30/6/13

"Άρωμα πάγου", Yoko Ogawa



    Ένα βιβλίο για την απώλεια είναι το «Άρωμα πάγου» της Γιόκο Ογκάουα. Για τη συνειδητοποίηση πως οι άνθρωποι που αγαπάμε δεν είναι κατ’ ανάγκη αυτοί που ξέρουμε με τον πιο διεξοδικό τρόπο, για το πένθος στις πολλές μορφές του, για το ίδιο το συναίσθημα της αγάπης που είναι προσωπικό και αφορά κυρίως αυτόν που το νιώθει.

   Η Ρυόκο είναι μια νεαρή γυναίκα που μαθαίνει ξαφνικά πως ο σύντροφός της, ο αρωματοποιός Χιρογιούκι, αυτοκτόνησε. Μέσα στο πένθος και γνωρίζοντας την οικογένεια του καλού της που δεν είχε δει ως τότε, καταλαβαίνει πως ήξερε πολύ λίγα πράγματα για τον άνθρωπο με τον οποίο συζούσε. Εκείνη τον αγαπούσε για την τακτικότητα, τις ευαισθησίες του, την ικανότητα να φτιάχνει αρώματα και να συγκρατεί ένα σωρό λεπτομέρειες για αυτά. Ανακαλύπτει όμως πως υπήρξε στα μαθητικά του χρόνια μια μαθηματική ιδιοφυΐα, πως ήταν άσος στο πατινάζ ενώ σε κείνη έλεγε πως δεν αθλούνταν γιατί μικρός είχε βγάλει το γοφό του, πως ο αδελφός του που τόσο του μοιάζει εμφανισιακά και στη μυρωδιά, δεν είναι αυτός.

    Η κοπέλα ψάχνοντας να βρει απαντήσεις θα φτάσει ως την Πράγα, αλλά κυρίως θα κοιτάξει μέσα της, σε μια σπηλιά από κείνη που κρύβει τα πραγματικά συναισθήματα για να κατορθώσει να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό της και τη σχέση της με την απώλεια, όχι να ξεχάσει αλλά να αποδεχθεί. Το μυθιστόρημα είναι ευκολοδιάβαστο, διολισθαίνει ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό με έναν τρόπο ρέοντα και ταυτόχρονα σαφή, μαγεύει με τον τρόπο που χειρίζεται ένα ζήτημα πολύ ευαίσθητο, σχεδόν ακραία λογοτεχνικό∙ η αφορμή είναι ο θάνατος, αλλά το πραγματικό θέμα είναι η μνήμη.

     Με κάποιον υπόγειο τρόπο, παρ’ όλο που είναι ένα μοντέρνο βιβλίο, κουβαλά μέσα του την αίσθηση της Ανατολής. Ξεχνάς και δεν ξεχνάς πως το γράφει Γιαπωνέζα, περίπου όπως φαντάζομαι είναι η αληθινή Ιαπωνία του σήμερα. Μιλάμε για γραφή γυναικεία, όπως θα έπρεπε να είναι, που ξέρει όμως τις σιωπές και δίνει στον πόνο μια νέα διάσταση, κοντινή μας αλλά ταυτόχρονα αποστασιοποιημένη και μακρινή από την ελληνική φύση που τουλάχιστον σε ένα πρώτο επίπεδο θα ξεσπούσε σε κλάματα και οδυρμούς. Είναι μια καλή πραγματεία στη λύπη.


«Άρωμα πάγου», Γιόκο Ογκάουα, μετ. Παναγιώτης Ευαγγελίδης, εκδ. Άγρα, 2007, σελ. 321


27/6/13

Ιστολογείν και βιβλιοαμπελοφιλοσοφείν



Τώρα τελευταία γίνεται κάποιος λόγος για το αν έχει σημασία η ποσότητα ή η ποιότητα της ανάγνωσης, αν τα βιβλία που διαβάζει κανείς- τα λογοτεχνικά εν προκειμένω αλλά εγώ θα το διευρύνω και στα άλλα- μπορούν να σε κάνουν σοφό ή έστω πολυμαθή. Και στην τελική αν τα βιβλία μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο.

Αν μιλάμε σε προσωπικό επίπεδο έχει τύχει αναγνώσεις να με ωθήσουν να αγαπήσω έναν άντρα, να απατήσω έναν άντρα, να παρατήσω έναν άλλο. Κι ακόμα έχουν αλλάξει συχνά – αυτή τη φορά σε επίπεδο σωρευτικό κι όχι μιας φράσης- κείνο που πίστευα για τον κόσμο. Σε συλλογικό επίπεδο, τα βιβλία θα μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο, αν ο κόσμος ήταν χάρτινος. Ακόμα και η Βίβλος ήταν μόνο το μέσο. Μπορούμε όμως να μιλήσουμε για σοφία, να ζυγιάσουμε το κατά πόσον ο νους ωριμάζει με κάθε ανάγνωση ή όχι, να οραματιστούμε έναν άνθρωπο που μέσα από την ανάγνωση γίνεται πηγή γνώσης και εμπειρίας. Γιατί όχι. Πάντως αν το κάνουμε θα πιστεύαμε σε ένα ψέμα.

Η λογοτεχνία είναι το μοναχικό φως μέσα σε ένα κατασκότεινο τούνελ. Το πλησιάζεις σαν μικρό ψαράκι, νιώθεις βαθιά την ευφορία για την ύπαρξή του, το τριγυρνάς θαμπωμένος. Αν κάποτε αξιωθείς να πλησιάσεις αρκετά τότε πίσω του θα εμφανιστεί είτε ένα μυθολογικό θαλάσσιο τέρας και θα σε φάει, είτε η καλή γαλάζια νεράιδα και θα σε σώσει.

Προφανώς δεν είναι έτσι, έτσι δεν είναι;

Για μένα αυτό που θα έπρεπε να προσδίδει η ενασχόληση με τα βιβλία είναι ευρύτητα πνεύματος, ανεκτικότητα για το διπλανό σου, κατανόηση. Κι αυτό μέσα από έναν τόσο ανοιχτό χώρο όπως το blog- που δίνει τη δυνατότητα της έκφρασης και της ανωνυμίας- θα έπρεπε να είναι έτι εντονότερο. Τι σημασία έχει αν εγώ διαβάζω γρήγορα και κάποιες φορές τσαπατσούλικα κι ο Ναυτίλος ακραία μεθοδικά, με ένταση και πάθος; Αν εγώ και ο Νο14ΜΕ εξερευνούμε συστηματικά παλαιότερα βιβλία κι ο Librofilo βγάζει φλύχταινες στην ιδέα να ανεβάσει ανάρτηση για βιβλίο άνω της πενταετίας, αν ο Πατριάρχης διαβάζει – συγγνώμη αναρτεί- κυρίως για Έλληνες συγγραφείς; Έχει να κάνει με την ιδιοσυγκρασία μας και μόνον. Μας ενώνουν τα βιβλία κι η ανάγκη να ανοίξουμε μια χαραμάδα στον κόσμο μας που περιλαμβάνει πολλές αναγνώσεις. Ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να είναι.

Δε βρίσκω κανέναν λόγο να απολογηθώ γιατί πηγαίνω λιγότερες ώρες στη δουλειά και διαβάζω περισσότερο φέτος. Δεν με κάνει άκριτο καταναλωτή, ούτε πολυμαθή, ούτε σοφή. Δεν αλλάζει αυτό που είμαι- που μετά από τόσες αναρτήσεις δε θα κρυβόταν από ένα ψευδώνυμο, δε με καθιστά κυνηγό του λάικ, ή του φόλοουερ. Για μένα σημασία έχει η γόνιμη ανάγνωση. Να τελειώνεις ένα ποστ- ή ένα βιβλίο- να το έχεις ευχαριστηθεί και να έχεις συνειδητοποιήσει πως υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι εκεί έξω, κι άλλες απόψεις και ιδέες. Τα υπόλοιπα αν έρθουν είναι καλοδεχούμενα, κι αν δεν... πάλι κερδισμένος θα 'σαι.



