25/2/19

"Ιούδας", Amos Oz





Από τα πιο δυνατά βιβλία που έχω διαβάσει, ο Ιούδας του Άμος Οζ, είναι ένα κύκνειο άσμα αντάξιο του σπουδαίου συγγραφέα. Με τρόπο λεπταίσθητο ο Οζ καταφέρνει να κάνει το πολιτικό προσωπικό κι έπειτα πανανθρώπινο, μιλά ταυτόχρονα για το μερικό και το όλον, χωρίς στιγμή να κουράζει. Φαντάζομαι πως οι Ισραηλινοί αναγνώστες θα τον βλέπουν ως μια ενοχλητική αλογόμυγα, εμείς πάντως, που το θέμα μάς αφορά κυρίως ιστορικά και πολιτικά, έχουμε πολλά να μάθουμε από καλλιτέχνες όπως ο Οζ. 

Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Σμούελ Ας, ένας εικοσιπεντάχρονος φοιτητής που αποφασίζει να αφήσει στη μέση τη διατριβή του με θέμα «Εβραϊκές απόψεις για τον Ιησού» γιατί ο πατέρας του χρεοκόπησε και δεν μπορεί να τον στηρίξει οικονομικά και η κοπέλα του τον παράτησε ξαφνικά και παντρεύτηκε τον προηγούμενο της σύντροφο, έναν αξιόπιστο αλλά βαρετό υδρολόγο. Ο Σμούελ είναι κλειστός άνθρωπος, διατηρεί μια τεράστια αφάνα στα μαλλιά του και πολλά μούσια, ήταν μέλος μιας Ανανεωτικής Σοσιαλιστικής Ομάδας που αριθμούσε 6 μέλη,- αλλά διασπάστηκε-, και βρίσκεται στην ουσία άστεγος και άεργος στην Ιερουσαλήμ. Όταν ανακαλύπτει μια αγγελία που ζητά συντροφιά 5 ωρών κάθε μέρα για έναν ηλικιωμένο ανάπηρο και προσφέρει τροφή, στέγη κι έναν ελάχιστον μισθό, αρπάζει την ευκαιρία. 

Έτσι εγκαθίσταται στη σοφίτα ενός μικρού σπιτιού και γνωρίζει τους συμπρωταγωνιστές του, τον εξαιρετικά μορφωμένο ανάπηρο γέροντα Γκέρσομ Βαλντ, που του αρέσει να μιλάει συνέχεια, και να σκιαμαχεί με τους φίλους του στο τηλέφωνο επί παντός του επιστητού, και την σαρανταπεντάχρονη, αέρινη Ατάλια, μια πολύ γοητευτική γυναίκα που φαίνεται να κρύβει μυστικά. Το σπίτι των δυο τους, κρυμμένο σε ένα σοκάκι, με την πόρτα του κήπου φρακαρισμένη και το σκαλοπάτι πάντοτε χαλασμένο, μοιάζει ξεχασμένο από τον χρόνο και τον κόσμο. Ο Σμούελ Ας γίνεται και δεν γίνεται οργανικό μέλος τους σπιτιού- ενώ μοιάζει να τον απορροφούν οι δυο εργοδότες του και τους σκέφτεται συνέχεια, εκείνοι συνεχίζουν σε έναν δικό τους ρυθμό, χρόνια παγιωμένο, τον περιβάλλουν αλλά δεν τον περικλείουν πλήρως- όπως έκαναν και με τους άλλους νεαρούς που κατά καιρούς είχαν στη θέση του. 

