30/7/12

Πώς πρέπει να διαβάζουμε; Όπως γουστάρουμε




Με αφορμή τα σχόλια στην τελευταία ανάρτηση για το «Πέδρο Πάραμο» θα επαναφέρω ένα θέμα που αφορά πολύ τον νέο αναγνώστη «Πώς πρέπει να διαβάζω». Αυτό, αν είσαι ένα παιδί που υποκύπτει στο αμάρτημα της βιβλιοφαγίας είναι αυτονόητο, λαίμαργα, γρήγορα, όσο περισσότερο τόσο καλύτερα, το κάθε βιβλίο πολλές φορές για να κρατήσει- γιατί ποιος αγοράζει βιβλία στα παιδιά με τέτοιους ρυθμούς- κρυφά, φανερά, για την ηλικία σου, του μπαμπά σου, του παππού σου, της γιαγιάς σου, οτιδήποτε δεν είναι σχολικό, ακόμα και τη βλακεία που διαβάζει η μάνα σου στις διακοπές.
            Προφανώς, έχω υπάρξει ένα τέτοιο παιδί και σας το λέω από πείρα. Φυσικά αυτό δεν σε κάνει πεπειραμένο αναγνώστη, ούτε καν εγγυάται πως θα παραμείνεις αναγνώστης, αν και είμαι σίγουρη πως ανεβάζει τις πιθανότητες. Τί γίνεται όμως όταν το παιδί ενηλικιωθεί και πρέπει ως ενήλικας να επιλέξει τί θα διαβάσει και τί θα αφήσει, με ποιό ρυθμό θα διαβάσει το κάθε τι, με ποιά κριτήρια θα αγοράσει βιβλία τώρα που το ποσό βγαίνει από τη δική του τσέπη. Υπάρχει αυτό που ονομάζω «φιλολογική σχολή» και το παιδί μέσα μου την καταδικάζει με βδελυγμία. Διαβάσματα στοχευμένα, των κλασικών, συχνά με μικρό συντελεστή απόλαυσης, σημείωση, στη σημείωση, κάθε σελίδα και ρεμβασμός, βιβλιοθήκη με τάξη, όπου ξέρεις με σιγουριά πού είναι και πού πάει το κάθε τι, χωρίς αυτό να είναι κατάκτηση. Αφορά κυρίως φιλολόγους που δεν τσιμπήθηκαν από την ιερή αναγνωστική μύγα μικροί αλλά μεγάλοι, κάπου στο Πανεπιστήμιο, και δεν κατάφεραν ποτέ να αποβάλλουν τα κατάλοιπά του.
            Υπάρχει και το άλλο άκρο, είμαι ενήλικας κι ακόμα σαβουροδιαβαστής. Διαβάζω γρήγορα, διαλέγω μόνο επί του βιβλιοπωλείου, κυρίως ό,τι μου δίνουν, αν το βιβλίο είναι κάτω από 400 σελίδες δεν το αγοράζω, γιατί τί θα μου φτουρήσει. Εδώ μιλάμε για αναγνώστη φάστ- φουντ, υπερφίαλο κάπως για τον όγκο των διαβασμάτων του, στα οποία ασφαλώς και ξεπέφτουν αξιόλογα βιβλία, που μετά βίας θυμάται μετά, για αυτό και φτιάχνει μπλογκ για να κρατά αναγνωστικό ημερολόγιο (λέω εγώ τώρα…). Θα παρατηρήσατε πως οι ροζ ευπώλητες ( τι εξαίσια που ηχεί το κακόφωνο) σούπες δεν περιλαμβάνονται εδώ ∙ μιλάμε για αναγνώστες.
            Αυτά στο μυαλό μου είναι τα δυο άκρα κι ενδιάμεσα βλέπω πολλές εναλλακτικές και πολλές επιλογές και ίσως όλοι μας σε κάποια φάση έχουμε περάσει από τις δυο αποχρώσεις.  Υπάρχει ακόμα ο μονοθεματικός αναγνώστης- διαβάζω μόνο αστυνομικά, μόνο ιστορικά, μόνο λογοτεχνία του φανταστικού γιατί είμαι μεταλάς και ούτω καθ’ εξής -  που ανήκει σε μια κάστα διαφορετική που ανάλογα με το είδος ακολουθεί άλλους κανόνες, συχνά αυστηρούς που αφορούν άλλοτε μόνον τον εαυτό του κι άλλοτε ολόκληρη ομάδα με κοινή φιλοσοφία ζωής.
            Εγώ υπήρξα εκείνο το παιδάκι που διάβαζε από τη φύση του γρήγορα, αν με αφήσεις μόνη με ένα ευκολοδιάβαστο 200σέλιδο θα το ξεπετάξω σε ένα δίωρο, και θα αναρωτιέται ο συγγραφέας γιατί του πήρε 5 χρόνια να το ολοκληρώσει. Από την άλλη ακόμα και για το σχολείο δεν έχω διαβάσει ποτέ πολλές ώρες, ούτε για τις πανελλήνιες, ούτε για το πανεπιστήμιο, δεν είναι στη φύση μου η συγκέντρωση, έχω παιχνιδιάρικο μυαλό που μπορεί να ρεμβάζει αφηρημένο για ώρες, αφού έχει διεκπεραιώσει σε ένα εικοσάλεπτο τη βασική δουλειά. Δεν είμαι φιλόλογός και ούτε θέλησα ποτέ να γίνω, κι αυτό  δεν είναι  παράδοξο- δεν με ενδιαφέρουν τα καλολογικά στοιχεία, αν δεν γίνει η σύνδεση με κάτι άμεσα και αβίαστα, δεν με νοιάζει να τη βρω και οι βιογραφίες των συγγραφέων το λιγότερο με νυστάζουν. Όμως το παιδάκι μέσα μου έχει αλλάξει, όπως άλλαξαν με τα χρόνια οι διατροφικές μου συνήθειες, έτσι κι οι αναγνωστικές, η εύσωμη έφηβος μετατράπηκε σε κανονική ενήλικα και η λαίμαργη βιβλιοφάγος σε βιβλιόφιλη. Δεν παύω να διαβάζω με ευκολία, γρήγορα, βιβλία που αγόρασα γιατί μου γυάλισε το οπισθόφυλλο (δηλαδή ελπίζω πως δεν παύω, γιατί ως γνωστόν είμαι και παντρεμένη γυναίκα), όμως τώρα πια ψάχνομαι πολύ περισσότερο στην αγορά, αφήνω «αργά» βιβλία να με καθοδηγήσουν. Συνεχίζω να πιστεύω στην ενότητα που δίνει μια ανάγνωση in one sitting, ένα ρούφηγμα που σου δίνει όλο το έργο στο πιάτο να το αναμηρυκάσεις όσο θες. Όμως ανάλογα περνάω φάσεις αναγνωστικής περισυλλογής, 100 σελίδες μου παίρνουν δέκα μέρες, πιθανώς τυχαία, ίσως έχει να κάνει με τη ζωή μου κι όχι με το βιβλίο. Ή μπορεί η ζωή μου να έχει να κάνει με το βιβλίο, που είναι και σημαντικότερο. Πάντως ποτέ δεν κρατάω σημειώσεις ούτε γράφω στις ακρούλες – αν εξαιρέσει κανείς την ποίηση∙ το παιδάκι μέσα μου θα πάθαινε μια φρικτή αναταραχή, ως δευτεροδεσμίτισσα δεν κράτησα ποτέ για τίποτα θεωρητικό σημείωση πουθενά.   


