Έχει αλλάξει ο τρόπος που διαβάζουμε μετά την είσοδο του διαδικτύου στη ζωή μας; Αναμφίβολα. Κι όχι μόνο με έναν τρόπο, έχει αλλάξει ο βαθμός της συγκέντρωσης μας, ο τρόπος που πληροφορούμαστε για τα νέα βιβλία, τα ίδια τα μέσα στα οποία διαβάζουμε, οι κοινότητες αναγνωστών που φτιάχνουμε.
Μα ας αρχίσουμε από το βασικό, για να διαβάσω πια απερίσπαστη μια ώρα πρέπει να απομακρυνθώ από τον υπολογιστή και κυρίως να κλείσω το wifi του κινητού. Γιατί διαφορετικά στην πρώτη ειδοποίηση αφήνω το βιβλίο και πιάνω το τηλέφωνο. Αν γράφω σε υπολογιστή συνδεδεμένο στο δίκτυο, σταματάω ανά μία παράγραφο. Ίσως χάνω περισσότερο χρόνο χαζεύοντας στο ίντερνετ αντί να γράφω ή να διαβάζω. Βασικό πρόβλημα είναι ο εθισμός μας. Προσπαθώ. Βάζω στο αγαπημένο μου μέσο κοινωνικής δικτύωσης, το facebook, ειδοποίηση να με κόβει στη μία ώρα κάθε μέρα, κάνω συμφωνίες με τον εαυτό μου, τόσες ώρες την ημέρα δεν θα είσαι ονλάιν. Αφήνω σημεία του σπιτιού που δεν φτάνει το wifi επίτηδες. Σε γενικές γραμμές αποτυγχάνω. Διαβάζω αρκετά αλλά με πολύ περισσότερες διακοπές, χάνω το «χάσιμο» του γραψίματος, εκείνη την αίσθηση που μοιάζει με τρανς και που επιτυγχάνεται μόνο αν μπεις για αρκετή ώρα στο δικό σου κείμενο. Στερούμαι με λίγα λόγια τις ενδορφίνες που μου ανήκουν, την ευχαρίστησή και την αυθόρμητη σχέση με την ανάγνωση. Έχω πολλές ώρες στα χέρια ένα βιβλίο, δεν το διαβάζω τις περισσότερες από αυτές.
Από την άλλη το διαδίκτυο, μου έλυσε τα χέρια. Όταν ήμουν μικρότερη μάθαινα για τα νέα βιβλία από τύχη, έναν φίλο, τον βιβλιοπώλη μου. Τώρα η πληροφορία είναι εκεί και δεν χάνεται. Με λίγες κινήσεις ξέρω για όλες τις νέες κυκλοφορίες, οξύνεται η κρίση μου, καταλαβαίνω αν θα μου αρέσει ένα βιβλίο πολύ ευκολότερα, έχω ανθρώπους που εμπιστεύομαι και την κοινότητα του Διαβάζοντας. Οι ομάδες στο facebook, τα ταπεινά μας blogάκια, οι Λέσχες Ανάγνωσης, το ίνσταγκραμ ή το τικ τοκ για τους μικρότερους κατάφεραν να μετατρέψουν την εμπειρία της ανάγνωσης από μια μόνον μοναχική εμπειρία, σε συλλογική. Έχω πια φίλους που διαβάζουν, που είναι περήφανοι για τις βιβλιοθήκες τους και κουβαλάνε το kindle μες στην τσάντα, που έχουν σταθερό προϋπολογισμό κάθε μήνα για βιβλία κι αναρωτιούνται πώς θα τα αρχειοθετήσουν. Τίποτα από όλα αυτά δεν είχα μεγαλώνοντας κι είμαι ευγνώμων στο διαδίκτυο που τα έχω τώρα.
