Μια μπουκιά ανάγνωσης είναι το «Je ne parle pas francais», της Κάθριν Μάνσφιλντ. Το διήγημα εκδόθηκε την τελευταία χρονιά του Α’ Παγκόσμιου, και είναι το πρώτο αμιγώς μοντερνιστικό της. Η Μάνσφιλντ το συνέθεσε μέσα σε δυο μήνες, ενώ ήδη ήξερε πως θα πέθαινε από φυματίωση κι η ίδια το θεωρούσε, όπως έγραψε στον άντρα της John Middleton Murry, «μια κραυγή ενάντια στη διαφθορά». Εκδόθηκε σε μόλις 100 αντίτυπα, σε «μια ιδιωτική έκδοση» όπως δήλωσε ο εκδοτικός οίκος (που ανήκε στον άντρα της), κι αργότερα για να επανεκδοθεί στη συλλογή Bliss από τον εκδοτικό οίκο Constable περικόπηκαν κάποιες από τις πιο πικάντικες στιγμές του.
Ως τότε, η Κάθριν Μάνσφιλντ, που γεννήθηκε το 1888 στο
Γουέλινγκτον της Νέας Ζηλανδίας, κι έζησε μια ελεύθερη, παλαβή ζωή, έγραφε
μάλλον πιο λυρικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η γραφή της στο «Σε μια γερμανική πανσιόν». Μια γραφή που αρκετά συχνά χαρακτηρίστηκε «γυναικεία» για
να αποδυναμωθεί.
Κεντρικός ήρωας και πρωτοπρόσωπος αφηγητής είναι
ο Ραούλ Ντικέτ, ένας "Παριζιάνος, βέρος Παριζιάνος", ένας "νεαρός
συγγραφέας, πολύ σοβαρός, που τρέφει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη σύγχρονη
εγγλέζικη λογοτεχνία". Αυτά μας τα δηλώνει ο ίδιος για τον εαυτό του. Ο Ραούλ
κάθεται σε ένα παρακμιακό καφέ και στοχάζεται. Βλέπει τη φράση Je ne parle pas francais και
θυμάται έναν «άγγλο νεαρό συγγραφέα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη γαλλική
λογοτεχνία», τον Ντικ, με τον οποίο είχαν μια γνωριμία, το πώς ο Ντικ έφυγε
ξαφνικά, και το πώς γύρισε πίσω με μια γυναίκα, το Ποντικάκι.
Η αφήγηση του Ραούλ είναι συνειρμική, δεν έχουμε πλήρη
επίγνωση αν μιλάει στην αρχή μια γυναίκα ή ένας άντρας και η σεξουαλικότητά του
αμφίσημη. Η ίδια η Μανσφιλντ εξάλλου είχε ερωτικές σχέσεις και με τα δυο φύλα,
παθιασμένες και εξουθενωτικές.
Ο Ραούλ μάς λέει από την αρχή πως δεν πιστεύει στην
ανθρώπινη ψυχή, πως οι άνθρωποι είναι σαν τις βαλίτσες, κουβαλάνε κάποια
πράγματα. Κι έπειτα μας απαριθμεί ένα ένα τα ωραία πράγματα στην κατοχή του,
για τα οποία δεν πλήρωσε ποτέ. Για αυτά πλήρωναν οι μεγαλύτερες γυναίκες με τις
οποίες είχε σχέσεις.
Το διήγημα είναι τολμηρό, χειρίζεται το τραύμα με έναν ιδιότυπο τρόπο, σκοτεινό, ξεχωρίζει κυρίως λόγω της αφήγησης από τον Ραούλ της χρησιμοποίησης του όταν ήταν μικρό αγόρι ως σκεύος ηδονής από την Αφρικανή πλύστρα. Οι σκηνές βέβαια είναι αυτές που λογοκρίθηκαν και δεν επανήλθαν παρά 50 χρόνια μετά στο σώμα του κειμένου.
Το κείμενο δεν μας λέει ποτέ την αλήθεια, συνέχεια υπονοεί, περισσότερο συσκοτίζει αντί φωτίζει τον Ραούλ και τις καταστάσεις, έχει χιούμορ βαθύ, υποδόριο, κοφτερό σα μαχαίρι. Χαρακτηριστικοί είναι τίτλοι των βιβλίων του νεαρού συγγραφέα: "Ψεύτικα νομίσματα", "Λάθος πόρτες", "Παρατημένες ομπρέλες" αλλά και ο τίτλος του ίδιου του διηγήματος. Μιλάει για το φαίνεσθαι και το είναι, με μια φωνή βαθιά υποκριτική, ενός αφηγητή τελείως αναξιόπιστου και υποβλητικού. Ο Ραούλ δεν είναι τυχαία άντρας— η συγγραφέας συνήθως διάλεγε ένα δικό της άλτερ ίγκο για αφηγήτρια και κεντρική ηρωίδα, κι εδώ κάνει τη διαφορά. Στο τέλος τον «νεαρό συγγραφέα» δεν τον υποψιαζόμαστε απλά για ζιγκολό αλλά και για προαγωγό.
Ογδόντα οκτώ διηγήματα έγραψε η Κάθριν Μανσφιλντ στα τριάντα
πέντε χρόνια που έζησε. Κι έφτασαν για να την καθιερώσουν ως μια από τις πρώτες
πραγματικά επαναστατικές γυναικείες λογοτεχνικές φωνές του 20ου
αιώνα. Δεν ήταν άλλωστε τυχαία η άσπονδη εχθρός της Βιρτζίνια Γουλφ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.