28/7/12

«Πέδρο Πάραμο», Juan Rulfo




Μάλλον αδίκησα το «Πέδρο Πάραμο» του Χουάν Ρούλφο. Είναι καθαρά ένα βιβλίο φτιαγμένο για να ρουφηχτεί σε ένα απόγευμα κι εγώ έκανα κοντά πέντε μέρες να το τελειώσω. Δεν έφταιγε το μυθιστόρημα, έφταιγε ο πόνος, που με έκανε να μιζεριάζω. Ποτέ δε διαβάζω ούτε γράφω όταν με ταλαιπωρεί σωματικός πόνος∙ ο νους μου χρειάζεται την υγεία του σώματος (εδώ μάλλον γελάνε).
            Ακόμα κι έτσι η αναγνωστική μου διαίσθηση μού μιλά για ένα βιβλίο που θα ξαναδιαβάσω. Ο Χουάν Πρεσιάδο φτάνει στην Κομάλα αναζητώντας τον πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ, τον «Πέδρο Πάραμο». Την αναζήτηση αυτή την υποσχέθηκε στη μητέρα του στο νεκροκρέβατό της. Ως εκεί τον πηγαίνει ένας ονηλάτης, που είναι κι αυτός γιος του Πέδρο Πάραμο. Κι έπειτα μπαίνει στην σφαίρα των μουρμουρητών. Δεν είναι απολύτως σαφές πότε ο Χουάν Πρεσιάδο αντιλαμβάνεται ότι μιλά με τους νεκρούς, ούτε πότε είναι κι ο ίδιος νεκρός, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Μια πλειάδα γυναικών ξεπηδούν δίπλα του, αναλαμβάνουν για λίγο τη μητρική φιγούρα, και του μιλούν για το τέρας που ήταν ο πατέρας του, για το πόσο άδικος και φρικτός τύραννος υπήρξε, αλλά πως δεν μπορούσε να ζήσει η περιοχή χωρίς αυτόν, γιατί η περιοχή ήταν αυτός και πέθανε μαζί του.
            Ο Πέδρο Πάραμο ξεπηδά ως περσόνα εμβληματικά φρικιαστική, αυτός που δεν θα ήθελες να σου συμβεί στη ζωή σου κι όμως είναι εκεί και φωτίζει τις ζωές όλων. Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο ποιητικά σπαράγματα, πουθενά ο χρόνος ή τα πρόσωπα δεν στοιχειοθετούνται με πραγματικούς όρους, κι όμως την ιστορία την ξέρεις, την ήξερες από την αρχή. Όπως κάθε ιστορία με νεκρούς.
            Το όλο εγχείρημα μοιάζει πρωτοποριακό ακόμα και σήμερα, δίνει τη βάση για να μπεις σε μια λογοτεχνία που τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται κι όμως όλα είναι η πραγματικότητα, ανακοινώνει στον κόσμο πως υπήρχε ένα πατέρας πίσω από την άνθιση της Λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας. Ίσως μάλιστα να μπορούσε να θεωρηθεί απλά ένα μεγάλο ποίημα πεζού λόγου.


