29/10/21

"Διομίρα", Σπύρος Γλύκας

 


Ο Σπύρος Γλύκας πήρε ένα σοβαρό ρίσκο όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με τη Διομίρα. Έγραψε ένα βιβλίο που είναι ξεκάθαρα δυστοπία, με όλες τις πολιτικές, οικονομικές, προσωπικές προεκτάσεις, ενώ είμαι σίγουρη πως ξέρει πολύ καλά πως το κοινό της επιστημονικής φαντασίας στην Ελλάδα είναι περιορισμένο και θα δυσκολευόταν να βρει κάποιον να το εκδώσει.

Κεντρικός πρωταγωνιστής ο Τροτ, ένας έφηβος στην ένατη επαρχία της Γης στον 23ο αιώνα, που βρίσκεται μπροστά στην καμπή της ενηλικίωσης. Αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να αποχωριστεί όλους τους ανθρώπους, να αναλάβει μια δική του Μονάδα Ζωής, απ’ όπου δεν θα ξαναβγεί ποτέ και να ζήσει τα υπόλοιπα διακόσια χρόνια που του αναλογούν παρέα με ένα ρομπότ και τις οθόνες. Ο Τρότ όμως δεν είναι ένας κοινός έφηβος, έχει μια φοβερή ικανότητα συγκέντρωσης. Και αποφασίζει να το σκάσει. Στο φευγιό του θα συμβάλλει η Γριά, ένα σκιώδες πρόσωπο που βοηθά για λίγο όλους τους αντιφρονούντες, και θα του δώσει να καταλάβει την αξία της λογοτεχνίας αλλά και του ταλέντου του στη συγκέντρωση.

Όλα τα στοιχεία μια δυστοπίας είναι εδώ. Ο συγγραφέας χτίζει μια ιστορία σε μια μελλοντική κοινωνία, όπου το περιβάλλον έχει καταστραφεί και οι άνθρωποι στηρίζονται αποκλειστικά στην τεχνολογία για την επαφή. Όλοι σχεδόν αποδέχονται τη νέα κατάσταση, ελάχιστοι επαναστατούν. Σε αυτήν την κοινωνία υπάρχει και η Διομίρα, η μοναδική πόλη στην επιφάνεια, μα εκεί ζουν μονάχα τα μέλη πέντε οικογενειών, αυτών που προκάλεσαν την καταστροφή και τώρα κρατούν όλη την εξουσία για τον εαυτό τους.

Οι άνθρωποι πρέπει να αποδεχτούν ο καθένας την κοινωνική του θέση, να μην προσπαθούν, να μην ελπίζουν. Καταναλώνουν μόνο ό,τι τους πουν, χωρίς να μπορούν να μεταπηδήσουν στην άρχουσα τάξη, χωρίς να υπάρχει ελπίδα αλλαγής. Χάνει έτσι ο καθένας την ατομικότητά του, την ταυτότητά του, αυτοί που ξεχωρίζουν αναπότρεπτα πρέπει να εξαλειφθούν. Ο Γλύκας διαλέγει για ήρωες ακριβώς αυτούς, τους ελαχίστους αντιφρονούντες, αυτούς που κάνουν έστω μια προσπάθεια για μια αυτόνομη ζωή.

Κεντρικό ρόλο στο μυθιστόρημα έχει η τεχνολογία, τα ανδροειδή που γίνονται όλο και πιο ανθρώπινα, στα όρια να έχουν συναισθήματα και να απολαμβάνουν την ερωτική πράξη. Και να ελέγχουν την ανθρωπότητα. Αυτός ο προβληματισμός, πολύ κοινός στα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας, μοιάζει τώρα που είμαστε στο έλεος της τεχνητής νοημοσύνης και των αλγορίθμων πιο επίκαιρος από ποτέ.