25/6/13

"Πουτάνες φόνισσες", Roberto Bolaño




    Ως τώρα είχα καταφέρει το εξής, να έχω διαβάσει τα δυο μεγάλα εμβληματικά μυθιστορήματα του Ρομπέρτο Μπολάνιο αλλά ποτέ διηγήματά του. Αναρωτιόμουν πως θα μου φανεί μια συλλογή από έναν συγγραφέα που είναι πια ανεξίτηλα σημαδεμένος στη συνείδησή μου από τη μεγαλειότητα των δυο ογκόλιθων, αν θα μετριαζόταν στα μάτια μου η εικόνα του ή αντίθετα η αίσθηση πως πρόκειται για έναν από τους συγγραφείς που θα μείνουν στους κλασικούς του αιώνα που έφυγε θα εδραιωθεί. Φαίνεται πως ο αγαπητός Ρομπέρτο τα πήγε καλά.


    Η συλλογή διηγημάτων «Πουτάνες φόνισσες» περιέχει μερικά διαμαντάκια άξια θαυμασμού. Από την άλλη έχει στα σπάργανα αυτή την ύποπτη συνοχή που κάνει τα κατακερματισμένα μυθιστορήματα του Μπολάνιο αριστουργηματικά. Το βασικό της θέμα είναι η ανθρώπινη επαφή, απατηλή κάποτε και φευγαλέα, που δίνει στιγμές μονάχα συντροφικότητας. Οι ήρωες του Μπολάνιο είναι ποιητές, είναι πουτάνες και πόρνοι, μέθυσοι και τρελοί, αλλά κυρίως είναι μόνοι. Αυτή η μοναξιά σπάει για λίγο, για μια χαραμάδα ανθρωπιάς και σκληρότητας κι έπειτα ο καθένας ξαναγυρνά στο κουκούλι του, να γλείψει τις πληγές του, να κυνηγήσει τα όνειρά του, απλά να κουλουριαστεί και να πεθάνει – ανάλογα με τον χαρακτήρα του.

    Η βιβλίο ανοίγει με το εντυπωσιακό «Σίλβα το μάτι», όπου ένας εξόριστος Χιλιανός φωτογράφος κρυφοομοφυλόφιλος καταλήγει στην Ινδία σε ένα πορνείο για αγοράκια. Η συνέχεια της ιστορίας μπορεί να φέρει μονάχα πικρίλα στο στόμα και τη γνωστή αίσθηση της ματαιότητας. Στα «Τελευταία δειλινά Στη Γη», ο νεαρός Β. πηγαίνει εκδρομή στο Ακαπούλκο με τον πατέρα του, όπου αποδεικνύεται η τρύπια σχέση τους, που παραμένει σχέση, όσο ο γιος αναμένει την καταστροφή. Στην «Προεικόνιση του Λάλο Κούρα» ο αφηγητής μας διηγείται τη ζωή της πορνοστάρ μητέρας του, στην «Επιστροφή» ένας νεκρός βγαίνει από το σώμα του για να το δει να μεταφέρεται στο σπίτι ενός γνωστού νεκρόφιλου Γάλλου μόδιστρου, στο «Μπούμπα» τρεις ποδοσφαιριστές βλέπουν την καριέρα τους να απογειώνεται χάρη σε μια τελετουργία, στις «Πουτάνες φόνισσες» ένα αγόρι μαθαίνει δυο-τρια πραγματάκια για τις γυναίκες και τη ζωή όσο μια τρελή το βασανίζει, στα «Γκόμες Παλάσιο»  και «Περιπλανώμενος» έχουμε ένα στιγμιότυπο από μια γνωριμία, που έπειτα χάθηκε στη λήθη.


    Οι άνθρωποι στα διηγήματα του Μπολάνιο είναι χωρίς πατρίδα, σταθερότητα, είναι η Λατινική Αμερική όπως ήταν και παραμένει, ένας αχταρμάς πολιτισμού, που όζει από φαύλους αλλά κι ευωδιάζει από ατομικά κατεστραμμένα αριστουργήματα. Οι εξόριστοί του δεν έχουν οικογένεια, φίλους, έχουν όμως στιγμές μεγαλείου και κατάπτωσης τελείως διαφορετικές από ότι ενός συμβατικά ευτυχισμένου ανθρώπου της Δύσης. Κι εκεί, στην εσχατιά της ανθρωπιάς, φαίνεται στην τελική από τι είναι φτιαγμένος ο καθένας χωριστά, αλλά και συλλογικά όλη η ανθρώπινη φυλή.

"Πουτάνες φόνισσες", Ρομπέρτο Μπολάνιο, μετ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδ. Άγρα, 2008, σελ. 313


Υ.Γ. Η έκδοση είναι πολύ προσεγμένη- εκδόσεις Άγρα γαρ- και η μετάφραση εξαιρετική



23/6/13

"Το ηλεκτρικό πρόβατο", Philip K. Dick




       Είναι πολλά τα χρόνια από τότε που είδα το Blade runner. Δεν είχα στο μυαλό μου τα ακριβή στοιχεία της πλοκής- ήμουν σίγουρη όμως πως πολλά ήταν πολύ διαφορετικά από αυτό που διάβαζα. Στον αγώνα αυτό, νίκησε η ταινία.

       «Το ηλεκτρικό πρόβατο» είναι ένα καλό μυθιστόρημα του Philip Dick, δεν παύει όμως να είναι ένα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας από αυτά που βγαίναν με το σωρό τη δεκαετία του 50 και του 60- καταιγιστική πλοκή, ενδιαφέρουσες τεχνολογικές φαντασιώσεις- αλλά....

       Πρωταγωνιστής είναι Ρικ Ντέκαρντ, ένας κυνηγός επικηρυγμένων ανθρωποειδών που επέλεξε να μείνει στη γη και να μην μεταναστεύσει στον Άρη όταν αυτή σχεδόν οικολογικά καταστράφηκε. Οι άνθρωποι συντηρούν έστω ένα πραγματικό ζώο στην ταράτσα τους και αυτό προσδίδει κύρος και δείχνει το κοινωνικό στάτους. Τα ανθρωποειδή επιτρέπονται στον Άρη ως σκλάβοι, όμως απαγορεύονται στη Γη και για αυτό κάποια από αυτά που επαναστατούσαν και σκότωναν τον αφέντη τους επέλεγαν να κρυφτούν στη Γη. Η τεχνολογία έχει προχωρήσει πολύ και η όψη τους είναι ολόιδια με την ανθρώπινη. Όμως υπάρχει ένα συναισθηματικό τεστ που τα προδίδει.

     Ο Ντέκαρντ θα αναλάβει μια δύσκολη αποστολή, να «αποσύρει» 6 πολύ εξελιγμένα ανθρωποειδή, αποστολή πολύ επικίνδυνη, που μπορεί όμως να του αποφέρει τα χρήματα να αγοράσει ένα πραγματικό ζώο, γιατί τον τελευταίο καιρό ψόφησε το πρόβατό του και αναγκάστηκε να το αντικαταστήσει με ένα ολόιδιο ηλεκτρικό. Στην πορεία θα συναντήσει ένα σωρό εμπόδια, θα γνωρίσει ανθρωποειδή που θα ερωτευτεί, ανθρώπους που έχουν γίνει "κοκορόμυαλοι" από την μόλυνση, και τελικά θα τα καταφέρει.

   Βιβλίο ευκολοδιάβαστο, με εύπεπτα οικολογικά μηνύματα που ήτο της μόδας στα τέλη της δεκαετίας του 60, και αντίστοιχες ανησυχίες για την κατασκευή ανθρωπόμορφων ρομπότ, ενδιαφέρον ως ένα σημείο, άξιο για ανάπαυλα από την αναγνωστική κούραση, αλλά ως εκεί.

