23/6/25

"Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος", Flannery O' Connor



Το να μιλήσει κανείς για το έργο της Φλάνερι Ο' Κόνορ χωρίς να μιλήσει για τη ζωή της μοιάζει παράταιρο. Για τους περισσότερους συγγραφείς λέμε πως αφήνουμε το έργο τους να μιλήσει, για αυτή την κυρία όμως, πως θα μπορούσε να μην πει κανείς πως πέθανε μόλις στα 39 της (τι στο καλό θα είχε γράψει άραγε αν δεν την είχε φάει ο λύκος) κι ήταν μια γυναίκα βαθιά θρησκευόμενη, πάντα σε συνομιλία με έναν θεό που φαίνεται καθόλου να μην ταιριάζει στο αδηφάγο χιούμορ της και που δεν γλιτώνει ούτε κι αυτός από το σαρκασμό της. Μια γυναίκα που έζησε μια συμβατική ζωή κι ας προσπάθησε μανιασμένα να ξεφύγει από αυτήν και που οι επιστολές της, εκτός από ένα άτομο ευφυές δείχνουν κι ένα άτομο που δεν διστάζει να πει την γνώμη του όσο άσχημη κι αν είναι. Είναι περιώνυμη εξάλλου για τη ρατσιστική φράση “I don’t like negroes”. Και όχι δεν υπάρχει δικαιολογία.

Αυτός ο ρατσισμός δεν φαίνεται τόσο πολύ στα γραπτά της, που ισορροπούν ανάμεσα στον Φώκνερ και τον Πόε, μερικές φορές υπερβαίνοντάς τους – ναι ξέρω τι ιεροσυλία ξεστομίζω, δεν είμαι καμιά νιούφισσα. Η Φλάνερι Ο Κόνορ έγραφε και διάβαζε βιβλία «όχι για να φύγει από την πραγματικότητα, αυτό θα ήταν ανόητο, αλλά για να βουτήξει μέσα της». Με έναν τρόπο αυτό είναι αλήθεια, γιατί ενώ προσπάθησε να ξεφύγει από την νοοτροπία και τη μικρότητα του Νότου, πήγε στο διάσημο Iowa Workshop και φαινόταν πως θα μείνει για πάντα στη Νέα Υόρκη, η αρρώστια, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, την έκανε να ξαναγυρίσει με πατερίτσες στη μαμά της και στις φάρμες του Νότου, στον προτεσταντισμό του νότου, αυτή μια Καθολική με βαθιά πίστη. “Θέε μου, βοήθησε με να γίνω συγγραφέας για να σε προσεγγίσω καλύτερα», γράφει στις περιβόητες προσευχές της.

Διαβάζοντας τα διαβολικά διηγήματα της Ο' Κόνορ, με το γκροτέσκο χιούμορ και την κοφτερή ματιά, διηγήματα που γράφτηκαν 70 χρόνια πριν, ξέρεις με σιγουριά γιατί η Αμερική του σήμερα βγάζει και ξαναβγάζει τον Τραμπ. Άθελα της, γιατί δεν φαινόταν συνειδητά να την αφορούν τα πολιτικά ζητήματα, φτιάχνει έναν κόσμο βαθιά πολιτικό, όπου ο ρατσισμός υφέρπει έναντι όποιου είναι αδύναμος. Στον “Πρόσφυγα”, οι λευκοί υπηρέτες σνομπάρουν τους μαύρους και οι μαύροι τους Πολωνούς μετανάστες, και μας δείχνει πως η αμορφωσιά και η εξουσιά σε οδηγούν στο να πατήσεις κυριολεκτικά κάτω αυτόν που θεωρείς κατώτερο.

Σε όλα τα διηγήματα κυριαρχεί η μητρική φιγούρα, ναρκισιστική, καθηλωμένη στις βεβαιότητες της αμάθειας, του κουτσομπολιού, αλλά ταυτόχρονα δυναμική, που τα «ξέρει όλα» και τα αναλαμβάνει όλα, και ταυτόχρονα καταπιέζει τις ζωές όλων των γύρω, κυρίως των παιδιών της. Μια μητέρα που ακόμα και όταν τους οδηγεί όλους στον θάνατο, προσπαθεί ακόμα να σώσει το τομάρι της. Τι μου θυμίζει, τι μου θυμίζει...

