Το
κεφάλαιο Εύμαιος είναι το πλέον συγκινητικό του Οδυσσέα. Τζόυς εναντίον Τζόυς! Μια
σχέση όμως καθόλου συγκρουσιακή και δηλητηριώδης αλλά τρυφερή που λειαίνει τις
διαφορές και συμπληρώνει τα δύο μέρη. Οι δύο εκδοχές του Τζόυς, Στέφανος και
Μπλουμ, συναντώνται στο δέκατο έκτο κεφάλαιο του Οδυσσέα και σκιαγραφούν
μπροστά στα μάτια μας το εσωτερικό πορτρέτο αυτού του μυθικού συγγραφέα! Ό,τι
υπέροχο διαβάσαμε στην Βιογραφία του Έλμαν για την συναρπαστική ζωή του Τζέημς
Τζόυς, εδώ παίρνει την λογοτεχνική θεία πνοή του. Ο Στέφανος, ο οποίος
δικαιωματικά είχε αποκτήσει το προσωπικό του πορτρέτο λίγα χρόνια πριν, σε αυτό
το κεφάλαιο παραμένει χαμηλών τόνων και εν πολλοίς σιωπηλός, δίνοντας φωνή στον
γηραιότερο εαυτό, τον Λεοπόλδο Μπλουμ.
Μετά
την έντονη νύχτα στο άντρο της Κίρκης, οι δύο άντρες βρίσκουν καταφύγιο στο
Καταφύγιο του Αμαξά, ένα καπηλειό για τους ξενύχτηδες και τους απόκληρους. Εκεί
ο Μπλουμ προσπαθεί να πείσει τον Στέφανο να πιει έναν καφέ και να φάει κάτι.
Γρήγορα, γίνονται αντικείμενο παρατήρησης από τους υπόλοιπους πελάτες και ένας
παράξενος ναυτικός τους πλησιάζει και αρχίζει να τους λέει ναυτικές ιστορίες.
Οι ιστορίες του κινούνται δυσδιάκριτα ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, όμως
όταν οι διηγήσεις φτάνουν στην Ισπανία, ο Μπλουμ δεν μπορεί παρά να ρωτήσει με
ενδιαφέρον, Είδες τον βράχο του Γιβραλτάρ;,
αναφερόμενος στην καταγωγή της γυναίκας του Μόλλυ.
Όταν
η ατμόσφαιρα ζεσταίνει και οι δυο παράξενοι θαμώνες γίνονται αποδεκτοί από τους
συνήθεις νυχτερινούς πελάτες, η συζήτηση μεταξύ Μπλουμ και Στέφανου αρχίζει να
φουντώνει, με αφορμή την διακριτική είσοδο μιας πόρνης με σκοπό να ψαρέψει
πελάτες. Ο Μπλουμ θεωρεί κίνηση θράσους την είσοδο της εξαθλιωμένης και
άρρωστης πόρνης (χωρίς να αγνοεί το γεγονός ότι ίσως κάποιος άντρας την έφερε
σε αυτό το σημείο), με τον Στέφανο να απαντά:
- Σ' αυτή τη χώρα οι άνθρωποι πουλάνε πολύ περισσότερα απ' όσα
είχε ποτέ αυτή και κάνουν και χρυσές δουλειές. Μη φοβάσαι αυτούς που πουλάνε το
σώμα αλλά δεν έχουν δύναμη να αγοράσουν την ψυχή. Αυτή είναι ένας κακός
έμπορος. Αγοράζει ακριβά και πουλάει φθηνά.
Αμέσως
ξεκινά μια διαμάχη περί ψυχής, η οποία καταλήγει στην σκέψη του Μπλουμ για το
χάσμα γενεών ανάμεσα στους δύο συνομιλητές. Σε αυτό
το ακανθώδες σημείο εντούτοις οι απόψεις του ζεύγους, καθώς βρίσκονταν στους
αντίποδες από άποψη παιδείας και οτιδήποτε άλλο, με σημαντική διαφορά στην
ηλικία, ήρθαν σε σύγκρουση. Εδώ, ο Τζόυς επιλέγει πλευρά, τάσσεται
απερίφραστα υπέρ του Μπλουμ, της ώριμης εκδοχής, την στιγμή κιόλας που και ο ίδιος
ο συγγραφέας ηλικιακά νιώθει πιο κοντά προς αυτόν. Αυτό φαίνεται και από την
μονοπώληση της κουβέντας από τον Μπλουμ που παρουσιάζει σταθερά και με κάθε
ευκαιρία την κοσμοθεωρία του, και παρά το μεθύσι του Στέφανου το οποίο θα
μπορούσε να αποτελεί μια δικαιολογία για την σιωπή του. Όπως δείχνει και το
προσχέδιο στην αρχή του βιβλίου, το πρώτο κεφάλαιο είχε την τεχνική της
αφήγησης από την πλευρά του νεαρού αφηγητή ενώ το δέκατο έκτο από την πλευρά
του ώριμου. Ο Στέφανος διατηρεί μια απαράμιλλη γοητεία ως χαρακτήρας του
βιβλίου, όμως για τον Τζόυς μοιάζει να αποτελεί μια ρομαντική εικόνα του εαυτού
του την οποία έχει αφήσει πια στο παρελθόν.
