας άνθρωπος που διαβάζει. Το Διαβάζοντας τα κάνει αυτά ένα. Για αυτό ακόμα λειτουργεί, κι ας μου φαίνεται κάποιες φορές μάταιο το να γράφω για βιβλία εδώ. Άλλα μέσα κυριαρχούν, φαντάζομαι πως ακόμα κι αν έκλεινε το ιστολόγιο, εφόσον υπάρχει ακόμα το γκρουπ στο Facebook, δεν θα το έπαιρνε χαμπάρι κανείς. Αν είχα όρεξη να γράψω για ένα βιβλίο, όλο και κάποιο site θα μου έκανε τη χάρη να ανεβάσει το κείμενό μου. Όμως εδώ είναι η γωνιά μου, το αποκούμπι μου, η δικαίωση της μοναξιάς μου. Ναι, ναι, εδώ είναι, όχι στα μυθιστορήματα. Εκεί, στα βιβλία μου, είναι οι εμμονές μου. Και; Τι μέλλει γενέσθαι; Θα γράφεις για βιβλία για πάντα; Μα τι νόημα έχει; Έχει για μένα. Όσο γράφω για βιβλία, πλουταίνει το προσωπικό μου ημερολόγιο. Όσο γράφω κείμενα για την ανάγνωση, κατανοώ τον εαυτό μου. Κι όσο μοιράζομαι, είμαι λιγότερο μόνη. 



                                                            Κατερίνα Μαλακατέ









25/3/20

"Ο Μεγάλος Υπηρέτης", Δημήτρης Σωτάκης



Έχω αδυναμία στη γραφή του Δημήτρη Σωτάκη, υποψιάζομαι πως έχω διαβάσει τα περισσότερα βιβλία του (μπορεί και όλα). Κάποια τα θεωρώ εκπληκτικά, όπως ας πούμε το "Θαύμα της αναπνοής", άλλα πιο συμβατικά, πάντως όλα είναι ιδανικά για να ξεμπλοκάρω αναγνωστικά. Έπιασα τον "Μεγάλο Υπηρέτη" σε μια εποχή μεγάλης αναγνωστική αφλογιστίας. Δεν είναι πως δεν διαβάζω, διαβάζω κάπως ανόρεκτα και άρρυθμα, χωρίς να μπορώ να βυθιστώ για ώρες στο βιβλίο. Ο "Υπηρέτης" είναι ένα άρτιο μυθιστόρημα, χωρίς πολλές εκπλήξεις ή ανοίγματα, μα το έκανε πάλι το θαύμα του, με οδήγησε σε μια σταθερή ρουτίνα ανάγνωσης. 

Όταν πεθαίνει ο ζάμπλουτος θείος του, ο ήρωας, που είναι κι αυτός πλούσιος, και ζει νοικιάζοντας διάφορα ακίνητα σε μεγάλες εταιρείες, προσλαμβάνει τον σχεδόν συνομήλικό του υπηρέτη του θείου, για δικό του υπηρέτη. Οι δυο άντρες έχουν πολλά κοινά, τόσο στο σουλούπι όσο και στην ηλικία. Ο Μάριος όμως μοιάζει τελείως άβγαλτος, μαγειρεύει, καθαρίζει και φροντίζει τον κήπο κι όλες τις άλλες ώρες κάθεται μπροστά στην τηλεόραση. Ο ήρωας στην αρχή γοητεύεται από την περίεργη φιγούρα του υπηρέτη, έπειτα ξεκινά να δοκιμάζει τη δύναμή του πάνω του, να του φωνάζει και να κάνει τον δυσαρεστημένο. Τα πάντα αλλάζουν όταν αρχίζει να φλερτάρει με μια γυναίκα σε μια διαδικτυακή εφαρμογή, και διστάζει να πάει να τη συναντήσει. Τότε ο Μάριος προτείνει να εμφανιστεί εκείνος στο ραντεβού αντ' αυτού. 

Ο "Υπηρέτης" είναι ένα βιβλίο που μιλάει για την τυχαιότητα της ζωής, για το πώς μπορεί η κατάθλιψη να σε παραλύσει, να σε κάνει να παραιτηθείς από όλα όσα θεωρούσες σημαντικά. Είναι ένα μυθιστόρημα για το καθορίζει το ποιοι είμαστε και πώς ζούμε. Οι κεντρικοί του ήρωες, φτυστοί σαν δυο σταγόνες νερό, είναι οι δύο όψεις του νομίσματος, ο ένας ο σωσίας του άλλου, ζουν εκ διαμέτρου αντίθετες ζωές και τις εναλλάσσουν μετά με τόση ευκολία, επειδή έτσι είναι οι περιστάσεις. Θα μπορούσαν να είναι οποιοσδήποτε, δεν έχουν προσωπικότητα, άγονται και φέρονται. Για αυτό εξάλλου έλκονται τόσο από το μαγείρεμα, το καθάρισμα, τα ψώνια στο σούπερ μάρκετ και την τηλεόραση. Αυτά τα κάνουμε όλοι. Για αυτό και το παιχνίδι εξουσίας ανάμεσά τους παίζεται κάθε φορά με άλλους όρους.

