6/2/25

"Τα Μάγια", Hermann Broch




                                                      
Ο Χέρμαν Μπροχ εμφανίστηκε μεγάλος ηλικιακά στα λογοτεχνικά πράγματα. Γεννήθηκε το 1886, την Βιέννη της Αυστροουγγαρίας και αρχικά πήρε την κλωστοϋφαντουργική εταιρεία της πλούσιας οικογένειας του, παντρεύτηκε, έκανε έναν γιο. Το 1927 τα τίναξε όλα στον αέρα, πούλησε την επιχείρηση, ξεκίνησε να σπουδάζει φιλοσοφία, ψυχολογία και μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Το πρώτο του βιβλίο, η Τριλογία «Οι Υπνοβάτες» είναι ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που κίνησε το ενδιαφέρον τόσο των κριτικών όσο και των συναδέλφων του συγγραφέων –δεν συγκίνησε βέβαια ιδιαίτερα το ευρύ αναγνωστικό κοινό, να τα λέμε κι αυτά.

Ξεκίνησε να γράφει το δεύτερό του βιβλίο, τα Μάγια το 1935 και μέχρι το 1936 είχε τελειώσει την πρώτη εκδοχή του πρώτου τόμου (το προόριζε για τριλογία). Έγραψε και δεύτερη εκδοχή, εντωμεταξύ φυλακίστηκε από τον Χίτλερ το 1938, αποφυλακίστηκε με την παρέμβαση του Τζόυς, αυτοεξορίστηκε στην Αγγλία κι έπειτα στις ΗΠΑ και το χειρόγραφο έπειτα από σαράντα κύματα ξαναβρέθηκε στην κατοχή του. Το άλλαξε πάρα πολλές φορές, ο τίτλος άλλαξε πάρα πολλές φορές, τελικά εκδόθηκε το 1969, μετά τον θάνατο του, στη σημερινή εκδοχή και με τίτλο «Die Verzauberung», μάλλον περισσότερο «Η μάγευση» κατά κυριολεξία. Κάποιες φορές ήθελε να το ονομάσει Δήμητρα, άλλες το Μυθιστόρημα του Βουνού σε ευθεία αναφορά στην ελληνική μυθολογία ή το μυθιστόρημα του Τόμας Μαν, «Μαγικό βουνό». Αν και αν πρέπει να βρούμε άμεση αναλογία με το έργο του Μαν, θα πρέπει μάλλον να ανατρέξουμε στον Δρ. Φάουστους. 

Πρόκειται για την ημερολογιακή καταγραφή του γιατρού ενός ορεινού χωριού, όπου εμφανίζεται ένα τύπος ονόματι Μάριους Ράτι. Στην αρχή ο Ράτι φαίνεται περίεργος, ένας περιπλανώμενος ιεροκήρυκας που ζητά οι άνθρωποι να μην χρησιμοποιούν μηχανήματα, διατείνεται πως «ακούει το βουνό» που είναι γεμάτο χρυσάφι, ο μυστικισμός του φτάνει στα άκρα. Σιγά σιγά όμως, με άλλο κίνητρο ο καθένας, κάποιοι ονειρεύονται τον χρυσό, κάποιοι να διώξουν τον διπλανό τους, άλλοι απλά την εξουσία, οι χωριανοί μαγεύονται από τον Ράτι, αρχίσουν κρυφά ή φανερά να τον υποστηρίζουν, γίνονται «στρατός».

Το βασικό θέμα στα «Μάγια» είναι η ψυχολογία της μάζας, πώς ένα ολόκληρο χωριό μπορεί να μαγευτεί από έναν γοητευτικό τσαρλατάνο, να αφήσει κατά μέρος τη λογική και να ενστερνιστεί τον πιο ακραίο μυστικισμό. Η αναλογία με την άνοδο του Χίτλερ είναι ευθεία, μην ξεχνάμε και την εποχή, αν και θα μπορούσε να αφορά οποιονδήποτε λαοπλάνο – μοιάζει πολύ και με την εποχή μας, μη γελιόμαστε.





Ο Μπροχ είναι ένας συγγραφέας που λατρεύει την φιλοσοφία, και τον μοντερνισμό, στους Υπνοβάτες διασπά την πλοκή, έχει ολόκληρα φιλοσοφικά δοκίμια, στα Μάγια η πλοκή είναι μάλλον γραμμική, και όλα τα φιλοσοφικά κομμάτια κρύβονται στα πρόσωπα και στους διαλόγους. Ο αφηγητής γιατρός είναι η πλευρά της επιστήμης και της λογικής, ο μόνος πνευματικός άνθρωπος στο χωριό, που όμως έχει μεγάλο σεβασμό για τη Μάνα Γκίσον, που μοιάζει να διαφεντεύει το βουνό και να είναι βαθιά η πίστη της στο μεταφυσικό.