"Το ηλεκτρικό πρόβατο", Φίλιπ Ντικ, μετ. Δημήτρης Αρβανίτης, εκδ. Παραπέντε, 2002, σελ.203

Υ.Γ. 42 Η άχρηστη, από την ανταλλαγή μου με τον Μαραμπού, μόνο αυτό έχω καταφέρει να διαβάσω μέχρι στιγμής. Και τα άλλα δυο- Σολάρις και ο Άνθρωπος στο ψηλό κάστρο- φαίνονται σαφώς πιο ενδιαφέροντα. Αυτή η αναγνωστική κοινωνία είναι σάπια, τί να πει κανείς.... 




21/6/13

Το βασικό συστατικό της καλής λογοτεχνίας




Με αφορμή κάποιες τελευταίες συζητήσεις κι εδώ αλλά και στο facebook μου μπήκε πάλι αυτή η παράλογη ιδέα να προσπαθήσω να αποδομήσω την λογοτεχνία, να βρω αυτό που κάνει καλή μια ιστορία, κι ύστερα τι είναι που τη μετουσιώνει σε τέχνη.

Θα ξεκινήσω από την ίδια την ιστορία, αν και συχνά ένα λογοτεχνικό βιβλίο δεν χρειάζεται παρά μια υποτυπώδη πλοκή για να θεωρηθεί "αριστούργημα". Με μια απλή πρώτη έρευνα βρίσκει κανείς ένα σωρό "συνταγές" από συγγραφείς που έχουν μιλήσει για το τι κάνει μια ιστορία σφιχτοδεμένη και ελκυστική, από τους αρχαίους Έλληνες ως σήμερα. Είναι όμως αυτό το ζητούμενο- το σασπένς, η κάθαρση, η δυνατότητα ταύτισης, το «αν υπάρχει ένα καρφί στο τοίχο στην αρχή της ιστορίας, κάποιος να κρεμαστεί στο τέλος από αυτό;». Είναι και δεν είναι, ανάλογα με το ποια ιστορία έχουμε μπροστά μας.

Μετά τίθεται ένα ερωτημα πιο σύνθετο, υπάρχει η δυνατότητα πρωτοτυπίας, μήπως έχουν πια όλα ειπωθεί. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει και την μια και την άλλη άποψη με σθένος και να έχει εξίσου δίκιο. Πόσα βασικά μοτίβα υπάρχουν, άπειρα ή πεπερασμένα; Κι έχει σημασία η βάση της ιστορίας ή τελικά οι λεπτομέρειες που ξεχωρίζουν τη μια από την άλλη; Δεν υπάρχει απάντηση, και για αυτό μερικοί από μας συνεχίζουμε να γράφουμε.

Κι ας πούμε πως ξεπεράσαμε το σκόπελο της πλοκής και προχωράμε στην ακόμα δυσκολότερη πλευρά της αφήγησης. Είναι μια γραμμική, χρονικά τακτικά τοποθετημένη ιστόρηση – μέσα στον κυκεώνα της μεταμοντέρνας ματιάς- κάποτε ανακουφιστική; Για μένα όχι. Από την άλλη στα πιο απλά συστατικά κάποτε κρύβεται η τελειότητα. Το να πεις καλά μια ιστορία δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται, πόσο μάλλον όταν ο χρόνος διασπάται και συστέλλεται κατά το δοκούν, όταν οι ήρωες και οι αφηγητές είναι αναξιόπιστοι, όταν η στιγμή μεγενθύνεται και οι δεκαετίες συρρικνώνονται.

 Μου αρέσει η αίσθηση της απουσίας κεντρικού άξονα, όμως μόνον η αίσθηση, όχι η απουσία. Ας εξηγηθώ. Δεν θέλω να βλέπω σε κάθε φράση πως ο συγγραφέας έχει ένα θέμα στο μυαλό του κι ολοένα στριφογυρνά σε αυτό. Από την άλλη, όταν τελειώνει ένα μυθιστόρημα θέλω βαθιά στο μυαλό μου, έστω και υποσυνείδητα να το ξέρω αυτό το «κεντρικό θέμα». Και φτάνουμε στο δια ταύτα. Τι θέλει να πει ο ποιητής; Πρέπει ο ποιητής να ξέρει τι θέλει να πει; Κι αν ξέρει, πρέπει να μας το πει κι εμάς; Οι εμμονές έπαιξαν πάντα έναν ρόλο ανεξιχνίαστο στη δημουργία τέχνης. Από την άλλη για να γράψεις ένα μεγάλο κείμενο απαιτείται προσπάθεια, και πλάνα, έστω και μέσα στο κεφάλι σου, και μια τακτικότητα- στο γράψιμο αλλά και στη σκέψη-  που μπορούν να κάνουν τον συγγραφέα κάποτε να μοιάζει με δημόσιο υπάλληλο.

Κι αν  σε αυτά- κι άλλα τόσα- απαντήσουμε με το γενικόλογο πως ένα μυθιστόρημα είναι όλα και τίποτα μαζί, έχουμε δώσει μια απάντηση, έστω και ασαφή; Όχι. Το σίγουρο είναι πως αυτές οι ερωτήσεις πρέπει να απασχολούν δημιουργούς και ψαγμένους αναγνώστες  για μένα το ένα και μοναδικό συστατικό της καλής λογοτεχνίας είναι η αμφιβολία. Γιατί αν δεν τους απασχολούν, αν σου απαντούν, «μια γραμμική, απλή ιστορία πάθους αξίζει πάντοτε να διαβαστεί», και «η απιστία είναι ένα φλέγον θέμα», τότε μιλάμε για μια άλλη κατηγορία αναγνωστών κι ίσως και δημιουργών, που έχουν λύσει τα βασικά θέματα και προχωρούν στην ουσία. Δηλαδή τις πωλήσεις με κάθε κόστος.


19/6/13

"Κυανοπώγων", Kurt Vonnegut



         Μπορεί ένας αναγνώστης να πει για έναν συγγραφέα πως είναι από τους πολύ αγαπημένους του έχοντας διαβάσει δυο μονάχα του βιβλία. Προφανώς μπορεί. Για να είμαι ειλικρινής και μόνον το "Σφαγείο νούμερο πέντε" θα αρκούσε. Αλλά τώρα πήγα και διάβασα και τον Κυανοπώγονα. Με σιγουριά ο Κερτ Βόνεγκατ μου πάει, κολακεύει τις αναγνωστικές εμμονές μου, αποκοιμίζει τα λάγνα ένστικτα μου για μια καλή ιστορία, γράφει όπως αγαπώ, απλά, ευκολοδιάβαστα, με νόημα καμένο από τον προσωπικό πόνο αλλά τελικά απογυμνωμένο από αυτόν. Ο Βόνεγκατ δεν είναι άλλος ένας επιζήσας, είναι λογοτέχνης.

         Ήρωας σε αυτό το μυθιστόρημα είναι ο Ράμπο Καραμπεκιάν, ένας εβδομηντάχρονος πρώην ζωγράφος που ζει σε ένα απέραντο σπίτι με θέα τον Ωκεανό με μόνη συντροφιά τη μαγείρισσα του και την κόρη της και τον φίλο του Πωλ Σλέιζινγκερ που είναι συγγραφέας. Είναι ένας βαθιά μοναχικός άνθρωπος ως την στιγμή που εισβάλλει στο σπίτι η Κίρκη Μπέρμαν, μια σαραντάρα χήρα που επιθυμεί να γράψει την βιογραφία του συζύγου της και με τις ψυχολογικές της μεταπτώσεις  θα αλλάξει τις ισορροπίες. Χάρη σε κείνη ο Καραμπεκιάν θα ξεκινήσει να γράφει την αυτοβιογραφία του, θα θυμηθεί την ιστορία των γονιών του που ήταν από τους ελάχιστους επιζήσαντες της γενοκτονίας των Αρμενίων και βρέθηκαν σε ένα Αμερικάνικο χωριό ξεχασμένο από το θεό γιατί τους ξεγέλασε ένας αετονύχης, τη δική του ιστορία, την εμπλοκή του στον πόλεμο, το πώς έχασε το ένα του μάτι, την οικογένειά του – οι γιοί του δεν τον θέλουν και έχουν αλλάξει μέχρι και το επίθετό τους- πως θεωρήθηκε κάποτε ένας από τους σημαντικούς ζωγράφους της παρέας του Πόλλοκ και του Κίτσεν και τελικά οι πίνακες του κατέληξαν ξεφτίδια, πως ξαναβρήκε τη γαλήνη με τη δεύτερη σύζυγο.