«Πέδρο Πάραμο», Χουάν Ρούλφο, μετ. Έφη Γιαννοπούλου, εκδ. Πατάκη, 2005 σελ. 260 (πραγματικές 184)

            Υ. Γ.1  Θα γκρινιάξω λιγάκι, δεν μου άρεσε καθόλου που στην ελληνική έκδοση παρατίθενται τόσα λόγια για το βιβλίο, τόσοι πρόλογοι και τόσα επίμετρα, κι ας είναι από σπουδαίους ανθρώπους. Μου σκότωσε τη μισή χαρά μου η «φιλολογική προσέγγιση» του εγχειρήματος. Αν ήθελα, όλα αυτά θα μπορούσα να τα είχα βρει κι εγώ, ας έψαχνα. Καταλαβαίνω την προσπάθεια να μυηθούμε σε έναν άγνωστο μας Μεξικανό συγγραφέα, που τον θεωρούν οι συμπατριώτες του- ίσως και δίκαια- τον μεγαλύτερο όλων, που σίγησε αφού έγραψε αυτό το έργο, που τον βλέπουν ως βάση κι αρχή τους ο Μάρκες και ο Φουέντες. Αλλά αυτό θα μπορούσε να καλυφθεί με λιγότερα λόγια, ας διάλεγαν μια από τις πολλές εισαγωγές ή ένα από τα πολλά επίμετρα. Μάλλον ο Πατάκης μπερδεύτηκε με τα σχολικά βιβλία του.   

            Υ.Γ. 2 Η μετάφραση ήταν εκπληκτική.

             Υ.Γ. 3 Πρέπει να ευχαριστήσω τον No14me που με σύστησε σε αυτό το βιβλίο 



24/7/12

«Η Δήμιος», Pavel Kohout





«Η Δήμιος» του Πάβελ Κοχούτ είναι ένα βιβλίο βαθιά πολιτικό, πρωτότυπο, εκνευριστικό, μοβόρικο, χιουμοριστικό και πικρό. Στην Τσεχία του Παντοδύναμου Κρατικού Μηχανισμού, ένα κοριτσάκι με αγγελικό πρόσωπο, όμορφα ξανθά μαλλάκια, μαζεμένο και γλυκό που του αρέσει να παίζει νοητικά παιχνίδια και να αγνοεί τον έξω κόσμο, αποτυγχάνει να μπει στη Σχολή Καλών Τεχνών αλλά και στο κλασικό λύκειο. Η μαμά της απογοητευμένη- αν η κόρη της δεν πάρει απολυτήριο από κάπου θα καταλήξει να μάθει τέχνη, να γίνει κομμώτρια ή ράφτρα- την πηγαίνει στην Επιτροπή Ενστάσεων όπου τελικά βρίσκεται μια θέση στη σχολή των δήμιων. Από το να καταλήξει χωρίς Απολυτήριο, η γυναίκα συναινεί να κάνει την κόρη της δολοφόνο. Οι αντιρρήσεις του φιλόλογου πατέρα της μικρής κάμπτονται όταν τους επισκέπτεται ο Αρχιδήμιος με τον βοηθό του, και τον πείθουν με καθαρά λογοτεχνικά επιχειρήματα.
Από κει και μπρος ξετυλίγεται ένα κουβάρι της ιστορίας των δήμιων γενικά, της ιστορίας των κεντρικών χαρακτήρων ειδικά – οι μαθητές αλλά κυρίως οι καθηγητές της σχολής- της Τσεχίας, των ολοκληρωτικών καθεστώτων, πλέκεται ένα πανηγύρι ιδεών, ανθρώπων, τεράτων ∙ μια πανδαισία. Αυτό που πραγματικά μου αρέσει σε αυτό το μυθιστόρημα είναι πως λείπει η μιζέρια και η κλάψα. Ο Πάβελ Κοχούτ δεν ευτύχισε στην κομμουνιστική Τσεχία, έμεινε πολλά χρόνια εξόριστος, στιγματίστηκε η ζωή του από το πολιτικό καθεστώς στη χωρά του, όμως σε αυτό το βιβλίο το αντιμετώπισε με αστείρευτο, απόλυτο χιούμορ, μαζί με τον τρόμο.  Όταν φτιάχνεις ένα μυθιστόρημα βασισμένο στην εσχατιά της θανατικής ποινής, στους δήμιους, ο τρόμος είναι απαραίτητος. Και το τέλος, αντάξιο ενός συγγραφέα που με τόση μαεστρία ξέρει να κρύβει και τελικά να ξεσκεπάζει την ανθρώπινη φύση.