Ο Σμούέλ βγαίνει συχνά για μοναχικούς περιπάτους, η παραμονή του στο σπίτι ενισχύει την ταλάντευση, την αμφισβήτηση και την αβεβαιότητα, που είναι μέρος της προσωπικότητάς του. Φλερτάρει διακριτικά και άγαρμπα την Ατάλια, η οποία μισεί όλο το αντρικό γένος και ασχολείται κυρίως με τον πεθαμένο πατέρα της τον Αμπραβανέλ, έναν άνθρωπο που εναντιώθηκε στον Μπεν Γκουριόν και θεωρούσε πως ο πόλεμος δεν είναι αναγκαίος, πως τα κράτη δεν είναι αναγκαία, πως Άραβες και Εβραίοι θα μπορούσαν να ζήσουν αρμονικά πλάι πλάι στην περιοχή, χωρίς πολέμους και όπλα. Στο βιβλίο παρεμβάλλονται οι συζητήσεις του Σμούελ και του Βαλντ για το θέμα, η πονεμένη ιστορία της Ατάλιας, οι απόψεις του Αμπραβανέλ αλλά και οι ιδέες του Ας για τη διατριβή του, τον Χριστό και τον Ιούδα. Τον Ιούδα, που στο συλλογικό ασυνείδητο των Χριστιανών, αντιπροσωπεύει κάθε Εβραίο και καθιστά έναν ολόκληρο λαό προδότη. Ίσως όμως υπάρχει και μια άλλη εκδοχή, πολύ διαφορετική από τη συνηθισμένη, για τη συμμετοχή του στην Ιστορία; 

Βιβλίο βαθύτατα πολιτικό και πολυεπίπεδο, με σκέψη διεισδυτική, από έναν άνθρωπο που έζησε την ιστορία την ώρα που γινόταν*. Τα δύο βασικά μοτίβα του είναι η έννοια της προδοσίας και η δυνατότητα ή μη συνύπαρξης δύο λαών που έχουν μεταξύ τους μακροχρόνια και εν πολλοίς άλυτα προβλήματα- θέλουν την ίδια γη και την διεκδικούν με την ίδια αγάπη και το ίδιο μίσος. Η φιγούρα του Αμπραβανέλ, παρόλο που είναι νεκρός, στοιχειώνει το σπίτι, και κατ’ επέκταση το ίδιο το Ισραήλ∙ μήπως ήταν δυνατή μια ειρηνική λύση συνύπαρξης των δύο λαών, μήπως δεν χρειαζόταν ο πόνος, μήπως δεν ήταν προδότης; Ο Σμούελ Ας είναι ένας ολοκληρωμένος χαρακτήρας, το ίδιο κι Βαλντ, εν αντιθέσει με την Ατάλια που μοιάζει κάπως χάρτινη και συμβολική. Το μυθιστόρημα δεν χάνει στιγμή τον ρυθμό του, αν και νιώθεις πως περίπου στα 2/3 έρχεται η πραγματική κορύφωση, οι σελίδες που η πολιτική καταλαμβάνει τη θέση που της αξίζει, που φαίνεται πώς και γιατί καθορίζει τις ζωές των ανθρώπων. 

Το μόνο άλλο βιβλίο του Άμος Οζ που έχω διαβάσει είναι η «Ιστορία αγάπης και σκότους»- πολλά χρόνια πριν- κι ομολογώ πως ως τώρα τον είχα στο μυαλό μου ως έναν συγγραφέα στρυφνό και δυσνόητο, χαμένο στη σκέψη του, που μπορούσες να αποκρυπτογραφήσεις μόνο μερικές φορές. Τώρα πιστεύω πως ήρθε η ώρα να ξαναδιαβάσω αυτό το μυθιστόρημα, μαζί με κάποια άλλα του. Κι ήρθε η στιγμή γιατί εγώ άλλαξα ως αναγνώστρια, κι όχι γιατί ο δημιουργός δεν είναι πια στη ζωή. 



