30/4/19

"Μίστερ Γκουίν", Alessandro Baricco



Έχω αδυναμία στον Αλεσσάντρο Μπαρρίκο, αν κι είχα να τον διαβάσω πολλά χρόνια. Το «Μίστερ Γκουίν» περιλαμβάνει, στην ελληνική του έκδοση, δύο βιβλία- το ομώνυμο μυθιστόρημα και τη νουβέλα «Τρεις φορές το ξημέρωμα». Και τα δύο μού θύμισαν γιατί μου αρέσει τόσο πολύ η γραφή του και με έβαλαν ξανά σε έναν κόσμο ονειρικό και κάπως διεστραμμένο, αλλά τελικά διαυγή και κατανοητό.

Ένας μοναχικός συγγραφέας με μέτρια εκδοτική επιτυχία αποφασίζει να γράψει ένα άρθρο στη Γκάρντιαν όπου μεταξύ άλλων 51 πραγμάτων που υπόσχεται να μην ξανακάνει είναι να μην ξαναγράψει. Στην αρχή κανένας δεν τον παίρνει στα σοβαρά, ιδίως ο ατζέντης και κολλητός του φίλος. Όσο όμως ο καιρός περνά, φαίνεται να το εννοεί. Η μανία για το γράψιμο τον καταδιώκει κι αποφασίζει να γίνει "αντιγραφέας", να φτιάχνει με έναν δικό του ιδιότυπο τρόπο το πορτρέτο ενός προσώπου που θα του ποζάρει 32 μέρες γυμνό, αλλά αντί να το ζωγραφίζει, θα το γράφει. Η επιχείρηση, αν και μοιάζει καταδικασμένη, τελικά στέφεται με επιτυχία. 

Το «τρεις φορές το ξημέρωμα» είναι μια νουβέλα που παίζει ρόλο στην πλοκή του "Μίστερ Γκουίν", αν και στην πραγματικότητα ο Μπαρρίκο την εξέδωσε ένα χρόνο μετά το μυθιστόρημα. Πάντως σε πολλές μεταφράσεις, τα δύο βιβλία κυκλοφορούν μαζί. 

Ο Αλεσσάντρο Μπαρίκκο έχει ιδιαίτερο τρόπο γραφής, αναγνωρίσιμο. Παρόλο που πολλά κομμάτια του μυθιστορήματος είναι αφήγηση, κι όχι πράξη, σε βάζει τόσο βαθιά στην ιστορία του που δεν μπορείς να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου. Έχει αυθεντικό ταλέντο ως παραμυθάς, ό,τι κι αν αφηγούταν, θα το έκανε με τέτοιο τρόπο που θα κρεμόσουν από τα χείλη του- ή έστω τις σελίδες του βιβλίου. Σε αυτά τα βιβλία έχει και πολύ ενδιαφέρον θέμα. Η μοναξιά των ανθρώπων, η ματαιότητα της ζωής και του χρόνου που περνάει και μας οδηγεί ένα βήμα πιο κοντά στο τέλος, οι ανθρώπινες σχέσεις που φτάνουν πάντα ως ένα σημείο, διακριτό, πέρα από το οποίο καθένας μονάχος του πορεύεται.

Αλλά και τα βάσανα του γραφιά, η ανάγκη για γράψιμο και παρατήρηση που κατατρύχει τους ανθρώπους που γράφουν, η ανάγκη από ένα σημείο και μετά να ξεφύγεις από το λογοτεχνικό σινάφι που κάνει κύκλους και κυνηγάει την ουρά του. Ο ήρωας του Μπαρρίκο μοιάζει να είναι το άλτερ ίγκο του, ένας γενναίος άνθρωπος που δεν απαρνείται την κλίση του, αλλά ξεμπερδεύει με όλα τα συμπαραμαρτούντα- συμβόλαια, κριτικές, συναναστροφές-, κρατά μόνο την ουσία, αυτό που τον αφορά και αποκόπτει όλα τα άλλα. Μαζί του παρασύρει και τους λίγους ανθρώπους που έρχονται κοντά του σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας. 

Απόλαυσα τον «Μίστερ Γκουίν», βυθίστηκα σχεδόν αμέσως στον κόσμο του και δεν μπορούσα να το αφήσω από τα χέρια μου. Και θυμήθηκα τι όμορφα είναι να ξαναγυρνάς σε συγγραφείς που αγαπάς, με την καρδιά ανοιχτή κι ικανή ακόμα να συγκινηθείς από μια καλογραμμένη ιστορία. 