«Η Δήμιος», Πάβελ Κοχούτ, μετ. Σόνια Στάμου-Ντορνιάκοβα, εκδ. Καστανιώτη, 2008  


20/7/12

“The catcher in the rye”, J.D. Salinger




Το πώς το «The catcher in the rye» ξέφυγε από τα εφηβικά μου αναγνώσματα είναι απορίας άξιο, μιας και πήγαινα σε ένα σχολείο που είχε ιδιαίτερη αγάπη στα αγγλικά. Από τη μια, το ότι δεν το διάβασα στα πλαίσια ενός μαθήματος Αμερικάνικης λογοτεχνίας είναι καλό, από την άλλη τα τριανταπέντε είναι η λάθος ηλικία για να το διαβάσει κανείς για πρώτη φορά.
Πρωταγωνιστής και αφηγητής ο Holden Caulfield, ένα δεκαεξάχρονο αγόρι που μόλις αποβλήθηκε από ένα ακόμα σχολείο για παιδιά της καλής κοινωνίας. Ο Holden ζει μια διήμερη περιπέτεια στη Νέα Υόρκη, ξοδεύοντας τα λεφτά των γονιών του, όσο «αρνείται» να πάει σπίτι και να αντιμετωπίσει το θυμό τους για την αποβολή. Είναι ένα παιδί που σιχαίνεται τους «δήθεν», που δεν αντέχει τα «πρέπει», που τελικά μέσα σε όλα αυτά είναι τόσο δήθεν και ακολουθεί όλες τις προσταγές της εποχής, όσο και οι υπόλοιποι.
Η γλώσσα, που το ’50 που γράφτηκε το βιβλίο μπορεί να θεωρούνταν και αργκό, τώρα είναι κάπως παρωχημένη, η εφηβική «επανάσταση» λήγει σε αδιέξοδο, η «αποστασιοποίηση» από τους γονείς είναι μόνον παροδική. Αυτά και η «γκρίνια» του ήρωα, ενόχλησαν τον τριανταπεντάχρονο εαυτό μου, πιθανολογώ πως ο δεκαεξάχρονος δεν θα τα είχε καν προσέξει. Ο Χόλντεν είναι ένας συμπαθητικός αντιήρωας, ένα παιδί που διαβάζει αν και αρνείται να διαβάσει για το σχολείο, ένας έφηβος που δεν θέλει να χάσει την παρθενιά του από μια πόρνη κι ας του προσφέρεται στο πιάτο, που αγαπάει τα αδέλφια του, που έχει σοβαρά προβλήματα από το θάνατο του μικρού του αδελφού, που ξέρει πως τελικά θα καταλήξει να παραιτηθεί.
 Καταλαβαίνω γιατί πρόκειται για ένα «κλασικό» βιβλίο εφηβικής διαφορετικότητας, αντιλαμβάνομαι γιατί προκάλεσε στην εποχή του, αλλά για κάποιο λόγο η γοητεία του μου διαφεύγει. Ίσως δεν μπόρεσα να ταυτιστώ με τη «γιαλατζί» επανάσταση, ίσως μου έλειψε το χιούμορ∙ αν ο συγγραφέας και ο ήρωας έπαιρναν λιγότερο στα σοβαρά στον εαυτό τους, θα ταυτιζόμουν περισσότερο. 

“The catcher in the rye”, J.D. Salinger, Penguin 2010, pg.192, first published 1951


