23/6/25

"Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος", Flannery O' Connor



Το να μιλήσει κανείς για το έργο της Φλάνερι Ο' Κόνορ χωρίς να μιλήσει για τη ζωή της μοιάζει παράταιρο. Για τους περισσότερους συγγραφείς λέμε πως αφήνουμε το έργο τους να μιλήσει, για αυτή την κυρία όμως, πως θα μπορούσε να μην πει κανείς πως πέθανε μόλις στα 39 της (τι στο καλό θα είχε γράψει άραγε αν δεν την είχε φάει ο λύκος) κι ήταν μια γυναίκα βαθιά θρησκευόμενη, πάντα σε συνομιλία με έναν θεό που φαίνεται καθόλου να μην ταιριάζει στο αδηφάγο χιούμορ της και που δεν γλιτώνει ούτε κι αυτός από το σαρκασμό της. Μια γυναίκα που έζησε μια συμβατική ζωή κι ας προσπάθησε μανιασμένα να ξεφύγει από αυτήν και που οι επιστολές της, εκτός από ένα άτομο ευφυές δείχνουν κι ένα άτομο που δεν διστάζει να πει την γνώμη του όσο άσχημη κι αν είναι. Είναι περιώνυμη εξάλλου για τη ρατσιστική φράση “I don’t like negroes”. Και όχι δεν υπάρχει δικαιολογία.

Αυτός ο ρατσισμός δεν φαίνεται τόσο πολύ στα γραπτά της, που ισορροπούν ανάμεσα στον Φώκνερ και τον Πόε, μερικές φορές υπερβαίνοντάς τους – ναι ξέρω τι ιεροσυλία ξεστομίζω, δεν είμαι καμιά νιούφισσα. Η Φλάνερι Ο Κόνορ έγραφε και διάβαζε βιβλία «όχι για να φύγει από την πραγματικότητα, αυτό θα ήταν ανόητο, αλλά για να βουτήξει μέσα της». Με έναν τρόπο αυτό είναι αλήθεια, γιατί ενώ προσπάθησε να ξεφύγει από την νοοτροπία και τη μικρότητα του Νότου, πήγε στο διάσημο Iowa Workshop και φαινόταν πως θα μείνει για πάντα στη Νέα Υόρκη, η αρρώστια, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, την έκανε να ξαναγυρίσει με πατερίτσες στη μαμά της και στις φάρμες του Νότου, στον προτεσταντισμό του νότου, αυτή μια Καθολική με βαθιά πίστη. “Θέε μου, βοήθησε με να γίνω συγγραφέας για να σε προσεγγίσω καλύτερα», γράφει στις περιβόητες προσευχές της.

Διαβάζοντας τα διαβολικά διηγήματα της Ο' Κόνορ, με το γκροτέσκο χιούμορ και την κοφτερή ματιά, διηγήματα που γράφτηκαν 70 χρόνια πριν, ξέρεις με σιγουριά γιατί η Αμερική του σήμερα βγάζει και ξαναβγάζει τον Τραμπ. Άθελα της, γιατί δεν φαινόταν συνειδητά να την αφορούν τα πολιτικά ζητήματα, φτιάχνει έναν κόσμο βαθιά πολιτικό, όπου ο ρατσισμός υφέρπει έναντι όποιου είναι αδύναμος. Στον “Πρόσφυγα”, οι λευκοί υπηρέτες σνομπάρουν τους μαύρους και οι μαύροι τους Πολωνούς μετανάστες, και μας δείχνει πως η αμορφωσιά και η εξουσιά σε οδηγούν στο να πατήσεις κυριολεκτικά κάτω αυτόν που θεωρείς κατώτερο.

Σε όλα τα διηγήματα κυριαρχεί η μητρική φιγούρα, ναρκισιστική, καθηλωμένη στις βεβαιότητες της αμάθειας, του κουτσομπολιού, αλλά ταυτόχρονα δυναμική, που τα «ξέρει όλα» και τα αναλαμβάνει όλα, και ταυτόχρονα καταπιέζει τις ζωές όλων των γύρω, κυρίως των παιδιών της. Μια μητέρα που ακόμα και όταν τους οδηγεί όλους στον θάνατο, προσπαθεί ακόμα να σώσει το τομάρι της. Τι μου θυμίζει, τι μου θυμίζει...

