30/10/20

"Ο Μεσάζων", L.P. Hartley

 


The past is a foreign country, they do things differently there.

 

«Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα: τα κάνουν όλα διαφορετικά εκεί». Αυτή είναι η πασίγνωστη αρχή του «Μεσάζοντα», που ξέρουν οι περισσότεροι βιβλιόφιλοι, αν και αμφιβάλλω αν θυμούνται από ποιο βιβλίο προέρχεται. Ούτε η ομώνυμη ταινία του 1971 του Τζόζεφ Λόουζι με πρωταγωνιστές την Τζούλι Κρίστυ και τον Άλαν Μπέιτς (και τον Χάρολντ Πίντερ στη διασκευή του σεναρίου) είμαι σίγουρη πως θυμίζει κάτι σε όλους μας —σε εμένα τίποτα. Νομίζω πως ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο μόλις βγήκε στα ελληνικά, ακριβώς για αυτό, τη φαντασία μου την τσίγκλισε το "χαμένο αριστούργημα" κι "ο κριτικός, που έγινε μετά τα πενήντα του συγγραφέας". 

Πρόκειται για μυθιστόρημα εξαιρετικής ομορφιάς, κεντημένο στη γλώσσα και την πλοκή (στα καθ’ ημάς και με μια εξαιρετική μετάφραση από την Τόνια Κοβαλένκο) που χειρίζεται το θέμα της μνήμης, της παιδικής αθωότητας, της ταυτότητας, της σεξουαλικότητας, της κοινωνικής δομής και των τάξεων με βρετανικό φλέγμα, μια δόση πικρίας με χιούμορ.

Ο νεαρός Λίο Κόλστον θα γίνει δεκατριών χρονών αυτό το καλοκαίρι, και φιλοξενείται στην έπαυλη του συμμαθητή του Μάρκους στο Νόρφλοκ. Εκεί, όλοι είναι ανώτερης τάξης, ενώ ο ίδιος δεν είναι, αν και το κρύβει καλά και δεν το καταλαβαίνει καν η οικοδέσποινα. Εκεί, θα γνωρίσει την πανέμορφη εικοσάχρονη Μάριαν, την αδελφή του Μάρκους, που θα τον βγάλει από τη δύσκολη θέση –είναι ντυμένος με ένα βαρύ κοστούμι και δυσφορεί μες στη ζέστη— και θα του αγοράσει ένα καταπράσινο. Η Μάριαν θα του ζητήσει μια χάρη, να πηγαίνει σημειώματα στον γόη αγρότη του διπλανού χωριατόσπιτου, τον Τεντ Μπέρτζες, παρ’ όλο που όλοι ξέρουν πως προορίζεται να παντρευτεί τον ένατο υποκόμη Χιού Τρίμινχαμ, έναν τριαντάχρονο βετεράνο του πολέμου που μοιάζει με τον θεό Ιανό, το μισό του πρόσωπο είναι φυσιολογικό, στο άλλο μισό όμως έχει έναν φρικαλέο τραυματισμό.

Ο Λίο δεν ξέρει καλά τον κόσμο, ούτε αυτού του κοινωνικού στάτους, ούτε και του έρωτα. Φαντάζεται κάποια πράγματα αλλά δεν μπορεί να διανοηθεί τι ακριβώς κάνουν η Μάριαν και ο Τεντ. Κι όταν το ανακαλύψει θα είναι βαρύ το τίμημα. Το μυθιστόρημα χειρίζεται μια ερωτική ιστορία, η Μαριάν προτιμά τον εύρωστο Τεντ  «που δείχνει πιο πολύ ο εαυτός του όσο λιγότερα ρούχα φοράει», από τον άσχημα τραυματισμένο Χιου, σε μια ιστορία που θυμίζει τον "Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι", δίχως τις σεξουαλικές σκηνές. Όμως κυρίως μας μιλά για τον νεαρό Λίο, για το πώς το παρελθόν, ορίζει ένα παρόν που αλλάζει στις αρχές του 1900, και γίνεται τελείως διαφορετικό όσο προχωράει ο αιώνας. Για αυτό εξάλλου στον πρόλογο και στον επίλογο αφηγείται ο εξηνταπεντάχρονος Λίο, που σημαδεύτηκε για πάντα από αυτήν την ιστορία των δεκατριών του χρόνων και ανακαλεί σιγά σιγά τις λεπτομέρειες της, που για χρόνια είχε καταχωνιάσει στη μνήμη του.