16/7/12

"Το ημερολόγιο ενός τρελού", Νικολάι Γκόγκολ





Μια από τις ελάχιστες ευτυχίες της εφηβείας μου ήταν η μεγάλη δανειστική βιβλιοθήκη του σχολείου. Διάβασα εκεί έναν μεγάλο όγκο βιβλίων, κανονικό μοτεράκι. Νομίζω πως τελείωσα τους Ρώσους κλασικούς κάπου στην πρώτη Λυκείου, κι όταν λέω τελείωσα, το εννοώ, τερμάτισα όλα τα σχετικά ράφια, δεν έμεινε τίποτα εκεί αδιάβαστο. Αυτό έχει δυο καλά κι ένα κακό. Το βασικό καλό είναι οι βάσεις, η αίσθηση της λογοτεχνίας, το υπόβαθρο που μένει. Το δεύτερο καλό είναι πως σε γενικές γραμμές θυμάμαι λίγα πράγματα από αυτά τα βιβλία, οπότε μπορώ να τα ξαναδιαβάσω άνετα. Το κακό είναι εμφανές, το να διαβάσεις του Αδελφούς Καραμαζώφ σε αυτήν την ηλικία ίσως να μην είναι τόσο σημαντικό όσο το να τους διαβάσεις ενήλικας.
«Το ημερολόγιο ενός τρελού» το θυμόμουν, το ήξερα πως το έχω ξαναδιαβάσει. Όμως μέσα στην μανία μου για διάβασμα και την εφηβική μου λύσσα το είχα ξεπετάξει. Είναι ένα μικρό διήγημα, και μιλάει για αυτό που ίσως καίει ακόμα και σήμερα όλους τους νεαρούς ενήλικες∙ ποιος είμαι, με χαρακτηρίζει η δουλειά και τα χρήματα και η καταγωγή, με προσδιορίζει μια εργασία κατά βάση ανιαρή, αλλά χρήσιμη για να ζήσω, μπορεί ίσως να είμαι ο βασιλιάς της Ισπανίας και να μην το ξέρω;
«Το ημερολόγιο ενός τρελού» είναι βαθιά βιογραφικό, και χιουμοριστικό και εντελώς μα εντελώς πικρό και δραματικό. Αναδεικνύει την αίσθηση του σύγχρονου ανθρώπου πως γεννήθηκε για κάτι σημαντικό, πως είναι διαφορετικός από όλους τους άλλους και την πικρή συνειδητοποίηση πως τελικά είναι ένα φτωχός δημόσιος υπάλληλος. Παράλληλα σατιρίζει το κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής, την κόρη του Διευθυντή που θα παντρευτεί ή θαλαμηπόλο ή Στρατηγό, τα σκυλιά της πλουτοκρατίας που είναι τόσο σνομπ όταν γράφουν γράμματα το ένα στο άλλο κ.ο.κ. Και την τρέλα φυσικά, ίσως το μόνο καταφύγιο των υγιώς σκεπτόμενων ανθρώπων.
Υπολογίζω πως πολλά έχουν γραφτεί, κι άλλα τόσα υποτεθεί για το μικρό κείμενο. Εγώ απλά χαίρομαι που το ξαναδιάβασα.   


"Το ημερολόγιο ενός τρελού", Νικολάι Γκόγκολ,μετ. Ι. Ζαρειφόπουλου,  εκδ. Κοροντζή, σελ.59


14/7/12

"Ενάντια στη μέρα", Tomas Pynchon -Τα δυο πρώτα κεφάλαια





Μετά από περίπου ένα μήνα, και αρκετά ενδιάμεσα διαβασμένα βιβλία, πρέπει να το ομολογήσω, τελείωσα τα δυο πρώτα κεφάλαια του «Ενάντια στη μέρα». Θα σας πω τις εντυπώσεις μου ως εδώ, γιατί νιώθω πως αν δεν τις γράψω, θα τις χάσω. Ναι, ναι το βιβλίο είναι τόσο χαοτικό. Στις 490 αυτές πρώτες σελίδες παρελαύνει μια πλειάδα χαρακτήρων (ευφημισμός, μιλάμε για τουλάχιστον 50 διαφορετικούς ήρωες, με μετριοπαθείς υπολογισμούς), που συχνά δυσκολεύεσαι να θυμάσαι ποιός είναι ποιός, τί έκανε και γιατί. Αλλά τελικά αυτό ίσως και να μην έχει καμία σημασία.
            Κεντρική πλοκή η ζωή ενός αναρχικού βομβιστή που δυναμιτίζει γραμμές τρένων στις αρχές του 20ου αιώνα, του θανάτου του και των παιδιών του στην προσπάθεια (;) να εκδικηθούν. Ενδιάμεσα σημαντικό κομμάτι καταλαμβάνουν οι περιπέτειες των «Φίλων της Τύχης», του πληρώματος ενός αερόπλοιου που λαμβάνει εντολές από τους μυστικούς «αποπάνω» και εκπληρώνει ένα σωρό αλλοπρόσαλλες αποστολές. Και φυσικά τα τεχνολογικά επιτεύγματα ενός αιώνα, που ειδικά στις αρχές του, ο άνθρωπος έζησε μια αλλόκοτη αίσθηση, όπου όλα όσα για αιώνες ήξερε ανατράπηκαν και οι προσδοκίες γιγαντώθηκαν, χωρίς ποτέ να ευοδωθούν.
            Αν πω πως είμαι μαγεμένη, θα πω ψέματα. Αν πω πως είμαι χαμένη, θα είμαι πιο κοντά στην αλήθεια, χαμένη ως προς την πλοκή, τον ρυθμό, τους συμβολισμούς, την πολιτική, τα πρόσωπα. Εντελώς διαλυμένη. Αυτή η αποδόμηση είναι το ζητούμενο, είμαι σίγουρη πια για αυτό. Το μόνο που προσδοκώ είναι στο τέλος να μη με αφήσει τελείως σπασμένη.  