                                                                 Κατερίνα Μαλακατέ



«Μίστερ Γκουίν», Αλεσσάντρο Μπαρίκκο, μετ. Άννα Παπασταύρου, εκδ. Πατάκη, 2019, σελ.316

22/4/19

"Πατρίδα", Fernando Aramburu



Είναι δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο, να μιλήσεις για τις 718 σελίδες της Πατρίδας του Φερνάντο Αραμπούρου, χωρίς να αφήσεις κάποιο σημαντικό ζήτημα απέξω. Κι αυτό γιατί πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που πραγματεύεται το καυτό θέμα της ΕΤΑ, της τρομοκρατίας και της ανεξαρτησίας της χώρας των Βάσκων, με ψυχρό αίμα. Το βιβλίο δεν χαϊδεύει κανενός τα αυτιά- ενώ σαφώς παίρνει πολιτική θέση. Και τέτοια κείμενα, τόσο κοντά στα γεγονότα, είναι σπάνια και γενναία. Μην ξεχνάμε πως μόλις το 2011 η ΕΤΑ δήλωσε πως σταματάει δια παντός τον ένοπλο αγώνα. 

«Έχω καιρό να διαβάσω ένα βιβλίο τόσο πειστικό και συγκινητικό, τόσο ευφυώς σχεδιασμένο» έγραψε για την Πατρίδα ο Μάριο Βάργκας Λιόσα και θα συμφωνήσω με τον πολυαγαπημένο μου Περουβιανό συγγραφέα. 

Στο βιβλίο πρωταγωνιστούν δυο οικογένειες, της Μίρεν και της Μπιττόρι. Οι δυο τους, φίλες από τα νεανικά τους χρόνια, είναι παντρεμένες με δύο κολλητούς φίλους, τον Χοσίαν και τον Τσιάτο. Και τα παιδιά των δύο οικογενειών αγαπιούνται. Μόνο ο μεγάλος γιος της Μίρεν, ο Χόσε Μάρι, αποστασιοποιείται, αρχίζει να μπλέκει με την ΕΤΑ μπαίνει στον ένοπλο αγώνα. Η μάνα του τον στηρίζει κι είναι περήφανη για κείνον. Τα άλλα δυο παιδιά της οικογένειας, η Αράντσα και ο Γκόρκα, ευφυέστερα και διαβασμένα, είναι πολύ πιο μετριοπαθή. 

Όλα αρχίζουν όταν ο άντρας της Μπιττόρι, ο Τσιάτο, επιτυχημένος επιχειρηματίας με φορτηγά, αρνείται να πληρώσει τον «επαναστατικό φόρο» στην ΕΤΑ και στοχοποιείται. Οι δυο οικογένειες δεν μιλιούνται πια, αρχίζουν να εμφανίζονται στο χωριό όλο και περισσότερα συνθήματα κατά του Τσιάτο, σχεδόν δεν μπορούν να ζήσουν εκεί. Πεισματάρηδες, μένουν στο χωριό, και τελικά η ΕΤΑ δολοφονεί τον Τσιάτο. Είναι μάλλον ασαφές αν το έγκλημα το διαπράττει ο Χόσε Μάρι, αν και αφήνονται υπόνοιες. 

Χρόνια αργότερα, ο Χόσε Μάρι είναι στη φυλακή, η Μπιττόρι αρχίζει να πηγαίνει κρυφά ξανά στο χωριό της, η Αράντσα είναι καθηλωμένη μετά από εγκεφαλικό σε αναπηρική καρέκλα, η Μίρεν είναι πιο ξεροκέφαλη από ποτέ- ενώ δεν σκαμπάζει από πολιτικά είναι εθνικά υπερήφανη που ο γιος της είναι φυλακή λόγω του ένοπλου αγώνα, κι ας έχει σκοτώσει ανθρώπους, ίσως μάλιστα και τον καλύτερό τους φίλο. Νιώθει έξαλλη που ο Χόσε Μάρι χάνει τα νιάτα του στη φυλακή, που έφαγε ξύλο όταν τον ανέκριναν και που δεν τον φέρνουν σε μια φυλακή κοντά στην πατρίδα. 