                                                                                          Κατερίνα Μαλακατέ

«Ιούδας», Άμος Όζ, μετ. Μάγκυ Κοέν, εκδ. Καστανιώτη, 2016, σελ.360












*Ο Άμος Οζ γεννήθηκε το 1939 στο Ισραήλ από γονείς προερχόμενους από την Ανατολική Ευρώπη. Τον σημάδεψε η αυτοκτονία της μητέρας του όταν εκείνος ήταν 12 χρονών. Στα 15 του μετακόμισε σε Κιμπούτς, από όπου έφυγε πολλά χρόνια αργότερα, το 1986 για προσωπικούς λόγους. Μαζί με τον Αβραάμ Γεοσούα και τον Νταβίντ Γκρόσμαν υποστήριξαν σθεναρά την λύση δύο κρατών στην περιοχή ως μόνη βιώσιμη λύση για τη λήξη των εχθροπραξιών. Από τους φανατικούς συμπατριώτες του χαρακτηρίστηκε συχνά ως "προδότης". 


11/2/19

"Η όγδοη μέρα", Mitsuyo Kakuta






Αν και ο έργο της δεν είχε μεταφραστεί στα ελληνικά ως τώρα, η Μιτσούγιο Κάκουτα είναι γνωστή συγγραφέας στην Ιαπωνία, όπου κάποιοι κριτικοί τη θεωρούν ισάξια της Γιόκο Ογκάουα. «Η όγδοη μέρα» είχε κάνει μεγάλη παγκόσμια αίσθηση το 2007 που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά, ενώ μεταφέρθηκε σχεδόν αμέσως και στη μεγάλη- ιαπωνική- οθόνη. Ξεκίνησα να διαβάζω έχοντας αυτά τα διαπιστευτήρια στο μυαλό μου. Δεν απογοητεύτηκα, πρόκειται για εξαιρετικά καλογραμμένο μυθιστόρημα και θίγει βαθιά ένα θέμα που μας απασχολεί όλους. Αλλά Ογκάουα, δεν είναι. 

Μια γυναίκα, η Κιουάκο, κλέβει σε μια παρόρμηση, χωρίς καν να είναι σίγουρη για τις προθέσεις της, το μωρό του παντρεμένου εραστή της. Ο εραστής την είχε αναγκάσει να κάνει έκτρωση όταν έμεινε εκείνη έγκυος κι έτσι είναι στείρα. Η Κιουάκο καταφέρνει να ξεφύγει από τις Αρχές, εν μέρει γιατί κρύβεται στο σπίτι μιας θρησκευτικής αίρεσης, που όμως απαιτεί όλα τα λεφτά της. Έτσι το μικρό κορίτσι που άρπαξε μεγαλώνει μαζί της ως τα τέσσερά του. Η Κιουάκο είναι διατεθειμένη να κάνει τα πάντα για να μην την πιάσουν, ζει μια παλαβή ζωή με το κορίτσι, όσο τρέχουν να κρυφτούν, όμως αγαπά το παιδί και του στέκεται σαν αληθινή μάνα. Από ένα τυχαίο γεγονός την ανακαλύπτουν και το κορίτσι γυρίζει στην οικογένειά του. 

Το βιβλίο διερευνά την έννοια της μητρότητας. Η βιολογική μητέρα του κοριτσιού δεν μπορεί να ανταποκριθεί στον ρόλο, οι γονείς της φανερά δεν θα έπρεπε να είναι μαζί. Από την άλλη έζησε χαρούμενα παιδικά χρόνια στο πλευρά μιας εγκληματία. Όταν η αφήγηση αλλάζει, και αναλαμβάνει το ενήλικο πια παιδί να μας πει την ιστορία του, καταλαβαίνουμε πως δεν υπάρχει οριστική απάντηση. Η κοπέλα είναι πολύ μπερδεμένη, και δεν μπορεί να στηριχτεί ούτε στην οικογένεια που δεν της χάρισε ένα ζεστό σπιτικό από τα τέσσερα και μετά, ούτε στην απαγωγέα που δεν τη θυμάται. Δεν μπορεί να νιώσει πως ανήκει πουθενά. Και τα πράγματα δεν ξεμπερδεύονται όταν η ίδια μένει έγκυος. 