"Ενάντια στη μέρα", Τόμας Πίντσον, μετ. Γιώργος Κυριαζής, εκδ. Καστανιώτη, 2009, σελ, 1234

10/7/12

«Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα», Antonio Tabucchi






O Antonio Tabucchi ισχυρίζεται πως ο ήρωας του, ο Περέιρα, τον επισκέφτηκε ξαφνικά ενόσω κοιτούσε τον τάφο ενός γέρου δημοσιογράφου. Δεν τον πιστεύω, ένας τόσο ολοκληρωμένος ήρωας θέλει χρόνια για να μεστώσει μέσα στο μυαλό του συγγραφέα κι έπειτα να ενσαρκωθεί σε μια καλοζυγιασμένη ιστορία.
Ο Περέιρα είναι ένας μεσόκοπος δημοσιογράφος, χήρος- μιλά στο πορτρέτο της γυναίκας του συχνά- που μετά από χρόνια στο αστυνομικό ρεπορτάζ έχει αναλάβει την πολιτιστική σελίδα μιας μικρής πορτογαλικής απογευματινής εφημερίδα στον καιρό της σαλαζάρικης δικτατορίας. Είναι ένας χοντρός άνθρωπος με προβλήματα καρδιάς, πιστός καθολικός,  που ενδιαφέρεται πολύ για τη λογοτεχνία και καθόλου για τα πολιτικά. Ώσπου, από μια παρόρμηση που έχει να κάνει με το θάνατο, γνωρίζεται με ένα ζευγάρι νεαρών, που ζουν τη ζωή τους ριψοκίνδυνα. Οι ζυμώσεις γίνονται αργά, βοηθούν σε αυτό και ο πνευματικός του, αλλά κι ένας γιατρός που γνωρίζει σε ένα κέντρο θαλασσοθεραπείας, και η προσωπικότητα, η ψυχή (;) του αποκτά ένα άλλο κυρίαρχο εγώ.
Είναι τόσο όμορφα μετρημένος ο ήρωας, τόσο σωστά μοιρασμένα πλοκή και σκέψη που χαίρομαι που το ξεκίνησα και το τελείωσα μέσα σε μια μέρα. Του άξιζε να μείνει ολοκληρωμένο στη μνήμη μου.

«Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα», Αντόνιο Ταμπούκι, μετ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, εκδ. Άγρα, 2010

Υ.Γ. Και μια μικρή γκρίνια, που ξέρω πως δεν θα βρει σύμφωνους πολλούς. Μου αρέσουν πολύ οι εκδόσεις Άγρα, η φινέτσα και η αισθητική τους, αλλά το πολυτονικό – και δη σε μεταφρασμένο κείμενο-  δεν το καταλαβαίνω καθόλου.

       

7/7/12

Του Πίντσον το.... ανάγνωσμα




Ή για να είμαστε ακριβέστεροι, πώς κατάφερα να μην διαβάσω τον Πίντσον, ακόμα.  Πριν αποκτήσω αυτό το ιστολόγιο, δεν είχα ακούσει ξανά για τον «μυστηριώδη» συγγραφέα που δεν εμφανίζεται ποτέ εδώ και χρόνια και γράφει αλλόκοτα, θαυμάσια «τούβλα». Μετά ήρθε το ίντερνετ, το Pynchonikon, o Πυντσονικός οδηγός, οι Πυντσονολάγνοι, πόσο να αντισταθώ η γυναίκα βιβλιόφιλος. Αγόρασα το "Έμφυτο Ελάττωμα", γιατί οι οδηγοί – ξένοι και ελληνικοί- έλεγαν πως από κει έπρεπε να αρχίσω η αδαής. Το διάβασα εντελώς ανυποψίαστη, σχετικά βατό ήταν, τίποτα το εξαιρετικό δεν μου φάνηκε. Έπειτα στις αρχές του έτους αγόρασα το «Gravitys rainbow» στα Αγγλικά από καθαρή, ατόφια τσιγκουνιά, η αγγλική από την ελληνική έκδοση είχαν κάποια –πολλά- ευρώ διαφορά. Την πρώτη φορά έφτασα ως τη σελίδα…. 20. Την δεύτερη φορά ως την σελίδα 70. Μην τα πολυλογώ, πέντε αναγνωστικές προσπάθειες μετά, είχα φτάσει βία στη σελίδα 100 και έκτοτε το paperback τούβλο χρησιμεύει σα στήριγμα για το επάνω μέρος του κομοδίνου μου που έχει λυγίσει από το βάρος των βιβλίων (ανάθεμα τον σχεδιαστικό οίστρο του επιπλά, έπρεπε να τον προειδοποιήσω όταν το έφτιαχνε).
            Μετά αγόρασα το «Ενάντια στη μέρα», γιατί το είχε προσφορά η Πολιτεία. Ήμουν σίγουρη πως θα έμενε καιρό στη στάκα με τα αδιάβαστα. Μάλλον, έλεγε η αναγνωστική μου μετριοπάθεια (έχω κι από αυτή κι ας φαίνεται σπανίως), δεν είμαι έτοιμη ακόμα. Αλλά το «τούβλο» μου χαμογελούσε σαρδόνια. Το ξεκίνησα. Ως τη σελίδα 200 είχα διαβάσει άλλα δέκα βιβλία. Μετά την σελίδα 300 πήρα μπρος. Τώρα νομίζω πως είμαι σε καλό δρόμο, κυρίως γιατί έπαψα τις απιστίες.
             Ο Πύντσον με γοητεύει. Αυτό είναι το πρόβλημά μου. Τον παρατάω και με γοητεύει. Πώς το παθαίνω αυτό είναι απορίας άξιο. Φοβάμαι πως σε ένα βαθμό με γοητεύει ο μύθος του. Η αναγνωστική μου μετριοπάθεια- που λέγαμε- και η αναγνωστική μου αλαζονεία – αυτές πάνε χέρι χέρι- εξιτάρονται, με ενθουσιάζει η πολιτική του στάση – Αμερικανός με τόσες πολιτικές αναφορές είναι σπάνιο- μου δημιουργεί εφιάλτες όπως ο Γουάλας. Κι αν ποτέ τελειώσω το «Ενάντια στη μέρα» θα δείτε και ανάρτηση, τυχερούλικα….    