Τα βιβλία του Δημήτρη Σωτάκη έχουν πολλαπλά τουίστ, μερικές φορές τραβηγμένα από τα μαλλιά. Του αρέσει να ξεκινά από ένα καθαρά ρεαλιστικό πλαίσιο, κι έπειτα όλα να διαλύονται όταν παρεμβαίνει το φανταστικό. Εδώ φαίνεται σχεδόν από την πρώτη φράση ποια θα είναι η ανατροπή, ξέρεις τι θα ακολουθήσει, το μοτίβο του doppelganger εξάλλου είναι σύνηθες στη λογοτεχνία. Όμως διαβάζεις το μυθιστόρημα με ενδιαφέρον ως το τέλος. Η γραφή του είναι πάντα καθαρή και ανεπιτήδευτη, σε κάνει να θες να γυρίσεις και την επόμενη σελίδα. Και φαντάζομαι πως θα συνεχίσω να τον διαβάζω με αμείωτο ενθουσιασμό όσα βιβλία και να γράψει.


                                                Κατερίνα Μαλακατέ



"Ο Μεγάλος Υπηρέτης", Δημήτρης Σωτάκης, εκδ. Κέδρος, 2019, σελ. 352








20/3/20

"Το τελευταίο πέταγμα του φλαμίνγκο", Mia Couto



Ξεκίνησα να διαβάζω «Το τελευταίο πέταγμα του φλαμίνγκο" γιατί κάτι έλεγε για ιπτάμενα πέη μες στη μέση της Εθνικής στο οπισθόφυλλο. Όχι, δεν είμαι τόσο ρηχή, ξεκίνησα να διαβάζω «Το τελευταίο πέταγμα του φλαμίνγκο» γιατί ο Μία Κότου είναι μάλλον ο πιο μεταφρασμένος Μοζαμβικιανός συγγραφέας των καιρών μας. Τι συγγραφέας; Η Μοζαμβίκη είναι ελεύθερο κράτος κι όχι Πορτογαλική αποικία από το 1975. Μιλάμε για ένα κράτος εντελώς νεαρό, με μπλεγμένες εθνικές ταυτότητες ακόμα και γλώσσα. Επισήμως μιλιούνται τα Πορτογαλικά, αλλά υπάρχουν ένα σωρό τοπικές αφρικανικές διάλεκτοι και κάποιες κρεολικές, στις οποίες συνεννοούνται οι άνθρωποι. Ο Μία Κότου είναι ένας λευκός Αφρικανός, με κουλτούρα που πατάει και στην χώρα του και στην Πορτογαλία, γράφει σε ένα περίεργο γλωσσικό ιδίωμα μεταγράφοντας τα προφορικά πορτογαλικά της χώρας του, συχνά με λάθη ως προς το επίσημο συντακτικό. Και τον απασχολεί φυσικά το θέμα της ταυτότητας. 





Ένας Ιταλός επιτετραμμένος του ΟΗΕ φτάνει στην Μοζαμβίκη για να ερευνήσει γιατί οι κυανόκρανοι εκρήγνυνται. Δεν μένει τίποτα από αυτούς, παρά μόνον τα πέη τους, ένα μάλιστα καταλήγει μες στη μέση της Εθνικής οδού. Ο Εστεβάου Ζόνας, ο επικεφαλής της περιοχής, του δίνει κοντά κι έναν διερμηνέα. Κι έτσι ξεκινά μια ιστορία που καταλήγει σε νέες που φαίνονται γριές, και μάγους, και μια πουτάνα μάγισσα, την Άνα Ακχαινά. Εμείς ακούμε την αφήγηση του διερμηνέα, δεν είναι ακριβώς ο κεντρικός ήρωας, στην κουλτούρα της Μοζαμβίκης εξάλλου η ατομικότητα είναι ανύπαρκτη ως έννοια. Πρόκειται για τον μεταφραστή της ιστορίας και ολόκληρης της πόλης. 