Νομίζω πως το άλτερ ίγκο της ίδιας της Ο' Κόνορ το είδα σε ένα διήγημα που στα ελληνικά έχει τον ατυχή τίτλο «Ευτυχές γεγονός» και στα αγγλικά τον ευφυή «A stroke of good fortune”. Η Χούλγκα, η κόρη, έχει σπουδάσει φιλοσοφία κι είναι άθεη, και έχει ένα ξύλινο πόδι και πρόβλημα στην καρδιά και για αυτό δεν μπορεί να είναι σε ένα πανεπιστήμιο μακριά, αλλά παραμένει με την ελεγκτική μάνα της. “Μέχρι που…”

Αυτό το «μέχρι που…» είναι το αξεπέραστο στα διηγήματα αυτά. Η Φλάνερι είναι σπουδαία στυλίστρια του λόγου, και σε πολλά σημεία θυμίζει Φώκνερ η χρήση της γλώσσας (για αυτό είναι και τόσο δύσκολη στη μετάφραση), και μεγάλη ψυχογράφος, όμως το βασικό ατού των διηγημάτων της είναι το τουίστ. Ό,τι διεστραμμένο, βίαιο, ακραίο και γκροτέσκο κι αν βάλεις με τον νου σου, αυτή έχει στο μυαλό της κάτι ακόμα χειρότερο.

Τυπικά η Φλάνερι ο Κόνορ, με τις ρατσιστικές ιδέες της, και τον καθολικισμό της, τη μανία της με τη «θεία χάρη» και πως «μας αφορά σε έναν μοντέρνο κόσμο», θα έπρεπε να μου είναι απεχθής. Αντιθέτως τη θεωρώ πολύ σπουδαία συγγραφέα, χωρίς φυσικά να της βρίσκω δικαιολογίες για όλα αυτά που γράφει στις επιστολές της. Εξάλλου από τα πιο τρυφερά και ταυτόχρονα κακοποιητικά διηγήματά της είναι το «Ψεύτικος αράπης», “the artificial niger”, ένα τερατώδες μνημείο της ανθρώπινης αμορφωσιάς και της ανασφάλειας που προκαλεί, της «ομάδας» που δημιουργεί απέναντι στο τέρας που είναι ο Άλλος.


                   Κατερίνα Μαλακατέ


"Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος", Flannery O' Connor, μτφ. Ρένα Χατχουτ, εκδ. Αντίποδες

14/6/25

"Η τελειότητα", Vincentzo Latronico


   αγοράστε το εδώ: 



Η τελειότητα του Βιντσέντζο Λατρόνικο είναι ένα βιβλίο μορφής, και όχι πλοκής, γράφτηκε βασισμένο στα «Πράγματα» του Ζωρζ Περέκ, κι έτσι οι ήρωες του είναι μάλλον κάτι γενικόλογες καρικατούρες παρά χαρακτήρες μυθιστορήματος. Δεν μαθαίνουμε τίποτε για αυτούς, ούτε για την ιστορία, ούτε και για τη σχέση τους, δεν τους εξανθρωπίζει τίποτα, παραμένουν ανδρείκελα. Αυτός είναι άλλωστε και ο σκοπός του συγγραφέα, είναι σύμβολα μιας γενιάς που γοητεύτηκε από την εικόνα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, επένδυσε σε μια ινσταγκραμική ζωή και βρέθηκε να ψάχνει τον εαυτό της ανάμεσα στη λιτή μπεζ διακόσμηση από το ikea και τις στίβες που κρύβονταν στις ντουλάπες για να μην χαλάσουν τις φωτογραφίες. Το βιβλίο έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ο ίδιος ο Λατρόνικο έζησε στο Βερολίνο από το 2009 ως το 2023 ως ψηφιακός νομάς, και ξέρει εκ των έσω την κοινότητα των expats που περιγράφει.

Το κείμενο είναι γεμάτο ινσταγκραμικές περιγραφές (με μια τέτοια μακροσκελή περιγραφή ξεκινά στο κεφάλαιο του «Ενεστώτα»-- είπαμε βασίζεται στον Περέκ), που μου φαίνονται το ίδιο βαρετές ως λογοτεχνία και ως εικόνα, οι δυο ήρωες ζουν σε ένα διαμέρισμα στο Βερολίνο, που το νοικιάζουν πού και πού ως Airbnb ενώ στην πραγματικότητα δεν βγάζουν όσα λεφτά θα θελαν, δεν κάνουν πραγματικές σχέσεις παρά με άλλους expats, ζουν σε ένα ιδιόμορφο γκέτο με γουστόζικα καφέ και καλοσχεδιασμένα μπαρς, δεν μαθαίνουν Γερμανικά, μιας και κουτσομιλάνε κάτι universal αγγλικά και δεν ντρέπονται για αυτά. Νοιάζονται για τα δικαιώματα, το περιβάλλον, εφ’ όσον τίποτα από αυτά δεν τους αγγίζει. Μοιάζει να μην έχουν προσωπική ιστορία και να μην έχουν προσωπικότητα. Και καταλήγουν μόνοι.