Το μυθιστόρημα δεν έχει απαντήσεις, ούτε καν για κρίσιμα στοιχεία της ζωής. Μοιάζει σαν να είναι μια φέτα πραγματικότητας, όπου τίποτα δεν τακτοποιείται, τίποτα δεν τελειώνει. Και μάλλον αυτό είναι η ίδια η μητρότητα- που δεν χαρίζεται σε καμιά, που δεν έχει να κάνει με το αν έγινες μητέρα ή όχι βιολογικά, που αλλάζει μέρα τη μέρα και ώρα την ώρα. Στη μητρότητα μετράνε οι στιγμές. "Η όγδοη μέρα" διαβάζεται εύκολα και μένει στη μνήμη, η γραφή της Κάκουτα είναι εθιστική. Η ιστορία της αρχίζει με μεγάλη δύναμη και χάνει κάτι από τη δυναμικότητά της στην πορεία, όταν αλλάζει αφηγητή. Πάντως το πρόσημο της ανάγνωσης είναι σίγουρα θετικό, και είμαι σίγουρη πως θα διαβάσω κι άλλα βιβλία της στο μέλλον- αν μεταφραστούν. 


                                                              Κατερίνα Μαλακατέ


"Η όγδοη μέρα", Μιτσούγιο Κάκουτα, μετ. Ειρήνη Παπακυριακού, εκδ. Καστανιώτη, 2018, σελ. 324

6/2/19

"Άγρια Ερημιά", Jesús Carrasco





Βιβλίο σκληρό, που σε μεταφέρει σε μια άνυδρη έρημο, βαθιά και απόλυτη, είναι το «Άγρια Ερημιά» του Χεσούς Καράσσκο. Χωρίς ανάσες και χωρίς μάταιες ελπίδες, η ερημιά- του τοπίου και των ανθρώπων- τρυπώνει μέσα σου και σε κυριεύει ως το τέλος. 

Ένα παιδί δραπετεύει από το σπίτι του. Είναι αποφασισμένο να μην αφήσει να το πιάσουν. Δεν έχει σκεφτεί τίποτα, ούτε πώς θα βρει νερό, ούτε πώς θα βρει φαγητό, ούτε πού θα κοιμηθεί, ούτε πώς θα γλιτώσει από τον χωροφύλακα. Αφήνει ακόμα και να το κατουρήσουν και να κατουρηθεί, για να μην το βρουν. Θέλει μόνο να φύγει μακριά. Στο δρόμο του θα συναντήσει έναν βοσκό. Δεν ξέρει αν μπορεί να τον εμπιστευτεί αλλά είναι η μόνη του ελπίδα. Σε κάθε βήμα, το αγόρι και ο βοσκός θα βιώσουν ανείπωτη φρίκη και βία. Ξέρουμε από την αρχή πως το παιδί δεν έφυγε από καπρίτσιο, εκεί στο σπίτι, η βία και η φρίκη ήταν μεγαλύτερη από ό,τι στην Άγρια Ερημιά. 

Κρυμμένος στο λαγούμι του στο χώμα, άκουγε τις κραυγές των ανθρώπων που τον φώναζαν και προσπαθούσε να μαντέψει τη θέση του καθενός μέσα στον ελαιώνα, όπως έκανε και με τα τριζόνια. Στριγκλιές σαν καρβουνιασμένα φρύγανα. Ξαπλωμένος στο ένα πλευρό, με το σώμα να σχηματίζει ένα ζήτα, χωμένος στην τρύπα του, χωρίς σχεδόν καθόλου χώρο να σαλέψει. 


Η πρώτη συγγραφική προσπάθεια του Χεσούς Καρράσκο, είναι ένα μυθιστόρημα ζοφερό. Δεν μπορείς να βγεις από την ατμόσφαιρά του, σε τυλίγει στον μανδύα του, το σκέφτεσαι συνεχώς μέχρι να το τελειώσεις. Κι η κάθαρση δεν έρχεται. Στην «Άγρια Ερημιά» δεν περισσεύει ούτε μια λέξη. Δεν περισσεύει και έλεος. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι ένα βιβλίο κυνικό, το αντίθετο, είναι ένα μυθιστόρημα που διερευνά τα όρια της ηθικής, των αρχών, της κοινωνίας, της αδικίας. Το παιδί παραμένει ανώνυμο, ο βοσκός παραμένει χωρίς παρελθόν, ο τόπος και ο χρόνος δεν ορίζονται, αυτή είναι μια ιστορία που αφορά τους πάντες και κανέναν. Αυτό είναι ένα βιβλίο που μπορεί να σε στοιχειώσει τις νύχτες. 