Το άλλο στοιχείο που δεν κρύβεται είναι η βιβλιοφιλία του συγγραφέα. Διακειμενικές αναφορές έχουμε διάσπαρτες σε όλο το κείμενο, όρεξη να έχει κανείς να τις εντοπίζει και να σημειώνει βιβλία. Εξάλλου όποιος είναι κάπως παρατηρητικός θα καταλάβει πως το όνομα "Διομίρα" και κάπου αλλού το έχει συναντήσει (στον Ίταλο Καλβίνο, κρύβε λόγια). Ο κεντρικός ήρωας είναι βαθιά βιβλιομανής και ούτε λίγο ούτε πολύ, πιστεύει πως τα βιβλία θα σώσουν τον κόσμο.

Τελικά αυτό που πρέπει κανείς για να απολαύσει ένα μυθιστόρημα όπως η Διομίρα είναι να άρει τη δυσπιστία και τις προκαταλήψεις του, να αφεθεί σε αυτόν τον νέο κόσμο χωρίς να τον αμφισβητεί, για να μπορέσει να ταυτιστεί με τους ήρωες και να περάσει στο δεύτερο επίπεδο του κειμένου. Όποιος μείνει στις λεπτομέρειες, θα γοητευτεί από το φόντο, αλλά θα χάσει την ουσία.


                         Κατερίνα Μαλακατέ



"Διομίρα", Σπύρος Γλύκας, εκδ. Ιβίσκος, 2021












21/10/21

"Νοσταλγία", Mircea Cărtărescu

 



Ο Μίρτσεα Καρταρέσκου διατείνεται πως δεν διορθώνει τα γραπτά του, γράφει στο χέρι ευλαβικά δύο σελίδες την ημέρα, με γράμματα καθαρά και ευανάγνωστα, και ποτέ δεν τις αλλάζει. Αυτό αντιτίθεται στις βασικές αρχές της λογοτεχνικής δημιουργίας, κι είτε είναι ψέμα είτε αλήθεια, δημιουργεί μια αχλή που αξίζει στον συγγραφέα. Ο πιο γνωστός Ρουμάνος λογοτέχνης της «γενιάς με τα τζιν», που άλλαξε εκ βάθρων τη ρουμάνικη λογοτεχνία, ξεκίνησε ως ποιητής. Εκείνος, λέει, πως συνεχίζει να είναι ποιητής, στην πραγματικότητα βέβαια τα έργα του είναι ένας συγκερασμός, μια σύνθεση ανάμεσα στο γιγαντιαίο σύμπαν ενός μυθιστορήματος και τον ντελικάτο λυρισμό ενός ποιήματος.

Η Νοσταλγία εκδόθηκε το 1989 λογοκριμένη με τον τίτλο «Όνειρο» και τέσσερα χρόνια αργότερα, σε ένα νέο καθεστώς πια, σε όλη της την έκταση με τον τωρινό τίτλο. Πρόκειται για ένα κείμενο σπονδυλωτό, που στην αρχή -ίσως για πολλούς φτάνοντας και στο τέλος-, φαίνεται να μην έχει συνοχή, να μην είναι ενιαίο και αδιαίρετο. Από το πρώτο διήγημα ήδη, τον Ρουλετίστα, καταλαβαίνουμε πως η σχέση του συγγραφέα με το πραγματικό είναι εξαιρετικά χαλαρή. Οι μνήμες ξεπηδούν με έναν προυστικό τρόπο, συνειρμικά, αλλά οι ιστορίες του Καρταρέσκου μοιάζουν περισσότερο μπορχικές, είναι ένα φίδι που κυνηγάει την ουρά του, χωρίς καμία απολύτως διάθεση να διευκολύνει τον αναγνώστη.