Άλλαξε κι η πρόσβαση στο ίδιο το κείμενο. Αν επιθυμήσω ένα βιβλίο τώρα, τώρα, τώρα, απλά το πληρώνω και το κατεβάζω. Μπορώ να το διαβάσω στον υπολογιστή μου, στο κινητό, στο τάμπλετ ή στον ηλεκτρονικό μου αναγνώστη. Ή πάλι, αν μες στην νύχτα θελήσω να αγοράσω δέκα, τα βάζω τακτικά στο καλάθι μου ή στέλνω ένα μέιλ στο αγαπημένο μου βιβλιοπωλείο και η επιθυμία μου είναι διαταγή. Μπαίνω στα σάιτς των βιβλιοθηκών, τώρα πια και της Εθνικής, και χαζεύω με τις ώρες. Αν θέλω να μιλήσω με τον αγαπημένο μου συγγραφέα, τον ψάχνω στα σόσιαλ (εγώ δεν το κάνω , εξάλλου ως επί το πλείστον νταραβερίζομαι με πεθαμένους, αλλά τέλος πάντων, ξέρω άλλους που το κάνουν). Κι αν μες στην νύχτα σκεφτώ πως δεν ξέρω τίποτα για τον μεταδομισμό, θα το γκουγκλάρω και θα έχω τουλάχιστον μια ιδέα.
Το διαδίκτυο μας μαθαίνει να διαβάζουμε, εκεί που άλλοτε η μεγάλη πλειοψηφία άκουγε τα νέα, είτε στην τηλεόραση είτε στο ραδιόφωνο, τώρα τα διαβάζει. Όμως ταυτόχρονα μας απομακρύνει από το μεγάλο κείμενο, τα «σεντόνια» δεν τα διαβάζει κανείς. Δεν προτιμώ να διαβάζω ηλεκτρονικά, γιατί θέλω να είναι ξέχωρη η ψυχαγωγία από τη δουλειά μου. Όπως πάρα πολλοί πια, δουλεύω μπροστά σε έναν υπολογιστή, δεν έχω όρεξη να διασκεδάζω και μπροστά του. Αγαπώ την απεραντοσύνη του world wide web, μα απογοητεύομαι από τα σκουπίδια του. Λατρεύω τους φίλους που απέκτησα μέσα τις κοινότητες των βιβλιόφιλων, και διέλυσαν την αναγνωστική μοναξιά μου, όμως δυσκολεύτηκα πολύ να αποδεχτώ πως το διάβασμα δεν σε κάνει κατ’ ανάγκη καλό άνθρωπο.
Αυτό που καίει τους πιο πολλούς είναι αν η ανάγνωση λογοτεχνίας θα επιβιώσει. Έχω πίστη στις ιστορίες, πιστεύω πως κανένας δεν ζει χωρίς αφηγήσεις. Ακόμα και ποδόσφαιρο αν βλέπει κάποιος, μια σειρά στο νέτφλιξ, τις ειδήσεις, ένα πρωινάδικο, ένα ριάλιτυ, μια ταινία του Ταρκόφσκι, αυτή την ανάγκη ικανοποιεί, της αφήγησης. Όσο το βιβλίο είναι η σπουδαιότερη πηγή αφήγησης, δεν θα εκλείψει. Αν γίνει κάτι, είναι πως μπορεί να μετουσιωθεί.
Δεν ήμασταν ποτέ πολλοί οι συστηματικοί αναγνώστες, στο σχολείο σε κάθε τμήμα ένας, μπορεί και κανένας. Δεν υπάρχει λόγος να καταπιέσεις κάποιον να διαβάσει. Γιατί η ανάγνωση είναι απόλαυση, βαθιά κρυμμένη στο κέντρο του εγκεφάλου, από τις πιο δυνατές. Είναι σαν να κάνεις σεξ από έρωτα. Αυτοί που τη δοκιμάζουν εθίζονται και δεν ξεχνούν την έκρηξη ποτέ.
Κατερίνα Μαλακατέ