Ομολογώ πως η ανάγνωση της Τελειότητας με άφησε δίβουλη, από τη μια καταλαβαίνω τι θέλει να πει για τη γενιά μας (ίσως και για τους λίγο νεότερους από μας Millenials), από την άλλη βαριέμαι τις γενικεύσεις και την καταστροφολογία για μια γενιά συλλήβδην, και δεν πιστεύω επ’ ουδενί πως οι άνθρωποι είναι καρικατούρες. Zούμε κάτι πρωτόγνωρο που δεν μπορούμε να το ακόμα να το κατανοήσουμε πλήρως, το διαδίκτυο ορίζει τη ζωή μας πολύ περισσότερο από όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε, άλλωστε αυτή η γνώμη ανεβαίνει σε ένα blog, θα ήταν τουλάχιστον αστείο να ισχυριστώ το αντίθετο.

Αγαπώ τη λογοτεχνική φόρμα, κι αυτό το βιβλιαράκι έχει πολλή από αυτή, όμως αγαπώ και τις ιστορίες, κι απ’ αυτό δεν έχει καθόλου. Μου αρέσει το παιχνίδι με τους χρόνους στην αρχή, που μετά παραμένει αυτό, απλά ένα προβλέψιμο παιχνίδι, δεν φτάνει με κανέναν τρόπο την ιδιοφυία του Περέκ. Το βιβλίο είναι υποψήφιο για το Booker 2025, μα κάτι μου έμεινε λειψό, σαν να μην εμβαθύνει αρκετά, να μένει στην επιφάνεια, για κάτι τόσο σημαντικό και σύγχρονο. Το διάβασα σε μία μέρα, είναι μικρό και δεν χάνεται η συνοχή του, μα είναι μυθοπλασία, είναι μέτα- μυθοπλασία, δεν μπορώ με σιγουριά να ξέρω. Ούτε καν το πιο απλό, αν μου άρεσε ή όχι, δεν μπορώ να αποφασίσω.

                                                   Κατερίνα Μαλακατέ


"Η τελειότητα", Βιντσέντζο Λατρόνικο, μτφ. Δήμητρα Δότση, εκδ. Loggia 

2/6/25

Μπέρτα Ίσλα, Javier Marías






Ο Χαβιέ Μαρίας πήρε θέση ανάμεσα στους αγαπημένους μου από τότε που διάβασα το πρώτο του βιβλίο κοντά 15 χρόνια πριν. Πιθανότατα ο σπουδαιότερος Ισπανός συγγραφέας των τελευταίων χρόνων, μας άφησε νωρίς το 2020 στα 70 του, ειδάλλως θα είχε πάρει με σιγουριά το Νόμπελ. Ταυτόχρονα ευπώλητος και κουλτουριάρης, υπήρξε χαρακτηριστική φιγούρα των ισπανικών γραμμάτων, έγραψε 17 μυθιστορήματα και αμέτρητα άρθρα, διηγήματα, δοκίμια. Από πολύ μικρός καταβρόχθιζε αυτό που αγαπούσε πιο πολύ, ταινίες και λογοτεχνία κι έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα μόλις στα 17.

Ο τρόπος γραφής του, σπειροειδής και κυκλικός, δημιουργεί συνεχώς την αίσθηση κατόπτρων και αντικατοπτρισμών. Ο λόγος του μακροπερίοδος, με την κάθε πρόταση να καταλαμβάνει πάνω από μια σελίδα, βγάζει τελικά πάντα νόημα. Γιατί αν άλλοι συγγραφείς προσπαθούν να προσεγγίσουν την πραγματικότητα, αυτός προσπαθεί να μας δώσει μια καταγραφή της ανθρώπινης σκέψης, όπως η αγαπημένη του Βιρτζίνια Γουλφ ∙και τα δυο έργα ευγενή, και άκρως λογοτεχνικά, αλλά ανέφικτα. Ο Μαρίας αποτυγχάνει με απαράμιλλη χάρη.

Εδώ χοροπηδάει γύρω από την αφηγηματική φωνή, που πότε μιλά από την πλευρά της πρωταγωνίστριας, Μπέρτα Ίσλα, πότε από την πλευρά του άντρα της Τομάς Νέβινσον κι άλλοτε γίνεται στριφνή και παντογνωστική. Με χιούμορ και ελαφρότητα, γράφει ένα κατασκοπευτικό μυθιστόρημα, που βέβαια δεν είναι κατασκοπευτικό, γιατί είναι μυθιστόρημα ενηλικίωσης, κι ένα campus novel και ένα μυθιστόρημα ποιητικής και τελικά ένα ψυχοβγάλτικο φιλοσοφικό μυθιστόρημα που μιλά για τη ζωή και τον θάνατο, ενώ ταυτόχρονα σε αποκοιμίζει με το πόσο ευκολοδιάβαστο είναι, πόσο γλυκιά είναι η διαδικασία της ανάγνωσης, πόσο δεν θες να το αφήσεις από τα χέρια σου.