Νομίζω πως το άλτερ ίγκο της ίδιας της Ο' Κόνορ το είδα σε ένα διήγημα που στα ελληνικά έχει τον ατυχή τίτλο «Ευτυχές γεγονός» και στα αγγλικά τον ευφυή «A stroke of good fortune”. Η Χούλγκα, η κόρη, έχει σπουδάσει φιλοσοφία κι είναι άθεη, και έχει ένα ξύλινο πόδι και πρόβλημα στην καρδιά και για αυτό δεν μπορεί να είναι σε ένα πανεπιστήμιο μακριά, αλλά παραμένει με την ελεγκτική μάνα της. “Μέχρι που…”

Αυτό το «μέχρι που…» είναι το αξεπέραστο στα διηγήματα αυτά. Η Φλάνερι είναι σπουδαία στυλίστρια του λόγου, και σε πολλά σημεία θυμίζει Φώκνερ η χρήση της γλώσσας (για αυτό είναι και τόσο δύσκολη στη μετάφραση), και μεγάλη ψυχογράφος, όμως το βασικό ατού των διηγημάτων της είναι το τουίστ. Ό,τι διεστραμμένο, βίαιο, ακραίο και γκροτέσκο κι αν βάλεις με τον νου σου, αυτή έχει στο μυαλό της κάτι ακόμα χειρότερο.

Τυπικά η Φλάνερι ο Κόνορ, με τις ρατσιστικές ιδέες της, και τον καθολικισμό της, τη μανία της με τη «θεία χάρη» και πως «μας αφορά σε έναν μοντέρνο κόσμο», θα έπρεπε να μου είναι απεχθής. Αντιθέτως τη θεωρώ πολύ σπουδαία συγγραφέα, χωρίς φυσικά να της βρίσκω δικαιολογίες για όλα αυτά που γράφει στις επιστολές της. Εξάλλου από τα πιο τρυφερά και ταυτόχρονα κακοποιητικά διηγήματά της είναι το «Ψεύτικος αράπης», “the artificial niger”, ένα τερατώδες μνημείο της ανθρώπινης αμορφωσιάς και της ανασφάλειας που προκαλεί, της «ομάδας» που δημιουργεί απέναντι στο τέρας που είναι ο Άλλος.


                   Κατερίνα Μαλακατέ


"Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος", Flannery O' Connor, μτφ. Ρένα Χατχουτ, εκδ. Αντίποδες

14/6/25

"Η τελειότητα", Vincentzo Latronico


   αγοράστε το εδώ: 



Η τελειότητα του Βιντσέντζο Λατρόνικο είναι ένα βιβλίο μορφής, και όχι πλοκής, γράφτηκε βασισμένο στα «Πράγματα» του Ζωρζ Περέκ, κι έτσι οι ήρωες του είναι μάλλον κάτι γενικόλογες καρικατούρες παρά χαρακτήρες μυθιστορήματος. Δεν μαθαίνουμε τίποτε για αυτούς, ούτε για την ιστορία, ούτε και για τη σχέση τους, δεν τους εξανθρωπίζει τίποτα, παραμένουν ανδρείκελα. Αυτός είναι άλλωστε και ο σκοπός του συγγραφέα, είναι σύμβολα μιας γενιάς που γοητεύτηκε από την εικόνα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, επένδυσε σε μια ινσταγκραμική ζωή και βρέθηκε να ψάχνει τον εαυτό της ανάμεσα στη λιτή μπεζ διακόσμηση από το ikea και τις στίβες που κρύβονταν στις ντουλάπες για να μην χαλάσουν τις φωτογραφίες. Το βιβλίο έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ο ίδιος ο Λατρόνικο έζησε στο Βερολίνο από το 2009 ως το 2023 ως ψηφιακός νομάς, και ξέρει εκ των έσω την κοινότητα των expats που περιγράφει.

Το κείμενο είναι γεμάτο ινσταγκραμικές περιγραφές (με μια τέτοια μακροσκελή περιγραφή ξεκινά στο κεφάλαιο του «Ενεστώτα»-- είπαμε βασίζεται στον Περέκ), που μου φαίνονται το ίδιο βαρετές ως λογοτεχνία και ως εικόνα, οι δυο ήρωες ζουν σε ένα διαμέρισμα στο Βερολίνο, που το νοικιάζουν πού και πού ως Airbnb ενώ στην πραγματικότητα δεν βγάζουν όσα λεφτά θα θελαν, δεν κάνουν πραγματικές σχέσεις παρά με άλλους expats, ζουν σε ένα ιδιόμορφο γκέτο με γουστόζικα καφέ και καλοσχεδιασμένα μπαρς, δεν μαθαίνουν Γερμανικά, μιας και κουτσομιλάνε κάτι universal αγγλικά και δεν ντρέπονται για αυτά. Νοιάζονται για τα δικαιώματα, το περιβάλλον, εφ’ όσον τίποτα από αυτά δεν τους αγγίζει. Μοιάζει να μην έχουν προσωπική ιστορία και να μην έχουν προσωπικότητα. Και καταλήγουν μόνοι.