Η τρομοκρατία, τα θύματα, οι θύτες, το ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο, αλλά κυρίως η μνήμη και η συγχώρεση, αν μπορούν να υπάρξουν, με ποιο τρόπο, στοιχειώνουν όλο το μυθιστόρημα. Ο Αραμπούρου είναι εξαιρετικός στο ψυχογράφημα. Όλο το χωριό βαφτίζει τη Μπιττόρι «η τρελή» όταν εκείνη δειλά δειλά ξαναγυρνάει σπίτι. Μα τι τρελό έκανε; Ο άντρας της δολοφονήθηκε από την ΕΤΑ γιατί δεν έδωσε λεφτά. Όμως είναι τόσο Βάσκα, όσο κι εκείνοι. Μια χαροκαμένη Βάσκα που πλήρωσε πολύ ακριβά. Μια Βάσκα που μιλάει καλά τα βάσκικα, σε αντίθεση με τον φερόμενο ως δολοφόνο, τον Χόσε Μάρι που δεν τα μιλάει σωστά. Τι είναι τελικά αυτό που όπλισε το χέρι του ενός- κι η φωτογραφία του είναι αναρτημένη στο δημαρχείο σαν να είναι ήρωας-, τι τον ξεχωρίζει από τη γειτόνισσά του. Τι τον κάνει περισσότερο Βάσκο. 

Ταυτότητα, πατρίδα, οικογένεια, γλώσσα, όλοι αυτοί οι άνθρωποι εκκινούν από το ίδιο σημείο, δυο αμόρφωτες Βάσκες κοπελίτσες που παντρεύονται δυο φίλους. Ο ένας τα καταφέρνει οικονομικά, ο άλλος όχι. Τα παιδιά του ενός γίνονται γιατρός και δικηγόρος. Του άλλου, ο ένας φυλακή, η άλλη δουλεύει σε παπουτσάδικο, ο τρίτος γκέι ραδιοφωνικός παραγωγός. Ο κόσμος γύρω τους αλλάζει και τους απομονώνει. Και μεταμορφώνονται σε νησίδες μοναξιάς, ο καθένας με τις χτυπητές διαφορές του. Αποκτούν ταυτότητα μέσα από τη μοναξιά τους. Και τη θλίψη. Πόσες απώλειες, και από τις δύο πλευρές. Το κυριότερο που έχασαν είναι ο ένας τον άλλον και καθένας την ησυχία του και τη στήριξη της οικογένειας. Για μια ιστορία που ενώ είναι σημαντική και πολιτική, ίσως και να μην είναι. Μπορείς να συγχωρέσεις, αν έχεις χάσει τόσα πολλά; Μπορείς να ζητήσεις συγγνώμη; Ο συγγραφέας διερευνά αυτά τα ερωτήματα σχεδόν με ωμότητα και τραχύτητα. Κανένας από τους ήρωες του δεν είναι συμπαθής, ούτε αντιπαθής. Όλοι έχουν χάσει τη ζωή τους. Άξιζε τον κόπο; Κάποιοι είναι θύματα και κάποιοι θύτες. Αυτό μάς ζητάει να μην ξεχάσουμε. Δεν ζυγίζει το ίδιο η οδύνη του θύτη και του θύματος. Δεν θα μπορούσε. Πονούν όμως κι οι δύο. 

Γενναιότητα∙ σε μια χώρα που ακόμα στοχοποιούνται πρόσωπα, το να μιλήσεις ανοιχτά για αυτό το θέμα απαιτεί κότσια. Ο Αραμπούρου βέβαια δεν ζει στην Ισπανία πια. Και πάλι. Τρομοκρατία και εθνικισμός, ταυτότητα και πατρίδα, γλώσσα και οικογένεια. Ταλανίζουν την Ευρώπη όλο τον προηγούμενο αιώνα. Ταλανίζουν και τον δικό μας αιώνα. Αν δεν υπάρξει τρόπος μέσω της λογοτεχνίας να το διαπραγματευτούμε, τότε αμιγώς πολιτικά φαντάζει βουνό. Το βιβλίο μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, θα γίνει και σειρά από το HBO. Αξίζει τον κόπο. Αν αναγνωρίσουμε τον διπλανό μας ή τον εαυτό μας, αν αναγνωρίσουμε τον πόνο, κι ας μην είμαστε Βάσκοι, κι ας μην είμαστε Ισπανοί, κι ας μην είμαστε θύματα – ή θύτες- της τρομοκρατίας. Μήπως είμαστε όλοι; Γιατί αυτό που ζούμε, σε όλη την Ευρώπη, εμένα κάτι μου θυμίζει. 