Η Μπέρτα Ίσλα ερωτεύεται ήδη από το σχολείο τον δίγλωσσο Τομάς Νέβινσον, μισό Άγγλο, μισό Ισπανό, και ξέρει από νωρίς πως ο στόχος της ζωής της είναι να τον παντρευτεί. Κι αυτός τον ίδιο στόχο έχει, αλλά όταν φεύγει στην Οξφόρδη, τα πράγματα στη ζωή τους παίρνουν μια κάπως ανεξέλεγκτη τροπή. Η διγλωσσία του Τομ, η παθητικότητά του, η αδυναμία του να πάρει ουσιαστικές αποφάσεις για τη ζωή του, τα παιδιά τη γυναίκα του, η έννοια του άπατρι, που δεν μπορεί να σταθεί πουθενά, ούτε σε γλώσσα, ούτε σε χώρα, ούτε σε οικογένεια, ούτε σε σύντροφο, ούτε σε παιδιά, γίνονται σχεδόν το κεντρικό θέμα του βιβλίου.

Σχεδόν, γιατί τα θέματα είναι τόσα πολλά που θα αδικούσαμε ένα άλλο, πιο κομβικό. Το μυθιστόρημα είναι κατασκοπικό, με έναν τρόπο που μάλλον θα έκανε τον ΛεΚαρέ να ντρέπεται, δεν έχει ούτε μια στιγμή πραγματικής δράσης, πραγματεύεται τον έρωτα και τις μακροχρόνιες σχέσεις, με ακατάλυτη δύναμη, το ερώτημα «Γιατί δεν φεύγει η Μπέρτα Ίσλα, γιατί δεν «φτιάχνει» τη ζωή της, γιατί δέχεται τα μυστικά και τα ψέματα, γιατί δεν αφήνει τον Τομ να πεθάνει, ακόμα κι αν δεν υπάρχει πτώμα, αιωρείται συνεχώς πάνω από όλη της ιστορία. Και μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν είναι καλύτερη μια αλήθεια φτιασιδωμένη, που μοιάζει πολύ με φαντασίωση και ψέμα, ή μια αλήθεια γυμνή, άσχημη που συνέχεια σου θυμίζει την προδοσία.

Ο Μαρίας, σε βάζει να βυθιστείς στην ιστορία και την Ιστορία, λεπτομέρεια τη λεπτομέρεια, γιατί εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν, και αυτό που μοιάζει εξωτικό, μιλάει τελικά για την ίδια τη ζωή μας, γιατί μένουμε σε πεθαμένες μακροχρόνιες σχέσεις, ακόμα κι ο άντρας μας δεν είναι κατάσκοπος. Κι είναι τελικά σπαταλημένες αυτές οι ζωές, ή είναι απλά η ζωή έτσι. Και, μήπως τελικά το πολιτικό παίζει ρόλο κομβικό σε αυτό που είναι ο καθένας μας. Υπάρχει αίσθηση εαυτού και ταυτότητας εκτός χρόνου και τόπου;

Οι λογοτεχνικές αναφορές πετάγονται από παντού είναι οργανικό μέρος του κειμένου ακόμα κι όταν μιλάει ο αρχικατάσκοπος, όλοι ξέρουν οκτώ καντάρια λογοτεχνία, ο Μαρίας είναι τόσο λόγιος που δεν καταλαβαίνει ή δεν θέλει να καταλάβει την αντίφαση, για αυτό βάζει και πολλά από τα γεγονότα να συμβαίνουν στην Οξφόρδη.

Η Μπέρτα Ίσλα είναι το προτελευταίο βιβλίο του συγγραφέα πριν πεθάνει. Το τελευταίο ονομάζεται Τομάς Νέβινσον και το αναμένουμε με λαχτάρα στα ελληνικά. Γιατί ο Τομ, άλτερ ίγκο του ίδιου του συγγραφέα που ποτέ δεν στέριωσε σε μια μακροχρόνια σχέση, υπήρξε περιώνυμος γυναικάς, και πέθανε δίχως να έχει «νόμιμα» παιδιά, αφηγηματικά έχει φωνή σε αυτό το μυθιστόρημα, πιθανώς όμως ουσιαστικά θα μας μιλήσει στο επόμενο.


                Κατερίνα Μαλακατέ


"Μπέρτα Ίσλα", Χαβιέ Μαρίας, μτφ. Χριστίνα Θεοδωροπούλου, εκδ. Πατάκη 

















26/5/25

"Το Σαράκι", Layla Martínez






«Φεμινισμός του τρόμου» ή φεμινιστικός τρόμος, ή απλά τρόμος σε ένα κόσμο που μάλλον ακόμα δεν είναι πολύ φεμινιστικός και το κυνήγι μαγισσών δεν έχει τελειώσει, κάθε άλλο. Αυτό είναι το Σαράκι. Τρόμος υπαρξιακός, για την ίδια τη γυναικεία υπόσταση, για τις σκιές που περνούν από γενιά και γενιά και τραύματα που εγγράφονται τόσο βαθιά, γίνονται δικά μας, είναι εδώ και μας στοιχειώνουν. Τρόμος για μια πατριαρχία κακοποιητική, ύπουλη, που κρύβει τα κοφτερά της δόντια και μας προστάζει να τα κρύψουμε κι εμείς, ακόμα και στο μοναδικό μας καταφύγιο, μέσα στο ίδιο μας το σπίτι. Ένα σπίτι που τα φαντάσματά του είναι όλα άντρες και τα «τέρατα» όλα γυναίκες.