Τα λέει όλα η εναρκτήρια φράση. Η μνήμη είναι το θέμα∙ και η ταυτότητα. Αλλά και η έλξη που νιώθει το σώμα για ένα άλλο σώμα, κι η αμηχανία που νιώθει όποιος μεγαλωμένος στο μεταίχμιο των εποχών, δεν μπορεί να ξεχωρίσει τι είναι σημαντικό: ο τύπος ή το συναίσθημα. Ο Χάρτλεϊ έγραψε ένα βιβλίο που το βάσισε συστηματικά σε αυτοβιογραφικά στοιχεία, κι εκείνος όταν ήταν δεκατριών πήγε επίσκεψη σε έναν φίλο. Κι εκείνος ήταν έτσι μετέωρος, και αμήχανος ως άνθρωπος. Κι επειδή με βάση μια μάλλον μελό ιστορία, κατάφερε να γράψει ένα τόσο σημαντικό βιβλίο, η απόλαυση της ανάγνωσης γίνεται μεγαλύτερη.   

 

                Κατερίνα Μαλακατέ


 

"Ο Μεσάζων", Λ.Π. Χάρτλεϊ, μετ. Τόνια Κοβαλένκο, εκδ. Καστανιώτη, 2020, σ. 420

26/10/20

"Κορίτσι, γυναίκα, άλλο", Bernardine Evaristo



H Μπερναρντίν Εβαρίστο, γεννημένη από μητέρα Αγγλίδα και πατέρα Νιγηριανό, είναι η πρώτη μαύρη γυναίκα που πήρε ποτέ το Booker (το 2019, μισό μισό με τη Μάργκαρετ Άτγουντ για τις "Διαθήκες"). Το «Κορίτσι, γυναίκα, άλλο» είναι ένα βιβλίο χωρίς καθόλου σημεία στίξης, ούτε κεφαλαία γράμματα, κι η πρόζα του σε κάποιες στιγμές ακολουθεί τον ρυθμό της ποίησης. Αν αυτό ακούγεται κουραστικό, δεν είναι, γιατί στην ουσία είναι έτσι δομημένο το βιβλίο που η απουσία τελειών φαίνεται σαν μια φυσική προέκταση της γραφής και της πλοκής. Το βιβλίο είναι εξάλλου ένα πολύ καλό δείγμα του τρόπου που γράφουν οι γυναίκες αν αφεθούν μακριά από τα πρότυπα γραφής των αντρών. 

Η Εβαρίστο χρησιμοποιεί ένα πλέγμα δώδεκα διαφορετικών αφηγήσεων, κάθε μια την αναλαμβάνει άλλη πρωταγωνίστρια. Η ηρωίδα της μιας ιστορίας χώνεται ως δευτερεύων χαρακτήρας στην επόμενη κι έτσι η συνοχή δεν χάνεται πλήρως. Το βιβλίο δεν είναι μια συλλογή διηγημάτων, ούτε όμως κι ένα σφιχτοδεμένο μυθιστόρημα. Μιλά για θέματα βαθιά, όπως ο ρατσισμός, η θέση της γυναίκας, ο σεξουαλικός προσδιορισμός, το πώς θέλουμε να ζήσουμε τη ζωή μας, τι ευκαιρίες μας δίνονται, ποιοι είμαστε, πώς καθορίζεται η ταυτότητά μας από τα εξωτερικά ερεθίσματα και τους περιορισμούς. 