      Είναι ένα βιβλίο αυτογνωσίας, γραμμένο με απίστευτο χιούμορ και πίκρα και ικανότητα στην αποτύπωση της ανθρώπινης ψυχής. Μιλά για την τέχνη, τι είναι αυτό που σε κάνει ή δε σε κάνει ζωγράφο, αν αρκεί το ταλέντο και τέλως πάντων τι είναι αυτό, αλλά κυρίως μιλά για τη ζωή, για το πώς καταλήγουν τα πράγματα από τύχη ή καθαρή ατυχία να διαμορφώνουν το ποιοι είμαστε. Και καταλήγει σε ένα αξιοθαύμαστο συμπέρασμα, πως τελικά αυτό που είμαστε μπορεί να μην είναι και τόσο κακό.  


"Κυανοπώγων", Κερτ Βόνεγκατ, μετ. Χρύσα Τσαλικίδου, εκδ. Θύραθεν, 2010, σελ.293 

Υ.Γ. Στο δικό μου αντίτυπο δυο σελίδες ήταν αρκετά μουτζουρωμένες και μια κομμένη άσχημα, ενώ έλειπε κείμενο.


18/6/13

"Αστεροειδής γλυκάνισος, Illicium verum", Βάλια Καραμάνου



Μια καλογραμμένη αλλά μάλλον χιλιοειπωμένη ιστορία μας αφηγείται η μικρή νουβέλα της Βάλιας Καραμάνου, "Αστεροειδής γλυκάνισος". Πρόκειται για μια ιστορία αγάπης, μίσους, πάθους και προδοσίας.

Μια νεαρή ζωγράφος εγκαθίσταται σε έναν μικρό χώρο στο ισόγειο ενός σπιτιού όπου μένει μια οικογένεια. Ο γηραιός άντρας που της νοικιάζει το διαμέρισμα εντυπωσιάζεται από τα κόκκινα μαλλιά και τα πράσινα μάτια της, αλλά αποφασίζει να την εμπιστευτεί εφόσον είναι εντάξει με τις οικονομικές της υποχρεώσεις. Από πάνω, μένει η κόρη του με τις δυο εγγονές του και τον γαμπρό του, τον Νίκο. Η κοπέλα στην αρχή δεν γνωρίζει τους γείτονές της, όμως ένα βράδυ συναντά τον Νίκο και ξεκινά μαζί του μια παθιασμένη σχέση που θα καταλήξει στον όλεθρο.

Ευκολοδιάβαστο και πολύ συμπαθητικό ως έκδοση, το μικρό βιβλιαράκι δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα αντίστοιχα του είδους. Ταυτόχρονα όμως δεν κομίζει τίποτα διαφορετικό στα λιμνάζοντα ύδατα της ελληνικής λογοτεχνίας και για αυτό παραμένει πεισματικά στη μετριότητα.

"Αστεροειδής γλυκάνισος, Illicium verum", Βάλια Καραμάνου, εκδ. Γαβριηλίδης, 2012, σελ.72


16/6/13

Στο παζάρι της Άγρας



Μέσα στην κάψα του Κυριακάτικου μεσημεριού ανηφορίσαμε με την φίλη Αγγελική τη Ζωοδόχου Πηγής ως το 99, στο παζάρι των εκδόσεων Άγρα. (Λέω φρικτά ψέματα, πήγαμε με το αμάξι, με aircondition στο φουλ και παρκάραμε σχεδόν απέξω.) Και ιδού η συγκομιδή. Για πέντε βιβλία που θα διαβάσω με σιγουριά πλήρωσα 33 ευρώ. Όχι κι άσχημα. Και πήραμε και δώρο βιβλιαράκι (Ζεμφύρα ή Το μυστικό της Πασιφάης του Α. Εμπειρίκου), και ταγαράκι, και σελιδοδείκτες....

Υ.Γ Κι επειδή η φωτογραφική μου δεινότητα είναι απαράμιλλη, ιδού:

"Οι αρραβώνες του κυρίου Ιρ", Ζ. Σιμενόν
"Ερωτευμένα φαντάσματα", Π.Ι. Τάιμπο ΙΙ
"Πουτάνες φόνισσες", Ρ. Μπολάνιο
"Άρωμα πάγου", Γ. Ογκάουα
"Μέρες εγκατάλειψης", Ε. Φεράντε


Η δεύτερη φορά




    Λοιπόν οι άντρες αναγνώστες αυτού του ιστολογίου προειδοποιούνται πως θα ακολουθήσει άκρως γυναικεία και δη μαμαδίστικη ανάρτηση και από τούδε και στο εξής δεν φέρω καμία ευθύνη αν επιλέξουν να συνεχίσουν να διαβάζουν και σκυλοβαρεθούν.

    Θα μιλήσω για τη δεύτερη εγκυμοσύνη μου, εν ολίγοις. Είχαμε πάρει απόφαση πέρυσι τέτοια εποχή πως θέλουμε και δεύτερο παιδάκι- θα ξεκινούσαμε να προσπαθούμε από Σεπτέμβρη. 31 Αυγούστου πέθανε ο πατέρας μου∙ ένας θάνατος που με άφησε σμπαράλια, ξαφνικός και απροσδόκητος, όσο διαρκεί ένα καλοκαιρινό μπάνιο. Για ένα μήνα διαλύθηκα, δεν πάτησα στην δουλειά, σχεδόν δεν βγήκα από το σπίτι. Έπειτα η ζωή ξαναγύρισε με όλη της την αγριάδα να με κοιτάξει στη μούρη. Όχι, δεν έφταιγε που είχα άντρα και παιδί και ξεχάστηκα. Η αντίδρασή μου ήταν βίαιη και φιλοσοφική και αφορούσε τον πατέρα μου. Αυτά που μου έμαθε εκείνος, το ότι έχασα τον μόνο άνθρωπο που με αγαπούσε ανιδιοτελώς σε αυτή τη ζωή κι αυτή η αγάπη δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο να αποκατασταθεί, και τέλος η ατέλειωτη δίψα του να ζήσει, να τα απολαύσει όλα ως την τελευταία σταγόνα. Όχι τα τελευταία χρόνια που ήταν άρρωστος, πάντα.

   Τέλη Οκτώβρη αποφάσισα πως ήταν ιεροσυλία να μπορώ να δημιουργήσω ζωή και να μην το κάνω. Άλλαξα τη διαβητική μου αγωγή σε ινσουλίνη για να μπορώ να μείνω έγκυος. Και τους πρώτους δυο μήνες αγχώθηκα τόσο που αυτό ήταν αδύνατο, φυσικά. Μόλις άρχισα να χαλαρώνω, να βγαίνω, να ασχολούμαι με το βιβλίο μου, να γνωρίζω κόσμο, σχεδόν να μη θέλω πια και να αναρωτιέμαι γιατί τρυπιέμαι 4 φορές τη μέρα σαν τη χαζή- αρχές Φλεβάρη- έμεινα έγκυος. Και μετά τι;

     Και μετά, άρχισε μια εγκυμοσύνη παιδική χαρά. Καμία σχέση με τον φόβο της προηγούμενης. Δεν είχα εμετούς, δεν το είπα σε κανένα παρά στους πιο κολλητούς μου φίλους, είχα αποκόλληση κι ούτε στιγμή δε σκέφτηκα πως δεν θα τα καταφέρουμε. Η δεύτερη εγκυμοσύνη δε μοιάζει με την πρώτη, μπορεί να είναι καλύτερη, μπορεί να είναι χειρότερη. Για κάποιον καιρό, όλο το πρώτο τετράμηνο χειρίστηκα την κατάσταση με τον εξής έξυπνο τρόπο, η κατάστασή μου δεν με εμπόδισε σε τίποτα, ήταν σα να μην υπήρχε. Τους πρώτους τρεις μήνες την πρώτη φορά είχα λαλήσει.