Στις τρεις κεντρικές νουβέλες του μυθιστορήματος, τον Λοξοπαλαβό, τους Διδύμους, το ΡΕΜ, οι παιδικές μνήμες μπλέκονται με ιστορίες πολύ πιο σκοτεινές, φτιάχνουν μαιάνδρους με τα τοιχώματα της μνήμης, του ονείρου και της ζωής. Δεν είναι μόνον η νοσταλγία το θέμα, είναι το καθεστώς, ο τρόπος που καθένας χειρίζεται από την παιδική ηλικία την πραγματικότητα, είναι η ταυτότητα του που τον ξεχωρίζει, και τελικά, όσο αλλόκοτος κι αν είναι, τον κάνει ίδιο με όλους τους άλλους. Ο Καρταρέσκου αρέσκεται στους νεολογισμούς, κορυφαίος η "Μαγιασκάφισσα" του Λοξοπαλαβού, στις ιστορίες με παρενδυσία και αλλαγή του εαυτού, μοιάζει σαν αφηγητής να είναι η ίδια η Σεχραζάτ, άλλωστε στην τρίτη νουβέλα, αυτή είναι ξεκάθαρα η κεντρική ηρωίδα, είμαι σίγουρη για αυτό. Ο αφηγητής του συχνά πυκνά απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο στον αναγνώστη, περίπου όπως ο Τρίστραμ Σάντι του Λώρενς Στερν, δεν κρατά τις συμβάσεις, και δεν νοιάζεται καθόλου για την αλήθεια.

Η αλήθεια δεν οδηγεί στην λογοτεχνία. Το βιβλίο είναι γεμάτο διακειμενικές αναφορές, από τον Έλιοτ στον Ζιντ και στον Κορτάσαρ, είναι μια πανδαισία ποιητικής. Όλα αυτά, τα οποία αποτελούν και δεν αποτελούν μυθιστόρημα, έχουν μόνον τελικό σκοπο: την ίδια τη Λογοτεχνία. Το κείμενο είναι σαν να λούζεται μέσα στα διαβάσματα του συγγραφέα του, σαν αυτός ο αφηγητής, που μοιάζει τόσο με τον αφηγητή του Προύφροκ του Έλιοτ, είναι μια μεγάλη κίτρινη σκιά γάτας ή σκύλου στην πραγματικότητα, να μην νοιάζεται για τίποτα άλλο. Χρησιμοποιεί όλα τα δομικά συστατικά της τέχνης, τη μνήμη, τη φαντασία, την υποκειμενική πραγματικότητα και την αίσθηση του εαυτού, για να φτιάξει τελικά μια ιστορία υπαρξιακού τρόμου. Οι ήρωες του Καρταρέσκου δεν μπορούν να υπάρξουν σε έναν πραγματικό κόσμο που ολοένα τους σκοτώνει, δεν μπορούν να ερωτευτούν παρά μόνον τον εαυτό τους και για αυτό καταφεύγουν στην μόνη άλλη εναλλακτική, ζουν μέσα στη συνείδησή τους.

Διαφέρει πολύ αυτό το βιβλίο, που είναι βαθιάς ομφαλοσκόπησης, με τα αντίστοιχα στη χώρα μας; Εδώ ο συγγραφέας επιχειρεί βουτιές αντάξιες ενός Κορτάσαρ ή ενός Σάμπατο, δεν μένει στην επιφανειακή αναζήτηση του εαυτού. Στην ερώτηση αν τα καταφέρνει, η απάντηση είναι δύσκολη. Άλλοτε έχεις την αίσθηση πως αυτό το κείμενο είναι εντελώς μοναδικό και θα έπρεπε να το είχες ήδη διαβάσει. Άλλες φορές η αφήγηση χαλαρώνει, γίνεται βασανιστική, σχεδόν θέλεις να το παρατήσεις, έχεις την αίσθηση πως ο συγγραφέας σε βασανίζει επίτηδες, γιατί βασανίζεται. Αυτές τις στιγμές, το κείμενο γίνεται λυρικό και οι περιγραφές τραβούν σε ανεξήγητο μάκρος. Αν κάνεις όμως το λάθος να τις προσπεράσεις διαγώνια, τότε θα σου ξεφύγει η μία εκείνη φράση που κάνει τη διαφορά και σε οδηγήσει στην επόμενη εικόνα.