Η μάνα Γκίσον είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα φιγούρα, η εκπρόσωπος της μητριαρχίας, η θεά Δήμητρα, η θεά της Γης και όλων των ζωντανών, που αναγκάζεται να στείλει την Περσεφόνη της στον κόσμο των νεκρών. Και που για κάποιο λόγο έχει πάρει απόφαση πως η Εποχή της έχει τελειώσει

Και ο Ράτι, που βλέπουμε τόσο λίγο, αλλά η φιγούρα του δεσπόζει σε όλο το μυθιστόρημα. Υποκινεί τους χωριανούς να κάνουν μια ακραία θυσία. Κι έπειτα όλοι νιώθουν πως αυτό έπρεπε να γίνει, όλοι συνεχίζουν τη ζωή τους χωρίς καμία θλίψη. Για μένα, αυτό το δεύτερο μέρος, μετά τη θυσία είναι το σοκαριστικό. Μην ξεχνάμε πως εμείς διαβάζουμε την πρώτη εκδοχή του βιβλίου, αυτή που γράφτηκε το 1935, και προδικάζει τη συμπεριφορά της μάζας ακόμα κι όταν το Έγκλημα έχει διαπραχθεί, καμία τύψη, μόνο η αίσθηση της νομοτέλειας.

Ενδιαφέρουσες φιγούρες είναι και ο ξενομερίτης Βέτσι, που κανένας δεν τον συμπαθεί και τον αναγκάζουν να φύγει αλλά και ο «νάνος» Βέντσελ, ο άνθρωπος που διαφέρει, μα έχει μέσα του τόσο μίσος για αυτούς που είναι διαφορετικοί.

«Τα μάγια» είναι ένα πολύ δύσκολο, φιλοσοφικό βιβλίο, χωρίς σε καμία περίπτωση δεν αγγίζει τα δυσθεώρητα ύψη των "Υπνοβατών", που το να τελειώσεις τον τρίτο τόμο τους μοιάζει ακατόρθωτος άθλος. Κάποια κομμάτια είναι βαθιά ποιητικά και λυρικά, αλλά εξοντωτικά περιγραφικά. Έχει χωρία που θέλεις να τα υπογραμμίσεις με μανία, γιατί αφορούν όλη την ανθρώπινη ύπαρξη, κι άλλα που μοιάζουν κάπως φτιαχτά μεταξύ χωριατών. Μην ξεχνάμε άλλωστε πως ο Μπροχ υπήρξε πάντα παιδί των κοσμοπολίτικων πόλεων, ακόμα και στην εξορία, ακόμα κι όταν κοιμόταν στους καναπέδες των διάσημων φίλων του. Έχει λόγο που βγάζει τον Ράτι από την πολυπλοκότητα του αστικού περιβάλλοντος, αυτό όμως δεν σημαίνει πως καταλαβαίνει πλήρως τη ζωή στην ύπαιθρο. Στη βάση τους. Πρόκειται ένα μυθιστόρημα που διερευνά την ανθρώπινη ηθική, τη λογική απέναντι στο συναίσθημα, το προσωπικό τραύμα, έναντι στο συλλογικό. Και το κάνει σε τέτοιο βάθος, που δεν μπορείς παρά να το θαυμάσεις. Και να μαγευτείς.


                                        Κατερίνα Μαλακατέ



11/1/25

Wonderfuck, Katharina Volckmer




                                                        Αγοράστε το εδώ



Αξίζουν όλα για ένα υπέροχο γαμήσι; Η Καταρίνα Φόλκμερ (νταξ, δεν προφέρεται έτσι, αλλά έτσι λέει στο εξώφυλλο) στήνει στο Wonderfuck την κοινωνία του καιρού μας στα 11 βήματα, της βάζει μάσκα και πυροβολεί.

Ο Τζίμι δουλεύει σε ένα τηλεφωνικό κέντρο του Λονδίνου, στη βάρδια του δέχεται παράπονα για πακέτα διακοπών – και ονείρων- που πήγαν στραβά, από πλούσιους που δεν ξέρουν πώς είναι να ζεις με τον μίνιμουμ μισθό στο Λονδίνο.  Ο Τζίμυ είναι παχουλός και queer, του αρέσει το βερνίκι νυχιών και το κραγιόν, έχει σχέση με τον οικογενειάρχη συνάδελφό του και φαντασιώνεται τον προϊστάμενο του. Ο προϊστάμενος όλο τον βγάζει στον τάκο, και του δίνει μόνο τη βραδινή βάρδια. Πάντα αυτός χρησιμοποιεί τα χειρότερα ακουστικά, τον χειρότερο υπολογιστή. Πάντα αυτός είναι το παράδειγμα προς αποφυγή. Κι απαντάει στους πελάτες στον παράδεισο.