     Τώρα στον πέμπτο πια, έχω αρχίσει να φουσκώνω. Και να καταλαβαίνω πως είμαι έγκυος, αν και ακόμα να συνειδητοποιήσω τους περιορισμούς μου. Δεν ξέρω αν φταίει η εμπειρία, η ύπαρξη του μικρού σκίουρου που απλοποιεί τα πράγματα. Εγώ πιστεύω πως έχω απλά αλλάξει, η εγκυμοσύνη μου τούτη τη φορά δεν είναι πηγή ανεξάντλητου άγχους όπως η πρώτη, είναι η δύναμη για να σχεδιάσω όλο και περισσότερα πράγματα, να κερδίσω καινούργιους στόχους. Ναι, δεν έχω μιλήσει σε τούτο το μωρό μες στην κοιλιά σχεδόν καθόλου, δεν το έχω χαϊδέψει ακόμα όπως έπρεπε. Όμως όταν με κλωτσάει νιώθω την ίδια γλύκα και προσμονή. Στο προηγούμενο νόμιζα πως ο τοκετός είναι το τέλος της δοκιμασίας, δεν είχα καμία αίσθηση του μετά. Σε αυτό ξέρω πως η γέννα είναι πάντα η αρχή.



14/6/13

«Εκεί που ζουν οι τίγρεις», Jean-Marie Blas de Roblès



         Ένα βιβλίο αφηγηματικός ποταμός που σε κάνει να γυρίζεις σπίτι τα βράδια με τη λαχτάρα να το ξαναπιάσεις είναι το «Εκεί που ζουν οι τίγρεις» του Jean- Marie Blas de Robles. Έργο ζωής που ο συγγραφέας του αφιέρωσε δέκα χρόνια για να το ολοκληρώσει αλλά άξιζε τον κόπο. Στηριγμένο πάνω στη συνεχή ροή της πλοκής της κάθε ιστορίας είναι παράλληλα ένα φιλοσοφικό και πολιτικό κείμενο, μια ιστορία για τους ανθρώπους και το πώς οργανώνουν τη ζωή τους, τους πολιτικούς και το πώς οργανώνουν την εξουσία, την πολιτική και το πώς κατατροπώνει τη ζωή μας, την τύχη, την περιπέτεια και φυσικά την επιστήμη.

       Το μυθιστόρημα είναι πολυφωνικό, παρακολουθούμε 6 διαφορετικές ιστορίες που σε μια ανύποπτη στιγμή θα γίνουν μία, αφήνοντας πολλές αφηγηματικές κλωστές να κρέμονται, να τις ενώσουμε με τη φαντασία μας. Συνεκτικός κρίκος ο δημοσιογράφος Ελεάζαρ φον Βογκάου, Γάλλος που δουλεύει ως ανταποκριτής στη Βραζιλία εδώ και δέκα χρόνια και βρίσκοντας τον εαυτό του εν πολλοίς αργόσχολο δέχεται να μελετήσει ένα σπάνιο χειρόγραφο, τη βιογραφία του Ιησουίτη Αθανάσιου Κίρχερ, ενός «αναγεννησιακού» ανθρώπου που καταπιάστηκε σχεδόν με τα πάντα, από τη γλωσσολογία (διατείνονταν πως αποκρυπτογράφησε τα ιερογλυφικά και βρήκε την «αδαμιαία» γλώσσα), την ηφαιστειολογία (βούτηξε μες στην Αίτνα και το Βεζούβιο όσο εκρηγνύονταν), την αστρονομία, την παλαιοντολογία, την αλχημεία, την ιατρική (έπινε ένα σωρό μαντζούνια), την Σινολογία, τη μηχανική (έφτιαξε πτητική μηχανή), και τελικά βρέθηκε να έχει σε όλα λάθος, να έχει καταφέρει πολύ λίγα για την επιστήμη, αλλά πολλά για την περιέργειά του φτιάχνοντας ένα μουσείο αξιοπερίεργων αντικειμένων  από όλο τον κόσμο, που ήταν τελικά και η μόνη του συνεισφορά.

      Ταυτόχρονα εκτυλίσσονται άλλες 4 ιστορίες, η εν διαστάσει σύζυγος του φον Βογκάου, Ελάινε, παλαιοντολόγος, είναι μέλος σε μια αποστολή για την εύρεση απολιθωμάτων και μπλέκει μαζί με τους συνεργάτες της σε μια απίστευτη περιπέτεια μέσα στη ζούγκλα, καταλήγοντας με μια πρωτόγονη φυλή που ο σαμάνος της μιλά λατινικά, η κόρη του Μοέμα σπουδάζει εθνολογία στην Φορταλέζα για να είναι μακριά του και ασχολείται κυρίως με όλων των ειδών τα ναρκωτικά και το σεξ. Ο κυβερνήτης Μορέιρα, που σχεδιάζει να κάνει την περιοχή ρεσόρτ και για αυτό δέχεται να εγκαταστήσουν οι Αμερικάνοι πυραύλους και αγοράζει όλα τα οικόπεδα με το καλό ή με το ζόρι, χωρίς να υπολογίζει  την εμμηνοπαυσιακή και αλκοολική γυναίκα του Καρλότα, και τέλος ένα ανάπηρο αγόρι από τη μέση και κάτω, ο Νέλσον, που ζει στις φαβέλες και θα αποτελέσει τον καταλύτη όλων των ιστοριών.

       Παρ’ όλο τον όγκο του, είναι ένα κείμενο ευκολοδιάβαστο και συναρπαστικό, που σε κατευνάζει με την πλοκή του για να σε ρίξει στα δίχτυα της σκέψης δίχως καν να το καταλάβεις. Και να σε βάλει στον 17ο αιώνα, στις δολοπλοκίες της θρησκείας και τις μεγάλες απορίες της επιστήμης γλυκά, αποκοιμίζοντας σε με μια προσωπικότητα σαν του Αθανάσιου Κίρχερ, ιδιοφυή αλλά και αλαζονική, δίνοντας σου τελικά τίποτα άλλο παρά έναν τσαρλατάνο.

      Είναι αξιοθαύμαστο ειλικρινά πως όλο αυτό το κατασκεύασμα καταλήγει να έχει συνοχή- έστω και μια χαλαρή σχέση- κι αν δεν παρασυρόταν ο συγγραφέας από την έρευνά του και περιόριζε τα εδάφια της βιογραφίας του Κίρχερ που σε πολλά σημεία μοιάζουν κουραστικά και φλύαρα, θα μιλούσαμε ίσως για ένα από τα αρτιότερα βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

    
«Εκεί που ζουν οι τίγρεις», Jean-Marie Blas de Roblès, μετ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. Πόλις, 2012, σελ. 721.


Υ.Γ. 1 Η έκδοση είναι εξαιρετικά προσεγμένη και αξιόλογη. Με κούρασαν πάντως οι σημειώσεις της μεταφράστριας που είναι στο πίσω μέρος, θα τις προτιμούσα λιγότερες και ενσωματωμένες στο σώμα του κειμένου.

Υ.Γ. 42 Το βιβλίο μου το χάρισε κάποιος που μάλλον το απόλαυσε όσο κι εγώ.




12/6/13

Μαύρο



Χθες βράδυ κοιμήθηκα κατά τις 12. Είχε ήδη πέσει το σήμα της ΕΡΤ στην περιοχή, εκεί γύρω στις 11:30 κι είπα στον άντρα μου να μη με ξυπνήσει αν συνέβαινε κάτι, θα το καταλάβαινα από τον ήχο από τις ερπύστριες. Αστειευόμουν. Προφανώς.