Η Λάιλα Μαρτίνεθ γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1987, κι έγραψε το Σαράκι το 2021, ένα ημι-αυτοβιογραφικό βιβλίο για το μητρικό της σπίτι στη Μάντσα, για τη γιαγιά, τη μάνα της, την ίδια, για τον νταβατζή παπού της. Το σπίτι υπάρχει, βρυχάται όλο φαντάσματα, ξερνάει τα μυστικά του στους τοίχους, σε εγκλωβίζει εκεί, στην κοινωνική σου τάξη— όλες οι γυναίκες της οικογένειας είναι προορισμένες να γίνουν υπηρέτριες—, στην αδικία, την καταπίεση, τον εγκλεισμό. Το Σαράκι είναι γραμμένο παραληρηματικά, με δυο αφηγηματικές φωνές, πότε αναλαμβάνει την αφήγηση η γιαγιά, πότε η εγγονή, που τελικά συγκλίνουν στο βασικό: την εκδίκηση για όλα όσα έχουν υποστεί οι (φτωχές) γυναίκες ανά τους αιώνες.

Ο τρόμος είναι παραδοσιακά ένα ανδροκρατούμενο είδος, οι γυναίκες σε αυτά τα βιβλία και τις ταινίες είναι είτε αφελείς και τις τρώει το τέρας, είτε πανέμορφες και φαμ φατάλ. Στο φεμινιστικό τρόμο όλα αντιστρέφονται, πρωταγωνίστριες είναι οι γυναίκες, μιλούν για θέματα που μας αφορούν, για τη μητρότητα, το διαγενεακό τραύμα, τη βία, για το σκύψιμο του κεφαλιού έναντι στην εξουσία (των αντρών ή των πλουσίων).

Το Σαράκι, με την ιδότυπη χρήση της γλώσσας, και της στίξης, ταυτόχρονα τελείως ταπεινή, αλλά λογοτεχνικά ασφυκτική, είναι ένα βιβλίο που σε στραγγαλίζει, αργά και βασανιστικά, σου θυμίζει πως υπάρχουν ακόμα πολλά να κερδηθούν, πολλά να αλλάξουν. Και στο τέλος, δείχνει τον τρόπο, η λύση είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη, να πεθάνει η εξουσία, οι εξουσιαστές και οι απόγονοί τους. Η ηρωίδα παίρνει εκδίκηση από το τέρας - το ταξικό και φυλετικό τέρας της εξουσίας- και στην πορεία γίνεται κι η ίδια τέρας. Καμία επανάσταση, καμία αλλαγή, δεν είναι αναίμακτη. Στο μυαλό μας έρχεται το Πέδρο Πάραμο, το Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα, τα στοιχειωμένα σπίτια της Σίρλει Τζάκσον. Ο τέρας είναι εκεί που θα έπρεπε να είναι το ησυχαστήριο μας.

Η μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη ακολουθεί τον ρυθμό και την ένταση του πρωτοτύπου, αποτυπώνει τον θυμό που βράζει, την οργή που πρέπει να βρει τρόπο να εκτονωθεί. Ο Έλληνας αναγνώστης δεν χάνει τίποτα από το ύφος και το περιεχόμενο, ταυτίζεται, νιώθει το διαγενεακό τραύμα στο πετσί του. Η Ασπασία Καμπύλη τα τελευταία χρόνια μάς έχει δώσει εξαιρετικές μεταφράσεις, ειδικά μέσα από τις εκδόσεις Carnivora, όπου είναι και η συνεκδότρια (μαζί με την κόρη της, Μυρτώ Στείρου). Οι εκδόσεις Carnivora, έφεραν νέα πνοή στην ελληνική παραγωγή βιβλίων, δίνοντας από την αρχή το στίγμα τους, ισπανόφωνο και πορτογαλόφωνο νουάρ, ένα νέο νουάρ που «τσιτώνει» τόσο τα όρια του είδους, με βιβλία όπως Η Ελένα ξέρει και το Σαράκι που ανοίγουν νέους δρόμους στην παγκόσμια λογοτεχνία.



