Το πρώτο κείμενο είναι το Παναγιώτη Κροκιδά και μπορείτε να το βρείτε
εδώ.
Το δεύτερο κείμενο είναι της Κατερίνας Μαλακατέ και θα το βρείτε
εδώ
Λίστες - αυτή η αμαρτία
γράφει ο Παναγιώτης Κροκιδάς
Η Κατερίνα δίνει μια πολύ ωραία θεματική πάσα: οι λίστες. Ο κολοφών των αναγνωστικών εμμονών. Η κορωνίδα των ιδιοτροπιών ημών. Γιατί εμείς, οι φυλή των βιβλίων, διακρινόμενοι για την σχιζοφρενική συνέπειάς μας στα βιβλία, στις λίστες νομίζω αγγίζουμε τα έσχατα των παρεξηγήσιμων καπρίτσιων. Μα φανταστείτε (καθένας μπορεί να το παραλλάξει κατά τις σεξουαλικές του γεύσεις): κάθομαι και φτιάχνω την λίστα μου. Ωραιότατη, καθαρογραμμένη, συνεπής (ωραία βιβλία, όχι επαχθή). Η οποία, βέβαια, χάριν της ιστορίας αγγίζει μέγεθος εντυπωσιακό.
“Τι γράφεις εκεί;” Η φωνή προέρχεται από έναν κορίτσαρο που έχει σκύψει από πάνω μου, στάζοντας χυμούς ερωτικούς. Πιθανές απαντήσεις:
α. Τη λίστα για τα ψώνια (και το χαρτί αποσύρεται διακριτικά)
β. τη λίστα με τα βιβλία που θέλω να διαβάσω.
Φυσικά η δεύτερη απάντηση θα λειτουργήσει σαν κατολίσθηση, ξεκινώντας από τις εξηγήσεις που κάποιος μπορεί να δώσει. Ίσως από αμηχανία, ίσως από χαρά για αυτή την μοναδική ευκαιρία να μιλήσει για το σπορ του, μπορεί να παρεκτραπεί. “Ε, να, είναι πολλά τα βιβλία. Δηλαδή, μην τα βλέπεις τόσα πολλά. Άμα ξεκινήσεις, άμα έχεις ρυθμό, αν δεν βγαίνεις και τόσο - ε, τα καταφέρνεις. Και άλλα τόσα θέλω να διαβάσω το επόμενο εξάμηνο… δηλαδή, μέσα στους επόμενους μήνες - να, γιατί… γιατί τα βιβλία είναι πολλά, και περιμένουν, κι εγώ τις νύχτες στριφογυρνώ από καημό”
“Δηλαδή αυτά θα τα διαβάσεις μέσα σε μερικούς μήνες!”
Πόρισμα; Βλαμμένος.
Δε νομίζω πως οι ανησυχίες μας έχουν κάτι το γοητευτικό. Οι εμμονές είναι πράγματα για τα οποία συνήθως κάποιος προσπαθεί να αποφύγει να δώσει εξηγήσεις, για να μην χάσει την αξιοπρέπειά του. Κι όμως, επιμένουμε. Όσο κι αν καταλαβαίνουμε πως κάτι δεν πάει καλά, βυθιζόμαστε σε αυτόν, τον άλλο κόσμο. Τον δικό μας κόσμο.
Τον χρειαζόμαστε. Κι ίσως γι’ αυτό ανησυχούμε και θέλουμε να μάθουμε τι τρέχει με την πάρτη μας.
Παρακαλώ, καθίστε, μιλήστε μου για εσάς - εμείς, οι άλλοι
Στο διήγημά του, Εμείς, οι άλλοι, ο Μιλχάουζεν, μια γλυκιά και ανησυχητική συνάμα ιστορία φαντασμάτων, γράφει για την μοναξιά των πεθαμένων ψυχών. Αποκλεισμένοι από τις χαρές των ζωντανών, ούτε μεταξύ τους δεν μπορούν να βρουν κατανόηση. Περιφέρονται μόνοι τους, δύστροποι, οργισμένοι. Τα συναπαντήματα μεταξύ τους, σπάνια και τυχαία, ακόμα κι αυτά δεν τους προσφέρουν ανακούφιση - μάλλον φαντάζουν ως δυσάρεστες εκπλήξεις. Μόνο καμιά φορά, μαζεύονται σε σοφίτες, και με λίγα λόγια, νεύματα, προσπαθούν να καταλάβουν τι είναι. Σαν σκιές φεύγουν, καθείς μόνος του, γυροφέρνοντας στο νου σκέψεις και θολές αναμνήσεις. Καμιά φορά νιώθω πως κάπως έτσι κινείται ο βιβλιόφιλος. Εμείς, οι άλλοι, κάπως έτσι περιφερόμαστε μεταξύ των άλλων, αλλά και εντός του κύκλου μας. Διστακτικοί, αλλά και απρόθυμοι. Καμιά φορά χαρούμενοι, μα γρήγορα απομακρυνόμαστε. Καθένας στα βιβλία του που γράφουν τόσο όμορφα πράματα.