Μιλάμε για ένα περίεργο μίγμα ρεαλισμού και φαντασίας, που έχει να κάνει με την ίδια τη συνείδηση της χώρας και των ανθρώπων της. Ο Κότου μιλάει για τον εμφύλιο, για την εξάρτηση από ξένες χώρες, για τον τρόπο που βλέπουν οι άνθρωποι τα πράγματα. Μιλάει για εξωφρενικά πράγματα με τον πιο φυσικό τρόπο και μέσα σε όλον αυτόν τον ορυμαγδό κατορθώνει να περάσει μια ηρεμία, μια απόκοσμη ησυχία μέσα σε εκρήξεις και μάγους πως τελικά όλα θα πάνε καλά. Γιατί οι άνθρωποι στη Μοζαμβίκη έτσι έχουν μάθει να επιβιώνουν, βγάζοντας τα κόκαλά τους και απλώνοντάς τα σε δέντρα να ξεκουραστούν, μένοντας μια άμορφη εύπλαστη μάζα που περικλείει όλη τη σοφία του κόσμου. 

Απόλαυσα τα φλαμίνγκο, δεν ένιωσα τίποτα οικείο στην ατμόσφαιρα, στον τρόπο γραφής, στη νοοτροπία. Κι αυτό είναι που το έκανε τόσο ενδιαφέρον και αληθινό. Δεν γράφει ένας δυτικός αποικιοκράτης για τη Μοζαμβίκη. Εδώ γράφει ένας Αφρικανός.


                                                                       Κατερίνα Μαλακατέ


"Το τελευταίο πέταγμα του φλαμίνγκο", Mia Couto, μετ. Νίκος Πρατσίνης, εκδ. Gutenberg, 2020, σελ. 324








Υ.Γ. 42 Εν τω μεταξύ τι φάση, για πείτε εσείς που ξέρετε πορτογαλικά, πώς το Couto προφέρεται Κότου; 


10/3/20

"Πάνω στα ποτάμια που κυλούν", António Lobo Antunes



Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που γράφει ο Αντόνιο Λόμπο Αντούνες. Καταργώντας κάθε σύμβαση της αφήγησης, αφήνεται σε έναν χείμαρρο λέξεων, φαινομενικά χωρίς αρχή και τέλος, αδιαφορώντας για τη σύνταξη και τη στίξη. Όμως δεν αδιαφορεί για τον ρυθμό, ούτε για όλα όσα πρέπει να ειπωθούν- συχνά σπαρακτικά. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως τον λένε συχνά «η συνείδηση της Πορτογαλίας». 

Ένας άνθρωπος βρίσκεται σε νοσοκομείο της Λισαβόνας, οι γιατροί του έχουν βρει έναν αχινό που μεγαλώνει μέσα του∙ καρκίνος. Μέσα στην αχλή των φαρμάκων, ανάμεσα σε εντολές γιατρών και σκόρπια λόγια, θα αναλογιστεί τη ζωή του, θα αναμετρηθεί με τη μνήμη, θα στήσει εικόνες και μυρωδιές και ήχους. Ο Αντούνες θα καταφέρει να περάσει στον αναγνώστη με έναν τρόπο μεγαλειώδη, την επίδραση που έχουν τα οπιοειδή στο ανθρώπινο μυαλό, μαζί με τον φόβο του επικείμενου θανάτου. Θα κάνει το βίωμα του ποίηση και την ποίηση πεζογραφία, γιατί πίσω από όλα αυτό κρύβεται μια αιχμηρή ιστορία, η διαπλοκή με τη θνητότητα και η μάχη με τον θάνατο, η δική του. 

Δεν ξέρω αν το «Πάνω στα ποτάμια που κυλούν» είναι μυθιστόρημα. Πάντως μόνον ένας σπουδαίος συγγραφέας θα κατόρθωνε να κάνει την απόγνωση, λογοτεχνία. Αυτό που βγαίνει από το κείμενο το έχει ζήσει όποιος έχει βρεθεί σε αντίστοιχη κατάσταση, φλομωμένος από τα φάρμακα και χωρίς να ξέρει αν θα ζήσει ή θα πεθάνει. Το πανανθρώπινο μήνυμα από όλον αυτόν τον χείμαρρο είναι ένα: είμαστε οι ιστορίες μας, οι μνήμες, και οι εικόνες που μένουν στο κεφάλι μας. Ορίζουμε τον εαυτό μας μέσα από την εμπειρία, ακόμα κι όταν μπορούμε με κάποιον μαγικό τρόπο να σταθούμε έξω από μας και να κοιτάξουμε. 