Κατερίνα Μαλακατέ


"Σαράκι", Λάιλα Μαρτίνεθ, μτφ. Ασπασία Καμπύλη, εκδ. Carnivora

22/2/25

"Αδύνατες πόλεις", Νίκος Μάντης


                                   



Αν κάπως έπρεπε να περιγράψω τις Αδύνατες πόλεις του Νίκου Μάντη, θα έλεγα πως είναι μια ωδή στη μυθοπλασία. Στη μυθοπλασία κάθε μορφής και είδους, από την υψηλή λογοτεχνία ως τα ευπώλητα της επιστημονικής φαντασίας, από τον Ταρκόφσκι ως το Walking dead, από την πιο τεκμηριωμένη επιστημονική θεωρία ως την ευτελέστερη θεωρία συνομωσίας, από τις θρησκείες ως την πιο φρικώδη αίρεση, από τον κόσμο των Ιδεών ως αυτόν της απολυτότητας της ύλης, από τον κομμουνισμό ως τον οργιώδη καπιταλισμό. Το μυθιστόρημα αυτό είναι η εποχή μας, η πραγματικότητα, όχι αυτό που έρχεται, μα αυτό που είναι εδώ και μας κοιτάει στα μάτια. Σαν άλλη Σεχραζάτ, ο Μάντης μας λέει 1000 και μία ιστορίες, με κεντρικό θέμα την ίδια τη ζωή και τον θάνατο— και την αθανασία ανάμεσά τους∙ την Εξουσία κι τον Έρωτα, ως υπέρτατες μορφές Αθανασίας.

Στο μεσοπρόθεσμο μέλλον, εκεί γύρω στο 2060, δυο παιδιά θαύματα, ο Ντεβέντρα Πούρι κι ο Βασίλι Ιγκνάτι έχουν φτιάξει μια εταιρία προσομοίωσης που ελέγχει τη ζωή των ανθρώπων, που ζουν πια σε θεματικά πάρκα, παίζοντας σενάρια, σαν το Westworld, και μετά αυτό εξελίσσεται σε ένα ακόμα πιο αιματηρό Matrix, για να καταλήξει ένα όνειρο μέσα στο όνειρο, μέσα στο Όνειρο, όπως το Inception, και τελικά να μοιάζει με hard boiled νουάρ του Ρέιμοντ Τσάντλερ, ή κάποιες φορές με το Wives of Stepford, κι όλο μαζί να παραπέμπει στο Στάλκερ, το σωστό το ορθόδοξο και μερικές φορές το άλλο το Χολιγουντιανό, με μια στάση από Άρχοντα των δαχτυλιδιών και Τζέημς Μποντ και Μάτια ερμητικά κλειστά.

Θα ήταν άραγε περήφανη η Μαίρη Σέλευ για τον Ντεβέντρα Πούρι ως Φρανκενστάιν του μέλλοντος; Ή θα τρόμαζαν ακόμα και τη γιαγιά της επιστημονικής φαντασίας τα αλλεπάλληλα τέρατα που δημιούργησε από τον εαυτό του και θραύσματα των ανθρώπων που αγάπησε, κόβοντας σαν άλλος Βόλντερμοτ την ψυχή του σε κομμάτια∙ σα συγγραφέας δηλαδή, γιατί αυτό κάνουμε, κόβουμε την ψυχή μας και τη δανείζουμε σε όλους μας τους ήρωες. Αν υπάρχει ψυχή.

Εκτός από μια προσπάθεια απεικόνισης της πραγματικότητας, μπροστά μας έχουμε κι ένα μυθιστορήματα ποιητικής.

Θα ήταν άραγε περήφανοι οι Ουλιπιστές για αυτές τις Αδύνατες πόλεις, που τόσο μας μπερδεύουν με τις Αόρατες του Καλβίνο, με την ίδια προσοχή και λεπτομέρεια χτισμένες για την αρχιτεκτονική του χρόνου και του χώρου, έτσι που μερικές φορές, παύει να πρωταγωνιστεί ο άνθρωπος και ξεπηδά η Ιστορία. Κι ο Νταν Μπράουν, ίσως κι αυτός, ίσως κι ο Φίλιπ Πούλμαν που δάνεισε το Αληθειόμετρό του. Κι ο Μπόρχες με τον Σάμπατο, τι θα ένιωθαν για αυτόν τον μαίανδρο με τα πολλαπλά κάτοπτρα, μήπως στη στροφή θα ζητούσε εύρετρα κι ο Ζωρζ Περέκ; Μέχρι κι ο Γκοσποντίνοφ κάτι θα διεκδικούσε, μη γελιόμαστε.

Αν ο Νίκος Μάντης έγραφε στα Αγγλικά, τώρα θα ήταν υποψήφιος για το Μπούκερ. Το παιχνίδι με τον Χρόνο, τον Τόπο, τις πολλαπλές ταυτότητες, την επήρεια της Τεχνολογίας σε μια ζωή που δεν είναι ούτε τεχνητή ούτε φυσική πια, ο βαθύς υπαρξιακός τρόμος για το μέλλον της Ανθρωπότητας, σε 983 πυκνές σελίδες, που μέρος τους θα ζήλευε η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Μπολάνιο, ο Καμπρέ και λίγο ο Σαραμάγκου, δεν αφήνουν περιθώρια στον αναγνώστη να πάρει ανάσα.