Η σχέση του Τζίμι με τη μάνα του, μια σισιλιάνα αδύνατη, με τον εαυτό του, με την ταυτότητά του, με τη βαρεμάρα, τη σεξουαλικότητα, την ευαισθησία του, ο τρόπος να χαθείς σε μια κοινωνία που σου δίνει επιλογές— ανάμεσα στην dream job, να κάνεις τον τεθλιμμένο συγγενή σε ένα γραφείο κηδειών ενώ θέλεις να πηδήξεις το πτώμα ή να κάνεις την βραδινή βάρδια σε ένα τηλεφωνικό κέντρο, όπου ευκατάστατοι κόπανοι έχουν θέμα με την θερμοκρασία της θάλασσα ενώ θέλεις να πηδήξεις το αφεντικό σου, η μοναξιά, η αβάσταχτη μοναξιά, η δυστυχία με αναλαμπές έξαλλης χαράς.

Ο Τζίμυ είναι ένας καθημερινός άνθρωπος στον χειρότερό του εφιάλτη και ο χοντρός κώλος του και τα υπέροχα χείλια του με την ακριβώς σωστή απόχρωση κραγιόν, το αποδεικνύουν. Wonderfuck, wonderful, wunderbar, με μια ταυτότητα που δεν σου ανήκει, κάνεις το καλύτερο pity τηλεφωνικό σεξ, για να βρεθείς πάλι στον αδηφάγο δρόμο, φυγάς από τον εαυτό σου. Δεν ονειρεύεσαι καν ένα luxury ταξίδι μαζικού τουρισμού που πήγε λάθος γιατί το δωμάτιο είναι στο λάθος χρώμα. Ή οι άντρες δεν θέλουν το εξηντάχρονο λιωμένο κορμί σου.

Η Φόλκμερ παίζει με τις φοβίες και τις φαντασιώσεις μας, αλλά κυρίως με τον πανάρχαιο φόβο της απογύμνωσης μπροστά στον εαυτό μας. Μιλάει για σεξισμό και ρατσισμό, για χονδροφοβία και γεροντοφοβία, για μαζικά όνειρα, για την πάλη των γαμημένων των τάξεων, και πώς είναι αδύνατο από μια θέση προνομιακή να καταλάβεις τι βιώνει αυτός που δεν την έχει. Μας στήνει μπροστά σε ένα καθρέφτη που τα δείχνει όλα όλα, όλα. Κι αυτό είναι αβάσταχτο. Δυνατό και τολμηρό. Όπως πάντα πρέπει να είναι η λογοτεχνία.

                                                           Κατερίνα Μαλακατέ



Wonderfuck, Katharina Volckmer, μτφ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, εκδ. Στερέωμα

5/1/25

"Αμηχανία", Richard Powers




Ξεκίνησα την «Αμηχανία» του Ρίτσαρντ Πάουερς πολύ διστακτικά. Για αρχή, σάστισα μπροστά στη μετάφραση του τίτλου, Bewilderment, ως Αμηχανία, από τον πολύ έμπειρο και δοκιμασμένο στα δύσκολα Γιώργο Κυριαζή. Εγώ θα μετέφραζα «Σάστισμα». Από την άλλη το θέμα με καίει πάρα πολύ προσωπικά για να μπορέσω να το αγγίξω χωρίς να τσουρουφλιστώ.

Ο Θίο Μπερν είναι ένας αστροβιολόγος, που χήρεψε πριν από 2 χρόνια, και μεγαλώνει μόνος του τον Ρόμπιν, τον 9 χρονο γιο του, τον «κοκκινολαίμη» του. Ο Ρόμπιν έχει μεγάλη ευφυία και ευαισθησία αλλά ταυτόχρονα και έντονα ξεσπάσματα θυμού. Οι διαγνώσεις των ειδικών είναι: δυο Άσπεργκερ, ένας ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, ένας πιθανή ΔΕΠΥ. Ο πατέρας δεν πιστεύει σε διαγνώσεις και ταμπέλες, δεν θέλει να δώσει ψυχοτρόπα φάρμακα στον γιο του (και καλά κάνει) και τον πηγαίνει εκδρομή στη φύση. Όμως γυρίζοντας τα πράγματα είναι χειρότερα, ο Ρόμπιν σπάει το ζυγωματικό του καλύτερού του φίλου με ένα θερμός, και τότε, ο Θίο πάει τον γιο του για νευροανάδραση.

Δεν είναι ακριβώς σαφές αν το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται στο παρόν ή στο πολύ κοντινό μέλλον, βλέπουμε καμουφλαρισμένους την Γκρέτα Τούνμπεργκ, τον Τραμπ, ως και τη Μαρί Κόντο. Το συνηθισμένο θέμα του Πάουερς είναι και εδώ παρόν, η οικολογία, μιας και ο 9χρονος Ρόμπιν, που η μητέρα του ήταν ακτιβίστρια, είναι βίγκαν και το ειδικό του ενδιαφέρον είναι τα ζώα που θα εξαλειφθούν στο μέλλον. Το δεύτερο θέμα του μυθιστορήματος είναι η επίδραση που μπορεί να έχει η επιστήμη στον ανθρώπινο εγκέφαλο. (Να πούμε εδώ πως σε αυτή τη φάση η νευροανάδραση είναι εντελώς αστήρικτη επιστημονικά ακόμα. Ενώ το να προτείνει κάποιος ψυχοτρόπα σε 9χρονους αυτιστικούς ως πρώτη θεραπεία είναι ανήκουστο ακόμα και στη φαρμακολάγνα Αμερική)