Την πρώτη μου μεγάλη σχέση την έκανα με τον εξής βδελυρό τρόπο. Διηγούμουν στην τότε καλύτερή μου φίλη πόσο με είχε ενθουσιάσει ένας νέος τραγουδοποιός που είχα δει σε εκπομπή της ΈΤ1 (τότε που η Μπήλιω δεν ήταν μόνη, τόσο παλιά), είχαμε μόλις αγοράσει το cd του και το ακούγαμε μαζί. Όταν λίγο αργότερα της μίλησε κι ένας συμφοιτητής της για αυτήν την εκπομπή θεώρησε πως είμαστε οι μόνοι δυο άνθρωποι εν Ελλάδι που βλέπουμε ΕΤ1 και πως έπρεπε να μας γνωρίσει.

Ναι, δεκαπέντε χρόνια πριν κανείς δεν έβλεπε δημόσια τηλεόραση. Και δεκαπέντε χρόνια μετά κανένας πάλι δεν έβλεπε. Όμως παρ’ όλες τις γνωστές λαμογιές του δημόσιου τομέα ήξερες πως είναι εκεί, κάποτε χωρίς πρόγραμμα. Κι αν κάποια στιγμή σου τη βαρούσε μες στη νύχτα να ανοίξεις τηλεόραση θα ήταν η μόνη που είχε μια ταινία της προκοπής να δεις. Στην τελική εμένα θα με πονέσει πιο πολύ το ραδιόφωνο, το 2ο και 3ο πρόγραμμα και ο Κόσμος. Και τον μικρούλη που θα χάσει τα δεινοσαυράκια του που έβλεπε ευλαβικά κάθε μεσημέρι. Είναι αυτό το θέμα όμως;

Είναι και αυτό. Σε έναν τόπο που οι βιντεοκομιστές κάμνουν εκπομπή για 18η χρονιά, που αποκαλύψεις κάνει ο Τράγκας και ειδήσεις ο Ευαγγελάτος μετά της χαρωπής συμβίας του, ό,τι έστω ξεφεύγει από τη νόρμα είναι καλό. Από την άλλη υπάρχει ένα θέμα μεγαλύτερο, πολιτικό που μου διαφεύγει. Γιατί άραγε έγινε τόσο εκκωφαντικά τούτη η διακοπή; Για να καλυφθεί το φιάσκο της ΔΕΠΑ; Πολύ αμφιβάλλω πως οι περισσότεροι το είχανε πάρει χαμπάρι. Για να πέσει η κυβέρνηση; Μα γιατί να πάρει τέτοιο ρίσκο ο ογκόλιθος που μας κυβερνά όταν οι δυο πολιτικοί εταίροι του είναι αυτή τη στιγμή ανύπαρκτοι; Για να εκτονώσει λίγο από τον ατμό στη χύτρα; Μα, ήδη μας ταΐζει με το κουταλάκι την επερχόμενη «έξοδο από την κρίση».

Τείνω να πιστέψω πως πρόκειται για καθαρή, ατόφια βλακεία. Για έπαρση πολιτική που οδηγεί τους φαύλους σε δικτατορίες και τους ανίκανους έξω από την πόρτα. Ο δε χειρισμός της κατάστασης, βάζω τα ΜΑΤ να ρίξουν μαύρο- που θυμίζουν Κατοχή είναι ακόμα περισσότερο βδελυρός και άσκοπος. Έχασα πια το πολιτικό μου ένστικτο, δεν μπορώ με δυο κουβέντες να καταλάβω πως θα κινηθεί έστω και μαζικά ο κόσμος. Κοιτάω γύρω μου. Δεν κοιμήθηκα μόνο εγώ ήσυχα χθες βράδυ και πάτησα like σε δυο τρία ποστ στο facebook το πρωί. Είμαστε πολλοί. Και κοιμόμαστε τον ύπνο του δικαίου.

  

11/6/13

«Τελευταία πόλη», Διονύσης Μαρίνος

            
       

         Η «Τελευταία πόλη» του Διονύση Μαρίνου είναι μια ατμοσφαιρική νουβέλα, ένα σκοτεινό βιβλίο βαθιά επηρεασμένο από τον «Δρόμο» του Μακάρθυ, όπου οι άνθρωποι, η ιστορία τους, το τι ήταν δεν έχει καμία σημασία πια, παρά μόνον η διαδρομή, η πείνα, η κακουχία, η έλλειψη της ελπίδας.

         Παρακολουθούμε μια οικογένεια, τον 33χρονο Νίκολα, τη γυναίκα του Κάλι και τον τρίχρονο γιο τους Ντράζεν καθώς αναγκάζονται να εγκαταλείψουν όπως όπως το σπίτι τους και φύγουν με ένα σακίδιο στην πλάτη, ξέροντας πως ό,τι άλλα υπάρχοντα είχαν θα περάσει ο εχθρικός στρατός και θα τα κατακάψει. Δεν μαθαίνουμε ποτέ τα πως και τα γιατί, το ποιος είναι σε ποια μεριά, αλλά ούτε και μας νοιάζει∙ απλά μαντεύουμε πως σε μια άλλη εποχή αυτοί οι άνθρωποι ήταν βολεμένοι και ευτυχισμένοι. Η ανθρώπινη ύπαρξη υποβιβάζεται από τη μια στιγμή στην άλλη στην πιο ζωώδη εκδοχή της.

«Στα τριάντα τρία μου αναγκάστηκα να φύγω από τον τόπο μου. Να γίνω πρόσφυγας. Έτσι μας είπαν οι άλλοι.
Μέχρι να τους διώξουν κι αυτοί από τις εστίες τους κάποιοι άλλοι.»

Η τελευταία τους ελπίδα είναι να βρουν τη θάλασσα, μια θάλασσα πανάθλια και βρωμισμένη, αλλά παρ’ όλα αυτά ο μόνος εφικτός σκοπός. Στη διαδρομή δε συναντούν παρά ελάχιστους, κανείς δεν τους πειράζει και κανείς δεν τους βοηθά, οι τρεις τους είναι μόνοι. Η μάνα βλέπει τον εαυτό της να συρρικνώνεται με το νήπιο αγκαλιά κι ο πατέρας δε μπορεί να κάνει τίποτα για να προστατέψει την οικογένειά του.


Το μικρό βιβλίο, ούτε 100 σελίδες, τα καταφέρνει καλά. Οι δυστοπίες είναι δύσκολο πράγμα, ειδικά στην ελληνική λογοτεχνία, αλλά εδώ ο συγγραφέας κατορθώνει να μη χαθεί στους δαιδάλους τους. Μας δίνει το μήνυμα χωρίς πολλές πολλές ανάσες, η γραφή είναι κόφτη, κάποτε σχεδόν τηλεγραφική και η φρίκη αποτυπώνεται στο μυαλό, δε φεύγει εύκολα. 

«Τελευταία πόλη», Διονύσης Μαρίνος, εκδ. Γαβριηλίδης, 2012, σελ.99

9/6/13

"Λύτρα", David Malouf



Όταν μου χάρισαν τα «Λύτρα» του Ντέιβιντ Μαλούφ (το καλό αφεντικό μου στο Bookstand , ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, αντί λαμπάδας το Πάσχα), πολύ το χάρηκα. Το οπισθόφυλλο με γέμισε όνειρα, Οδύσσεια και Ιλιάδα ήταν τα αγαπημένα αναγνώσματα όταν ήμουνα παιδί, ήξερα κάθε επεισόδιο με πολλές παραλλαγές και το ίδιο το βιβλίο είχε λάβει διθυραμβικές κριτικές. Τώρα μετά την ανάγνωση, νιώθω κάπως παγωμένη. Πιθανότατα είχα μεγάλες προσδοκίες.