Έχει σημασία να βρούμε όλες τις αναφορές; Σιγά να μην τις θυμάται κι ο ίδιος ο Μάντης. Σημασία έχει ο ίδιος ο λαβύρινθος, το παιχνίδι είμαστε εμείς. Οι ζωές μας ανώδυνες και μάταιες, σε μια αέναη υπαρξιακή λούπα, μέχρι να κρασάρει ο κεντρικός υπολογιστής και να μαυρίσουν όλα. Κι ίσως δεν έχει καν σημασία να πούμε πόσο οξυδερκής είναι αυτός ο συγγραφέας, που έπλεξε το γαιτανάκι και βγήκε, όχι αλώβητος, από τον σκυλοκαυγά με τον Μινώταυρο, όχι ακέραιος, ούτε κι αθώος, χωρίς απαντήσεις, και χωρίς ερωτήσεις σχεδόν, έβγαλε τον εαυτό του από τον λαβύρινθο του μυαλού του, στον λαβύρινθο της πραγματικότητας, έστησε ένα γιγάντιο καθρέφτη σαν γκιλοτίνα, κατέβασε τη λεπίδα και μας πήρε μαζί του στο λευκό. Μια λευκή τυφλότητα, σαν μαύρη γλίτσα, για το ποιο είναι τελικά το Καλό και ποιο το Κακό.


                                     Κατερίνα Μαλακατέ




"Αδύνατες πόλεις", Νίκος Μάντης, εκδ. Καστανιώτη

6/2/25

"Τα Μάγια", Hermann Broch




                                                      
Ο Χέρμαν Μπροχ εμφανίστηκε μεγάλος ηλικιακά στα λογοτεχνικά πράγματα. Γεννήθηκε το 1886, την Βιέννη της Αυστροουγγαρίας και αρχικά πήρε την κλωστοϋφαντουργική εταιρεία της πλούσιας οικογένειας του, παντρεύτηκε, έκανε έναν γιο. Το 1927 τα τίναξε όλα στον αέρα, πούλησε την επιχείρηση, ξεκίνησε να σπουδάζει φιλοσοφία, ψυχολογία και μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Το πρώτο του βιβλίο, η Τριλογία «Οι Υπνοβάτες» είναι ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που κίνησε το ενδιαφέρον τόσο των κριτικών όσο και των συναδέλφων του συγγραφέων –δεν συγκίνησε βέβαια ιδιαίτερα το ευρύ αναγνωστικό κοινό, να τα λέμε κι αυτά.

Ξεκίνησε να γράφει το δεύτερό του βιβλίο, τα Μάγια το 1935 και μέχρι το 1936 είχε τελειώσει την πρώτη εκδοχή του πρώτου τόμου (το προόριζε για τριλογία). Έγραψε και δεύτερη εκδοχή, εντωμεταξύ φυλακίστηκε από τον Χίτλερ το 1938, αποφυλακίστηκε με την παρέμβαση του Τζόυς, αυτοεξορίστηκε στην Αγγλία κι έπειτα στις ΗΠΑ και το χειρόγραφο έπειτα από σαράντα κύματα ξαναβρέθηκε στην κατοχή του. Το άλλαξε πάρα πολλές φορές, ο τίτλος άλλαξε πάρα πολλές φορές, τελικά εκδόθηκε το 1969, μετά τον θάνατο του, στη σημερινή εκδοχή και με τίτλο «Die Verzauberung», μάλλον περισσότερο «Η μάγευση» κατά κυριολεξία. Κάποιες φορές ήθελε να το ονομάσει Δήμητρα, άλλες το Μυθιστόρημα του Βουνού σε ευθεία αναφορά στην ελληνική μυθολογία ή το μυθιστόρημα του Τόμας Μαν, «Μαγικό βουνό». Αν και αν πρέπει να βρούμε άμεση αναλογία με το έργο του Μαν, θα πρέπει μάλλον να ανατρέξουμε στον Δρ. Φάουστους. 

Πρόκειται για την ημερολογιακή καταγραφή του γιατρού ενός ορεινού χωριού, όπου εμφανίζεται ένα τύπος ονόματι Μάριους Ράτι. Στην αρχή ο Ράτι φαίνεται περίεργος, ένας περιπλανώμενος ιεροκήρυκας που ζητά οι άνθρωποι να μην χρησιμοποιούν μηχανήματα, διατείνεται πως «ακούει το βουνό» που είναι γεμάτο χρυσάφι, ο μυστικισμός του φτάνει στα άκρα. Σιγά σιγά όμως, με άλλο κίνητρο ο καθένας, κάποιοι ονειρεύονται τον χρυσό, κάποιοι να διώξουν τον διπλανό τους, άλλοι απλά την εξουσία, οι χωριανοί μαγεύονται από τον Ράτι, αρχίσουν κρυφά ή φανερά να τον υποστηρίζουν, γίνονται «στρατός».