Η πρόζα του Πάουερς είναι στεγνή, λιτή, αν εξαιρέσεις τις απαντήσεις που δίνει ο Ρόμπι στον πατέρα του που μοιάζουν κάπως εξωπραγματικές για έναν 9χρονο, κι είναι αυτές κυρίως που σε κάνουν να σκέφτεσαι πως πρόκειται για μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας. Δεν λείπουν κάποιες λυρικές (και πανέμορφες) περιγραφές της φύσης στην αρχή, κι επίσης δεν λείπει και το μελό που περιλαμβάνει τραύμα, θανάτους, μια θαυματουργή θεραπεία για τον αυτισμό και τη σχέση ενός πατέρα κι ενός γιου, σε ακραία μορφή.

Πολλά κλισέ κάνουν βόλτα στο βιβλίο, για το πώς είναι κάποιος νευροδιαφορετικός, στα οποία ο Πάουερς δεν θέλει ή δεν μπορεί να εντρυφήσει— μοιάζουν να έρχονται κατευθείαν από τα ιατρικά εγχειρίδια (ο μικρός είναι φοβερό αστέρι μαθησιακά, ζωγραφίζει εξαιρετικά, έχει εκρήξεις θυμού που μοιάζουν δικαιολογημένες από τον πόνο όλου του κόσμου). Πάρα πολλά πολιτικά και οικολογικά στερεότυπα μαστίζουν επίσης το μυθιστόρημα, σε σημεία γίνεται διδακτικό, μας κουνάει το δάχτυλο. Το πιο ενδιαφέρον λογοτεχνικά κομμάτι, όταν ο Θίο περιγράφει στον γιο του φανταστικούς πλανήτες όπου θα μπορούσε να υπάρξει ζωή, εξαντλείται σύντομα, και μερικές φορές διαβάζεις για τον επόμενο πλανήτη συγκαταβατικά, σαν ευφυολόγημα.

Δεν έχω διαβάσει πολύ Ρίτσαρντ Πάουερς, μόνο τον «Ποταμό της Μνήμης», που χειρίζεται ακριβώς τα ίδια θέματα, την επίδραση της νευροεπιστήμης στο ανθρώπινο μυαλό, την οικολογία και τις σχέσεις μεταξύ των οικογενειακών μελών. Διαβάζω όμως συχνά σε κριτικές, πως το γράψιμο του Πάουερς μοιάζει με του Ντελίλο. Ναι, έχουν κοινά θέματα, την επιστήμη, την βιολογία, το διάστημα, την οικολογία (θέματα που κατά κανόνα με συγκινούν όταν συνδυάζονται με πεζογραφική δεξιοτεχνία), μα εκεί σταματούν οι ομοιότητες. Ο Ντελίλο, στον «Λευκό θόρυβο» ας πούμε, είναι ιδιοφυής. Η «Αμηχανία» είναι ένα καλό βιβλίο, ευκολοδιάβαστο, που σου κρατά το ενδιαφέρον ως το τέλος, όμως μοιάζει κάπως βεβιασμένο, σαν να έψαχνε ο συγγραφέας άλλη μια αφορμή να μιλήσει για την πολιτική και την οικολογία και να σκόνταψε πάνω στον αυτισμό.



                                              Κατερίνα Μαλακατέ


"Αμηχανία", Richard Powers, μτφ. Γιώργος Κυριαζής, εκδ. Gutenberg

2/1/25

Για τα audio books


Χθες τελείωσα το πρώτο μου audiobook. Τρεις μήνες τώρα που έχω την εφαρμογή ξεκίνησα πολλά βιβλία, συμπεριλαμβάνεται και το δικό μου σε αυτά, αλλά κανένα δεν κατάφερα να τελειώσω ακούγοντάς το, ούτε καν την "Οικογενειακή ευτυχία" του Τοστόι ή (τον πρώτο τόμο) του Dune που τα έχω διαβάσει και χάρτινα πριν. Κάποια, όπως μερικά της Γαλανάκη, βοήθησαν τα μάλα στις αυπνίες μου. 

Άκουσα βέβαια από το youtube το Benjamine Button του Scott Fitzgerald (όπως πάντα το βιβλίο είναι πολύ καλύτερο από την ταινία) στο αεροπλάνο προς και από Κομοτηνή, αλλά δεν είμαι σίγουρη πως μετράει γιατί ήταν μόνον μία ώρα αφήγηση.