Μια ποιοι είμαστε εμείς, οι άλλοι; Βιβλιόφιλοι, βιβλιοφάγοι, βιβλιοχτυπημένοι, εραστές του γραπτού και γραφιάδες;
Στην εικόνα ενός ανθρώπου που στέκεται μπροστά από μια οθόνη (άλλοτε κόλλα χαρτί ή γραφομηχανή), δημιουργούνται κάποια ανάμεικτα συναισθήματα. Όσο κι αν παλεύει, έτσι μόνος του, κλεισμένος σε ένα δωμάτιο, θα προκαλέσει σάστισμα όχι για τον μόχθο του, αλλά μάλλον για τον εγκλεισμό του. Ο περαστικός θα πει “τι φιλοσοφίες γράφεις;”, απορρίπτοντας φυσικά το ενδεχόμενο ο εν λόγω έγκλειστος να κάνει κάτι πέρα από το να χάνει τον χρόνο του. Θα μπορούσε κάλλιστα να τον φανταστεί να κοιτάζει το ταβάνι, με τα ίδια αποτελέσματα. Ενώ η εικόνα κάποιου με ένα μουσικό όργανο αμέσως τον προβιβάζει σε δημιουργό. Θα πει κανείς “έλα, παίξε μου κάτι όμορφο, να γλυκαθούν τα αυτάκια μου”. Ενώ στον εν λόγω γραφιά τι θα πει; Μπορεί να πει “Να χαρείς, γράψε κάτι όμορφο να αγαλλιάσω”; Το αποτέλεσμα θα ήταν τουλάχιστον αποκαρδιωτικό: ο συγγραφέας θα παρέδιδε αβέβαιος το γραπτό του φληνάφημα, ο δε αναγνώστης θα πετούσε αμήχανα μια επιβράβευση, αβέβαιος για την αντίκτυπο των αράδων που μόλις είχε διαβάσει.
Η συγγραφή στα μάτια ενός παρατηρητή ισοδυναμεί με ακατανόητο εγκλεισμό.
Ανέκαθεν οι άνθρωποι ήθελαν να συγχρωτίζονται, να χορεύουν, να γλεντούν, να χρησιμοποιούν τις Τέχνες για να ξεχνιούνται ή να ομορφαίνουν τον κόσμο τους. Όλοι μαζί, μια παρέα. Ακόμα και αυτή η τέχνη της εξιστόρησης γινόταν δημόσια, η ακρόαση ομαδόν, ικανοποιώντας πάμπολλους σκοπούς. Αμφιβάλλω αν η γραφή βρέθηκε επειδή κάποιος μια μέρα αναφώνησε “Αγαπητέ, η φωνή σου πολύ με κουράζει, ενώ κι ο κόσμος που μαζεύτηκε να σε ακούσει μου τσακίζει τα νεύρα. Σε παρακαλώ, γράψε ό,τι έχεις να πεις, να το πάρω να το απολαύσω με την ησυχία μου”. Δεν έμελε εξ αρχής μια τέτοια μοναχικότητα για τις μάζες.
Η ίδια η ανάγνωση έχει καταλήξει μοναχική ασχολία. Στο μεσαίωνα η εικόνα του, σκυμμένου πάνω από τα γραπτά του, μελετητή, ήταν πάντα συνυφασμένη με χλωμούς, φιλάσθενους ανθρώπους, χαμένους σε μπουντρούμια ανήλιαγα. Η ανάγνωση ήταν αδύνατο να γίνει σε ένα χαριτόπλαστο μέρος. Και ίσως ακόμα, μετά από τόσους αιώνες, η ανάγνωση και η γραφή όταν φτάνει στα όρια της λατρείας, γεννάει μια τέτοια εικόνα στον κοινό νου. Και ίσως και εμείς, μέσα από κάποια συλλογική ενοχή που φέρουμε μέσα μας, αρχίζουμε και νιώθουμε πως χωνόμαστε σε ένα τέτοιο μπουντρούμι, όταν αποσυρόμαστε στα βιβλία μας. Ίσως κάποιοι από εμάς να είναι μέρες που γυρνούνε τις σελίδες τους, νιώθοντας τον συγκάτοικο, γονιό ή σύντροφο έτοιμο από στιγμή σε στιγμή να εισβάλει στο δωμάτιο, αναφωνώντας με αγανάκτηση, “πάλι διαβάζεις!” Αν σας φαίνεται αστείος ο τρόμος απέναντι σε αυτό το ενδεχόμενο, αναλογιστείτε πότε ήταν η τελευταία φορά που δεν προφασιστήκατε μια πειστική υποχρέωση αλλά είπατε στα ίσα στον επίμονο φίλο “θα καθίσω μέσα, γιατί διαβάζω ένα βιβλίο”. Είναι ο άτυπος κανόνας: υπάρχει ένα ανώτερο όριο αναγνώσεων -θα έλεγα πως περιέρχεται σε αυστηρά μονοφήφιο αριθμό βιβλίων ανά τριετία- όπου κάποιος δικαιούται να μπορεί να δώσει αυτή την απάντηση. Εμείς, πάντως, το μόνο που θα καταφέρουμε είναι να καταδικαστούμε να κουβαλάμε την ταυτότητα του σπαστικού, που βγάζει τα μάτια του, περιφρονώντας τις χαρές της ζωής.