Το βιβλίο δεν είναι με κανέναν τρόπο για την ασθένεια και τον θάνατο, όχι μόνο. Είναι ένα κείμενο για τον άνθρωπο, για το τι μας ορίζει και τι μας θρέφει, τι μένει και τι μας κάνει ζωντανούς κάθε ώρα. Διαβάζεται σχεδόν με μια ανάσα, αν το αφήσεις σε αφήνει, πρέπει να μπεις στον κόσμο του, να το αφήσεις να σε ρουφήξει, να μη σκέφτεσαι πού ήμουν, τι λέμε, τι κάνουμε, μόνο να αφουγκράζεσαι. Κι είναι ένα κείμενο που με έκανε να ζηλέψω βαθιά, θα ’θελα κάποτε κι εγώ να μπορέσω με αυτόν τον τρόπο να ξορκίσω τα δικά μου βιώματα.



                                               Κατερίνα Μαλακατέ 



"Πάνω στα ποτάμια που κυλούν", Αντόνιο Λόμπο Αντούνες, μετ. Μαρία Παπαδήμα, εκδ. Πόλιες, 2019, σελ.276 









4/3/20

"Διηγήματα Α΄και Β'", Γεώργιος Βιζυηνός



Αισθάνομαι πάντα όταν ξεκινάω να διαβάσω κάποιο διήγημα του Βιζυηνού μια ανοιχτωσιά, μια αίσθηση πως ο κόσμος ανοίγει και πλαταίνει. Μπορεί να φταίει αυτή η φτερωτή γλώσσα, η ιδιότυπη καθαρεύουσα στις περιγραφές, η μαλλιαρή δημοτική στους διαλόγους. Πάντως είμαι σχεδόν σίγουρη πως αυτό που φταίει είναι η ψυχή του συγγραφέα, η αίσθηση πως αυτά τα κείμενα, τα τόσο βιογραφικά, περικλείουν κάτι από την ίδια την ανθρωπότητα, κάτι ανείπωτο, που μόνο οι μεγάλοι συγγραφείς μπορούν να εκφράσουν, συχνά ερήμην τους. Γοητεύομαι. Αυτή είναι η σωστή λέξη. Αφήνομαι στις ιστορίες του, εκπλήσσομαι κάθε φορά, κάνω πως δεν θυμάμαι μήπως και νιώσω όπως εκείνη την πρώτη φορά που τον διάβασα. Αποκάλυψη. Τελικά αυτό νιώθω, κι ας θυμάμαι την αρχή και το τέλος, μερικές φορές φράσεις ολόκληρες.

Ο Βιζυηνός ήταν πνεύμα ολάνθιστο, άνθρωπος μπροστά από την εποχή του, ήξερε να μπαίνει στην ψυχή των ηρώων του, δεν δίσταζε, ούτε μπροστά σε πράγματα που κανονικά δεν λέγονται –πώς πέθανε η αδελφή του, ο πόθος του για ένα κορίτσι δεκατετράχρονο, τι ευχόταν η μάνα του, τι είναι πατρίδα, ποιος οικογένεια, τι είναι συνείδηση, τι σχέση έχει η μοίρα, τι είναι ο έρωτας, πόση ματαιότητα κρύβει η ζωή. Η παλιομοδίτικη αίγλη των διηγημάτων του καταρρέει μόλις συνειδητοποιείς τη θεματολογία του, παρά τα κοινώς θρυλούμενα, δεν είναι ηθογράφος, είναι ψυχογράφος. 

Αντλεί υλικό από τα παιδικά του χρόνια και τους νεκρούς του. Αυτή η φαινομενική αντίφαση ήταν που στήριζε τα πεζά του. Ο θάνατος για κείνον είναι πανταχού παρόν, ελλοχεύει σε κάθε γωνιά, είναι ταυτόχρονα παράλογος και λογικός, συμβαίνει. Μιλά πρωτοπρόσωπα, γράφει το νέο τότε είδος του διηγήματος –τον παρότρυνε ο Βικέλας να το δοκιμάσει— και το κάνει ολόκληρο δικό του. Αν και έχει ρεαλιστικά και νατουραλιστικά στοιχεία, άλλωστε λογοτεχνικά ανδρώθηκε στην Γαλλία, ξεπερνάει τους κανόνες του είδους, δεν παραμένει ούτε αμέτοχος, ούτε πανεπόπτης αφηγητής, μπαίνει βαθιά στην ιστορία.