Το βασικό μου πρόβλημα με τα ελληνικά ακουστικά βιβλία είναι οι αφηγητές. Διαβάζουν οι περισσότεροι σαν να είναι σε αναλόγιο στο θέατρο, οπότε επηρεάζουν την φαντασία του αναγνώστη και αλλοιώνουν την αναγνωστική εμπειρία. Κάπoιoi διαβάζουν σαν να κάνουν διαφημιστικό σποτ, αυτοί είναι κάπως καλύτεροι, ειδικά αν είναι άχρωμη η φωνή τους, και κάποιοι, πανάθεμά τους, σαν να τον εκφωνητή στις Οικογενεικές ιστορίες ή στα Ελληνικά παραμύθια. Πάρα πολλές φορές είχα την αίσθηση πως μια τεχνητή φωνή ΑΙ θα ήταν απείρως καλύτερη. Ενώ κατέληξα πως η ΔΕΠΥ μου δεν αντέχει το πόσο αργά αφηγούνται, και για αυτό ακούω συστηματικά στην x1,2 ταχύτητα

Βετεράνο των audio books δεν με λες, μα συνειδητοποίησα πως όλα αυτά απαιτούν να τα συνηθίσεις. Δεν γίνεσαι από την μια στιγμή στην άλλη ακουστής βιβλίων. Το βιβλίο που τελείωσα είναι μια feelgood σαχλαμαρίτσα, το Πώς να μεγαλώσετε χωρίς αξιοπρέπεια που αν χάσεις καμιά λεπτομέρεια ή και καμιά δεκαριά σελίδες δεν έγινε και τίποτα. Πάντως το παρακολούθησα με προσοχή όσο έφτιαχνα το καθιερωμένο παζλ μου της αλλαγής του χρόνου και μετά όσο χαλάρωνα μετά τα μαγειρέματα της Πρωτοχρονιάς και μπορώ με σιγουριά να πω πως ήταν διασκεδαστικό, με ολοκληρωμένες καρικατούρες για χαρακτήρες που σε έκαναν πού και πού να γελάς ή να χαμογελάς- μια συμμορία παππούδων, μωρών, νηπίων, εφήβων και σκυλιών που σώζουν ένα ΚΑΠΗ. Λένε πως ένα μόνο από όλα αυτά να βάλεις στο βιβλίο σου, θα κλέψει την παράσταση, ε, η Clare Pooley έκανε έναν ωραίο αχταρμά από όλα, χωρισμένο σε μικρά κεφάλαια που τελείωναν με ηθικό δίδαγμα. Τέτοια μυθιστορήματα στα χρόνια που θα έρθουν θα φτιάχνουν οι ΑΙ με το σωρό, και καλά θα κάνουν. Σταματήστε να κλαίτε τώρα.

Αν ποτέ διάβαζα το βιβλίο κανονικά και χάρτινα, μάλλον θα το είχα παρατήσει στη σελίδα 2. Οπότε συμπεραίνω πως είμαι διαφορετική ως αναγνώστρια και διαφορετική ως ακούστρια βιβλίων. Ή απλά, επειδή σε μένα μοιάζει το ένα σπορ πολύ διαφορετικό από το άλλο, είμαι απλά νιούφισσα. Τα ακουστικά βιβλία χρησιμοποιούν διαφορετική αίσθηση για να φτάσουν στον εγκέφαλο, δεν έχουμε όλοι τις κατάλληλες συνάψεις ακόμα για κάτι τέτοιο. Όμως πρέπει να σας πω πως αυτούς του μήνες που τα έχω στη διάθεσή μου, σιδέρωσα, έφτιαξα παζλ, περπάτησα και έκανα στατικό ποδήλατο απείρως πιο ευχάριστα από άλλοτε. Ξεφορτώθηκα για κάποιες ώρες τα γυαλιά πρεσβυωπίας (ειρήσθω εν παρόδω, για όποιον εκδοτικό τυπώνει σε 10αρα γραμματοσειρά, και χρειάζεται να το ακούσει, εμείς οι γραίες είμαστε οι πελάτισσες, μεγαλώστε τα γράμματα βρε). Και κάπως τα συνήθισα - τα audio books, όχι τις 10ρες γραμματοσειρές.


                                             Κατερίνα Μαλακατέ






 


27/12/24

Εξ αίματος, Octavia Butler



https://www.booktalks.gr/logotexnia-tou-fantastikou/fantasy/eks-aimatos.html


Με μια σοκαριστική σκηνή ξεκινά το Εξ αίματος της Οκτάβια Μπάτλερ, μια γυναίκα ξυπνά στο νοσοκομείο χωρίς αριστερό χέρι. Ο άντρας της είναι στη φυλακή, υποψιάζονται πως της το έκανε αυτός. Πολύ γρήγορα όμως, αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε πως κάτι άλλο συμβαίνει. Κι εκεί πρέπει να επιστρατεύσουμε όλη την αναγνωστική μας δύναμη, να μην είμαστε δύσπιστοί, και να αφεθούμε στα χέρια αυτής τη σπουδαίας συγγραφέως. Γιατί η 27 χρονη Ντέινα, που ζει στο 1978, και είναι είναι αφροαμερικανή, τηλεμεταφέρεται στο 1815 και στον αμερικάνικο νότο, κάθε φορά που ο λευκός προπροπάππους της και αφέντης της προπρογιαγιάς της, Ρούφους, κινδυνεύει. Εκείνη πρέπει να τον σώσει, για να μην χαθεί η γενιά της, για να γεννηθεί η προγιαγιά της. Για να υπάρξει. Μόνο που, το 1815, μια αφροαμερικανή στο Μέριλαντ είναι σκλάβα ή πιθανότατα σκλάβα. Πρέπει να φροντίσει να επιβιώσει κι η ίδια.

Το ταξίδι στον χρόνο και η παραδοχή πως όταν είναι εκεί η Ντέινα περνάνε χρόνια ή μήνες, ενώ όταν γυρίζει στον 20ο αιώνα έχουν περάσει μόλις λίγα λεπτά ή λίγες μέρες είναι τα μόνα στοιχεία επιστημονικής φαντασίας. Έτσι, θα ήταν μάλλον άστοχο να το κατατάξουμε στην ε.φ. και να ξεμπερδεύουμε. Θα μπορούσαμε να το πούμε ιστορικό, αλλά δεν είναι απόλυτα ακριβές. Στην ουσία, ανήκει σε αυτό που ονομάζουμε neo-slave narratives, τις αφηγήσεις δηλαδή των αφροαμερικανών- fiction και non-fiction- που δεν υπήρξαν οι ίδιοι σκλάβοι, είναι απόγονοι σκλάβων.

Η Οκτάβια Μπάτλερ είναι η πρώτη γυναίκα που καθιερώθηκε δίπλα στους Grand masters της επιστημονικής φαντασίας, πήρε τα μεγαλύτερα βραβεία του είδους και θεμελίωσε το υποείδος που ονομάζουμε afro-futurism, αυτή την επιστημονική φαντασία με πρωταγωνιστές εκπροσώπους της μαύρης ανθρώπινης φυλής. Το Εξ αίματος όμως είναι βιβλίο κληρονομιάς, και ταυτότητας, τόσο σε θέματα φυλής, όσο και σε θέματα φύλου, είναι μυθιστόρημα ενηλικίωσης, μια ιστορία για το τέλος των ψευδαισθήσεών της Ιστορίας∙ η δουλεία δεν είναι πίσω μας παρά μόνον όταν μιλάμε για αυτή, όταν αποδεχτούμε το διαγενεακό τραύμα και δεν το κρύβουμε σαν να μην έγινε ποτέ, ή να θεραπεύτηκε ως διά μαγείας με λίγη ασπιρίνη.

Η Μπάτλερ δεν διστάζει να μας δείξει τη φρικτή πλευρά, τις σπασμένες οικογένειες, το πώς είναι να μην ορίζεις το κορμί και τη ζωή σου, τα μαστιγώματα, τους ακρωτηριασμούς και τα σκυλιά. Για την ίδια, αυτό μπορεί τη δεκαετία του ‘70 να έμοιαζε κάπως μακρινό, αλλά αυτοί που τα υπέστησαν ήταν πολύ κοντινοί της πρόγονοι, οι παππούδες και οι προπαππούδες της. Δεν έπρεπε να ξεχάσει, γιατί τότε θα έχανε ένα μέρος της κορμιού της, ίσως το αριστερό της χέρι, ένα μέρος της ταυτότητας της, που πατούσε στον 20 αιώνα φυσικά, αλλά είχε ρίζες βαθιές και στον 19ο. Η ίδια, που έγραψε αυτό το βιβλίο πολύ μικρή, πάντα δήλωνε πως διάβασε πάρα πολλά slave narratives, αφηγήσεις δηλαδή ανθρώπων που υπήρξαν δούλοι, και αναγκάστηκε να μειώσει τη φρίκη για να κάνει το βιβλίο πιο εύκολα προσεγγίσιμο. Αυτά που συνέβαιναν στον αμερικάνικο νότο ήταν ακόμα χειρότερα από τη βία και το αίμα στο βιβλίο.

Πίσω στο βιβλίο, η Ντέινα είναι παντρεμένη με τον Κέβιν, έναν άντρα λευκό και 15 χρόνια μεγαλύτερό της. Έναν άντρα που δεν είναι ρατσιστής, όμως πρέπει να μεταφερθεί για πέντε χρόνια στο Μέριλαντ στις αρχές του 19ου αιώνα για να καταλάβει πλήρως την κληρονομιά της γυναίκας του, αλλά και όλων των Αμερικανών, λευκών, μαύρων και μιγάδων. Για αυτό κι ο τίτλος είναι Kindred, το «σόι μας, η γενιά μας, οι συγγενείς μας», όλη η Αμερική είναι συγγενής - μαύρη και Λευκή. Λευκός είναι ο προπροπάπους της Ντέινα, ο Ρούφους, ο Αφέντης. Όλη η Αμερική είναι μικτής φυλής, κι όμως ακόμα το 1978 τα μικτής φυλής ζευγάρια θεωρούνται αξιοπερίεργα.

Πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο κείμενο που δεν παίρνει τίποτα ως δεδομένο, γιατί η συγγραφέας του ξέρει με σιγουριά, πως είναι διαφορετικό να παλεύεις και να κάνεις επιλογές από προνομιούχα θέση, και τελείως διαφορετικό χωρίς να έχεις δικαίωμα επιλογής, να μάχεσαι ξέροντας πως θα ηττηθείς. Τουλάχιστον σε προσωπικό επίπεδο. Η Μπάτλερ λέει πως  το έγραψε ακούγοντας στους κύκλους της νεαρούς μαύρους και μαύρες, να λένε πως ίσως δεν ήταν και τόσο άσχημα να είσαι σκλάβος, να σε θρέφουν και ασχολούνται άλλοι με το πρόβλημα της στέγης και της δουλειάς σου. Και τότε κατάλαβε πως η αποστροφή που ένιωθε για τη μητέρα της, που έκανε ένα σωρό δουλειές του ποδαριού, και δεχόταν ένα σωρό ταπεινώσεις, για να έχει η ίδια τα εχέγγυα να σπουδάσει και να ξεφύγει, ήταν ντροπιαστική. Η μητέρα της πάλευε έναν αγώνα άνισο και για την ίδια ατελέσφορο. Πάλευε για τους επόμενους, για το παιδί της.

Η ιστορία μας δεν είναι μόνον προσωπική, αποτελεί μέρος της ιστορίας της ανθρωπότητας. Εμείς είμαστε μέρος του όλου. Και η κληρονομιά μας, μια παρτίδα όχι μόνο με το παρελθόν αλλά και το μέλλον. Και αν νομίζεις πως οι πρόγονοί σου ήταν παθητικοί γιατί δεν ενώθηκαν, δεν αντιστάθηκαν, δεν επαναστάτησαν, αρκούν λίγες μέρες για να βρεθείς στη φρίκη τους, για να καταλάβεις, πως ο αγώνας τους ήταν πρωτίστως επιβίωσης. Για αυτό η πρωταγωνίστριά μας γυρνά χωρίς χέρι, ένα κομμάτι της ανήκει εκεί, 150 χρόνια πριν, στην κουτσουρεμένη της κληρονομιά.

Εκτός από ένα βιβλίο ορόσημο για τη φυλή, είναι κι ένα βιβλίο ορόσημο για το φύλο. Δεν είναι τυχαία γυναίκα η πρωταγωνίστρια της Μπάτλερ, συνήθως ακούμε αυτές τις ιστορίες από την αντρική πλευρά, δεν μαθαίνουμε για την ταπείνωση που περιλαμβάνει ο βιασμός από τον λευκό αφέντη, τον πόνο να μην μεγαλώνεις την οικογένειά σου, τον πόνο η οικογένειά σου, να είναι το παιδί του αφέντη, που το γέννησες αλλά δεν έχει κανένα δικαίωμα πάνω του. Και το πουλάει ως αντικείμενο, σε βιάζει μερικές φορές, απλά για να αποκτήσει κι άλλη περιουσία. Ή το χρησιμοποιεί για να εκβιάσει να τον αγαπήσεις. Ή την απόγνωση που νιώθεις όταν αρχίζεις να τον συμπαθείς ή να τον θεωρείς σύντροφο αντί για κακοποιητή και δυνάστη.

Τελικά το Εξ αίματος είναι ένα μυθιστόρημα για το Κακό και την Εξουσία. Οι μελέτες δείχνουν πως ο θεσμός της δουλείας δεν ήταν καν οικονομικά ωφέλιμος, για αυτό άλλωστε και δεν άντεξε στον καπιταλιστικό μας κόσμο. Ήταν ένα σύστημα επιβολής, αυτού που ένιωθε ανώτερος, ένα σχήμα που επαναλαμβάνεται ανά τους αιώνες, Το εξαιρετικό είναι πως όλα αυτά η συγγραφέας κατορθώνει να μας τα περάσει, όσο παρακολουθούμε μια συνταρακτική πλοκή. Δεν πρόκειται για μανιφέστο μα για μια στέρεη λογοτεχνικά ιστορία, που σε αναγκάζει να γυρίσεις την επόμενη σελίδα για να δεις τι θα γίνει παρακάτω. Σπουδαίο επίτευγμα.


                                                             Κατερίνα Μαλακατέ


Εξ αίματος, Οκτάβια Μπάτλερ, μτφ. Γιώργος Μπαρουξής, εκδ. Αίολος

21/12/24

"Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους", Μίνως Ευσταθιάδης


Αγοράστε το εδώ




Μακράν το καλύτερο βιβλίο του Μίνου Ευσταθιάδη, ναι, ναι, και από τον «Δύτη», το «Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους», είναι ένα περίεργο μίγμα true crime, auto fiction, μυθιστορήματος για το Κακό, καφκικής δυστοπίας για τις έννοιες του Κράτους και της Δικαιοσύνης, α κι ένα μυθιστόρημα Ποιητικής (από αυτά που μας δείχνουν πώς φτιάχνεται ένα έργο τέχνης).