Το κείμενο καταπιάνεται με ένα από τα πιο συγκινητικά επεισόδια του Τρωικού Πολέμου. Ο Αχιλλέας έχει σκοτώσει τον Έκτορα και σέρνει το κουφάρι του έντεκα μέρες πίσω από το άρμα του, χωρίς να επιτρέπει την ταφή. Ο πατέρας του Έκτορα και βασιλιάς της Τροίας Πρίαμος, αποφασίζει εντελώς εκτός πρωτοκόλλου να απεκδυθεί τα βασιλικά του ιμάτια και να πάει ως ένας απλός γέροντας και πατέρας να ζητήσει από το δολοφόνο του γιου του το κορμί του παιδιού του. Ως εδώ η ιστορία ακολουθεί τον Ομηρικό μύθο. Όμως το βιβλίο επικεντρώνεται στον Πρίαμο, που μια ζωή την πέρασε μέσα στην αυστηρότητα του Πρωτοκόλλου, που έκανε πενήντα γιους που αναγκαστικά δεν τους ξέρει, και την συνύπαρξή του στην άμαξα με τα λύτρα με έναν απλό αμαξά για πρώτη φορά στη ζωή του. Τα λόγια του λαϊκού αυτού ανθρώπου θα αλλάξουν πολλά από την κοσμοθεωρία του.

Ίσως γιατί όλες οι σκηνές τις Ιλιάδας έχουν παίξει στο μυαλό μου κατά καιρούς με λεπτομέρειες, ή γιατί είμαι Ελληνίδα και τον Όμηρο τον διδασκόμαστε διεξοδικά, ή πάλι γιατί το ίδιο το Ομηρικό κείμενο επικεντρώνεται τόσο στις σχέσεις των ανθρώπων και ποτέ στις μάχες, ένιωσα οικείο το μυθιστόρημα του Μαλουφ, αλλά και λίγο. Δε με απογείωσε, κατάφερε να μου δείξει την ανθρώπινη πλευρά ενός λαμπερού Πρίαμου, αλλά αυτή την είχα ήδη στο μυαλό μου. 

Η γραφή του Μαλούφ είναι λιτή, το βιβλίο ευκολοδιάβαστο και απολαυστικό. Του έλειψε για μένα εκείνη η μεγαλοφυής στιγμή, που υπάρχει σχεδόν σε κάθε σκηνή στην Ιλιάδα, που θα το έβαζε στη σφαίρα των βιβλίων που θα ήθελα να ξαναδιαβάσω και θα σύστηνα ανεπιφύλακτα.


«Λύτρα», Ντέιβιντ Μαλούφ, μετ. Χίλντα Παπαδημητρίου, εκδ. Πατάκη, 2011 σελ. 238

Υ.Γ. Κατά ευτυχή σύμπτωση απόψε το βράδυ στις 8:00 ο Χ. Γιαννακόπουλος διαβάζει αποσπάσματα από το βιβλίο στη ραδιοφωνική εκπομπή Bookstand στον amagi, οπότε μπορείτε να πάρετε μια πρώτη γεύση.

Update 7:20μμ..... Μπα, τα καλώδια του ΟΤΕ δεν συναινούν στην απόφαση για Μαλούφ.  Πάει η εκπομπή του Χαράλαμπου για απόψε...

7/6/13

"More than human", Theodore Sturgeon




Ένα εκπληκτικό βιβλίο επιστημονικής φαντασίας είναι το «More than human» του Theodore Sturgeon. Και όχι δεν αδικώ ένα τέτοιο βιβλίο βάζοντας το στην κατηγορία που ανήκει, ίσα ίσα που βιβλία σαν κι αυτό αποδεικνύουν πως οι «ποιοτικοί» διαχωρισμοί μεταξύ των ειδών της λογοτεχνίας δεν υφίστανται.

Ένα αγόρι περιορισμένης ευφυίας που έχει ζήσει όλη του τη ζωή στους δρόμους παραπεταμένο σώζεται από έναν αγρότη και τη γυναίκα του. Με την αγάπη και τη στοργή συνειδητοποιεί γιατί δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να μιλήσει, είναι γιατί μπορεί να ακούει τις σκέψεις των ανθρώπων. Ένα χαρισματικό κοριτσάκι, που μπορεί να κινεί πράγματα μόνο με τη σκέψη και να κατευθεύνει τη σκέψη τρομορατεί τη μαμά του και τελικά αναγκάζεται να το σκάσει από το σπίτι μαζί με τις δίδυμες μαυρούλες κόρες του επιστάτη, που δεν μιλάνε, όμως μπορούν να  τηλεμεταφερθούν σε μια στιγμή από το ένα μέρος στο άλλο. Και τέλος το μογγολάκι μωρό που γεννά η γυναίκα του αγρότη, ασκεί αμέσως μια ιδιότυπη γοητεία στο αγόρι που το περιθάλπτει όταν οι γονείς του δεν το θέλουν. Όλοι αυτοί οι παρίες θα βρεθούν μαζί και τότε θα συμβεί κάτι μοναδικό που θα πάει την ανθρωπότητα ένα εξελικτικό βήμα παραπέρα.

Η πλοκή είναι ενδιαφέρουσα, η ιδέα πολύ πρωτότυπη όμως η αξία του βιβλίου βρίσκεται στον αφηγηματικό τρόπο. Κάθε στιγμή, όποιος κι αν είναι ο αφηγητής, οι δυνατότητες και οι περιορισμοί του κάθε ήρωα θεωρούνται δεδομένοι και δεν μένουμε σε αυτούς, ακολουθούμε την ιστορία σα να συνέβαινε στον οποιονδήποτε.

Το βιβλίο γράφτηκε το 1953, αλλά θα μπορούσε να είχε γραφτεί το 2013 και να μιλούσαμε για μια ιστορία αντίστοιχα πρωτοποριακή. Του λείπει ο σπαστικός διδακτισμός, όμως δε λείπει η τροφή για σκέψη και προβληματισμό, η ικανότητα να ταυτιστείς με τον ήρωα, αν και δε μιλάμε για το μέσο άνθρωπο. Μιλάμε όμως ίσως για τον μέσο Homo Gestalt.  


"More than human", Theodore Sturgeon, Gollancz, 2000, pg.233

Υ.Γ. Με μια γρήγορη έρευνα στη Βιβλιονετ και τον γούγλη δεν το βλέπω μεταφρασμένο στα Ελληνικά. Αν είναι έτσι, ειλικρινά προσφέρομαι. 
Υ.Γ. 42 Ευχαριστώ τα μάλα την Ombledroom που το έβαλε στη λίστα με τα 10 πιο αγαπημένα

5/6/13

Αλαλάζοντας σαν τους αγρίους



Τον τελευταίο καιρό με έχει εγκαταλείψει εντελώς το άγχος για το κυνήγι του θησαυρού, με άλλα λόγια παρακολουθώ χαλαρά την νέα παραγωγή βιβλίων, κάποτε και καθόλου, ακολουθώ το αναγνωστικό μου ένστικτο που με οδηγεί συνήθως σε πιο δοκιμασμένες λύσεις του παρελθόντος, διαβάζω αριστουργήματα απανωτά καταστρατηγώντας τον κανόνα της δεκάτης που μου έμαθε ο φίλος μου ο Ναυτίλος *.  Από την άλλη περνώ και μέρες που διαβάζω μόνο επιστημονική φαντασία, διηγήματα, απλά πράγματα για να κοιμηθώ τα βράδια. Ίσως να φταίνε οι ορμόνες της εγκυμοσύνης, από την άλλη ίσως να φταίει κι η κρίση.

Δεν ήμουν ποτέ ο άνθρωπος της πρωτοπορίας, μου άρεσε όμως να χαζεύω τις νέες αφίξεις στη βιβλιονέτ, ακόμα μου αρέσει πολύ να διαβάζω πρώτη βιβλία πρωτοεμφανιζόμενων γιατί εκεί πιστεύω πως κρύβεται το επόμενο διαμάντι, όμως τώρα πια το έχω παρακάνει. Φταίει η ενιαία τιμή του βιβλίου – είναι κι αυτό μια σκέψη- ίσως είναι μονάχα ο φόβος του αγνώστου ή μια άτυπη αναγνωστική ωρίμανση. Είναι τόσα τα αριστουργήματα που δεν έχω διαβάσει, τόσοι σπουδαίοι συγγραφείς που δεν έχω καν αγγίξει.