                                                                     Κατερίνα Μαλακατέ



«Πατρίδα», Φερνάντο Αραμπούρου, μετ. Τιτίνα Σπερελάκη, εκδ. Πατάκη, 2019, σελ. 718 

14/4/19

"Όπως ποτέ", Μισέλ Φάις



Έχω διαβάσει και τα δύο προηγούμενα βιβλία της άτυπης τριλογίας του Μισέλ Φάις που ολοκληρώνεται με το Όπως ποτέ- το Από το πουθενά και το Lady cortisol. Για κανένα δεν έγραψα κείμενο, γιατί ένιωσα πως θα τα αδικούσα, θα χανόταν κάτι από την περίεργη μαγεία τους. Πρόκειται για βιβλία στα οποία οφείλεις να αφεθείς, αν προσπαθήσεις να τα προσεγγίσεις με τη λογική θα απογοητευτείς οικτρά. 

Ο Φάις σε αυτά τα τρία βιβλία γράφει ακραία αποσπασματικά, σχεδόν θραυσματικά, ξεχνάει τις λογοτεχνικές συμβάσεις, αρνείται να αναφέρει χαρακτηριστικά και γεγονότα, κρατάει ατόφιο το συναίσθημα. Αν αυτό ακούγεται επιφανειακό, δεν είναι, γιατί όσο προχωράει ο ασθματικός του λόγος, μπαίνουμε βαθιά στην ψυχοσύνθεση του άφαντου ήρωα, αρχίζουν να είναι αδιάφορες οι λεπτομέρειες, σε αφορά σε άλλο επίπεδο αυτό που γράφεται. 

[]Και με μάτια κλειστά, κάθομαι έξω από την πόρτα. Παρά λίγο να πω, μέσα από την πόρτα. Επόμενο δεν είναι; Περιστρεφόμενος. Αν και ακίνητος, όλα γυρίζουν. Και τότε αισθάνομαι, όχι όλες τις φορές, το έχω αισθανθεί πάντως, πως αν το θέλω τόσο πολύ, αν το θέλω μέσα από την καρδιά μου να μπω εκεί μέσα, όταν ανοίξω τα μάτια μου, όταν σταματήσει η περιδίνησή μου, θα βρίσκομαι εκεί. Ναι, θα βρίσκομαι εκεί μέσα. Αυτοπροσώπως. ‘Η έστω το φάσμα μου. Αισθάνομαι άσχημα ακόμα και που το λέω. Αλλά, ναι, έχω πέσει και σ’ αυτές τις αγυρτίες. Στο μεταξύ, η κυρία Αποτυχία με γλεντάει. Με προκλητικό σαδισμό μου συμπαραστέκεται. Πίνει, καπνίζει, λιμάρει τα νύχια της, κρεπάρει με τα χέρια τα μαλλιά της, φρεσκάρει το κραγιόν της και με προτρέπει να συνεχίσω. Μου ψιθυρίζει, σχεδόν λάγνα, στο αυτό πως θα βρίσκεται για πάντα δίπλα μου.[] 

Μπαίνω στον πειρασμό πολλά κομμάτια να τα διαβάζω δυνατά στον εαυτό μου, όπως κάνω με την ποίηση. Δεν είμαι τελείως πεπεισμένη πως κείμενα «ροής συνείδησης» σαν κι αυτό είναι αμιγώς πεζογραφικά. Από την άλλη, το βιβλίο σε σημεία είναι τόσο υποβλητικό, που δεν σε νοιάζουν οι ορισμοί. Αυτού του είδους η λογοτεχνία, μοιάζει απλή, δεν είναι. Αν παρασυρθεί ο συγγραφέας, υπάρχει ισχυρή πιθανότητα να μη βγαίνει κανένα νόημα. Αν πάλι ξεκινήσει από μια στέρεη αφηγηματική δεξαμενή, τότε το αποτέλεσμα είναι ηδονικό. 