Αξίζει τον κόπο η, ομολογουμένως μεγάλη, περίοδος που θα διαβάζει κανείς ένα τέτοιο βιβλίο; Είναι σίγουρα αδύνατο να ξεμπερδέψεις μαζί του με μια ανάγνωση, ή με ένα γρήγορο πέρασμα. Σε κάθε ανάγνωση δίνει κάτι ακόμα. Σε κάθε ανάγνωση είναι πιο εύκολο πια να το τελειώσεις. Στην πρώτη ανάγνωση, θεωρώ αδύνατο κάτι τέτοιο. Δεν είναι βέβαια το πρώτο βιβλίο που απαιτεί από μας μια τέτοια προσέγγιση. Μένει να δούμε αν όσο δουλεύει σωστά ο χρόνος, αυτό το παιχνίδι που παίζει η Νοσταλγία με τον αναγνώστη της -στην πραγματικότητα εδώ το θύμα κυρίως είναι αυτός που διαβάζει- αφήνει τη λογοτεχνία να κερδίσει. Και τότε ο αναγνώστης-θύμα, που θυσίασε τόσο χρόνο για ένα μόνο βιβλίο, μπορεί να βγει νικητής.



                                   Κατερίνα Μαλακατέ


"Νοσταλγία", Μίρτσεα Καρταρέσκου, μετ. Βίκτωρ Ιβάνοβιτς, εκδ. Καστανιώτης, 2021, σ.462 

15/10/21

"Ο φίλος", Sigrid Nunez






Δεν είχα διαβάσει κανένα άλλο βιβλίο της Σίγκριντ Νιούνεζ (οι ρίζες της είναι από τη Γερμανία, την Κίνα και τον Παναμά, αλλά γεννήθηκε και ζει στη Νέα Υόρκη), δεν έχουμε εξάλλου κανένα άλλο της μεταφρασμένο πέρα από το τωρινό, τον «Φίλο». Ούτε όμως την είχα ξανακούσει. Δεν μπορώ να ισχυριστώ με λίγα λόγια πως περίμενα με λαχτάρα το μυθιστόρημα της 70χρονης συγγραφέα, που έχει πολλά βιβλία πίσω της, ούτε πως με συγκίνησε το National Book Award του 2018. Στην πραγματικότητα, ήταν κάτι πολύ κοινότοπο που με παρακίνησε να το διαβάσω, με συγκίνησε ο σκύλος.

Πρωταγωνίστρια και πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια, σε αυτό το βιβλίο που είναι κάτι ανάμεσα σε μυθοπλασία και memoir -πρόκειται για autofiction με τον τρόπο του Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ (ο ίδιος, ή τέλος πάντων το βιβλίο του, συμμετέχουν και σε ένα αστείο περιστατικό)- είναι μια μεσόκοπη γυναίκα, συγγραφέας και καθηγήτρια δημιουργικής γραφής που χάνει τον κολλητό της. Ο καλύτερός της φίλος ήταν κι αυτός συγγραφέας και καθηγητής δημιουργικής γραφής, ένας άντρας μιας άλλης εποχής, γυναικάς, που παντρευόταν τις μαθήτριές του (τρεις από αυτές) κι έκανε δεσμό με δεκάδες άλλες. Τώρα, στην εποχή του #MeToo οι άντρες δεν βάζουν καν γυναικείους χαρακτήρες ή σεξ στα μυθιστορήματά τους, όπως την ενημερώνει ένας φοιτητής της, γράφουν τις σκηνές, αλλά δεν τις φέρνουν στο Πανεπιστήμιο. Η ιδέα πως καθηγητής θα είχε ερωμένη φοιτήτρια του είναι αποτρόπαια. Η πρωταγωνίστρια έχει βαρύ πένθος για τον φίλο της, που ήταν κάποτε και δικός της καθηγητής. Κι όταν η τρίτη του γυναίκα της δίνει τον σκύλο του, τον Απόλλωνα, έναν τεράστιο δανό ποιμενικό, πιο μεγάλο κι από την ίδια, δεν το σκέφτεται καν, φιλοξενεί το γέρικο σκυλί, κι ας μην επιτρέπεται στο οικοδομικό τους τετράγωνο, κι ας κινδυνεύει να χάσει το μικρό νεουορκέζικο διαμερισματάκι της, ενώ είναι σίγουρη πως δεν μπορεί να βρει άλλο.