Καταλαβαίνω πως το μπλογκ θα έπρεπε να υποφέρει, το να διαβάζω εγώ Προυστ, Γκαίτε ή  Σάμπατο δεν κομίζει γλαύκα εις Αθήνας. Κι όμως, το ιστολόγιο αυτό- όπως κι πολλά άλλα βιβλιοφιλικά και φιλικά- ανθεί χωρίς να προσπαθεί να προτείνει πάντα το νέο. Το βιβλίο δεν είναι εδώδιμο λαχανικό, δεν καταναλώνεται κατ’ ανάγκη φρέσκο, παραμένει λαχταριστό για χρόνια, ίσως και αιώνες μετά. Η απενοχοποίησή μου δίνει σε μένα μεγαλύτερη αναγνωστική ικανοποίηση και στους αναγνώστες του μπλογκ μια αφορμή για κουβέντα για βιβλία αγαπημένα. Κι αυτό αποδεικνύει απλά πως οι βιβλιόφιλοι στην Ελλάδα έχουμε δίψα για επαφή με τους άλλους- χίλιους- τρελαμένους  σαν κι εμάς. Α, και πως οι υπεύθυνοι των εκδοτικών οίκων που πολτοποιούν τα βιβλία τους μετά από πέντε χρόνια θα έπρεπε να καούν στην πυρά με μας τριγύρω αλαλάζοντας σαν τους αγρίους.


* ο «κανόνας της δεκάτης» λέει πως κάθε δέκα βιβλία που διαβάζεις, ένα πρέπει να είναι παγκοσμίως αναγνωρισμένο αριστούργημα για να μη μπουκώνει το αναγνωστικό ένστικτο.  

2/6/13

"Άβυσσος", Carmen Laforet





     Ξεκίνησα την «Άβυσσο» της Κάρμεν Λαφορέτ με κακή διάθεση, βουλιαγμένη σε μια μιζέρια προσωπική. Στις πρώτες σαράντα σελίδες ένιωσα πως δεν αντέχω, πάνω στη δική μου καταπίεση δεν μπορούσα να φορτωθώ στις πλάτες μου κι ενός άλλου. Παρακάλεσα τη φίλη Ε.Γ. που διαβάζαμε παράλληλα το βιβλίο να το αφήσουμε για κάποιες μέρες. Ξανάπιασα το νήμα της ιστορίας λίγο αργότερα, το τελείωσα σχεδόν μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο. Για λίγο ήμουν η Αντρέα.

     Η «Άβυσσος» είναι ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης- γράφτηκε από τη Λαφορέτ όταν ήταν 20 χρονών, σε μια ζοφερή πολιτική κατάσταση, ο Φράνκο μόλις είχε κερδίσει τον εμφύλιο- ένα βιβλίο καταπίεσης και μοναξιάς και ταυτόχρονα τρελών παθών και θέλω που πρέπει να εκτονωθούν γιατί όσο συγκεντρώνονται κινδυνεύουν να εκραγούν.

      Η Αντρέα καταφτάνει με το βραδινό τρένο στη Βαρκελώνη για να σπουδάσει φιλολογία. Η μητέρα της έχει πεθάνει δυο χρόνια πριν και δυσκολεύτηκε πολύ να πείσει την ξαδέλφη που ανέλαβε την επιμέλειά της να την αφήσει να φύγει από την επαρχία για τη μεγάλη πόλη. Η αίσθηση της ελευθερίας όμως δεν κρατά, ήδη η εικόνα της πόλης την νύχτα της φαίνεται διαφορετική από ότι θυμόταν και όταν πια χτυπά την πόρτα της οδού Αριμπάου στο πατρικό της μητέρας της, τα πράγματα δυσκολεύουν. Στο μεγάλο διαμέρισμα, που οι ξεπεσμένοι συγγενείς της έχουν πουλήσει το μισό και στο υπόλοιπο που απομένει έχουν στοιβάξει όπως όπως τα έπιπλα σα να είναι σε διαρκή μετακόμιση, κάνει κρύο, μυρίζει μούχλα και παρακμή. Όπως ακριβώς κι οι ένοικοι του∙ η γιαγιά - μια γυναικούλα διπλωμένη στα δυο που προσπαθεί να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα, η θεία Αγκούστιας- με κλίση προς την τυραννία, αδέκαστη τιμητής της ηθικής των άλλων, ο θείος Χουάν- ένας τύπος που το παίζει ζωγράφος και η γυναίκα του Γκλόρια, μια επιπόλαιη, φιλήδονη γυναίκα, όμορφη, που ξεπουλά ό,τι βρει για να επιβιώσουν και παρατά το μωρό της, η Αντόνια- η μοχθηρή παρακόρη και τέλος ο Ρομάν, ο άλλος της θείος, ένας σκοτεινός, γοητευτικός άντρας που ξέρει πώς να τυλίγει τις γυναίκες στον ιστό του.  

      Μέσα σε αυτό το περιβάλλον η Αντρέα θα ζήσει την απόλυτη καταπίεση- ήδη από την αρχή η αυστηρή Αγκούστιας θα την πάρει υπό την προστασία της και δεν θα την αφήνει καν να τριγυρίσει την πόλη, την κατάρρευση – ο Χουάν, η Γκλόρια, ο Ρομάν- είναι παρακμιάκες φιγούρες, ανίκανοι να προσαρμοστούν στην νέα ξεπεσμένη κατάσταση και ταυτόχρονα ικανοί να αλληλοσπαράσσονται για πάντα και τελικά την εντελώς σωματική πείνα. Κι όμως, ακόμα και σε αυτό το νοσηρό πλέγμα που η δεκαοκτάχρονη ενστερνίζεται αμέσως σαν δικό της και χρησιμοποιεί εν μέρει για να αυτοπροσδιοριστεί, μέσα της καίει η φλόγα να τα ζήσει όλα, το κορμί της λαχταρά να ερωτευτεί, να ξεφύγει, να ζήσει ελεύθερο. Κι όταν μέσα από τη φιλία της με μια πλούσια συμφοιτήτρια της, την Ένα, θα μπορέσει να κάνει κάποια από όλα αυτά, θα τα ζήσει όσο καλύτερα μπορεί, θα δεθεί με την Ένα αλλά και τη σπαραγμένη δική της οικογένεια. Και τελικά θα της δοθεί η λύση, η δυνατότητα να τα αφήσει όλα πίσω και θα δεχτεί χωρίς ούτε μια σκέψη. Έτσι όπως βυθίστηκε σε όλο αυτό, έτσι θα βγει, με μιαν ανάσα.

      Η Λαφορέτ πιάνει με μια καταπληκτική διαίσθηση – ίσως γιατί και η ίδια ήταν τόσο νέα- την ψυχοσύνθεση του νεαρού ενήλικα που προσπαθεί με κάποιο τρόπο να προσδιορίσει τον εαυτό του. Και με μια αίσθηση μοναδική δίνει ταυτόχρονα την κατάσταση στην Ισπανία, τον βαθύ συντηρητισμό και καθωσπρεπισμό, την ανικανότητα των ανθρώπων να εγκλιματιστούν στην νέα κατάσταση, την καταπίεση και την οδύνη.

      Το βιβλίο γνώρισε απίστευτη επιτυχία ήδη από την κυκλοφορία του, καθιέρωσε τη Λαφορέτ- που ποτέ δεν κατάφερε να γράψει κάτι αντίστοιχα μεγάλο- και κάνει ακόμα και τώρα αίσθηση. Εξάλλου και μόνο για τον πρόλογο που έγραψε ο Μάριο Βάργκας Λιόσα για αυτό κοντά μισόν αιώνα από την πρώτη του κυκλοφορία, δεν θα ήταν δυνατό να το αφήσω να με προσπεράσει.  

"Άβυσσος", Κάρμεν Λαφορέτ, μετ. Χριστίνα Θεοδωροπούλου, εκδ. Πατάκη, 2007, σελ. 338