Στο
καπηλειό δεν αργούν να αναπτύξουν και πολιτικά θέματα. Ο ιδιοκτήτης του
Καταφυγίου είναι ή υποτίθεται ότι είναι ο διαβόητος Κατσικογδάρτης της εθνικιστικής
ομάδας οι Ανίκητοι που δολοφόνησε Άγγλους αξιωματούχους στο Πάρκο του Φοίνικα στο
Δουβλίνο. Καθώς η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από την Ιρλανδία και την Αγγλία,
ο Κατσικογδάρτης λέει, Αλλά η μέρα της απόδοσης λογαριασμού,
(...) ήταν επικείμενη για την τρανή Αγγλία, παρά τη δύναμή της του άνομου
κέρδους λόγω των εγκλημάτων της. Θα υπάρξει μια πτώση και θα είναι η μεγαλύτερη
πτώση στην ιστορία. Είναι σχεδόν αδύνατο να μην φέρεις στο μυαλό σου το
πρόσφατο Brexit, διαβάζοντας την παραπάνω φράση. Η πορεία της συζήτησης κάνει
τον Μπλουμ να θυμηθεί και να πει του Στέφανου, για την προσβολή του Πολίτη και
πώς εκείνος την απέκρουσε λέγοντας πως και ο Θεός, ο Χριστός, είναι Εβραίος. Με
την αφορμή αυτή, ο Τζόυς παρουσιάζει ξανά, πιο φανερά από κάθε άλλη φορά, όλη
την ουσία του βιβλίου, όλη την γοητεία του σύγχρονου Οδυσσέα του:
[...] Είναι δύσκολο να τεθούν σκληροί και σταθεροί κανόνες για
το σωστό ή το λάθος, όμως χώρος για βελτίωση σίγουρα υπάρχει αν και κάθε χώρα,
συμπεριλαμβανομένης και της βασανισμένης δικής μας, έχει την κυβέρνηση που της
αξίζει. Αλλά με λίγη καλή θέληση απ' όλες τις μεριές. Είναι πολύ ωραίο να
καμαρώνεις για αμοιβαία υπεροχή αλλά τι γίνεται με την αμοιβαία ισότητα;
Απεχθάνομαι τη βία και τη μισαλλοδοξία οποιουδήποτε σχήματος και μορφής. Ποτέ
δεν οδηγεί πουθενά ούτε σταματά τίποτα. Μια επανάσταση πρέπει να γίνει με
δόσεις. Είναι αδιαμφισβήτητος παραλογισμός καταπώς φαίνεται να μισείς ανθρώπους
επειδή ζουν από την άλλη μεριά του δρόμου και μιλούν μια άλλη ντοπιολαλιά, στο
διπλανό σπίτι ούτως ειπείν.
Είναι
αστείο και συνάμα συγκινητικό το παιχνίδισμα που κάνει ο Τζόυς με τις δύο
εκδοχές. Βάζει τον Μπλουμ να κάνει τρυφερές σκέψεις για τον νεαρό και πολλά
υποσχόμενο Στέφανο (Έχετε κάθε δικαίωμα να ζήσετε με
την πένα σας σε αναζήτηση της φιλοσοφίας σας όπως έχει και ένας χωρικός. Γιατί;
Και οι δυο ανήκετε στην Ιρλανδία, το μυαλό και η σωματική ρώμη, το καθένα είναι
εξίσου σπουδαίο), χωρίς ωστόσο ο υπερόπτης και αδιάλλακτος νεαρός να μην
απαντήσει για ακόμα μια φορά (...η Ιρλανδία είναι
σπουδαία επειδή αυτή ανήκει σε μένα). Να ελπίζει ότι ο άστατος
χαρακτήρας του δε θα σταθεί εμπόδιο στην καλλιτεχνική του πορεία (...παρ' όλα αυτά, έφερε στο μυαλό του περιπτώσεις
καλλιεργημένων ανθρώπων λαμπρά υποσχόμενων που μαράθηκαν στο μπουμπούκιασμα από
πρώιμο σάπισμα και κανείς άλλος δεν φταίει παρά αυτοί οι ίδιοι). Ή να
τον φαντάζεται ότι διαπρέπει στην μουσική (Ένα
ξεκίνημα όλο κι όλο ήταν αυτό που χρειαζόταν. Επειδή ήταν σχεδόν σίγουρος πως
αυτός είχε τη φωνή του πατέρα του για να στηρίξει τις ελπίδες του...).