Ομολογώ πως η ανάγνωση της Τελειότητας με άφησε δίβουλη, από τη μια καταλαβαίνω τι θέλει να πει για τη γενιά μας (ίσως και για τους λίγο νεότερους από μας Millenials), από την άλλη βαριέμαι τις γενικεύσεις και την καταστροφολογία για μια γενιά συλλήβδην, και δεν πιστεύω επ’ ουδενί πως οι άνθρωποι είναι καρικατούρες. Zούμε κάτι πρωτόγνωρο που δεν μπορούμε να το ακόμα να το κατανοήσουμε πλήρως, το διαδίκτυο ορίζει τη ζωή μας πολύ περισσότερο από όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε, άλλωστε αυτή η γνώμη ανεβαίνει σε ένα blog, θα ήταν τουλάχιστον αστείο να ισχυριστώ το αντίθετο.

Αγαπώ τη λογοτεχνική φόρμα, κι αυτό το βιβλιαράκι έχει πολλή από αυτή, όμως αγαπώ και τις ιστορίες, κι απ’ αυτό δεν έχει καθόλου. Μου αρέσει το παιχνίδι με τους χρόνους στην αρχή, που μετά παραμένει αυτό, απλά ένα προβλέψιμο παιχνίδι, δεν φτάνει με κανέναν τρόπο την ιδιοφυία του Περέκ. Το βιβλίο είναι υποψήφιο για το Booker 2025, μα κάτι μου έμεινε λειψό, σαν να μην εμβαθύνει αρκετά, να μένει στην επιφάνεια, για κάτι τόσο σημαντικό και σύγχρονο. Το διάβασα σε μία μέρα, είναι μικρό και δεν χάνεται η συνοχή του, μα είναι μυθοπλασία, είναι μέτα- μυθοπλασία, δεν μπορώ με σιγουριά να ξέρω. Ούτε καν το πιο απλό, αν μου άρεσε ή όχι, δεν μπορώ να αποφασίσω.

                                                   Κατερίνα Μαλακατέ


"Η τελειότητα", Βιντσέντζο Λατρόνικο, μτφ. Δήμητρα Δότση, εκδ. Loggia 

2/6/25

Μπέρτα Ίσλα, Javier Marías






Ο Χαβιέ Μαρίας πήρε θέση ανάμεσα στους αγαπημένους μου από τότε που διάβασα το πρώτο του βιβλίο κοντά 15 χρόνια πριν. Πιθανότατα ο σπουδαιότερος Ισπανός συγγραφέας των τελευταίων χρόνων, μας άφησε νωρίς το 2020 στα 70 του, ειδάλλως θα είχε πάρει με σιγουριά το Νόμπελ. Ταυτόχρονα ευπώλητος και κουλτουριάρης, υπήρξε χαρακτηριστική φιγούρα των ισπανικών γραμμάτων, έγραψε 17 μυθιστορήματα και αμέτρητα άρθρα, διηγήματα, δοκίμια. Από πολύ μικρός καταβρόχθιζε αυτό που αγαπούσε πιο πολύ, ταινίες και λογοτεχνία κι έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα μόλις στα 17.

Ο τρόπος γραφής του, σπειροειδής και κυκλικός, δημιουργεί συνεχώς την αίσθηση κατόπτρων και αντικατοπτρισμών. Ο λόγος του μακροπερίοδος, με την κάθε πρόταση να καταλαμβάνει πάνω από μια σελίδα, βγάζει τελικά πάντα νόημα. Γιατί αν άλλοι συγγραφείς προσπαθούν να προσεγγίσουν την πραγματικότητα, αυτός προσπαθεί να μας δώσει μια καταγραφή της ανθρώπινης σκέψης, όπως η αγαπημένη του Βιρτζίνια Γουλφ ∙και τα δυο έργα ευγενή, και άκρως λογοτεχνικά, αλλά ανέφικτα. Ο Μαρίας αποτυγχάνει με απαράμιλλη χάρη.

Εδώ χοροπηδάει γύρω από την αφηγηματική φωνή, που πότε μιλά από την πλευρά της πρωταγωνίστριας, Μπέρτα Ίσλα, πότε από την πλευρά του άντρα της Τομάς Νέβινσον κι άλλοτε γίνεται στριφνή και παντογνωστική. Με χιούμορ και ελαφρότητα, γράφει ένα κατασκοπευτικό μυθιστόρημα, που βέβαια δεν είναι κατασκοπευτικό, γιατί είναι μυθιστόρημα ενηλικίωσης, κι ένα campus novel και ένα μυθιστόρημα ποιητικής και τελικά ένα ψυχοβγάλτικο φιλοσοφικό μυθιστόρημα που μιλά για τη ζωή και τον θάνατο, ενώ ταυτόχρονα σε αποκοιμίζει με το πόσο ευκολοδιάβαστο είναι, πόσο γλυκιά είναι η διαδικασία της ανάγνωσης, πόσο δεν θες να το αφήσεις από τα χέρια σου.

Η Μπέρτα Ίσλα ερωτεύεται ήδη από το σχολείο τον δίγλωσσο Τομάς Νέβινσον, μισό Άγγλο, μισό Ισπανό, και ξέρει από νωρίς πως ο στόχος της ζωής της είναι να τον παντρευτεί. Κι αυτός τον ίδιο στόχο έχει, αλλά όταν φεύγει στην Οξφόρδη, τα πράγματα στη ζωή τους παίρνουν μια κάπως ανεξέλεγκτη τροπή. Η διγλωσσία του Τομ, η παθητικότητά του, η αδυναμία του να πάρει ουσιαστικές αποφάσεις για τη ζωή του, τα παιδιά τη γυναίκα του, η έννοια του άπατρι, που δεν μπορεί να σταθεί πουθενά, ούτε σε γλώσσα, ούτε σε χώρα, ούτε σε οικογένεια, ούτε σε σύντροφο, ούτε σε παιδιά, γίνονται σχεδόν το κεντρικό θέμα του βιβλίου.

Σχεδόν, γιατί τα θέματα είναι τόσα πολλά που θα αδικούσαμε ένα άλλο, πιο κομβικό. Το μυθιστόρημα είναι κατασκοπικό, με έναν τρόπο που μάλλον θα έκανε τον ΛεΚαρέ να ντρέπεται, δεν έχει ούτε μια στιγμή πραγματικής δράσης, πραγματεύεται τον έρωτα και τις μακροχρόνιες σχέσεις, με ακατάλυτη δύναμη, το ερώτημα «Γιατί δεν φεύγει η Μπέρτα Ίσλα, γιατί δεν «φτιάχνει» τη ζωή της, γιατί δέχεται τα μυστικά και τα ψέματα, γιατί δεν αφήνει τον Τομ να πεθάνει, ακόμα κι αν δεν υπάρχει πτώμα, αιωρείται συνεχώς πάνω από όλη της ιστορία. Και μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν είναι καλύτερη μια αλήθεια φτιασιδωμένη, που μοιάζει πολύ με φαντασίωση και ψέμα, ή μια αλήθεια γυμνή, άσχημη που συνέχεια σου θυμίζει την προδοσία.

Ο Μαρίας, σε βάζει να βυθιστείς στην ιστορία και την Ιστορία, λεπτομέρεια τη λεπτομέρεια, γιατί εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν, και αυτό που μοιάζει εξωτικό, μιλάει τελικά για την ίδια τη ζωή μας, γιατί μένουμε σε πεθαμένες μακροχρόνιες σχέσεις, ακόμα κι ο άντρας μας δεν είναι κατάσκοπος. Κι είναι τελικά σπαταλημένες αυτές οι ζωές, ή είναι απλά η ζωή έτσι. Και, μήπως τελικά το πολιτικό παίζει ρόλο κομβικό σε αυτό που είναι ο καθένας μας. Υπάρχει αίσθηση εαυτού και ταυτότητας εκτός χρόνου και τόπου;

Οι λογοτεχνικές αναφορές πετάγονται από παντού είναι οργανικό μέρος του κειμένου ακόμα κι όταν μιλάει ο αρχικατάσκοπος, όλοι ξέρουν οκτώ καντάρια λογοτεχνία, ο Μαρίας είναι τόσο λόγιος που δεν καταλαβαίνει ή δεν θέλει να καταλάβει την αντίφαση, για αυτό βάζει και πολλά από τα γεγονότα να συμβαίνουν στην Οξφόρδη.

Η Μπέρτα Ίσλα είναι το προτελευταίο βιβλίο του συγγραφέα πριν πεθάνει. Το τελευταίο ονομάζεται Τομάς Νέβινσον και το αναμένουμε με λαχτάρα στα ελληνικά. Γιατί ο Τομ, άλτερ ίγκο του ίδιου του συγγραφέα που ποτέ δεν στέριωσε σε μια μακροχρόνια σχέση, υπήρξε περιώνυμος γυναικάς, και πέθανε δίχως να έχει «νόμιμα» παιδιά, αφηγηματικά έχει φωνή σε αυτό το μυθιστόρημα, πιθανώς όμως ουσιαστικά θα μας μιλήσει στο επόμενο.


                Κατερίνα Μαλακατέ


"Μπέρτα Ίσλα", Χαβιέ Μαρίας, μτφ. Χριστίνα Θεοδωροπούλου, εκδ. Πατάκη