Ήταν για χρόνια για σπουδές στη Γερμανία –ο βίος του είναι αρκούντως ταραχώδης, το πώς κατέληξε από ορφανό στην Θράκη στα πέντε του, μαθητευόμενος ραφτάκος στην Πόλη στα εννιά του, να κάνει στη Γερμανία σπουδές ψυχολογίας στα είκοσι, δασκαλάκος και μεταλλωρύχος στα τριάντα και μετά με νόσο των νεύρων και του μυελού των οστών που τον οδήγησε στο Δρομοκαίτειο πριν πεθάνει στα 47 του είναι από μόνο του μια σπουδαία ιστορία— και επηρεάστηκε αρκετά από τον Ρομαντισμό και το κίνημα Θύελλα και Ορμή. Αν κι είχαν περάσει ήδη εκατό χρόνια από τον "Βέρθερο" του Γκαίτε, ειδικά στο «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας» οι ήρωες δείχνουν να πηδούν από τις σελίδες του Γερμανού. 

Ο Βυζηινός, κι ας τον κορόιδευαν οι συγκαιρινοί του για τον τρόπο που απήγγειλε τα ποιήματα του [αναγκάστηκαν να μετονομάσουν την πρώτη του ποιητική συλλογή «Άραις μάραις κουκουνάρες» σε «Βοσπορίδες αύραι» στις επόμενες εκδόσεις] ήταν ένας άνθρωπος με ιδέες που μοιάζουν σύγχρονες ακόμα και τώρα. Έκανε την διατριβή του με θέμα «Το παιδικό παιχνίδι από άποψη ψυχολογική και παιδαγωγική» το 1881 (!) Εκμεταλλευόμενος την καταγωγή του μίλησε για τη φιλία Τούρκων και Ελλήνων, δεν δίστασε ούτε καν μπροστά στη διαφορετική θρησκεία, ούτε φυσικά στη διαφορετική εθνικότητα και την αντιπαλότητα των δύο λαών. Και το ακόμα πιο εντυπωσιακό, σε τρία τουλάχιστον διηγήματα, ο Βιζυηνός ασχολείται με τη ρευστότητα φύλου. Στον «Μοσκώφ Σελήμ» αλλά και στο «Μόνον της ζωής του ταξίδειον», μιλά για μια πρακτική που συνηθιζόταν μεν, αλλά κανείς δεν μιλούσε για αυτήν: αγοράκια που τα έντυναν κοριτσάκια ως τα δώδεκα, για λόγους ασφάλειας ή συναισθηματικούς. Αλλά και στο «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως», ο αφηγητής-ποιητής ερωτεύεται ένα έφηβο κορίτσι, που πολύ μοιάζει με αγόρι. 

Κάθε φορά που διαβάζω «Το αμάρτημα της μητρός μου», κλαίω την ώρα που ο αφηγητής ακούει τη μαμά του να προσεύχεται να πεθάνει αυτός αντί για το κορίτσι της. Κάθε φορά που διαβάζω το «Ποιος ήτον ο φονευς του αδελφού μου» κλαίω την ώρα της αποκάλυψης. Και κάθε φορά, την ώρα που ο παππούς λέει Χατζίδενα τη γιαγιά στο «Μόνο της ζωής του ταξίδειον» νιώθω την πίκρα και τη ματαίωσή του ως το μεδούλι. 

Ο Βιζυηνός δεν θα έπρεπε να με επηρεάζει. Είναι μακρινός. Μοιάζει παρωχημένη η γλώσσα του. Πέθανε τρελός στο φρενοκομείο, «ένας τρελός ησυχώτατος», όπως διαβεβαιώνει ο Παλαμάς. Ο Βιζυηνός είναι ο μπαμπάς μας, ο πρόγονος κάθε πεζογράφου στην Ελλάδα. Τα διηγήματα του –τέσσερα όλα κι όλα εξέδωσε εν ζωή, τα άλλα δύο μετά θάνατον, τα υπόλοιπα είναι παιδικά αφηγήματα— είναι οι βάσεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Κι ο τρόπος που φέρθηκε το κατεστημένο στην περίεργη φιγούρα του, μια ιστορία επαναλαμβανόμενη, από την οποία δεν θα μάθουμε ποτέ.



                                                                            Κατερίνα Μαλακατέ


"Διηγήματα Α'" ["Το αμάρτημα της μητρός μου", "Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου","Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως"], Γεώργιος Βιζυηνός, εκδ. Νεφέλη, 1988, σελ. 153

Διηγήματα Β'" ["Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας", "Το μόνο της ζωής του ταξίδειον", "Ο Μοσκώβ-Σελήμ"], Γεώργιος Βιζυηνός, εκδ. Νεφέλη, 1988, σελ. 223