                                                  Κατερίνα Μαλακατέ



«Άγρια Ερημιά», Χεσούς Καρράσκο, μετ. Λένα Φραγκοπούλου, εκδ. Αντίποδες, 2018, σελ. 201

1/2/19

"Πατσίνκο", Min Jin Lee




Πριν ξεκινήσω να διαβάζω το Πατσίνκο της Νοτιοκορεάτισσας Min Jin Lee, χρειάστηκε να ψάξω πληροφορίες για τον τίτλο του. Πατσίνκο είναι ένα γιαπωνέζικο τυχερό παιχνίδι, που μοιάζει με το δικό μας φλιπεράκι, αλλά με χρήματα. Τα μαγαζιά Πατσίνκο δεν είναι παράνομα στην Ιαπωνία -ενώ όλες οι άλλες μορφές τζόγου είναι-, παρ’ όλα αυτά τα περισσότερα καταστήματα ελέγχονται από τη Γιακούζα, την ιαπωνική μαφία, ενώ το 80% των ιδιοκτητών τους είναι κορεάτικης εθνικής καταγωγής. 

Ο τίτλος που χρησιμοποίησε η Λι για την οικογενειακή σάγκα της, που εκτείνεται χρονικά τουλάχιστον σε έναν αιώνα, είναι εξαιρετικά ταιριαστός. Για αυτό θέλησε να μιλήσει, για τη θέση των Κορεατών που μετανάστευσαν στην Ιαπωνία πριν ή κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου και των παιδιών τους, που είναι γεννημένα στην Ιαπωνία – μπορεί να είναι 3ης ή 4ης γενιάς, να μην μιλούν Κορεάτικα πια, να μην ξέρουν καν αν προέρχονται από την Βόρεια ή τη Νότια Κορέα-, αλλά παραμένουν πάντα πολίτες β’ κατηγορίας, πολλοί από αυτούς δεν έχουν καν Ιαπωνικό διαβατήριο κι αναγκάζονται κάθε τρία χρόνια να ανανεώνουν άδεια παραμονής μες στην ίδια τους τη χώρα. 

Η ιστορία αρχίζει κάπου στις αρχές του περασμένου αιώνα στη Νότια Κορέα με ένα χωλό και δύσμορφο αγόρι, τον Χούνι, που λόγω του λυκοστόματος και του κουτσού ποδιού του δεν το παντρευόταν καμιά γυναίκα. Αναπάντεχα ήρθε στη μητέρα του ένα προξενιό. Με τη γυναίκα του έκαναν πολλές προσπάθειες για παιδί, αλλά επέζησε μόνο ένα, η Σάντζα. Η Σάντζα στα δεκαέξι της γνώρισε έναν μεγαλύτερο άντρα κι έμεινε έγκυος στο παιδί του. Ο άντρας αυτός ήταν παντρεμένος στην Ιαπωνία κι η Σάντζα αρνήθηκε να γίνει ερωμένη του. Για να τη σώσει από τη ντροπή, ένας νεαρός ασθενικός Βορειοκορεάτης ιερέας, προσφέρθηκε να την παντρευτεί και να την πάει στην Ιαπωνία να ξεκινήσουν μια νέα ζωή.  