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, η πάμπλουτη 60χρονη Σαρλότε Μπέρινγκερ δολοφονείται το 2006 στο πολυτελές ρετιρέ της, πάνω από ένα πάρκινγκ, στο κέντρο του Μονάχου. Για τον φόνο καταδικάζεται ο ανιψιός της. Το 1981, στη λίμνη Άμερ, δολοφονείται ένα δεκάχρονο κορίτσι, η Ούρσουλα Χέρμαν, με έναν μάλλον ανορθόδοξο τρόπο. Για την απαγωγή και τον φόνο της, καταδικάζεται τριάντα χρόνια μετά, ένας ρέμπελος γείτονας. Αφηγητής και των δυο ιστοριών είναι ο Μίνως Ευσταθιάδης, ο συγγραφέας που πήγε στις φυλακές της Βαυαρίας για να γνωρίσει τον φονιά της Σαρλότε, που χώθηκε στο δάσος για να βρει με gps πού ακριβώς δολοφονήθηκε η Ούρσουλα.

Με γλώσσα λιτή, περίπου δημοσιογραφική, ο αφηγητής μοιάζει ταυτόχρονα αποστασιοποιημένος και εμπλεκόμενος. Αυτός κάνει την αφήγηση βαθιά και κάπως τρομακτική, δημιουργεί υπαρξιακό τρόμο, μια επίφαση πραγματικότητας. Δεν πρέπει όμως ποτέ να ξεχνάμε, η πραγματικότητα είναι απείρως πολυπλοκότερη από τη λογοτεχνία∙ η τέχνη είναι ο τρόπος μας να προσεγγίσουμε έναν εντελώς ακατανόητο κόσμο. Η αφηγηματική φωνή μάς θυμίζει πως κανείς μπορεί να μπλέξει στα γρανάζια της γραφειοκρατίας και να μη βγει ποτέ, μας μπλέκει σε δυο αληθινές καφικικές δίκες, ψάχνοντας τον Σταυρό, το σημείο τομής των μαρτυρίων.

Ο συγγραφέας μετατρέπεται σε μυθιστορηματικό ήρωα και ταυτόχρονα σε αφηγητή, μετουσιώνεται από Θεός του σύμπαντος, σε απλό πιόνι, και δίνει τον τόνο και για το κεντρικό ερώτημα του μυθιστορήματος: αλλάζει η αφήγηση την ανάμνηση, υπάρχει μια μεγάλη αντικειμενική Αλήθεια που δεν μπορεί να κρυφτεί από την μνήμη; Είναι οι κουρτίνες συσκότισης κολλημένες με ταινία, κι αρκεί ένα κοσμικό, κολοσσιαίο Μπαμ για να αποκαλυφθούν όλα ή ποτέ δεν μπορεί να τα βάλει κανείς με τους γίγαντες, το Κράτος, τα ΜΜΕ και την Κοινή γνώμη. Υπάρχει Λύτρωση;

Ο αφηγητής Μίνως εύχεται οι δυο καταδικασμένοι να είναι όντως ένοχοι, γιατί αλλιώς η ιδέα πως θα περάσουν τη ζωή τους στη φυλακή, μοιάζει αβάσταχτη. Για αυτούς και για όλους τους άλλους, εμάς, που παρακολουθούμε απαθείς, αυτό που συμβαίνει δεν αφορά τη ζωή μας, αφορά κάποιον άλλον, όσο δεν αφορά εμάς το σφάλμα στο σύστημα, όσο δεν μπλεκόμαστε εμείς στο γρανάζι του, τότε όλα καλά.

Σκέφτομαι «Εν ψυχρώ», σκέφτομαι «Κατηγορώ», σκέφτομαι «de profundis», σκέφτομαι «Δίκη» και την «Χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ», σκέφτομαι όλα αυτά που διαφοροποιούν αυτό το βιβλίο από τα αντίστοιχα εγχώρια true crime (προερχόμενα κυρίως από δημοσιογράφους του είδους). Αυτό που τα ξεχωρίζει είναι η λογοτεχνία. Ο Ευσταθιάδης είναι πεζογράφος, ούτε δημοσιογράφος, ούτε νομικός (τύποις είναι, αλλά αυτό είναι αδιάφορο), ούτε δικαστής. Στα χέρια ενός έμπειρου γραφιά νουάρ τέτοιες ιστορίες είναι χειροβομβίδες, έχουν μόνον δυο επιλογές, είτε να αυτοπυροδοτηθούν και να σου κόψουν τα συγγραφικά χέρια, είτε να τις πετάξεις μακριά στους αναγνώστες και να σωθείς. Θα σκάσουν στη μούρη του αναγνώστη, καλά να πάθει. Ο συγγραφέας Μίνως Ευσταθιάδης σώθηκε, μπορεί να πανηγυρίζει πως έγραψε το πιο πολυεπίπεδο κείμενο της ως τώρα πορείας του. Ο αφηγητής-μυθιστορηματικός ήρωας Μίνως Ευσταθιάδης θυσιάστηκε, βορά στον βωμό της λογοτεχνίας, ως άλλη Ιφιγένεια.


                                                            Κατερίνα Μαλακατέ




"Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους", Μίνως Ευσταθιάδης, εκδ. Μεταίχμιο