Το βασικό θέμα στα «Μάγια» είναι η ψυχολογία της μάζας, πώς ένα ολόκληρο χωριό μπορεί να μαγευτεί από έναν γοητευτικό τσαρλατάνο, να αφήσει κατά μέρος τη λογική και να ενστερνιστεί τον πιο ακραίο μυστικισμό. Η αναλογία με την άνοδο του Χίτλερ είναι ευθεία, μην ξεχνάμε και την εποχή, αν και θα μπορούσε να αφορά οποιονδήποτε λαοπλάνο – μοιάζει πολύ και με την εποχή μας, μη γελιόμαστε.





Ο Μπροχ είναι ένας συγγραφέας που λατρεύει την φιλοσοφία, και τον μοντερνισμό, στους Υπνοβάτες διασπά την πλοκή, έχει ολόκληρα φιλοσοφικά δοκίμια, στα Μάγια η πλοκή είναι μάλλον γραμμική, και όλα τα φιλοσοφικά κομμάτια κρύβονται στα πρόσωπα και στους διαλόγους. Ο αφηγητής γιατρός είναι η πλευρά της επιστήμης και της λογικής, ο μόνος πνευματικός άνθρωπος στο χωριό, που όμως έχει μεγάλο σεβασμό για τη Μάνα Γκίσον, που μοιάζει να διαφεντεύει το βουνό και να είναι βαθιά η πίστη της στο μεταφυσικό.

Η μάνα Γκίσον είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα φιγούρα, η εκπρόσωπος της μητριαρχίας, η θεά Δήμητρα, η θεά της Γης και όλων των ζωντανών, που αναγκάζεται να στείλει την Περσεφόνη της στον κόσμο των νεκρών. Και που για κάποιο λόγο έχει πάρει απόφαση πως η Εποχή της έχει τελειώσει

Και ο Ράτι, που βλέπουμε τόσο λίγο, αλλά η φιγούρα του δεσπόζει σε όλο το μυθιστόρημα. Υποκινεί τους χωριανούς να κάνουν μια ακραία θυσία. Κι έπειτα όλοι νιώθουν πως αυτό έπρεπε να γίνει, όλοι συνεχίζουν τη ζωή τους χωρίς καμία θλίψη. Για μένα, αυτό το δεύτερο μέρος, μετά τη θυσία είναι το σοκαριστικό. Μην ξεχνάμε πως εμείς διαβάζουμε την πρώτη εκδοχή του βιβλίου, αυτή που γράφτηκε το 1935, και προδικάζει τη συμπεριφορά της μάζας ακόμα κι όταν το Έγκλημα έχει διαπραχθεί, καμία τύψη, μόνο η αίσθηση της νομοτέλειας.

Ενδιαφέρουσες φιγούρες είναι και ο ξενομερίτης Βέτσι, που κανένας δεν τον συμπαθεί και τον αναγκάζουν να φύγει αλλά και ο «νάνος» Βέντσελ, ο άνθρωπος που διαφέρει, μα έχει μέσα του τόσο μίσος για αυτούς που είναι διαφορετικοί.

«Τα μάγια» είναι ένα πολύ δύσκολο, φιλοσοφικό βιβλίο, χωρίς σε καμία περίπτωση δεν αγγίζει τα δυσθεώρητα ύψη των "Υπνοβατών", που το να τελειώσεις τον τρίτο τόμο τους μοιάζει ακατόρθωτος άθλος. Κάποια κομμάτια είναι βαθιά ποιητικά και λυρικά, αλλά εξοντωτικά περιγραφικά. Έχει χωρία που θέλεις να τα υπογραμμίσεις με μανία, γιατί αφορούν όλη την ανθρώπινη ύπαρξη, κι άλλα που μοιάζουν κάπως φτιαχτά μεταξύ χωριατών. Μην ξεχνάμε άλλωστε πως ο Μπροχ υπήρξε πάντα παιδί των κοσμοπολίτικων πόλεων, ακόμα και στην εξορία, ακόμα κι όταν κοιμόταν στους καναπέδες των διάσημων φίλων του. Έχει λόγο που βγάζει τον Ράτι από την πολυπλοκότητα του αστικού περιβάλλοντος, αυτό όμως δεν σημαίνει πως καταλαβαίνει πλήρως τη ζωή στην ύπαιθρο. Στη βάση τους. Πρόκειται ένα μυθιστόρημα που διερευνά την ανθρώπινη ηθική, τη λογική απέναντι στο συναίσθημα, το προσωπικό τραύμα, έναντι στο συλλογικό. Και το κάνει σε τέτοιο βάθος, που δεν μπορείς παρά να το θαυμάσεις. Και να μαγευτείς.


                                        Κατερίνα Μαλακατέ