Στο μυθιστόρημα ακολουθούμε τη ζωή της Σάντζα, των παιδιών και των εγγονών της, μπλέκουμε σε έναν κόσμο για τον οποίο ξέραμε λίγα και μπορούμε μόνο να φανταζόμαστε. Εν μέσω του Πολέμου, κι έπειτα με την ήττα, οι Κορεάτες παραμένουν πάντα βρώμικοι και ανεπιθύμητοι στην Ιαπωνία, ακόμα κι όταν πλουτίζουν, ακόμα κι όταν προσπαθούν να σπουδάσουν, ακόμα κι όταν πολιτογραφούνται Ιάπωνες πολίτες, ξεγράφουν το πραγματικό όνομα και την οικογένειά τους και προσπαθούν να ξεχάσουν. Τα φαγητά τους μυρίζουν αλλιώς, τα ονόματά τους είναι διαφορετικά, βρίσκονται ανάμεσα στις δύο κουλτούρες και τις δύο γλώσσες και στην ουσία μετά τη διχοτόμηση της Κορέας, μένουν απάτριδες, δεν υπάρχει πατρίδα για να γυρίσουν πίσω ακόμα κι αν το ήθελαν. 

Για αυτούς τους ανθρώπους ο νόστος είναι απαγορευμένος. Όπως και τα όνειρα ένταξης στην Ιαπωνική κοινωνία. Δεν έχουν ταυτότητα, ακόμα κι η χειρότερη Ιαπωνική οικογένεια θεωρεί ντροπή ένα μέλος της να παντρευτεί Κορεάτη. Ο καθένας ανταποκρίνεται όπως μπορεί. Οι γιαγιάδες που μιλούν Κορεάτικα- αλλά φυσικά δεν ξέρουν να γράφουν- θα μείνουν πάντα φιλοξενούμενες στη νέα χώρα, κι ας πέρασαν όλη τους τη ζωή εκεί. Τα παιδιά τους θα προσπαθήσουν να ενσωματωθούν, χωρίς να τα καταφέρουν. Και τα εγγόνια, θα νιώθουν προδομένα από την ίδια τους την πατρίδα και τη γλώσσα, την Ιαπωνία.

Παρά τον όγκο του, το Πατσίνκο είναι ένα βιβλίο που χαίρεσαι να το διαβάζεις, τύχαινε συχνά να με ξενυχτάει, για να προχωρήσω λίγες σελίδες ακόμα. Τα πρώτα κεφάλαια είναι πιο δυνατά, όταν ανοίγει η παλέτα των ηρώων στο τελευταίο μέρος, το βιβλίο αποδυναμώνεται. Ίσως η ιστορία των εγγονών να απαιτούσε έναν τόμο από μόνη της. Η Min Jin Lee είχε αυτό το βιβλίο στα σκαριά κοντά δεκαπέντε χρόνια, έψαξε, ρώτησε, ερεύνησε και τελικά έγραψε ένα ιστορικό μυθιστόρημα για το οποίο θα πρέπει να είναι περήφανη.

Το Πατσίνκο δεν είναι μελό, ακόμα και οι δυνατές στιγμές δίνονται με μια φράση, κοφτά, απαγορεύοντας το συναίσθημα. Σε αυτό μοιάζει να ακολουθεί την κουλτούρα του τόπου. Είναι ένα μυθιστόρημα που έχει να πει μια συγκλονιστική ιστορία, που δεν πλατειάζει, με ήρωες ολοζώντανους, μια μεγάλη αφήγηση, από μια τεχνίτρια του είδους. Θα ήθελα στα χρόνια που θα έρθουν η λογοτεχνία να ξαναρχίσει να μας λέει ενδιαφέρουσες ιστορίες, να βγει από την τρύπα της, να σταματήσει να κοιτάει τον αφαλό της, και με αφορμή μια προσωπική ιδέα- η ίδια η συγγραφέας είναι μετανάστρια- να φτιάχνει σπουδαία μυθιστορήματα∙ σαν κι αυτό. 


                                                                              Κατερίνα Μαλακατέ



"Πατσίνκο", Min Jin Lee, μετ. Βάσια Τζανακάρη, εκδ. Ίκαρος, 2018, σελ. 702











Υ.Γ. Και μόνο για την πραγματολογική έρευνα που απαιτεί, η μετάφραση ενός τέτοιου βιβλίου είναι άθλος.