Μοναχικοί δεν είμαστε απέναντι στους υπόλοιπους, μα και μεταξύ μας. Όλα ξεκινούν από την φύση της ανάγνωσης. Είναι τόσο εύκολο να απολαύσεις όλα τα ωραία των τεχνών με την παρέα σου. Μα την ανάγνωση όχι. Φανταστείτε δυο ανθρώπους, να διαβάζουν την ίδια στιγμή, στο ίδιο δωμάτιο. Για να προσεγγιστεί ακόμα περισσότερο η απαιτούμενη νοητική σύμπλευση, χάριν του παραδείγματος, οι δύο αναγνώστες διαβάζουν το ίδιο βιβλίο. Κάποιος θα σταματήσει, θα στοχαστεί. Ο άλλος εκνευρισμένος θα σηκώσει το κεφάλι του, ίσως ακολουθήσει την ματιά του συναναγνώστη του -κάτι που από μόνο του θα εντείνει τον εκνευρισμό του- και εκεί κάπου θα σταματήσει η όποια μορφή βιώματος από κοινού. Θα γυρίσουν στα βιβλία τους. Πρόσφατα τέθηκε ένα θέμα για την μοίρα των βιβλιομπλογκς. Πυροδοτήθηκε από μια δημοσίευση της Κατερίνας, στην οποία ο αγαπητός Librofilo κατέληξε εν μέσω άλλων πως σε αυτό ευθύνεται η ανυπαρξία διαλόγου μεταξύ του βιβλιοκόσμου. Πόσο αληθές είναι αυτό! Μα θα μπορούσε να είναι αλλιώς, τα μπλογκς να ανθήσουν από ζουζουνίσματα, πολυφωνία, να οδηγήσουν σε έναν οργασμό γόνιμου διαλόγου; Εγώ πλάθω στο μυαλό μου την εικόνα κόσμου που τον ενώνουν κοινές αγάπες, με διαλόγους κεφάτους για ταινίες, μουσικές, παραστάσεις - σαν ογκόλιθος έρχεται και ισοπεδώνει το λεκτικό γλέντι ο διάλογος βιβλιόφιλων, ο οποίος πανηγυρικά θα περιοριστεί σε κάποια διαφωνία ή συμφωνία, με κουνήματα της κεφαλής. Ίσως, στο τσακίρ κέφι, να παρατεθούν αγαπημένα χωρία, όπου πιθανώς ο άλλος από μέσα του θα διερωτηθεί “που το θυμάται τώρα αυτό ο πούστης”. Κάποιος εκνευρισμός απροσδιόριστος θα δημιουργηθεί μεταξύ των δύο, κι εκεί κάπου θα λήξει το ενσταντανέ. Φυσικά ο χρόνος μετράει αντίστροφα, η άμμος κυλάει αδυσώπητα μέσα από την βιβλιοφιλική κλεψύδρα και τα βιβλία περιμένουν.
Μα δεν είναι απορία άξιον, γιατί διοργανώνονται παρουσιάσεις βιβλίων; Ίσως, πίσω από τις ανάγκες προώθησης που καλύπτονται, να μας οδηγεί ένα ορμέμφυτο να διορθώσουμε την αναποδιά μας, να μαζευτούμε, μήπως και μπορέσουμε να μιλήσουμε μεταξύ μας.
Μοναχικά πλάσματα οι αναγνώστες, λοιπόν. Άλλοι λίγο, άλλοι πολύ. Μοναχική η ανάγνωση, μοναχική και η συγγραφή. Και με αυτό κλείνω εδώ, δίνοντας το μικρόφωνο στην Κατερίνα.
Παναγιώτης Κροκιδάς
Υ.Γ. 42 Όποιος θα ήθελε να πάρει πάσα από μένα και τον Παναγιώτη και να γράψει κι αυτός την βιβλιοφιλική του εμπειρία είναι ευπρόσδεκτος. Προειδοποιώ πως ο Μαραμπού το έχει κάνει ήδη και θα μπει σφήνα την επόμενη εβδομάδα.