Το βιβλίο της Νιούνεζ έχει να κάνει με τα σκυλιά και τα βιβλία, με τη φιλιά και την αγάπη, με την αμερικάνικη κοινωνία που συνεχώς αλλάζει και συντηρητικοποιείται, με το συγγραφικό σινάφι, που μοιάζει τόσο μα τόσο για όποια χώρα κι αν μιλάμε. Μετά την αυτοκτονία του φίλου της, μεγάλη και μόνη, η ηρωίδα αναρωτιέται αν ήταν ερωτευμένη μαζί του. Σίγουρα πάντως είναι ερωτευμένη με τον σκύλο. Και με τη λογοτεχνία, που περνάει από τις σελίδες της σαν να ζει και να ανασαίναει μόνο για αυτή, η ζωή της να ταυτίζεται με τα βιβλία, αβίαστα μιλάει για Φλομπέρ, Ρίλκε, Μπέκετ, Κλάιστ, Γουλγ, Σέξτον, Μόρισον, Αλεξίεβιτς κ.α..

Το βιβλίο έχει ένα πικρό αυτοσαρκαστικό χιούμορ που δεν κρύβεται από τη συγκίνηση του πένθους, είναι ένα σχόλιο για μια κοινότητα ανθρώπων αλλά κι ένα αφιερωμα σε αυτούς που αναλώνουν τη ζωή τους στο γράψιμο. Χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς, δίχως αυτολύπηση, χωρίς άσκοπους πειραματισμούς και μεταμοντέρνα διάσπαση, το κείμενο φανερώνει μια εξαιρετικά ευφυή συγγραφέα. Η ματιά της είναι διεισδυτική και απολαυστική. Κι ελπίζω τώρα που τη μάθαμε, να μεταφραστούν κι άλλα της βιβλία.


                                                  Κατερίνα Μαλακατέ



"Ο φίλος", Sigrid Nunez, μετ. Γιώργος Λαμπράκος, εκδ. Gutenberg, 2021, σ.244 


1/10/21

"Χιλιανός ποητής", Alejandro Zambra

 



Δίσταζα να ξεκινήσω τις 519 σελίδες του Χιλιανού ποιητή, αν και έχω διαβάσει -και απολαύσει- όλα τα βιβλία του Alejandro Zambra που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, ξεκινώντας από το Μπονσάι. Ο Σάμπρα ξεκίνησε τη λογοτεχνική του καριέρα ως ποιητής, αλλά γρήγορα εγκατέλειψε το βάσανο του στίχου κι αφοσιώθηκε στη μικρή πεζογραφική φόρμα. Όλα τα άλλα του βιβλία που κυκλοφορούν στα ελληνικά είναι σε μέγεθος νουβέλας, κάποιες φορές υβριδικά, πάντοτε όμως με τη ματιά επικεντρωμένη στον άνθρωπο. Για να είμαι ειλικρινής, έκανα λάθος που δίστασα. Αυτό είναι ίσως το καλύτερο βιβλίο του που έχω διαβάσει, αποδεικνύοντας περίτρανα πως τα καταφέρνει όχι μόνο στην μικρή, αλλά και στην πολύ μεγάλη φόρμα, πως είναι πεζογράφος στην ψυχή, αν και οι ελιτιστές-ποιητές ήρωες του δεν τους έχουν και σε μεγάλη υπόληψη.