Κάπως πιο κεντρική φιγούρα από τις άλλες, η Άμα, είναι μια μαύρη σκηνοθέτρια, λεσβία, που όλη της τη ζωή ανέβαζε έργα εκτός κέντρου, μέχρι που τώρα το πολιτικώς ορθό και ακτιβιστικό της έργο θα παιχθεί στο Εθνικό θέατρο. Μήπως ξεπουλήθηκε; Πιο πολύ από όλες τις άλλες ηρωίδες, μου άρεσε η κόρη της Άμα, η Γιάζ. Πατέρας της Γιάζ είναι ένας γκέι φίλος της Άμα που έδωσε το σπέρμα του, ένας λαμπερός και έξυπνος άνθρωπος, καθηγητής Πανεπιστημίου, ξεπουλημένος ανερυθρίαστα στην τηλεόραση. Οι φίλες της Γιάζ, που ο φεμινισμός της μαμάς της της φαίνεται πια ξεπερασμένος, είναι όλες μαύρες αδελφές. Μέχρι που μια λευκή προερχόμενη από την εργατική τάξη εισχωρεί στην παρέα, και της δείχνει πώς μπορεί να νιώθει εγγύτερα σε αυτή από όσο στην μαύρη, αλλά πάμπλουτη μαυραδελφή. 

Ενδιαφέροντες χαρακτήρες είναι το Μόργκαν, που υιοθετεί μια ουδέτερη στάση ως προς το φύλο του αλλά και η κολλητή της Άμα, η Ντομινίκ, μια πανέμορφη γυναίκα που τα παρατά όλα για να ακολουθήσει μια γυναίκα στην Αμερική κι εκεί ανακαλύπτει πως μπορεί ακόμα κι ο πιο έξυπνος και δυνατός άνθρωπος να πέσει θύμα κακοποίησης. Αλλά κι οι γυναικείοι χαρακτήρες που έχουν πιο συμβατικές ζωές, όπως η Κάρολ που είναι στέλεχος εταιρείας και τα έχει αφήσει όλα αυτά τα σκατά πίσω της, και η καθηγήτρια στο σχολείο Σέρλι που ξεκίνησε με ένα σωρό όνειρα για να καταλήξει τελείως συμβιβασμένη και φοβισμένη. Το βασικό είναι πως όλες αυτές οι ηρωίδες συνθέτουν ένα παζλ που περιλαμβάνει διάφορες εκδοχές της γυναικείας φύσης, χωρίς να φοβάται η συγγραφέας να υψώσει τη φωνή της, να μιλήσει για αυτό που ακόμα συμβαίνει σε σχέση με τη "γυναικεία κατάσταση", χωρίς να ωραιοποιεί, ούτε όμως και να κρύβει τίποτα κάτω από το χαλί. 

Η Εβαρίστο είναι ακτιβίστρια η ίδια, η ιστορία της Άμα έχει άλλωστε πολλά αυτοβιογραφικά της στοιχεία, και μας δείχνει μια νέα μοντέρνα πλευρά του φεμινισμού. Δεν φοβάται πάντως να τσαλακώσει τις ηρωίδες της, δεν τις θεοποιεί ούτε γράφει αντιρατσιστικό και φεμινιστικό μανιφέστο. Ακολουθεί τους χαρακτήρες της— μερικές φορές είναι τόσοι πολλοί που χάνεσαι ποιος είναι ποιος— και τις αγαπάει. Αφήνεται στη χαλαρότητα, τόσο στην πρόζα όσο και στην πλοκή, ακριβώς όπως το γυναικείο μυαλό αρέσκεται να κάνει πολλά πράγματα μαζί. Αυτό κάνει το βιβλίο τόσο μοντέρνο και εθιστικό. Είναι στρατευμένο, αλλά η έννοια της στράτευσης εδώ επανανοηματοδοτείται. Ακόμα κι ο πιο σκληρός πολέμιος της πολιτικής ορθότητας δεν μπορεί να κατηγορήσει την Εβαρίστο για καθωσπρεπισμό και τυπολατρία. Κομίζει όλο αυτό κάτι νέο στη λογοτεχνία; Μένει να το δούμε, αν θα υπάρχουν συνεχιστές, αν κάποιος θα μπορέσει να ακολουθήσει. Πάντως είχα πολύ καιρό να διαβάσω κάτι τόσο φρέσκο, κάτι που θα μείνει στο μυαλό σου, κι έχεις λόγο να το ξαναπιάσεις στο μέλλον. 