6/7/12

«Παραβολή», Κωνσταντίνος Τζαμιώτης





Η «Παραβολή» του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη είναι μια μικρή μετρημένη νουβέλα, ένα βιβλίο με θεατρική οικονομία, έξυπνη αρχική ιδέα και εξαιρετική εκτέλεση. Μια εταιρία έχει αναλάβει την υποκατάσταση του αγαπημένου σου προσώπου όταν αυτό εγκαταλείψει τη ζωή με μια πολύ πειστική τρισδιάστατη απεικόνιση. Ο ειδικός παραλήπτης της εταιρίας Χ.Α. Ρόντας έχει δυο υποθέσεις. Η πρώτη, φαινομενικά απλή, είναι η προσομοίωση ενός Χριστουγεννιάτικου τραπεζιού με τον εκλιπόντα πάτερ φαμίλια παρόντα. Η δεύτερη, είναι πιο δύσκολη, και  αφορά στην «αντικατάσταση» του πατέρα μιας νεαρής γυναίκας που είναι πολύ άρρωστη. Και οι δυο θα πάνε φρικτά λάθος.
Ο συγγραφέας, χωρίς να δημιουργεί εφιαλτικό περιβάλλον- σε καμία φάση δεν έχουμε την αίσθηση της δυστοπίας- παίρνει σα δεδομένο τη δυνατότητα της υποκατάστασης αγαπημένων προσώπων και διερευνά τα όρια της αγάπης, του έρωτα, του θανάτου και τελικά της ζωής. Οι ήρωες του δεν είναι ούτε κακοί, ούτε καλοί, είναι ανθρώπινοι και θέλουν όλοι μιαν άλλη ζωή, διαφορετική από αυτή που τους έλαχε.
            Το θεατρικό υπόβαθρο του Τζαμιώτη δεν κρύβεται, επικεντρώνεται στους χαρακτήρες και τους διαλόγους, ολοκληρώνει την αρχική του ιδέα χωρίς πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς σε άλλες ιστορίες ή γεγονότα. Το βιβλίο διαβάζεται εύκολα, ίσως με τον απογευματινό καφέ, και μένει στη μνήμη.

«Παραβολή», Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, εκδ. Καστανιώτης, 2006, σελ.136  



4/7/12

«Τάλγκο», Βασίλης Αλεξάκης




Θα μπορούσε να διολισθήσει στα όρια του μελό, το «Τάλγκο» του Βασίλη Αλεξάκη, αν ο συγγραφέας δεν είχε την εξαιρετική ικανότητα να γράφει για ερωτικές ιστορίες με μια παράξενη νηφαλιότητα. Ιδωμένο από τη γυναικεία ηρωίδα-αφηγήτρια, το  μυθιστόρημα ούτε χαρίζεται ούτε αδικεί το γυναικείο φύλο, αλλά δεν θα μπορούσε και να είναι γραμμένο από γυναίκα. Η Ελένη, παντρεμένη με τον Κώστα, μας μιλά σε πρώτο πρόσωπο για τον έρωτά της με τον Γρηγόρη, έναν άντρα που ζει στο Παρίσι, και με τον οποίο πέρασε κάποιες εκπληκτικές μέρες στη Βαρκελώνη πριν αυτός τη χωρίσει και γυρίσει στη γυναίκα και τα παιδιά του.
            Το βιβλίο είναι ευκολοδιάβαστο, αφήνει μια γλυκιά γεύση στο στόμα και ενισχύει την πεποίθησή μου πως ο Αλεξάκης τα καταφέρνει καλύτερα στα αισθηματικά από ότι στα πολιτικά βιβλία. 