Κεντρικοί ήρωες στο μυθιστόρημα είναι ο Γκονσάλο κι ο θετός γιός του, Βισέντε. Κι οι δυο ποιητές, σε μια χώρα που φαίνεται πως όλοι γράφουν ποίηση (δεν ξέρω αν σας θυμίζει κάτι αυτό), ασχολούνται μάλλον παραπάνω με την ανάγνωση και την ανάλυση των ποιημάτων των άλλων, παρά με τα δικά τους. Ο Γκονσάλο γνωρίστηκε με την Κάρλα όταν ήταν κι οι δυο έφηβοι, και έχασαν μαζί την παρθενιά τους. Χρόνια αργότερα θα ξαναβρεθούν, ο Γκονσάλο θα γίνει άτυπος πατριός του γιού της, του Βισέντε, συνεχίζοντας να στοιχειώνεται από την ποίηση. Πολύ καιρό μετά, ο Βισέντε, νεαρός ενήλικας θα προσπαθήσει κι αυτός να βρει τη θέση του στη χιλιανή ποίηση.

Τα γνώριμα θέματα του Σάμπρα, είναι όλα εδώ: ο έρωτας, οι ανθρώπινες σχέσεις, το τι έχει σημασία στη ζωή, η ταυτότητα του καθενός μας, ο πυρήνας μας που δεν αλλάζει, αλλά μετασχηματίζεται ανάλογα στις συνθήκες. Η αγάπη μεταξύ των ανθρώπων, φιλική, ερωτική, πατρική, υιική, είναι πάντα το κεντρικό ζήτημα, ο τρόπος που χανόμαστε και βρισκόμαστε, κάνοντας κύκλους ο ένας γύρω από τον άλλον. Η μνήμη, που αφήνει άλλες αναμνήσεις στον καθένα, διαταράσσοντας κάπως την αίσθησή μας για την πραγματικότητα, και τελικά μας χαστουκίζει όταν δεν την αποδεχόμαστε.

Και η γραφή και η ανάγνωση, το πώς τοποθετείται ο αναγνώστης και ο συγγραφέας (ο ποιητής εδώ) απέναντί τους, πώς προκύπτουν σημαντικά κείμενα, αν έχει σημασία η θέση σου στο λογοτεχνικό κύκλωμα. Η Χιλή έχει δυο Νόμπελ, και τα δυο ποιητικά, κι η βαριά σκιά του Πάμπλο Νερούδα, -τον οποίο οι νέοι ποιητές δεν διαβάζουν πια, αλλά με χαρά δέχονται υποτροφίες από τα ιδρύματά του-, καλύπτει τον χώρο. Από το βιβλίο κάνουν πέρασμα πολλά τρανταχτά ονόματα της χιλιανής ποίησης, βλέπουμε ακόμα και συνέντευξη του Νικανόρ Πάρα, και σχολιάζονται και οι παθογένειές της, με χιούμορ και αγάπη. Για ένα συγγραφέα αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον και πικάντικό σημείο του βιβλίου, μαζί με τις διακειμενικές αναφορές. Φαντάζομαι όμως πως είναι εξίσου σημαντικό και για αυτόν που μόνο διαβάζει χωρίς να γράφει.

Αγάπησα τον Χιλιανό ποιητή, όπως κι όλα τα άλλα βιβλία του Σάμπρα. Δεν είναι βέβαια τόσο σφιχτοδεμένο, όσο οι νουβέλες, μα είναι σημαντικό να βλέπεις έναν γραφιά να αφήνεται, φαίνονται έτσι με μεγαλύτερη ενάργεια οι ραφές της γραφής του, τα θέματα που τον απασχολούν. Μια μικρή κοιλιά στην αφήγηση ίσως υπήρξε, χωρίς να έχει και τόση σημασία. Σημασία έχει πως τελειώνοντας το βιβλίο, ήθελα να ξαναδιαβάσω Ρομπέρτο Μπολάνιο απεγνωσμένα.



                                Κατερίνα Μαλακατέ



"Χιλιανός ποητής", Alejandro Zambra, μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Ίκαρος, 2021, σ.519