                               Κατερίνα Μαλακατέ 


"Κορίτσι, γυναίκα, άλλο",  Bernardine Evaristo, μετ. Ρένα Χατχούτ, εκδ. Gutenberg, 2020, σ. 648 









21/10/20

"Η απατηλή ζωή των ενηλίκων", Elena Ferrante

 




Αγάπησα βαθιά την Έλενα Φέρραντε, από τότε που διάβασα τις Μέρες Εγκατάλειψης (στην έκδοση με το φοβερό εξώφυλλο, της Άγρας). Τότε είχα ξαγρυπνήσει για να τελειώσω το διάβασμα in one sitting (σικ). Επιτέλους μια συγγραφική φωνή που καταλάβαινε τον κυκεώνα της γυναικείας ζωής σήμερα, με τους πολλαπλούς ρόλους και τις πολλαπλές φωνές μες στο κεφάλι μας. 

Ο ενθουσιασμός μου μετριάστηκε με την Τετραλογία, που απόλαυσα πιο πολύ ως σειρά, παρά ως βιβλία. Συνεχίζει πάντως η Φερράντε στο μυαλό μου να είναι μια μαγική φιγούρα, μια συγγραφική περσόνα που κατόρθωσε ό,τι λίγοι έχουν καταφέρει, να κάνει παγκόσμιο μπεστσέλλερ χωρίς να κάνει βασικές εκπτώσεις στην ποιότητα της γραφής ή τα θέματα που πραγματεύεται. Για αυτό και διάβασα την «Απατηλή ζωή των ενηλίκων» μόλις βγήκε. 

Η έφηβη Τζοβάννα ζει σε ένα σπίτι διανοούμενων στην καλή περιοχή της Νάπολης και η ζωή της μοιάζει ειδυλλιακή. Η οικογένεια είναι αγαπημένη και ανοιχτή στη συζήτηση, οικονομικό πρόβλημα δεν υπάρχει, οι δυο κολλητές της είναι κορίτσια της ίδιας τάξης, για την ακρίβεια κόρες των κολλητών των γονιών της. Ώσπου κρυφακούει τον πατέρα της να λέει πως είναι τόσο άσχημη, όσο η αδελφή του η Βιττόρια. Η Βιττόρια, που μένει ακόμα στην κακή περιοχή της Νάπολης, είναι αμόρφωτη και δουλεύει καθαρίστρια, είναι μια μυθική φιγούρα για τη Τζοβάννα, που δεν την έχει συναντήσει ποτέ, και συμβολίζει με κάποιον τρόπο το απόλυτο Κακό, ό,τι δεν θα ήθελαν οι γονείς της να γίνει. Το να την παρομοιάζει ο πατέρας της με αυτή την γυναίκα διαστρεβλώνει εντελώς την εικόνα για την εμφάνιση και το σώμα της και ξυπνά το ενδιαφέρον της για αυτόν τον «άλλο» κόσμο, τον βρώμικο και θλιβερό, στον οποίο μεγάλωσε ο πατέρας της αλλά τελικά άφησε πίσω. Επιμένει και πετυχαίνει να γνωρίσει τη Βιττόρια και μαζί της μια ολόκληρη νοοτροπία. Και διχάζεται, πότε είναι η καθωσπρέπει Τζοβάννα, πότε η πιο άγρια και σκοτεινή Τζαννίνα. 

Στην αρχή το μυθιστόρημα μου τράβηξε το ενδιαφέρον, αν και το θέμα ήταν τετριμμένο πια για Φερράντε, το έχει γράψει και το έχει ξαναγράψει. Πραγματεύεται την εφηβεία, την ενηλικίωση, το ψέμα, την ηθική. Και σκιαγραφεί τον κοινωνικό και οικονομικό διχασμό της Νάπολης, που είναι οικείος σε όλον τον Μεσογειακό Νότο. Όμως οι χαρακτήρες μοιάζουν άψυχοι, το μεγάλο ατού της, η ψυχογράφηση, φαίνεται εδώ να μην είναι στα καλύτερά του. Από κάποια στιγμή και μετά, ίσως μετά τη μέση, γίνεται βασανιστικά φλύαρο. Όλα όσα έπρεπε να ειπωθούν, έχουν ήδη ειπωθεί, και μοιάζει το κείμενο διεκπεραιωτικό, για να τελειώσουν οι σελίδες. Με αποκορύφωμα, ένα από τα πιο αποκαρδιωτικά και αναληθοφανή τέλη. 