«Τάλγκο», Βασίλης Αλεξάκης, εκδ, Εξάντας, 1982, σελ.168


1/7/12

Το τυρί





Η γενιά σάντουιτς, είναι αυτή που έχει κάνει ήδη τα παιδιά της, αλλά δεν έχουν πεθάνει οι δικοί της γονείς. Έτσι, στην αρχή του «σάντουιτς» πάντα έχει έναν μεγάλο από πάνω της να της λέει τι να κάνει και έναν μικρό από κάτω της να τσιρίζει. Όσο μεγαλώνει η γενιά, ισορροπούν κάπως τα πράγματα. Προς το τέλος ξαναγίνονται οικτρά, οι παππούδες έχουν πάθει άνοια και γίνονται σκληρά και αποτρόπαια μωρά και τα παιδιά έχουν γίνει έφηβοι-ενήλικες ξερόλες. Μέχρι κι αυτά με τη σειρά τους να σαντουτσοποιηθούν. Φυσικά δεν το παθαίνουν όλοι οι άνθρωποι κάθε γενιάς αυτό, ούτε το νιώθουν με την ίδια ένταση και τρόπο. Αν με ρωτήσετε εμένα, είμαι το τυρί.
            Στην δουλειά μου δεν με εκτιμάει κανείς κι ας έχω εννιά χρόνια ένσημα, γιατί πάντα θα είμαι η κόρη κάποιας. Στο σπίτι μου όλο και κάποιος έχει λόγο -αν και ευτυχώς μάνα και πεθερά με φοβούνται, πάντα κάτι θα έχουνε να πουν όσο τις παίρνει. Το παιδί μου το μεγαλώνει ο πατέρας του και μπορεί να με αγαπάει σαν τρελό, αλλά με βλέπει περισσότερο σαν παιχνίδι, παρά σαν βασική φροντίδα∙ τα βράδια φωνάζει «μπαμπάάάά». Γιατί ξέχασα να σας πω ένα από τα χαρακτηριστικά τούτου του τυριού, δουλεύει δεκάωρα, αλλά κανείς δεν είναι ευχαριστημένος με το πόσο. Φέρνει τα βασικά λεφτά στο σπίτι, όμως όλοι το θεωρούν δεδομένο. Μαγειρεύει, πλένει μαζεύει, αλλά κι αυτό είναι δεδομένο.  Παίρνει τις βασικές αποφάσεις από την ανατροφή του παιδιού μέχρι το πότε θα κατεβάσουμε τις κουρτίνες, κι εκ των υστέρων όλο και κάποιος «θα το έκανε καλύτερα». Α, ταυτοχρόνως πρέπει να σας πω πως είναι ακόμα σχετικά ωραία γκόμενα, για τα 34 του ( το… τυρί).
            Με δεδομένη λοιπόν την πλήρη μιλνεροποίηση μου (τα χαμηλά λιπαρά είναι απαραίτητα για να μείνει κανείς ωραία γκόμενα), βλέπω 3 προοπτικές. Η πρώτη – να τα κάνω πουτάνα όλα- ώρες ώρες φαντάζει δελεαστική, να τους τα βροντήξω, να παρατήσω τη δουλειά που έτσι κι αλλιώς μου καπελώσανε, να βλέπω το παιδί μου όσο και τώρα, περίπου δυο ώρες τη μέρα και να δω πως θα επιβιώσουν. Εγώ θα τελειώσω τις διορθώσεις στο ένα μου μυθιστόρημα και θα ολοκληρώσω και το άλλο και μετά θα έχω τέσσερα μυθιστορήματα να κάθονται στα ντουλάπια μου ανέκδοτα, να κάνουν συντροφιά το ένα με τ’ άλλο.
            Η δεύτερη να παραμείνω στην οικογένεια, αλλά να θέσω βέτο, εγώ λεφτά δεν φέρνω και θα γίνω συγγραφεύς. Ομοιάζει με την πρώτη αλλά θα κάνω ακόμα τις δουλειές του σπιτιού, οπότε θα είναι πιο light. Το τελικό αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο, 4 μυθιστορήματα να κάνουνε παρέα.
            Η τρίτη είναι επιτέλους να το πάρω απόφαση. Αγαπώ τον άντρα μου, το παιδί μου, ακόμα και τη μάνα μου. Να πάρω απόφαση πως θα γίνω εγώ αυτό που θέλουν εκείνοι, να συνεχίσω να φτάνω στο τέλος του δεκαπεντάωρου να μη βλέπω μπροστά μου από τη νύστα, να λαμβάνω τις βασικές αποφάσεις για όλους τους, αλλά όλοι να έχουν παράπονο, να αποδεχτώ πώς το να είσαι μάνα έχει τα κακά του, να ενταχθώ. Ψυχανεμίζομαι πως έτσι τα τελειωμένα μυθιστορήματα θα μείνουν μόνο δυο στο ντουλάπι μου, αυτά που τόσα χρόνια κάνουνε ήδη καλή παρέα μεταξύ του. Pas mal.