                                                    Κατερίνα Μαλακατέ


   
"Όπως ποτέ", Μισέλ Φάις, εκδ. Πατάκη, 2019, σελ. 150
















3/4/19

"Περίγραμμα", Rachel Cusk



Με γοήτευσε η γραφή της Ρέιτσελ Κασκ στο πολυσυζητημένο «Περίγραμμα» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου. Πρόκειται για το πρώτο μέρος της Τριλογίας, αυτό που εκτυλίσσεται στην Ελλάδα, - τα επόμενα, Transit και Kudos, τα περιμένουμε σύντομα- κι εντάσσεται σε αυτό το νέο είδος που ονομάζεται auto-fiction. Δεν πολυσυμπαθώ αυτά τα βιβλία, όπου ο συγγραφέας μάς δίνει ατόφιο το βίωμα του, μασκαρεμένο ως πεζογραφία, κάποια όμως είναι ενδιαφέροντα. 

Η καινοτομία στην περίπτωση της Κασκ είναι πως το άλτερ ίγκο της μέσα στο «Περίγραμμα», η συγγραφέας Φέι, που έχει την ηλικία της, είναι χωρισμένη, έχει δυο παιδιά κι έρχεται στην Ελλάδα για να διδάξει σε ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής, όπως η Κασκ, είναι μια παθητική αφηγήτρια. Είναι δέκτης πολλών ιστοριών, και εμπειριών, μας λέει ελάχιστα για την ίδια, παίζει το ρόλο του φίλτρου και του αναμεταδότη. Αυτή η φαινομενική ανυπαρξία της φιγούρας του αφηγητή αφήνει τις μικροϊστορίες να λάμψουν, και να έρθουν στο προσκήνιο τα βασικά θέματα που αφορούν τη συγγραφέα, η ζωή της, ο γάμος, τα παιδιά, το γράψιμο, η συνειδητοποίηση της ηλικίας και της ματαιότητας. 

Η Ρέιτσελ Κασκ γράφει το 2014, όμως δεν ενδιαφέρεται να δώσει μια εικόνα της Ελλάδας της Κρίσης, οι Έλληνες που συναντάει έχουν μάλλον υπαρξιακά προβλήματα. Αν με ενόχλησε κάτι, είναι οι διακριτές φιγούρες, πως αναγνώριζα ανθρώπους και καταστάσεις- την κάπως φιλάρεσκη αλλά εξαιρετικά εύγλωττη και τελικά συμπαθή συγγραφέα που πέρασε καιρό στο Βερολίνο, τη λεσβία ποιήτρια, την πανέμορφη εκδότρια, τα παιδιά του σεμιναρίου. Αυτό είναι πρόβλημα μόνο για τον Έλληνα αναγνώστη στο συγκεκριμένο, αλλά φαντάζομαι πως δημιουργεί ενδοιασμούς για όλο το auto-fiction στους ανθρώπους που μπορούν να αναγνωρίσουν το βίωμα. 

Με απασχόλησαν αρκετά οι απόψεις της Κασκ για τη γραφή. Στα παιδιά του σεμιναρίου δημιουργικής γραφής ζητάει μόνο εικόνες, δεν φαίνεται να την απασχολεί ιδιαίτερα που αναγκάζονται για χάρη της να γράψουν σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική τους, σε μια αποστροφή μάλιστα λέει πως η ελληνική δεν είναι γλώσσα διεθνής, ε, τι να γίνει, έπαιξε κι έχασε. Φαίνεται να μην ενδιαφέρεται για την ίδια τη μυθοπλασία, έχει λίγο σεβασμό για την πλοκή και τους ήρωες, τους μεταχειρίζεται, κι έπειτα τους πετάει. 

Αν και το ίδιο το βιβλίο είναι σαγηνευτικό, η ιδέα πως θα επικρατήσει το auto-fiction τελικά με ενοχλεί. Καταλαβαίνω την έλξη που μου ασκεί, είναι μια οριακή κλειδαρότρυπα, που όταν γράφεται από καλό γραφιά, σου δίνει την αίσθηση της φρεσκάδας και της αμεσότητας. Από την άλλη, αν κυριαρχήσει, θα γεμίσουμε κοινότοπες ιστορίες, δίχως πραγματικό βάθος. Γιατί για να γράψεις τέτοιου είδους κείμενα, χωρίς να πλατειάσεις, και χωρίς να πέσεις στην παγίδα της αυταρέσκειας, χρειάζεται μία μαντλέν∙ πόσοι έχουν τη γεύση της στο μυαλό τους, είναι άλλο ζήτημα. 



                                                                   Κατερίνα Μαλακατέ


"Περίγραμμα", Rachel Cusk, μετ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Gutenberg, σελ. 247, 2019