Πιθανώς η απογοήτευσή μου είναι δυσανάλογα μεγάλη. Όλοι οι συγγραφείς δικαιούνται ένα μέτριο βιβλίο. Απλά η Φερράντε για μένα ήταν κάτι σαν προσωπικό μυστικό, μια μεγάλη αποκάλυψη, που ξαφνικά την ανακάλυψε όλος ο κόσμος. Και μετά ξεφούσκωσε. 


                       Κατερίνα Μαλακατέ


Η φωτογραφία από τη σειρά "Η υπέροχη φίλη μου"  


   "Η απατηλή ζωή των ενηλίκων", Έλενα Φερράντε, μετ. Δήμητρα Δότση, εκδ. Πατάκη, 2020, σ.429

12/10/20

"Αυτά λοιπόν με τη Σάρα", Pauline Delabroy-Allard

 


Μάλλον απαρατήρητο πέρασε το βιβλίο της Πολίν Ντελαμπρουά-Αλλάρ στην Ελλάδα. Δεν συνέβη το ίδιο στο Παρίσι, όπου το «Αυτά λοιπόν με τη Σάρα» έκανε μεγάλο ντόρο μόλις βγήκε, έγινε αμέσως μπεστ σέλερ και πήρε το βραβείο France Culture/Télérama, ενώ ήταν υποψήφιο και για το International Booker 2020. Πράγμα ομολογουμένως εντυπωσιακό για πρωτόλειο.

Το μυθιστόρημα περιγράφει το ερωτικό πάθος δυο γυναικών, της αφηγήτριας, μιας καθηγήτριας που είναι μαμά ενός μικρού παιδιού κι έχει μια σχετικά τακτοποιημένη ζωή, με τη δουλειά και τον φίλο της, και της Σάρας, μιας παθιασμένης βιολονίστριας που δεν βάζει όρια στην καθημερινότητα. Η σχέση των δύο τους μοιάζει να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας, τις επηρεάζει και τις δυο, σε βαθμό που είναι αδύνατο να ζήσει η μια χωρίς την άλλη. Η Αλλάρ έχει μεγάλη ικανότητα να φτιάχνει εικόνες, που μένουν στο μυαλό του αναγνώστη.

Στέκεται όρθια από πάνω μου, με τα στήθη της γυμνά και περήφανα, όμορφη, τραγικά όμορφη. Ο χρόνος διαστέλλεται, σχεδόν σταματάει. Όλα γίνονται αργά και μακρόσυρτα. Η καρδιά μου σφυροκοπάει στο στήθος μου, τις φλέβες μου, τα μηνίγγια μου. Γονατιστή δίπλα μου, θα ‘λεγες πως είναι ένα εικόνισμα, μια θρησκευτική εικόνα. Προς στιγμήν, θα νόμιζε κανείς ότι προσεύχεται. Δεν με αγγίζει. Με χαϊδεύει με το βλέμμα. Μια στιγμή χάριτος. Μια στιγμή ιερή. Σιωπή. Έπειτα με κοιτάζει στα μάτια και χώνει τα δάχτυλά της μέσα μου, βαθιά, πολύ βαθιά, τόσο βαθιά που το κεφάλι μου γυρίζει, τα βλέφαρά μου κλείνουν. Φυσάει τα τσίνορά μου, το στόμα της είναι πολύ κοντά στο δικό μου. Μουρμουρίζει ερωτόλογα που με διαπερνούν. Τα δάχτυλά της προχωρούν βαθιά, χάνονται μέσα μου, παίζει στο βάθος της κοιλιάς μου μια μουσική που με τρελαίνει. Κάνει το κορμί μου να σπαρταράει, τα νεφρά μου να αναπηδούν, δεν σταματάει καθόλου. Πηγαίνει ολοένα πιο βαθιά, ολοένα πιο γρήγορα, τόσο όμορφα που δεν είμαι πια παρά μια πάνινη κούκλα, μια μαριονέττα.

Η ιστορία τους μοιάζει αρχετυπική, η μία προσγειωμένη, η άλλη αέρινη και υπερβατική, κι οι δυο διατεθειμένες να τα δώσουν όλα∙ δεν έχει να κάνει με το φύλο. Αλλά φυσικά έχει να κάνει με το φύλο. Οι σχέσεις ανάμεσα σε δυο γυναίκες είναι διαφορετικές, από ότι ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα. Αυτό, το πόσο διαφορετικός αλλά και ίδιος είναι ο ομόφυλος έρωτας, κάνει το βιβλίο τόσο ενδιαφέρον. Οι γυναίκες δεν μοιάζουν με τους άντρες, οι έρωτες δεν μοιάζουν μεταξύ τους. Όμως υπάρχει κοινός τόπος στο ανθρώπινο πάθος.

Είναι πολύ δύσκολο να μεταφέρεις τη μέθεξη της λαγνείας στη λογοτεχνία. Η Αλλάρ το κατορθώνει με τρόπο μοναδικό, σπάζοντας μερικές φορές τις συμβάσεις της αφήγησης, αφήνοντας τις ηρωίδες της γυμνές μπροστά στα μάτια μας. Ο έρωτας τους είναι καταστροφικός, κανένα πάθος τέτοιου μεγέθους δεν μπορεί να σταθεί για πάντα. Και οι δυο φτάνουν στα όρια. Κι αν αυτό μοιάζει κάπως τετριμμένο λογοτεχνικό θέμα, ο χειρισμός του δεν είναι. Πρόκειται για ένα μικρό βιβλίο, πιθανά στα όρια της νουβέλας, που όμως δεν μπορείς να παρατήσεις πριν το τελειώσεις. Όποιος έχει ερωτευτεί, καταλαβαίνει το παράλογο του πράγματος. Αυτό καταφέρνει να περιγράψει η Αλλάρ∙ και δεν είναι και λίγο.



                                                                Κατερίνα Μαλακατέ


"Αυτά λοιπόν με τη Σάρα",  Pauline Delabroy-Allard, μετ. Σταύρος Παπασταύρου, εκδ. Πατάκη, 2020, σ.208


9/10/20

"Χωρίς πρόσωπο", Κατερίνα Μαλακατέ

Το τρίτο μου μυθιστόρημα κυκλοφόρησε χθες από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο. Διαβάστε εδώ τις πρώτες σελίδες: 

 


Το ατύχημα

«Έλα εδώ, αμέσως τώρα. Τώρα σου λέω».

Η μάνα του τον κυνηγούσε σε όλο το σπίτι, προσπάθησε να της κλείσει την πόρτα, δεν τα κατάφερε. Μπήκε στο δωμάτιο.


«Δεν με παρατάς ήσυχο πια. Δεν βαρέθηκες, δεν βαρέθηκες; Τόσα χρόνια δεν βαρέθηκες να με πιλατεύεις;» της είπε. Άρχισε να βγάζει τα ρούχα της δουλειάς. Ήλπιζε πως αυτό θα την κάνει να φύγει.

 

«Όχι, δεν βαρέθηκα. Αυτή τη φορά θα απαντήσεις, πότε θα την παρατήσεις, θα βάλουμε κανόνες πια, δεν υπάρχει λογική, δεν το καταλαβαίνεις; Δεν έχει καμία λογική» είπε η μάνα. Το στόμα της ήταν σφιγμένο, άσχημο. Στην πόρτα εμφανίστηκε ο πατέρας.


 «Δεν θα την παρατήσω» της απάντησε.


«Θα την παρατήσεις! Δεν το λέω μόνο εγώ, δεν το λέει μόνο ο παπάς, το λέει και ο γιατρός. Τελείωσε, τελεία και παύλα, αν θέλεις να συνεχίσεις να ζεις σ' αυτό το σπίτι και να μην πληρώνεις τίποτα, θα ακολουθείς τους κανόνες του» είπε εκείνη.


«Γιατί ρε μάνα, δεν δουλεύω; Σαν σκυλί δεν σας δουλεύω; Δεν πληρώνω το νοίκι και το φαΐ μου;».

Την κοιτούσε τώρα με μισόκλειστα μάτια. Προσπαθούσε να μετρήσει την οργή της. Ο πατέρας του φαινόταν χαμένος, δεν ήξερε ποιανού το μέρος να πάρει.


«Δίκιο έχει το παιδί, Καλλιόπη μου» παρενέβη τελικά.


Στον χρόνο που του άφησε, ο Διονύσης κινήθηκε γρήγορα ως την άκρη του δωματίου, και βούτηξε την καραμπίνα. Την έβαλε κάτω από το σαγόνι.


«Δεν αντέχω άλλο πια, παρατήστε με! Θα φύγω κι εγώ, το καταλαβαίνετε; Θα φύγω όπως ο αδελφός μου ο Στάθης, που τον ταΐζετε και δεν λέτε κουβέντα και μόνο εμένα πρήζετε που σας δουλεύω και δεν μου δίνετε δεκάρα τσακιστή, παρά μόνον χαρτζιλίκι. Και δεν κοστίζω τίποτα, τίποτα. Δεν κοστίζω τίποτα σε κανέναν σας και για αυτό με έχετε για τον μικρό του μαγαζιού, λες κι αυτός είμαι σκλάβος σας κι ο άλλος αράζει στην Αθήνα με τα λεφτά που δουλεύω εγώ» μάνιασε.


«Άσ'το αυτό το πράγμα κάτω γιέ μου. Μπορεί να είναι γεμάτο» είπε μαλακά ο πατέρας. Είχε ένα ίχνος συγκατάβασης η φωνή του.


«Είναι γεμάτο. Το έχω φροντίσει» τους είπε με αυστηρότητα.


«Όχι, άσ'τονα να μας δείξει τα αρχίδια του, αν του κοτάει. Βάρα το, άμα έχεις τα κότσια» είπε η κυρία Κάλλια.


Και το βάρεσε.








Οπισθόφυλλο: 


Πάνω σε έναν καβγά με τη μητέρα του, ο 23χρονος Διονύσης αυτοπυροβολείται. Επιζεί, αλλά το μισό του πρόσωπο έχει διαλυθεί. Θα ζήσει στη σκιά, χωρίς μύτη, στόμα, μάγουλα, με μόνη συντροφιά τους γονείς του. Δυσκολεύεται να φάει και να μιλήσει και για αρκετό καιρό ζει μέσα στα σόσιαλ μίντια, κρυμμένος πίσω από την οθόνη του υπολογιστή του.Ώσπου ένα βράδυ τον βρίσκει η ελπίδα, μια γιατρός τού στέλνει υλικό για την εγχείρηση που θα τον σώσει — μεταμόσχευση προσώπου. Μπορεί όμως το πρόσωπο ενός άλλου να σου δώσει πίσω τα χαμένα χρόνια; Πώς ωριμάζει κανείς χωρίς ρυτίδες; Πώς ερωτεύεται με νέα ταυτότητα.

Ένα μυθιστόρημα που πραγματεύεται ζητήματα βιοηθικής, αλλά και τον έρωτα, την οικογένεια, τους μητρικούς και πατρικούς δεσμούς, τις σχέσεις την εποχή του διαδικτύου.



Σήμερα στις 8μ.μ. η πρώτη  live διαδικτυακή παρουσίαση του μυθιστορήματος, παρέα με τον Μίνω Ευσταθιάδη, από την πλατφόρμα του Public. Μπορείτε να ρωτήσετε ό,τι θέλετε, αν θα απαντήσω, είναι άλλη ιστορία. 









"Χωρίς πρόσωπο", Κατερίνα Μαλακατέ, εκδ. Μεταίχμιο, 2020, σ. 323

2/10/20

"Η καλύτερη χειρότερη μέρα της ζωής σου", Κουβέντες για το φως μες στο σκοτάδι της κατάθλιψης, Αύγουστος Κορτώ




Απ' τη μέρα που γεννήθηκα, ζω μες στον κόρφο και κάτω απ' τη σκιά της ψυχικής ασθένειας, έχω σαν δεύτερο σφυγμό τις υφέσεις και τις εξάρσεις της, μυρίζομαι την απελπισία της και μαθαίνω τα τεχνάσματά της.

Διάβασα την Καλύτερη χειρότερη μέρα του Αύγουστου Κορτώ με μεγάλο ενδιαφέρον, είχα καιρό να πιάσω κάτι δικό του, από την Κατερίνα, που με είχε συγκινήσει. Πρόκειται για ένα διαφορετικό βιβλίο, αυτοβιογραφικό κι αυτό. Εδώ ο Κορτώ δεν μας λέει την ιστορία γραμμικά, μα μέσα από σπαράγματα, άλλοτε με χιούμορ, κι άλλοτε με μια μαυρίλα που μόνο όσοι έχουν περάσει κλινική κατάθλιψη μπορούν να αναγνωρίσουν. Πιστεύω πως σε αυτούς κυρίως απευθύνεται ο συγγραφέας, στα αδέλφια του. Το λέει κι ο ίδιος στις τελευταίες σελίδες. 

Δεν γνωριζόμαστε, αλλά σε ξέρω.
Έχουμε περάσει μέρες και μήνες μαζί, ο καθένας κλεισμένος στο σπίτι του.

Το κάνει για να ξορκίσει τους δικούς του δαίμονες και να δείξει πως κανείς δεν είναι μόνος. Όσο κι αν στον βυθό της κατάθλιψης, μοιάζει έτσι, σαν να μην έχει τίποτα νόημα, πως ποτέ δεν θα γίνεις καλά, πως ακόμα κι οι πιο δικοί σου είναι ξένοι.

"Η καλύτερη χειρότερη μέρα της ζωή σου" είναι η ημέρα της απόπειρας αυτοκτονίας. Ο συγγραφέας έπειτα από μια περίοδο υπομανίας, πήρε φάρμακα για τη διπολική διαταραχή που γύρισαν τη μανία σε κλινική κατάθλιψη και για οκτώ μήνες βυθίστηκε, χωρίς να μπορεί να ξεφύγει, παρ' όλο που ήταν υπό παρακολούθηση και φαρμακευτική αγωγή. Ήταν η τέταρτη του φορά στα γρανάζια της απραξίας, της αδράνειας, της ανηδονίας, αλλά αν και βετεράνος δεν άντεξε, θέλησε να βάλει τέρμα στη ζωή του παίρνοντας όλα τα χάπια του μαζί.

"Πώς πάμε; Πόσα βγάλαμε;"
"Είκοσι δυο. Και μη μιλάς, γιατί κουνιέται ο σωλήνας και δεν βλέπω"
"Άντε, Άλλα είκοσι".
"Μη μου κουνιέσαι -- και δεν τα προλαβαίνουμε όλα. Κάποια διαλύθηκαν".
"Θα ζήσω; τι λέτε;"
"Εσύ θα ζήσεις, εμείς να δούμε".

Έτσι ξεκινά το βιβλίο, με την ξεκαρδιστική σκηνή την ώρα της πλύσης στομάχου. Στην πραγματικότητα η πλύση στομάχου είναι οδυνηρή. Αυτός είναι ο Κορτώ, με αυτόν τον τρόπο αντιδρά και γράφει. Η ασθένειά του είναι σοβαρή, και το ξέρει, δεν την υποτιμά, ούτε τη θεωρεί στίγμα, νοσηλεύτηκε μετά την απόπειρα σε ψυχιατρικό νοσοκομείο για μήνες. Προσπαθεί να βρει παρηγοριά στο χιούμορ, στην αγάπη, στη λογοτεχνία. Έχει ανάγκη να τον αγαπούν οι άνθρωποί του και να τον αποδέχονται, είναι το βασικό του στήριγμα στη ζωή. Το διάβασμα και το γράψιμο τον κρατούν στον αφρό. 

Δεν είναι μυθοπλαστικό αυτό το κείμενο κι αυτό το κάνει άβολο, επικίνδυνο και απαραίτητο ανάγνωσμα. Ο παραληρηματικός τρόπος του Κορτώ έχει ερείσματα στην αφηγηματική του άνεση, μπλέκει όλες τις διακειμενικές αναφορές μέσα στο κεφάλι του, που είναι πολλές, με ιατρικές πληροφορίες, και ιστορίες φίλων και συγγενών, και δικές του, με τρόπο που το ενδιαφέρον δεν χάνεται στιγμή. Δεν ξέρω αν είναι λογοτεχνία. Πάντως ο Κορτώ τολμά να μιλήσει. Δεν αρέσει σε όλους αυτό. Εγώ του βγάζω το καπέλο.



                         Κατερίνα Μαλακατέ



"Η καλύτερη χειρότερη μέρα της ζωής σου", Κουβέντες για το φως μες στο σκοτάδι της κατάθλιψης, Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Πατάκη, 2020, σελ.174