Δηλαδή, όπως ο ίδιος ο Τζόυς που αν δεν γινόταν τελικά ένας σπουδαίος
συγγραφέας θα γινόταν σίγουρα ένας σπουδαίος τενόρος! Όλη αυτή η αλυσίδα των
σκέψεων συμπνυκνώνεται εντυπωσιακά σε μία συνισταμένη (Αν
και δεν συμφωνούσαν σε όλα, υπήρχε μια ορισμένη αναλογία σαν ο νους και των δυο
τους να ταξίδευε, ούτως ειπείν, στο ίδιο τρένο σκέψης) που εκτός από το
ειρωνικό κλείσιμο του ματιού (αφού το άλλο είχε καλύπτρα!) του ίδιου του Τζόυς
για τις δύο εκδοχές του, αποτελεί επίσης και μια όμορφη μεταφορά (μιας και
μιλάμε για τρένο!) από την νεότητα στην ωριμότητα.
Από
άποψη τεχνικής το κεφάλαιο Εύμαιος εντυπωσιάζει με την ευρηματικότητά του, όπως
και κάθε άλλο κεφάλαιο που επιχείρησε να γράψει ο Τζόυς. Βρισκόμαστε στη μία η
ώρα μετά τα μεσάνυχτα σε έναν χώρο μεθυσμένων ξενύχτηδων. Η γλώσσα λοιπόν,
προσλαμβάνει νυσταλέα χαρακτηριστικά, σαν να προσπαθείς να συνομιλήσεις με την
παρέα σου, ύστερα από ένα εξαντλητικά διασκεδαστικό βράδυ. Η αφήγηση πλατειάζει
λίγο προσπαθώντας να κυκλώσει τα νοήματά της και η σύνταξη παλινδρομεί
κουρασμένη σέρνοντας τα λεκτικά βήματά της. Συχνά σκέφτομαι αυτές τις
ελευθερίες που έπαιρνε ο Τζόυς με την γλώσσα. Ένας εκδότης ή επιμελητής
κειμένων ίσως να διόρθωνε έναν συγγραφέα που σκιαγράφησε έναν άνθρωπο της
νύχτας να μιλάει σαν άγιος, ή θα δεχόταν με επιφύλαξη έναν μεθυσμένο χαρακτήρα
βιβλίου να μιλάει με μπερδεμένα λόγια. Σχεδόν σίγουρα όμως, δεν θα δεχόταν ένα
κεφάλαιο να μιλάει με μεθυσμένη κουρασμένη γλώσσα! Ίσως να κάνω λάθος, αλλά ο Μπέντζι δε θα έβρισκε εύκολα φωνή στην
σύγχρονη λογοτεχνία! Τώρα πια, οι εκδότες παρασυρόμενοι από τους ανυπόμονους
αναγνώστες, δυσανασχετούν σε τέτοιες λεκτικές κατασκευές και τις θεωρούν απλώς
κακότεχνες που δύσκολα θα πάρουν άδεια οικοδόμησης. Βέβαια, ο Τζόυς είναι μια
μεγαλοφυία (όπως και ο Φώκνερ που μνημονεύω παραπάνω) και η γλώσσα του είναι
τόσο καλοδουλεμένη που δεν μπορείς παρά να την αποδεχθείς ως έχει.
Ο
Μπλουμ αποφασίζει να φιλοξενήσει τον Στέφανο στο σπίτι του και οι δυο τραβούν
αγκαλιασμένοι, τραγουδώντας και συζητώντας προς την οδό Εκκλς. Στην αρχή του
κεφαλαίου ο Μπλουμ τον είχε ρωτήσει:
Δεν θέλω να σας πιέσω στο παραμικρό, αλλά γιατί φύγατε από το
πατρικό σας σπίτι;
- Για να αναζητήσω κακοτυχία, ήταν η απάντηση του Στέφανου.
Τώρα,
καθώς ο Στέφανος κινείται προς το “πνευματικό” του πατρικό, ο Μπλουμ ίσως
πιστεύει για εκείνον ότι μπορεί να του προσφέρει ένα μερίδιο καλοτυχίας το
οποίο σίγουρα και αξίζει.
"Οδυσσέας", Τζέημς Τζόυς, μετ. Ελευθέριος Ανευλαβής, εκδ. Κάκτος, 2014, σελ 1098
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου